οι κηπουροι τησ αυγησ

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Επειτα από επεξεργασία των δεδοµένων πολλών µετεωρολογικών σταθµών του δικτύου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών σε συνεργασία µε την επιστηµονική οµάδα του meteo.gr, προκύπτει σηµαντική µείωση της συνολικής βροχόπτωσης στις περισσότερες περιοχές από Οκτώβριο του 2023 έως και Απρίλιο του 2024, δηλαδή την περίοδο που εκδηλώνονται οι περισσότερες βροχές στη χώρα µας. Η σύγκριση έγινε µε τον µέσο όρο του αντίστοιχου επταµήνου (Οκτώβριος - Απρίλιος) της δεκαετίας 2012-2022...

 Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

Στο µισό µειώθηκαν 

οι βροχές στην Ελλάδα

Σε σύγκριση µε την περασµένη δεκαετία

Νέο σήµα κινδύνου εκπέµπεται για την Ελλάδα λόγω της κλιµατικής αλλαγής. Η βροχόπτωση στη χώρα µας µειώθηκε εντυπωσιακά, έως 50%, τους προηγούµενους µήνες σε σχέση µε τον µέσο όρο της περασµέ-νης δεκαετίας. Πρόκειται για πολύ ανησυχητική εξέλιξη, που επηρεάζει αρνητικά τα αποθέµατα ύδατος, τον υδροφόρο ορίζοντα, τις καλλιέργειες, την υγρασία του εδάφους.

Εντυπωσιακή είναι η µείωση της βροχόπτωσης στην Ελλάδα κατά τους προηγούµενους µήνες σε σχέση µε τον µέσο όρο της προηγούµενης δεκαετίας, σε ποσοστό που φτάνει και το 50%, µε µόνη εξαίρεση περιοχές της Ηπείρου και της ∆υτικής Μακεδονίας. Πρόκειται για µια πολύ ανησυχητική εξέλιξη, που επηρεάζει αρνητικά τα αποθέµατα ύδατος, τον υδροφόρο ορίζοντα, τις καλλιέργειες, αλλά και την υγρασία του εδάφους, διαµορφώνοντας πιο ευνοϊκές συνθήκες για δασικές πυρκαγιές, ειδικά εάν επικρατήσουν πολύ υψηλές θερµοκρασίες το καλοκαίρι. Η κλιµατική αλλαγή κάνει κι εδώ αισθητή την παρουσία της.


Επειτα από επεξεργασία των δεδοµένων πολλών µετεωρολογικών σταθµών του δικτύου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών σε συνεργασία µε την επιστηµονική οµάδα του meteo.gr, προκύπτει σηµαντική µείωση της συνολικής βροχόπτωσης στις περισσότερες περιοχές από Οκτώβριο του 2023 έως και Απρίλιο του 2024, δηλαδή την περίοδο που εκδηλώνονται οι περισσότερες βροχές στη χώρα µας. Η σύγκριση έγινε µε τον µέσο όρο του αντίστοιχου επταµήνου (Οκτώβριος - Απρίλιος) της δεκαετίας 2012-2022.


Ας δούµε ορισµένα παραδείγµατα της σηµαντικά µικρότερης βροχόπτωσης τους προηγούµενους µήνες, αλλά και τις λίγες εξαιρέσεις. Μεγάλη είναι η πτώση στη Στερεά Ελλάδα, µε τη Λαµία να έχει φέτος µόλις το 55% του µέσου όρου της βροχής της περασµένης δεκαετίας, την Αθήνα το 57%, ενώ κάπως καλύτερα αλλά χαµηλά είναι οι ορεινοί σταθµοί στην Πάρνηθα µε 66% και τη Στενή Ευβοίας µε 64%. Στην Πελοπόννησο, πολύ χαµηλά είναι η αγροτική Νεµέα (49%), αλλά και ο Πύργος (51%), ενώ κοντά στους µέσους όρους είναι η Σπάρτη (93%) και η Τρίπολη (91%).


Πηγαίνοντας πιο βόρεια, πολύ χαµηλή βροχόπτωση είχε η Θεσσαλονίκη, µε µόλις 52%, ενώ χαµηλά είναι και το Νευροκόπι (62%). Αρκετά καλύτερα η Ορεστιάδα (87%), ενώ υψηλότερη από την «κανονική» για την περίοδο βροχόπτωση είχε η Πτολεµαΐδα (141%) και τα Ιωάννινα (108%), που έτσι κι αλλιώς πέφτει πολλή βροχή. Στα Τρίκαλα, όπως και στην υπόλοιπη Θεσσαλία, µετά τον κατακλυσµό του «Daniel», το µέγεθος της βροχής ήταν περιορισµένο (73% του µέσου όρου της προηγούµενης δεκαετίας). Ακόµη πιο ανησυχητική είναι η κατάσταση στα νησιά, ειδικά των Κυκλάδων, που η βροχόπτωση και φέτος ήταν µικρή. Στην Τήνο δεν ξεπέρασε το 65% του µέσου όρου 2012-2022, ενώ στη Νάξο έφτασε το 75%. Ανάλογη εικόνα και στην Κρήτη, όπου στις Βρύσες Αποκορώνου Χανίων (παρότι έβρεξε πολύ, το λέει εξάλλου και το όνοµα του τόπου), η συνολική ποσότητα ήταν µόνο το 65% του µ.ό. της προηγούµενης δεκαετίας. Στην ανατολική Κρήτη, ακόµη πιο... στεγνά τα πράγµατα, καθώς στις Μοίρες έπεσε µόλις το 41% της βροχής που έπεφτε τα προηγούµενα χρόνια και στον Αγιο Νικόλαο το 56%!


«Η συνολική εικόνα δείχνει µια σηµαντική µείωση των βροχοπτώσεων φέτος, από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο, από τον µέσο όρο της προηγούµενης δεκαετίας», λέει στην «Κ» ο Κώστας Λαγουβάρδος, επιστηµονικά υπεύθυνος του meteo.gr. Ας σηµειωθεί πως η δεκαετία 2012-22 έχει ήδη επηρεαστεί από την κλιµατική αλλαγή, µε συνέπεια και στις βροχοπτώσεις. «Η συρρίκνωση του ύψους της βροχής είναι ακόµη πιο επώδυνη στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Οχι µόνο είναι σηµαντική, αλλά συµβαίνει για δεύτερη χρονιά, καθώς και πέρυσι οι βροχές ήταν πολύ λίγες στις περιοχές αυτές, που είναι και τουριστικές. Το νερό της βροχής σ’ αυτά τα µέρη είναι πολύτιµο, το συγκεντρώνουν από πολύ παλιά σε στέρνες κ.λπ. Ταυτόχρονα, ενώ η βροχή µειώνεται, η ζήτηση νερού αυξάνεται λόγω της τουριστικής κίνησης, αλλά και των περισσότερων εξοχικών κατοικιών», σηµειώνει ο κ. Λαγουβάρδος. Αξιοσηµείωτη είναι η µείωση της βροχής φέτος και σε αγροτικές περιοχές, όπως στη Νεµέα, στα Τρίκαλα, στον Πύργο, µε συνέπειες στη γεωργική παραγωγή, οι οποίες βέβαια δεν είναι ίδιες για όλες τις καλλιέργειες.


Αντίστοιχα, οι µειωµένες βροχοπτώσεις σε δασικές περιοχές, όπως στην Πάρνηθα ή στη Στενή Ευβοίας, προβληµατίζουν ιδιαίτερα και πρέπει να υπάρξει µεγάλη επαγρύπνηση και κινητοποίηση των αρµόδιων υπηρεσιών. «Αν και τελικά έχει φανεί πως ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την εκδήλωση πυρκαγιών είναι οι υψηλές θερµοκρασίες και οι συνθήκες καύσωνα που θα επικρατήσουν το καλοκαίρι, είναι γνωστό πως οι µειωµένες βροχοπτώσεις κατά τους µήνες που προηγούνται συµβάλλουν στην ξηρασία της καύσιµης ύλης», συµπληρώνει ο κ. Λαγουβάρδος. Ας σηµειωθεί πως αν και δεν έχει συµπληρωθεί η εικόνα του φετινού Μαΐου, φαίνεται πως ούτε και σ’ αυτόν τον µήνα υπάρχει κάποια αντιστροφή, απεναντίας οι βροχοπτώσεις παραµένουν περιορισµένες και κάτω από τους µέσους όρους.


Την αρνητική εικόνα της φετινής χρονιάς, όσον αφορά τον εµπλουτισµό του υδροφόρου ορίζοντα, έρχεται να ενισχύσει και το χαµηλό επίπεδο χιονοπτώσεων που είχαµε φέτος. Από το διάγραµµα µε τις εκτάσεις χιονοκάλυψης στην Ελλάδα προκύπτει ότι η φετινή καµπύλη κινήθηκε συνολικά πολύ πιο χαµηλά από την καµπύλη του µέσου όρου της 20ετίας 2004-2023. Ειδικά από τις αρχές Φεβρουαρίου και µετά είχαµε ελάχιστες χιονοπτώσεις και η χιονοκάλυψη υποχώρησε µε γρήγορους ρυθµούς, λόγω των αυξηµένων θερµοκρασιών. Ετσι, µόλις το 3% της χώρας είχε χιόνια, ενώ η µέση τιµή είναι πάνω από 10%-15% για τον Φεβρουάριο, 7%-10% τον Μάρτιο, ενώ χιόνια σε κορυφές υπήρχαν ακόµη και τον Απρίλιο.





Στη δύσκολη εξίσωση προστίθενται 
οι περιορισµένες χιονοπτώσεις


Η τάση µείωσης των βροχοπτώσεων, όπως καταγράφηκε τους προηγούµενους µήνες, εντάσσεται στις πολλαπλές συνέπειες της κλιµατικής κρίσης που επηρεάζει και την περιοχή µας. Μοντέλα πρόγνωσης των επιπτώσεων της κλιµατικής αλλαγής κάνουν λόγο για µείωση των βροχών κατά 20%-30% τις επόµενες δεκαετίες στη νότια και ανατολική Ελλάδα. «Οι συνέπειες αφορούν πολλούς και διαφορετικούς τοµείς. Από το δασικό περιβάλλον που κινδυνεύει περισσότερο στην περίπτωση των δασικών πυρκαγιών λόγω ξηρότητας του εδάφους, µέχρι τη γεωργία και τις πιέσεις που δέχονται οι καλλιέργειες λόγω προβληµάτων άρδευσης. Αλλά και από την ύδρευση πόλεων και οικισµών (ιδίως τουριστικών που πολλαπλασιάζουν τον πληθυσµό τους το καλοκαίρι) µέχρι τη γενικότερη κατάσταση του υδρογραφικού δικτύου της χώρας. Στη δύσκολη εξίσωση θα πρόσθετα και τις περιορισµένες χιονοπτώσεις που χαρακτήρισαν τον φετινό χειµώνα, µε αποτέλεσµα ορεινοί όγκοι που καλύπτονταν από χιόνι µέχρι το τέλος Μαΐου να είναι “γυµνοί” ήδη από τον Απρίλιο µε ό,τι πρόβληµα αυτό συνεπάγεται», λέει στην «Κ» ο Κώστας Καρτάλης, καθηγητής στο ΕΚΠΑ και µέλος της επιστηµονικής επιτροπής για την κλιµατική αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Η κατάσταση επαναφέρει τη συζήτηση στην έννοια της φέρουσας ικανότητας, δηλαδή των µέγιστων µεταβολών σε µια περιοχή, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάµεσα στο φυσικό περιβάλλον, στην οικονοµία και την κοινωνία. Και φυσικά στις γενναίες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν», συµπληρώνει ο ίδιος.

Οσον αφορά ειδικά τη σχέση των µειωµένων βροχοπτώσεων τον χειµώνα και την άνοιξη µε τον αυξηµένο κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιών το καλοκαίρι, χαρακτηριστικά ήταν τα στοιχεία που περιλαµβάνονται στην έκθεση για την Ανθεκτικότητα των ελληνικών δασικών οικοσυστηµάτων στην κλιµατική αλλαγή. Το 2006 η βροχόπτωση τους µήνες Ιανουάριο - Απρίλιο ήταν 3,4 χιλιοστά την ηµέρα. Η µέση θερµοκρασία θέρους ήταν 22,7 βαθµοί Κελσίου και ο δείκτης επικινδυνότητας πυρκαγιάς FWI (ένας σύνθετος δείκτης που υπολογίζει τιµές θερµοκρασίας, υγρασίας εδάφους, ταχύτητας ανέµου κ.ά.) στο 26,6. Το καλοκαίρι του 2006 κάηκαν 161.790 στρέµµατα. Το 2007, στην αντίστοιχη περίοδο Ιανουαρίου - Απριλίου, η µέση βροχόπτωση περιορίστηκε σε 1,9 χιλιοστά την ηµέρα, η µέση θερµοκρασία θέρους ανέβηκε στους 24,3 °C και ο δείκτης FMI στο 30,1. Το αποτέλεσµα ήταν να καούν 1.990.040 στρέµµατα!

Ανάγκη κινητοποίησης

Σχολιάζοντας τα ευρήµατα, ο γενικός γραµµατέας της Ακαδηµίας Αθηνών Χρήστος Ζερεφός είχε τονίσει πως «στο πλαίσιο της εργασίας για την εκπόνηση της έκθεσης ανθεκτικότητας των ελληνικών δασών µελετήσαµε την περίοδο 2000-2021 και είδαµε πως υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάµεσα στο ύψος των βροχοπτώσεων τον χειµώνα και την άνοιξη και στον κίνδυνο για δασικές πυρκαγιές το καλοκαίρι. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν στον βαθµό επικινδυνότητας για εκδήλωση πυρκαγιών το καλοκαίρι, αλλά η ξηρασία και η µείωση των κατακρηµνίσεων, είτε των βροχών είτε του χιονιού, αποτελούν ιδιαίτερα σηµαντικά στοιχεία». Με βάση όλα αυτά, είναι φανερό πως υπάρχει αυξηµένη ανάγκη έγκαιρης κινητοποίησης των αρχών Πολιτικής Προστασίας για την αποφυγή καταστροφικών πυρκαγιών το καλοκαίρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου