Από τη "δημοκρατία", "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", το κομματικό δελτίο της "ΑΥΓΗΣ" και τον κλώνο της "Ε"
ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ
ΝΑ ΚΡΥΨΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ
Χωρίς να μασάει τα λόγια του, με καθαρές κουβέντες και θαρραλέο λόγο, ο Τάκης Λαζαρίδης αποδομεί τη φιέστα που στήθηκε στην Αμαλιάδα από τον ΣΥΡΙΖΑ για το «μουσείο Μπελογιάννη». Ο συγκρατούμενος του Νίκου Μπελογιάννη, ο οποίος είχε καταδικαστεί και εκείνος εις θάνατον, αλλά γλίτωσε κυρίως λόγω του νεαρού της ηλικίας του, είνοι καταπέλτης κατά του Αλέξη Τσίπρα αλλά και κατά των πρώην συντρόφων του.
![]() |
| "δημοκρατία", 01/04/17 |
ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ
ΝΑ ΚΡΥΨΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ
Χωρίς να μασάει τα λόγια του, με καθαρές κουβέντες και θαρραλέο λόγο, ο Τάκης Λαζαρίδης αποδομεί τη φιέστα που στήθηκε στην Αμαλιάδα από τον ΣΥΡΙΖΑ για το «μουσείο Μπελογιάννη». Ο συγκρατούμενος του Νίκου Μπελογιάννη, ο οποίος είχε καταδικαστεί και εκείνος εις θάνατον, αλλά γλίτωσε κυρίως λόγω του νεαρού της ηλικίας του, είνοι καταπέλτης κατά του Αλέξη Τσίπρα αλλά και κατά των πρώην συντρόφων του.
Το άρθρο στη «δημοκρατία» είναι το ακόλουθο:
Του Τάκη Λαζαρίδη*
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ τα εγκαίνια του Μουσείου Μπελογιάννη θα ήθελα, δεδομένου ότι υπήρξα αυτός που έζησε μαζί του τις τελευταίες μέρες, τις τελευταίες του στιγμές, να σημειώσω τα εξής.
Α. ο Μπελογιάννης υπήρξε αναμφισβήτητα μια ηρωική φυσιογνωμία, μια από τις μορφές εκείνες που σπάνια αναφαίνονται πτον τόπο και στον χρόνο. Ηταν ένα θαρραλέος και ανιδιοτελής αγωνιστής, που έδωσε τη ζωή του (ενώ θα μπορούσε να σωθεί συμβιβαζόμενος), αγωνιζόμενος για υψηλά, πανανθρώπινα ιδανικά,για ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι συνεπώς άξιος τιμής και σεβασμού, όμως έως εδώ. Διότι ταυτόχρονα ήταν και ένας πολιτίτ κός και στρατιωτικός ηγέτης που με τη δράση του πλήγωσε, άθελα του έστω, την πατρίδα. Πολέμησε στον Εμφύλιο, αποκλειστικά υπεύθυνοι για τον οποίο ήμασταν εμείς. Και όταν λέω εμείς, εννοώ ο Ζαχαριάδης και η παρέα του, που δρούσαν πάντοτε κατ' εντολήν της Μόσχας.
Η τραγωδία μας που είναι βέβαια και τραγωδία του Μπελογιάννη συνίσταται στο ότι νομίζαμε ότι πολεμούσαμε γιά υψηλά ιδανικά, ενώ στην πραγματικότητα πολεμούσαμε και δύναμε τη ζωή μας για την προώθηση των στόχων της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Βαρύ ήταν το υλικό και ανθρώπινο κόστος του Εμφυλίου. Τον πληρώσαμε εμείς, όμως ταυτόχρονα τον πλήρωσαν και πολλοί αθώοι.
ΕΙΧΑΜΕ κάθε δικαίωμα να θυσιάσουμε τη ζωή μας καταπώς θέλαμε, δεν είχαμε όμως κανένα δικαίωμα να θυσιάσουμε τις ζωές αθώων συμπατριωτών μας. Δεν μας πρέπουν, λοιπόν, τιμές και μνημεία. Και αντί για εγκαίνια μνημείων, που ως μόνο αποτέλεσμα έχουν να διχάζουν και να αναζωπυρώνουν τα πάθη και τα μίση του παρελθόντος, θα έπρεπε εμείς οι παλιοί κομμουνιστές, και μαζί ο Τσίπρας και η παρέα του, να κρύψουμε το πρόσωπο από ντροπή και νά κλάψουμε πικρά για το αδικοχαμένο αίμα των δικών μας αλλά και των αδελφών μας της άλλης πλευράς. Κι αν πάλι ο Τσίπρας ήθελε οπωσδήποτε να στήσει μνημεία, θα έπρεπε πρώτα να στήσει μνημείο για τον συνταγματάρχη Ψαρρό ή για τις μαρτυρικές μανάδες της Ηπείρου που εκτελέστηκαν γιατί ήθελαν να σώσουν τα παιδιά τους. Θα έπρεπε να επισκεφθεί πρώτα το στρατιωτικό νεκροταφείο της Καστοριάς και να αποθέσει ένα λουλούδι στη μνήμη των χιλιάδων αξιωματικών και των ανδρών του Ελληνικού Στρατού που έπεσαν στον Γράμμο και στο Βίτσι για να παραμείνει η πατρίδα μας ελεύθερη και δημοκρατική. Τόσο ελεύθερη και δημοκρατική, ώστε να μπορεί να γίνεται, με την ελεύθερη ψήφο του λαού, πρωθυπουργός και να κρατάει στα χέρια του τη μοίρα τη δική μας και των παιδιών μας!
Β. Με τα εγκαίνια του Μουσείου Μπελογιάννη προσπάθησε ακόμα μία φορά ο Τσίπρας, και ενώ θανάσιμοι, κίνδυνοι περιζώνουν τη χώρα μας, να διαιρέσει, να διχάσει τους Ελληνες. Προσπάθησε για πολλοστή φορά να καταδείξει στο κομματικό του ακροατήριο ότι είναι γνήσιος απόγονος και συνεχιστής των Ζαχαριάδη,Σιάντου, Ιωαννίδη. Οτι στόχος του είναι να ολοκληρώσει το έργο που εκείνοι άφησαν ημιτελές. Ο,τι δεν πέτυχαν εκείνοι με τη δύναμη των όπλων, να το πετύχει τώρα αυτός με τη δύναμη της ψήφου. Στόχος του, δεδηλωμένος και αμετακίνητος, η μετατροπή της χώρας μας σε Βενεζουέλα της Μεσογείου, η διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων ώστε να καταστεί αναπόφευκτη η αποχώρηση της χώρας μας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη.
ΚΑΙ ΓΙΑ την επίτευξη του στόχου αυτού εργάζεται συστηματικά. Επίμονα, μεθοδικά. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός βαρός πρέπει να σημάνει εθνικός συναγερμός. Τα δημοκρατικά κόμματα οφείλουν να συνεργαστούν και νά συντονίσουν τη δράση τους, ώστε να διαφυλαχθούν και να προστατευτούν τόσο η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας όσο και το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
*Συγγραφέας, οικονομολόγος και συγκρατούμενος του Μπελογιάννη

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/17
Η τρίτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη
Του Παύλου Τσίμα
Τον Φεβρουάριο του 1952 όταν ο Νίκος Μπελογιάννης και οι συγκατηγορούμενοί του, καταδικασμένοι ήδη σε θάνατο, οδηγούνταν σε δεύτερη δίκη, αυτή τη φορά με έναν νόμο του Μεταξά, τον διαβόητο 375 περί κατασκοπείας, ο οποίος είχε ενεργοποιηθεί ξανά λίγο πριν από τη δίκη, ο βουλευτής της ΕΠΕΚ Λουκής Ακρίτας, ο πατέρας της δικής μας Ελενας, είχε δηλώσει στις εφημερίδες:
«Εάν ο κομμουνισμός χαρακτηρισθή αδίκημα κατασκοπείας, είναι μοιραίον όλοι οι συλληφθέντες κομμουνισταί να χαρακτηρισθούν κατάσκοποι και να επαναρχίση μία περιπέτεια βαθυτέρα και πλέον επικίνδυνος διά την ομαλήν εξέλιξιν του πολιτικού μας βίου».
Ο Ακρίτας και όσοι αντιτάχθηκαν στη μεταμφίεση μιας δίκης για τα φρονήματα των κατηγορουμένων σε δίκη για κατασκοπεία δεν εισακούσθηκαν. Οπως δεν εισακούσθηκαν και όσοι, από τον στρατηγό Ντε Γκολ έως τον Αραγκόν, τον Σαρτρ ή την Κιουρί, έκαναν εκκλήσεις τότε να μην εκτελεστούν οι θανατικές ποινές. Το κακό έγινε. Αλλά δεκαετίες τώρα πιστεύαμε πως είχε γίνει πια κοινή πεποίθηση, κοινός τόπος, πως εκείνοι που τότε είχαν αντιταχθεί στις εκτελέσεις και στην ίδια την κατηγορία περί κατασκοπείας είχαν δίκιο. Και πως η προφητεία του Ακρίτα για τους κινδύνους εις βάρος της δημοκρατίας είχε επιβεβαιωθεί πανηγυρικά το 1967. Αλλά να που ξανακούστηκε στη Βουλή των Ελλήνων αυτές τις ημέρες, και όχι μόνο από χείλη χρυσαυγιτών, το επιχείρημα πως «ο Μπελογιάννης δεν εκτελέστηκε για τις ιδέες του, εκτελέστηκε ως κατάσκοπος»!
Αλλά πώς κατρακυλήσαμε μέχρι εδώ;
Η κυρίαρχη άποψη αυτό τον καιρό φαίνεται να είναι πως ο σεβασμός απέναντι στον Μπελογιάννη, τη θυσία του, τη γενναιότητα και την αξιοπρέπεια με την οποία εκείνος αντιμετώπισε τη δίκη και τον θάνατο, είναι σημάδι της περίφημης «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς» που σφράγισε - υποτίθεται - τη μεταπολίτευση. Ενδειξη της επικράτησης της αφήγησης των ηττημένων επί της αφήγησης των νικητών του Εμφυλίου, στα χρόνια μετά το 1974.
Αλλά, δεν είναι έτσι.
Θυμίζω: δύο χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το 1951, οι φυλακές της χώρας στέγαζαν περίπου 14.000 πολιτικούς κρατουμένους, ανάμεσά τους 2.000 καταδικασμένους σε θάνατο και 5.000 σε ισόβια. Στον Αϊ-Στράτη και στο Τρίκερι ζούσαν εκτοπισμένοι μερικές χιλιάδες ακόμη. Στην ερειπωμένη, κατεστραμμένη από μια ολόκληρη δεκαετία αίματος, πάμφτωχη Ελλάδα των μετεμφυλιακών χρόνων «η νομιμότητα λειτουργούσε», κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, «μόνον υπό την αίρεση της νομιμοφροσύνης». Και τον τόνο έδινε ο λόγος του Στέμματος: «Κανένας συμβιβασμός με τους κομμουνιστάς και τους συνοδοιπόρους των».
Παρ' όλα αυτά, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου κεντρώου διαλείμματος αναστήθηκε η άποψη - όπως τη διατύπωσε στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, το 51, ο Πλαστήρας - πως «η εσωτερική ειρήνευσις, η λήθη του παρελθόντος, η συνεργασία και ενότητα όλων των Ελλήνων» είναι η προϋπόθεση για την «επανόρθωσιν των ερειπίων». Και πράγματι, από τα τέλη του 1949 οι θανατικές ποινές είχαν πάψει να εκτελούνται και αργότερα μετετράπησαν όλες σε ισόβια, οι περισσότεροι εκτοπισμένοι και φυλακισμένοι μέσα στο 1952 γύρισαν στα σπίτια τους, η «συμφιλίωσις» γινόταν το σύνθημα της ημέρας και δημιουργούσε την ελπίδα μιας δημοκρατικής «κανονικότητας».
Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, σε αυτή την καμπή ήρθε η υπόθεση Μπελογιάννη να κλείσει τον δρόμο, να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας πίσω στη δεκαετία του '40 και να κρατήσει τη χώρα αιχμάλωτη, καθηλωμένη. Με το όπλο παρά πόδα, όπως την ήθελε το ζαχαριαδικό σύνθημα. Με το Σύνταγμα υποθηκευμένο στην εθνικοφροσύνη, όπως την ήθελε η άλλη πλευρά. Με τη δημοκρατία καχεκτική και επιτηρούμενη. Και με σχεδόν μοιραία κατάληξη την κατάλυσή της, το 1967.
Με αυτή την έννοια, η υπόθεση Μπελογιάννη και η τραγική μοίρα του ήρωά της έγιναν, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το σύμβολο της κατανόησης, από τους κληρονόμους και τους μακρινούς πολιτικούς απογόνους και των δύο πλευρών του Εμφυλίου, της διπλής τραγωδίας που η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποφύγει. Της υπαίτιας μοίρας της να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που στον επίλογο του Μεγάλου Πολέμου έζησε έναν Εμφύλιο και, επιπλέον, καταδίκασε τον εαυτό της να κουβαλάει τις συνέπειες αυτού του Εμφυλίου, τις κατάρες του, για δυόμισι δεκαετίες. Μέχρι το 1974.
Και να που, αίφνης, 65 χρόνια μετά το δράμα, μια απλή εκδήλωση τιμής στον Μπελογιάννη (και μια άκομψη, πολύ πολιτικάντικη απόπειρα εγγραφής της στην κυβερνητική επικοινωνία) γίνεται αφορμή να δικαστεί για τρίτη φορά. Και να αποδειχθεί, στο φως της μέρας, ότι όσα θεωρούσαμε αυτονόητα, η ρητή ή άρρητη αναγνώριση των παλιών λαθών, των αρχαίων εγκλημάτων, τα αυτονόητα που ήταν επί 43 χρόνια το έδαφος που διαμόρφωσε τη μεταπολιτευτική δημοκρατική συναίνεση, ίσως δεν είναι πια αυτονόητα. Δεν ξέρω αν φταίει η κρίση. Δεν ξέρω αν φταίει ο τρόπος, κάποτε αυθάδης και αλαζονικός, που η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εργαλειοποιεί την Ιστορία και το μεταπολεμικό δράμα της Αριστεράς την ώρα που κυβερνά με τη Δεξιά της Δεξιάς, και απελευθερώνει τα αντίρροπα ανακλαστικά. Δεν ξέρω αν φταίει ο χρόνος που περνά. Μα ξαφνικά, αναφάνηκε η ανάγκη να ξαναμάθουμε την αλφαβήτα της νεότερης Ιστορίας μας, για να συνεχίσουμε να ελέγχουμε διά της δημοκρατίας τους δαίμονές της.
Του Θανάση Καρτερού
Μη μου φορτώσετε το ρυπαρό ήθος αυτού του σημειώματος. Απλώς αντιγράφω το ήθος, με το οποίο ο πανεπιστημιακός Γιώργος Μαργαρίτης, αντιμετωπίζει τον Τσίπρα, σε χθεσινό του άρθρο στην “ΕφΣυν.”. Φραστικός εκτραχηλισμός, εν ονόματι της κομμουνιστικής ηθικής, εμπλοκή ενός καθαρού ονόματος -του Μπελογιάννη- σε μια δύσοσμη λογοδιάρροια, λάσπη τοξική από κάποιον, που υπερασπίζεται, υποτίθεται, την έφοδο στον ουρανό. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η ουσία του άρθρου του κ. Μαργαρίτη.
Έχουμε, όμως ράμματα κι εμείς για τη γούνα του. Κλεμμένα από τη δική του κουβαρίστρα. Διότι, η ανάδειξή του στην ακαδημαϊκή ελίτ και στην εξουσία της διασημότητας, θα μπορούσε να γίνει ταινία του Χόλιγουντ, χωρίς κανένα ιδεολογικό, ή πολιτικό πρόβλημα. Ένα παιδί με όνειρο: Να ξεχωρίσει. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα, χάρη στον πιο αμοραλιστικό ρεαλισμό, που γνώρισε ο πανεπιστημιακός βίος ετούτου του τόπου. Ο ανερχόμενος πρόδωσε, ξεγέλασε, εξαπάτησε, κορόιδεψε, πούλησε επανάσταση, και φυσικά πέτυχε και έγινε διάσημος πανεπιστημιακός. Με προστασία κομματική, για το δικό του καλό, και για συμφορά των πολλών.
Ετούτες τις μέρες αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το όνομα του Μπελογιάννη. Να υποκριθεί τον φύλακα της μνήμης του. Να υπερασπιστεί δήθεν έναν υπέρμαχο της ουτοπίας, με την έννοια που οι καπιταλιστές, την απεχθάνονται, ως όνειρο των πολλών, ως σχέδιο για την ανατροπή του κόσμου της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Οποία ταπείνωση! Ο πρωταγωνιστής του καριερίστικου Survivor, της καπιταλιστικής περί επιτυχίας αφήγησης, φύλακας της μνήμης του υπέρμαχου της ουτοπίας των πολλών. Εκείνου που πέθανε για να ανθίσουν οι μαργαρίτες του ονείρου, κι όχι οι Μαργαρίτηδες της ιδιοτέλειας.
Αλήθεια, πιστεύει ο κ. Μαργαρίτης, ότι οδηγεί κάπου ο συνδυασμός ύβρεως και δικής του ταπείνωσης; Διότι -από δω και κάτω αφήνουμε στην άκρη το ύφος Μαργαρίτη- μπορεί να κατανοήσει κανείς την επιδίωξη ατομικής προβολής, εν ονόματι συλλογικών αξιών. Αλλά όχι και την προσφυγή σε χρυσαυγίτικο υβρεολόγιο, είτε επειδή ο δράστης πιστεύει στη βρισιά ως επαναστατικό εργαλείο, είτε επειδή θεωρεί ότι έτσι κερδίζει μπόι. Συνεπώς, παρακαλούμε κύριε Μαργαρίτη, μαζέψτε τη γλώσσα σας. Οι επαναστάτες κρίνουν, επικρίνουν, κατακρίνουν, αλλά δεν διακινούν ρύπους, εν ονόματι όποιας καθαρότητας. Επί τη ευκαιρία, ξαναδείτε τα γραφτά του Μπελογιάννη. Κάτι μπορεί να σας έχει διαφύγει, αν κρίνουμε από τον λόγο σας...
Του Γιώργου Μαργαρίτη*
Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την έννοια της ουτοπίας και τη βαρύτητά της στην πολιτική. Δεν είναι η πρώτη φορά που η έννοια ανασύρεται από τη λήθη και παίρνει τη θέση της στον πολιτικό λόγο και από εκεί στο πολιτικό σκηνικό.
Σχεδόν κάθε φορά που οι υποθέσεις της ζωής, της κοινωνίας και της πολιτικής περιπλέκονται η έννοια εμφανίζεται από το πουθενά για να διαχωρίσει το εφικτό από το ανέφικτο, το λογικό από το παράλογο, το προσλήψιμο από το αδιανόητο και τελικά, ίσως εδώ βρίσκεται η ουσία, το επιτρεπτό από το ανεπίτρεπτο.
Οπως συμβαίνει με την κάθε έννοια της γλώσσας και της γραμματείας, η πραγματική σημασία της έννοιας, ο τρόπος που γίνεται κατανοητή, εξαρτάται συνήθως από τη θέση στην οποία βρίσκεται εκείνος που την προσλαμβάνει. Τη θέση του μέσα στο πραγματικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλέγμα που ορίζει τη ζωή του.
Η ίδια λέξη μπορεί να έχει χαρακτήρα απαξιωτικό, να μηδενίζει, να εξατμίζει την ουσία όσων η έννοια θα περιλάβει. Η ίδια όμως μπορεί να έχει χαρακτήρα απελευθερωτικό, να είναι το πρώτο στοιχείο ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, μια σπίθα από όπου ξεκινά το φως που θα σκορπίσει τα σκοτάδια.
Ο καπιταλισμός χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί, ώς την κατάχρηση, την αμφίσημη αυτή έννοια. Πόσες ταινίες του Χόλιγουντ δεν εξυμνούν «τον άνθρωπο και το όνειρό του».
Του Τάκη Λαζαρίδη*
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ τα εγκαίνια του Μουσείου Μπελογιάννη θα ήθελα, δεδομένου ότι υπήρξα αυτός που έζησε μαζί του τις τελευταίες μέρες, τις τελευταίες του στιγμές, να σημειώσω τα εξής.
Α. ο Μπελογιάννης υπήρξε αναμφισβήτητα μια ηρωική φυσιογνωμία, μια από τις μορφές εκείνες που σπάνια αναφαίνονται πτον τόπο και στον χρόνο. Ηταν ένα θαρραλέος και ανιδιοτελής αγωνιστής, που έδωσε τη ζωή του (ενώ θα μπορούσε να σωθεί συμβιβαζόμενος), αγωνιζόμενος για υψηλά, πανανθρώπινα ιδανικά,για ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι συνεπώς άξιος τιμής και σεβασμού, όμως έως εδώ. Διότι ταυτόχρονα ήταν και ένας πολιτίτ κός και στρατιωτικός ηγέτης που με τη δράση του πλήγωσε, άθελα του έστω, την πατρίδα. Πολέμησε στον Εμφύλιο, αποκλειστικά υπεύθυνοι για τον οποίο ήμασταν εμείς. Και όταν λέω εμείς, εννοώ ο Ζαχαριάδης και η παρέα του, που δρούσαν πάντοτε κατ' εντολήν της Μόσχας.
Η τραγωδία μας που είναι βέβαια και τραγωδία του Μπελογιάννη συνίσταται στο ότι νομίζαμε ότι πολεμούσαμε γιά υψηλά ιδανικά, ενώ στην πραγματικότητα πολεμούσαμε και δύναμε τη ζωή μας για την προώθηση των στόχων της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Βαρύ ήταν το υλικό και ανθρώπινο κόστος του Εμφυλίου. Τον πληρώσαμε εμείς, όμως ταυτόχρονα τον πλήρωσαν και πολλοί αθώοι.
ΕΙΧΑΜΕ κάθε δικαίωμα να θυσιάσουμε τη ζωή μας καταπώς θέλαμε, δεν είχαμε όμως κανένα δικαίωμα να θυσιάσουμε τις ζωές αθώων συμπατριωτών μας. Δεν μας πρέπουν, λοιπόν, τιμές και μνημεία. Και αντί για εγκαίνια μνημείων, που ως μόνο αποτέλεσμα έχουν να διχάζουν και να αναζωπυρώνουν τα πάθη και τα μίση του παρελθόντος, θα έπρεπε εμείς οι παλιοί κομμουνιστές, και μαζί ο Τσίπρας και η παρέα του, να κρύψουμε το πρόσωπο από ντροπή και νά κλάψουμε πικρά για το αδικοχαμένο αίμα των δικών μας αλλά και των αδελφών μας της άλλης πλευράς. Κι αν πάλι ο Τσίπρας ήθελε οπωσδήποτε να στήσει μνημεία, θα έπρεπε πρώτα να στήσει μνημείο για τον συνταγματάρχη Ψαρρό ή για τις μαρτυρικές μανάδες της Ηπείρου που εκτελέστηκαν γιατί ήθελαν να σώσουν τα παιδιά τους. Θα έπρεπε να επισκεφθεί πρώτα το στρατιωτικό νεκροταφείο της Καστοριάς και να αποθέσει ένα λουλούδι στη μνήμη των χιλιάδων αξιωματικών και των ανδρών του Ελληνικού Στρατού που έπεσαν στον Γράμμο και στο Βίτσι για να παραμείνει η πατρίδα μας ελεύθερη και δημοκρατική. Τόσο ελεύθερη και δημοκρατική, ώστε να μπορεί να γίνεται, με την ελεύθερη ψήφο του λαού, πρωθυπουργός και να κρατάει στα χέρια του τη μοίρα τη δική μας και των παιδιών μας!
Β. Με τα εγκαίνια του Μουσείου Μπελογιάννη προσπάθησε ακόμα μία φορά ο Τσίπρας, και ενώ θανάσιμοι, κίνδυνοι περιζώνουν τη χώρα μας, να διαιρέσει, να διχάσει τους Ελληνες. Προσπάθησε για πολλοστή φορά να καταδείξει στο κομματικό του ακροατήριο ότι είναι γνήσιος απόγονος και συνεχιστής των Ζαχαριάδη,Σιάντου, Ιωαννίδη. Οτι στόχος του είναι να ολοκληρώσει το έργο που εκείνοι άφησαν ημιτελές. Ο,τι δεν πέτυχαν εκείνοι με τη δύναμη των όπλων, να το πετύχει τώρα αυτός με τη δύναμη της ψήφου. Στόχος του, δεδηλωμένος και αμετακίνητος, η μετατροπή της χώρας μας σε Βενεζουέλα της Μεσογείου, η διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων ώστε να καταστεί αναπόφευκτη η αποχώρηση της χώρας μας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη.
ΚΑΙ ΓΙΑ την επίτευξη του στόχου αυτού εργάζεται συστηματικά. Επίμονα, μεθοδικά. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός βαρός πρέπει να σημάνει εθνικός συναγερμός. Τα δημοκρατικά κόμματα οφείλουν να συνεργαστούν και νά συντονίσουν τη δράση τους, ώστε να διαφυλαχθούν και να προστατευτούν τόσο η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας μας όσο και το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
*Συγγραφέας, οικονομολόγος και συγκρατούμενος του Μπελογιάννη

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/17
Η τρίτη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη
Του Παύλου Τσίμα
Τον Φεβρουάριο του 1952 όταν ο Νίκος Μπελογιάννης και οι συγκατηγορούμενοί του, καταδικασμένοι ήδη σε θάνατο, οδηγούνταν σε δεύτερη δίκη, αυτή τη φορά με έναν νόμο του Μεταξά, τον διαβόητο 375 περί κατασκοπείας, ο οποίος είχε ενεργοποιηθεί ξανά λίγο πριν από τη δίκη, ο βουλευτής της ΕΠΕΚ Λουκής Ακρίτας, ο πατέρας της δικής μας Ελενας, είχε δηλώσει στις εφημερίδες:
«Εάν ο κομμουνισμός χαρακτηρισθή αδίκημα κατασκοπείας, είναι μοιραίον όλοι οι συλληφθέντες κομμουνισταί να χαρακτηρισθούν κατάσκοποι και να επαναρχίση μία περιπέτεια βαθυτέρα και πλέον επικίνδυνος διά την ομαλήν εξέλιξιν του πολιτικού μας βίου».
Ο Ακρίτας και όσοι αντιτάχθηκαν στη μεταμφίεση μιας δίκης για τα φρονήματα των κατηγορουμένων σε δίκη για κατασκοπεία δεν εισακούσθηκαν. Οπως δεν εισακούσθηκαν και όσοι, από τον στρατηγό Ντε Γκολ έως τον Αραγκόν, τον Σαρτρ ή την Κιουρί, έκαναν εκκλήσεις τότε να μην εκτελεστούν οι θανατικές ποινές. Το κακό έγινε. Αλλά δεκαετίες τώρα πιστεύαμε πως είχε γίνει πια κοινή πεποίθηση, κοινός τόπος, πως εκείνοι που τότε είχαν αντιταχθεί στις εκτελέσεις και στην ίδια την κατηγορία περί κατασκοπείας είχαν δίκιο. Και πως η προφητεία του Ακρίτα για τους κινδύνους εις βάρος της δημοκρατίας είχε επιβεβαιωθεί πανηγυρικά το 1967. Αλλά να που ξανακούστηκε στη Βουλή των Ελλήνων αυτές τις ημέρες, και όχι μόνο από χείλη χρυσαυγιτών, το επιχείρημα πως «ο Μπελογιάννης δεν εκτελέστηκε για τις ιδέες του, εκτελέστηκε ως κατάσκοπος»!
Αλλά πώς κατρακυλήσαμε μέχρι εδώ;
Η κυρίαρχη άποψη αυτό τον καιρό φαίνεται να είναι πως ο σεβασμός απέναντι στον Μπελογιάννη, τη θυσία του, τη γενναιότητα και την αξιοπρέπεια με την οποία εκείνος αντιμετώπισε τη δίκη και τον θάνατο, είναι σημάδι της περίφημης «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς» που σφράγισε - υποτίθεται - τη μεταπολίτευση. Ενδειξη της επικράτησης της αφήγησης των ηττημένων επί της αφήγησης των νικητών του Εμφυλίου, στα χρόνια μετά το 1974.
Αλλά, δεν είναι έτσι.
Θυμίζω: δύο χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το 1951, οι φυλακές της χώρας στέγαζαν περίπου 14.000 πολιτικούς κρατουμένους, ανάμεσά τους 2.000 καταδικασμένους σε θάνατο και 5.000 σε ισόβια. Στον Αϊ-Στράτη και στο Τρίκερι ζούσαν εκτοπισμένοι μερικές χιλιάδες ακόμη. Στην ερειπωμένη, κατεστραμμένη από μια ολόκληρη δεκαετία αίματος, πάμφτωχη Ελλάδα των μετεμφυλιακών χρόνων «η νομιμότητα λειτουργούσε», κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, «μόνον υπό την αίρεση της νομιμοφροσύνης». Και τον τόνο έδινε ο λόγος του Στέμματος: «Κανένας συμβιβασμός με τους κομμουνιστάς και τους συνοδοιπόρους των».
Παρ' όλα αυτά, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου κεντρώου διαλείμματος αναστήθηκε η άποψη - όπως τη διατύπωσε στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, το 51, ο Πλαστήρας - πως «η εσωτερική ειρήνευσις, η λήθη του παρελθόντος, η συνεργασία και ενότητα όλων των Ελλήνων» είναι η προϋπόθεση για την «επανόρθωσιν των ερειπίων». Και πράγματι, από τα τέλη του 1949 οι θανατικές ποινές είχαν πάψει να εκτελούνται και αργότερα μετετράπησαν όλες σε ισόβια, οι περισσότεροι εκτοπισμένοι και φυλακισμένοι μέσα στο 1952 γύρισαν στα σπίτια τους, η «συμφιλίωσις» γινόταν το σύνθημα της ημέρας και δημιουργούσε την ελπίδα μιας δημοκρατικής «κανονικότητας».
Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, σε αυτή την καμπή ήρθε η υπόθεση Μπελογιάννη να κλείσει τον δρόμο, να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας πίσω στη δεκαετία του '40 και να κρατήσει τη χώρα αιχμάλωτη, καθηλωμένη. Με το όπλο παρά πόδα, όπως την ήθελε το ζαχαριαδικό σύνθημα. Με το Σύνταγμα υποθηκευμένο στην εθνικοφροσύνη, όπως την ήθελε η άλλη πλευρά. Με τη δημοκρατία καχεκτική και επιτηρούμενη. Και με σχεδόν μοιραία κατάληξη την κατάλυσή της, το 1967.
Με αυτή την έννοια, η υπόθεση Μπελογιάννη και η τραγική μοίρα του ήρωά της έγιναν, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το σύμβολο της κατανόησης, από τους κληρονόμους και τους μακρινούς πολιτικούς απογόνους και των δύο πλευρών του Εμφυλίου, της διπλής τραγωδίας που η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποφύγει. Της υπαίτιας μοίρας της να είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που στον επίλογο του Μεγάλου Πολέμου έζησε έναν Εμφύλιο και, επιπλέον, καταδίκασε τον εαυτό της να κουβαλάει τις συνέπειες αυτού του Εμφυλίου, τις κατάρες του, για δυόμισι δεκαετίες. Μέχρι το 1974.
Και να που, αίφνης, 65 χρόνια μετά το δράμα, μια απλή εκδήλωση τιμής στον Μπελογιάννη (και μια άκομψη, πολύ πολιτικάντικη απόπειρα εγγραφής της στην κυβερνητική επικοινωνία) γίνεται αφορμή να δικαστεί για τρίτη φορά. Και να αποδειχθεί, στο φως της μέρας, ότι όσα θεωρούσαμε αυτονόητα, η ρητή ή άρρητη αναγνώριση των παλιών λαθών, των αρχαίων εγκλημάτων, τα αυτονόητα που ήταν επί 43 χρόνια το έδαφος που διαμόρφωσε τη μεταπολιτευτική δημοκρατική συναίνεση, ίσως δεν είναι πια αυτονόητα. Δεν ξέρω αν φταίει η κρίση. Δεν ξέρω αν φταίει ο τρόπος, κάποτε αυθάδης και αλαζονικός, που η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εργαλειοποιεί την Ιστορία και το μεταπολεμικό δράμα της Αριστεράς την ώρα που κυβερνά με τη Δεξιά της Δεξιάς, και απελευθερώνει τα αντίρροπα ανακλαστικά. Δεν ξέρω αν φταίει ο χρόνος που περνά. Μα ξαφνικά, αναφάνηκε η ανάγκη να ξαναμάθουμε την αλφαβήτα της νεότερης Ιστορίας μας, για να συνεχίσουμε να ελέγχουμε διά της δημοκρατίας τους δαίμονές της.
![]() |
| "ΤΑ ΝΕΑ/ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/04/17 |
Ήθος Μαργαρίτη
Του Θανάση Καρτερού
Μη μου φορτώσετε το ρυπαρό ήθος αυτού του σημειώματος. Απλώς αντιγράφω το ήθος, με το οποίο ο πανεπιστημιακός Γιώργος Μαργαρίτης, αντιμετωπίζει τον Τσίπρα, σε χθεσινό του άρθρο στην “ΕφΣυν.”. Φραστικός εκτραχηλισμός, εν ονόματι της κομμουνιστικής ηθικής, εμπλοκή ενός καθαρού ονόματος -του Μπελογιάννη- σε μια δύσοσμη λογοδιάρροια, λάσπη τοξική από κάποιον, που υπερασπίζεται, υποτίθεται, την έφοδο στον ουρανό. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η ουσία του άρθρου του κ. Μαργαρίτη.
Έχουμε, όμως ράμματα κι εμείς για τη γούνα του. Κλεμμένα από τη δική του κουβαρίστρα. Διότι, η ανάδειξή του στην ακαδημαϊκή ελίτ και στην εξουσία της διασημότητας, θα μπορούσε να γίνει ταινία του Χόλιγουντ, χωρίς κανένα ιδεολογικό, ή πολιτικό πρόβλημα. Ένα παιδί με όνειρο: Να ξεχωρίσει. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα, χάρη στον πιο αμοραλιστικό ρεαλισμό, που γνώρισε ο πανεπιστημιακός βίος ετούτου του τόπου. Ο ανερχόμενος πρόδωσε, ξεγέλασε, εξαπάτησε, κορόιδεψε, πούλησε επανάσταση, και φυσικά πέτυχε και έγινε διάσημος πανεπιστημιακός. Με προστασία κομματική, για το δικό του καλό, και για συμφορά των πολλών.
Ετούτες τις μέρες αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το όνομα του Μπελογιάννη. Να υποκριθεί τον φύλακα της μνήμης του. Να υπερασπιστεί δήθεν έναν υπέρμαχο της ουτοπίας, με την έννοια που οι καπιταλιστές, την απεχθάνονται, ως όνειρο των πολλών, ως σχέδιο για την ανατροπή του κόσμου της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Οποία ταπείνωση! Ο πρωταγωνιστής του καριερίστικου Survivor, της καπιταλιστικής περί επιτυχίας αφήγησης, φύλακας της μνήμης του υπέρμαχου της ουτοπίας των πολλών. Εκείνου που πέθανε για να ανθίσουν οι μαργαρίτες του ονείρου, κι όχι οι Μαργαρίτηδες της ιδιοτέλειας.
Αλήθεια, πιστεύει ο κ. Μαργαρίτης, ότι οδηγεί κάπου ο συνδυασμός ύβρεως και δικής του ταπείνωσης; Διότι -από δω και κάτω αφήνουμε στην άκρη το ύφος Μαργαρίτη- μπορεί να κατανοήσει κανείς την επιδίωξη ατομικής προβολής, εν ονόματι συλλογικών αξιών. Αλλά όχι και την προσφυγή σε χρυσαυγίτικο υβρεολόγιο, είτε επειδή ο δράστης πιστεύει στη βρισιά ως επαναστατικό εργαλείο, είτε επειδή θεωρεί ότι έτσι κερδίζει μπόι. Συνεπώς, παρακαλούμε κύριε Μαργαρίτη, μαζέψτε τη γλώσσα σας. Οι επαναστάτες κρίνουν, επικρίνουν, κατακρίνουν, αλλά δεν διακινούν ρύπους, εν ονόματι όποιας καθαρότητας. Επί τη ευκαιρία, ξαναδείτε τα γραφτά του Μπελογιάννη. Κάτι μπορεί να σας έχει διαφύγει, αν κρίνουμε από τον λόγο σας...
ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΙΤΙΑ
ΤΗΣ ΕΝΟΧΛΗΣΗΣ ΚΑΡΤΕΡΟΥ...
Περί της ουτοπίας
("Εφ.Συν", 31/03/17)
Του Γιώργου Μαργαρίτη*
Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για την έννοια της ουτοπίας και τη βαρύτητά της στην πολιτική. Δεν είναι η πρώτη φορά που η έννοια ανασύρεται από τη λήθη και παίρνει τη θέση της στον πολιτικό λόγο και από εκεί στο πολιτικό σκηνικό.
Σχεδόν κάθε φορά που οι υποθέσεις της ζωής, της κοινωνίας και της πολιτικής περιπλέκονται η έννοια εμφανίζεται από το πουθενά για να διαχωρίσει το εφικτό από το ανέφικτο, το λογικό από το παράλογο, το προσλήψιμο από το αδιανόητο και τελικά, ίσως εδώ βρίσκεται η ουσία, το επιτρεπτό από το ανεπίτρεπτο.
Οπως συμβαίνει με την κάθε έννοια της γλώσσας και της γραμματείας, η πραγματική σημασία της έννοιας, ο τρόπος που γίνεται κατανοητή, εξαρτάται συνήθως από τη θέση στην οποία βρίσκεται εκείνος που την προσλαμβάνει. Τη θέση του μέσα στο πραγματικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλέγμα που ορίζει τη ζωή του.
Η ίδια λέξη μπορεί να έχει χαρακτήρα απαξιωτικό, να μηδενίζει, να εξατμίζει την ουσία όσων η έννοια θα περιλάβει. Η ίδια όμως μπορεί να έχει χαρακτήρα απελευθερωτικό, να είναι το πρώτο στοιχείο ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, μια σπίθα από όπου ξεκινά το φως που θα σκορπίσει τα σκοτάδια.
Ο καπιταλισμός χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί, ώς την κατάχρηση, την αμφίσημη αυτή έννοια. Πόσες ταινίες του Χόλιγουντ δεν εξυμνούν «τον άνθρωπο και το όνειρό του».
Πόσα σενάρια δεν έχουν γραφτεί –και μεταφερθεί σε οθόνες– πάνω στο μοτίβο του ταπεινού που ασπάζεται ένα όραμα, που περνά μέσα από δοκιμασίες και μαρτύρια, από θυσίες κάθε μορφής και είδους, για να κάνει πραγματικότητα αυτό που όλοι οι γύρω του θεωρούσαν μια φαντασίωση, μια εμμονή, μια ουτοπία.
Δεν είναι μάλλον τυχαίο που, στην περίπτωση του Χόλιγουντ, η ουτοπία αυτή έχει συνήθως υπόστρωμα την «επιχειρηματική» –την καπιταλιστική δηλαδή– ιδέα, είτε ως επαγγελματική επιτυχία είτε ως προσωπική δικαίωση απέναντι στους δυστροπούντες, σε όσους δηλαδή αρνούνται να δουν και να αδράξουν τις άφθονες «ευκαιρίες» που ο καπιταλισμός προσφέρει στους ανθρώπους.
Από την άλλη πλευρά, στον ίδιο τον καπιταλιστικό κόσμο και στο πνεύμα του, η ουτοπία έχει τη σκοτεινή, την αρνητική της πλευρά. Η τελευταία συλλήβδην περιλαμβάνει όλα τα όνειρα, όλες τις ιδέες, όλα τα σχέδια, όλες τις θέσεις, προτάσεις, αποφάσεις που αντιβαίνουν τον ορισμό τής εντός του καπιταλισμού επιτυχίας.
Περιλαμβάνει δηλαδή όσα δεν αφορούν «τον ΕΝΑΝ άνθρωπο και το όνειρό του», αλλά αφορούν τον πόθο πολλών, πάρα πολλών, κοινωνικών ομάδων, τάξεων, εθνών, ανθρώπων να ζήσουν σε έναν κόσμο που θα ενδιαφέρεται γι’ αυτούς, που θα φροντίζει γι’ αυτούς, που θα υπάρχει γι’ αυτούς, που θα λειτουργεί γι’ αυτούς, για τις ανάγκες τους, για τα παιδιά τους.
Στον καπιταλισμό υπάρχει, βλέπετε, θέση μόνο για τον έναν: τον «πετυχημένο». Για να υπάρξει αυτός, για να ανθήσει η θετική ουτοπία του, πρέπει να αποτύχουν όλοι οι άλλοι. Πάνω στη δική τους αποτυχία θα στηριχθεί η επιτυχία του, θα θεμελιωθεί το «όνειρό» του.
Είναι γνωστά αυτά, πολλοί τα έχουν πει, εμείς απλά τα ξαναλέμε. Είναι αυτά τα τόσο απλά που με τον τηλεοπτικό του τρόπο μάς αναλύει η με τον τίτλο «Survivor» ιδεολογικά πολιτική παραγωγή γνωστού καναλιού. Διά της αέναης επαναλήψεως μπορεί και να τα εμπεδώσουμε... Ας είναι.
Το ενθαρρυντικό έρχεται από αλλού. Ερχεται από μια ωμή παραδοχή αδυναμίας και ήττας. Από τον πρωθυπουργό της χώρας προέρχεται και ως εκ τούτου ουδείς μπορεί να την προσπεράσει ως επουσιώδη ως προς το πολιτικό βάρος και τη σημασία της.
Η άνοδος του εν λόγω πρωθυπουργού στην εξουσία θα μπορούσε να γίνει ταινία του Χόλιγουντ, χωρίς κανένα ιδεολογικό ή πολιτικό πρόβλημα. Ενα παιδί με ένα όνειρο: να κυβερνήσει τη χώρα. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα χάρη στον πιο αμοραλιστικό πολιτικό ρεαλισμό που γνώρισε ώς τώρα ο πολιτικός βίος ετούτου του τόπου.
Ο ανερχόμενος πρόδωσε, ξεγέλασε, εξαπάτησε, κορόιδεψε, πούλησε εχθρούς, φίλους, ιδέες, αρχές. Κατέκτησε κορυφές απάτητες στο ψεύδος και στην ατιμία. Και φυσικά πέτυχε –ομόλογες του καπιταλισμού οι «αξίες» του– και έγινε πρωθυπουργός. Για το καλό το δικό του και για τη συμφορά των πολλών.
Ετούτες τις ημέρες όμως, στον δεύτερο χρόνο πλέον της επιτυχίας του, αποφάσισε να κάνει κάτι που ο ίδιος μάλλον το αποτίμησε ως νέο σκαλοπάτι «επιτυχίας» – δηλαδή εξαπάτησης.
Αποφάσισε λοιπόν να εκμεταλλευτεί τη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη. Να «τιμήσει» έναν υπέρμαχο της ουτοπίας με την έννοια που οι κυρίαρχοι, οι καπιταλιστές, την απεχθάνονται, την ουτοπία ως όνειρο των πολλών, ως σχέδιο για την ανατροπή του κόσμου της αδικίας και της εκμετάλλευσης.
Οποία ταπείνωση! Ο πρωταγωνιστής του Survivor της πολιτικής και της καπιταλιστικής περί «επιτυχίας» αφήγησης, προσκυνητής στον υπέρμαχο της ουτοπίας των πολλών, σε εκείνον που πέθανε ώστε να μη χρειάζονται πλέον ουτοπίες!
Αλήθεια, πιστεύει ο κ. Τσίπρας ότι οδηγεί κάπου ο συνδυασμός ύβρεως και δικής του ταπείνωσης;
* καθηγητής σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ
Δεν είναι μάλλον τυχαίο που, στην περίπτωση του Χόλιγουντ, η ουτοπία αυτή έχει συνήθως υπόστρωμα την «επιχειρηματική» –την καπιταλιστική δηλαδή– ιδέα, είτε ως επαγγελματική επιτυχία είτε ως προσωπική δικαίωση απέναντι στους δυστροπούντες, σε όσους δηλαδή αρνούνται να δουν και να αδράξουν τις άφθονες «ευκαιρίες» που ο καπιταλισμός προσφέρει στους ανθρώπους.
Από την άλλη πλευρά, στον ίδιο τον καπιταλιστικό κόσμο και στο πνεύμα του, η ουτοπία έχει τη σκοτεινή, την αρνητική της πλευρά. Η τελευταία συλλήβδην περιλαμβάνει όλα τα όνειρα, όλες τις ιδέες, όλα τα σχέδια, όλες τις θέσεις, προτάσεις, αποφάσεις που αντιβαίνουν τον ορισμό τής εντός του καπιταλισμού επιτυχίας.
Περιλαμβάνει δηλαδή όσα δεν αφορούν «τον ΕΝΑΝ άνθρωπο και το όνειρό του», αλλά αφορούν τον πόθο πολλών, πάρα πολλών, κοινωνικών ομάδων, τάξεων, εθνών, ανθρώπων να ζήσουν σε έναν κόσμο που θα ενδιαφέρεται γι’ αυτούς, που θα φροντίζει γι’ αυτούς, που θα υπάρχει γι’ αυτούς, που θα λειτουργεί γι’ αυτούς, για τις ανάγκες τους, για τα παιδιά τους.
Στον καπιταλισμό υπάρχει, βλέπετε, θέση μόνο για τον έναν: τον «πετυχημένο». Για να υπάρξει αυτός, για να ανθήσει η θετική ουτοπία του, πρέπει να αποτύχουν όλοι οι άλλοι. Πάνω στη δική τους αποτυχία θα στηριχθεί η επιτυχία του, θα θεμελιωθεί το «όνειρό» του.
Είναι γνωστά αυτά, πολλοί τα έχουν πει, εμείς απλά τα ξαναλέμε. Είναι αυτά τα τόσο απλά που με τον τηλεοπτικό του τρόπο μάς αναλύει η με τον τίτλο «Survivor» ιδεολογικά πολιτική παραγωγή γνωστού καναλιού. Διά της αέναης επαναλήψεως μπορεί και να τα εμπεδώσουμε... Ας είναι.
Το ενθαρρυντικό έρχεται από αλλού. Ερχεται από μια ωμή παραδοχή αδυναμίας και ήττας. Από τον πρωθυπουργό της χώρας προέρχεται και ως εκ τούτου ουδείς μπορεί να την προσπεράσει ως επουσιώδη ως προς το πολιτικό βάρος και τη σημασία της.
Η άνοδος του εν λόγω πρωθυπουργού στην εξουσία θα μπορούσε να γίνει ταινία του Χόλιγουντ, χωρίς κανένα ιδεολογικό ή πολιτικό πρόβλημα. Ενα παιδί με ένα όνειρο: να κυβερνήσει τη χώρα. Το όνειρο έγινε πραγματικότητα χάρη στον πιο αμοραλιστικό πολιτικό ρεαλισμό που γνώρισε ώς τώρα ο πολιτικός βίος ετούτου του τόπου.
Ο ανερχόμενος πρόδωσε, ξεγέλασε, εξαπάτησε, κορόιδεψε, πούλησε εχθρούς, φίλους, ιδέες, αρχές. Κατέκτησε κορυφές απάτητες στο ψεύδος και στην ατιμία. Και φυσικά πέτυχε –ομόλογες του καπιταλισμού οι «αξίες» του– και έγινε πρωθυπουργός. Για το καλό το δικό του και για τη συμφορά των πολλών.
Ετούτες τις ημέρες όμως, στον δεύτερο χρόνο πλέον της επιτυχίας του, αποφάσισε να κάνει κάτι που ο ίδιος μάλλον το αποτίμησε ως νέο σκαλοπάτι «επιτυχίας» – δηλαδή εξαπάτησης.
Αποφάσισε λοιπόν να εκμεταλλευτεί τη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη. Να «τιμήσει» έναν υπέρμαχο της ουτοπίας με την έννοια που οι κυρίαρχοι, οι καπιταλιστές, την απεχθάνονται, την ουτοπία ως όνειρο των πολλών, ως σχέδιο για την ανατροπή του κόσμου της αδικίας και της εκμετάλλευσης.
Οποία ταπείνωση! Ο πρωταγωνιστής του Survivor της πολιτικής και της καπιταλιστικής περί «επιτυχίας» αφήγησης, προσκυνητής στον υπέρμαχο της ουτοπίας των πολλών, σε εκείνον που πέθανε ώστε να μη χρειάζονται πλέον ουτοπίες!
Αλήθεια, πιστεύει ο κ. Τσίπρας ότι οδηγεί κάπου ο συνδυασμός ύβρεως και δικής του ταπείνωσης;
* καθηγητής σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου