Από την "ΕΣΤΙΑ"
"ΕΣΤΙΑ", 28/04/17
Την ώρα πού η τουρκική κυβέρνηση αμφισβητούσε τους τίτλους κυριότητας του πατριαρχικού καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, δυο ιστορικές έκκλησίες του Γαλατά,ό Άγιος Νικόλαος καί ό Άγιος Ιωάννης των Χίων, δόθηκαν ώς «δώρο» στον καθηρημένο σχισματικό «Τουρκορθόδοξο» παπα-Εύθύμ καί τους δύο γιους του. Οι ταλαιπωρίες στό Φανάρι συνεχίστηκαν, καθώς η αστυνομία απέκλεισε το Πατριαρχείο άπό τις 4 έως τις 9 Οκτωβρίου 1965 απαγορεύοντας τήν είσοδο ακόμη καί σέ ελληνορθόδοξους ιεράρχες, όπως τόν'Επίσκοπο Δαφνουσίας Γρηγόριο καί Τραχείας Τιμόθεο. Οι άρχές δικαιολόγησαν τόν άποκλεισμό προφασιζόμενοι ότι μεριμνούσαν γιά τήν ασφάλεια τού Πατριαρχείου καί ένώ επέτρεπαν τήν είσοδο τών πιστών στό ναό του Αγίου Γεωργίου απαγόρευαν κάθε επίσκεψη στό διοικητικό μέγαρο καί τά πατριαρχικά δώματα. Στίς 8 Οκτωβρίου 1965. ή αστυνομία απαγόρευσε τήν είσοδο στό Πατριαρχείο τού Έλληνα γενικού πρόξενου Νικόλαου Καρανδρέα, ένώ, δυο μέρες νωρίτερα, ομάδα Γερμανών τουριστών εμποδίστηκε άπό τά νά εισέλθει ακόμη καί στον πατριαρχικό ναό. Η αντιμετώπιση αυτή τών Γερμανών τουριστών ίσως σχετιζόταν μέ διαμαρτυρία τής γερμανικής κυβέρνησης γιά τους ταπεινωτικούς έλεγχους σέ βάρος τού Φαναριού τά μαύρο εκείνο Πάσχα τού 1965 επισείοντας την προσοχή τής Άγκυρας γιά τά οφέλη πού θά αποκόμιζε ή Σοβιετική Ένωση στήν περίπτωση εκδίωξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου άπό την Ιστορική του έδρα.
Πρέπει ωστόσο νά υπογραμμιστεί ότι, άν καί σαφώς τό Πατριαρχείο καί η ομογένεια αποτέλεσαν πολύτιμο τουρκικό διαπραγματευτικό χαρτί κατά τή διάρκεια τής Κυπριακής κρίσης, δέν υπάρχει αμφιβολία ότι η χρησιμοποίηση νομοταγών μειονοτικών Τούρκων πολιτών, πού τά τουρκικό Σύνταγμα τους διασφάλιζε ισονομία καί ισοπολιτεία, ώς ομήρους στην ελληνοτουρκική διελκυστίνδα αντανακλούσε πολύ πιά βαθιά καί νοσηρά προβλήματα τής κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας: το σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας καί τήν έλλειψη ανεκτικότητας προς τους ελληνορθόδοξους κατοίκους τής Κωνσταντινούπολης. Ίμβρου καί Τενέδου. Δέν είναι λοιπόν τυχαίο τό γεγονός ότι μαζί μέ τους 12.500 Κωνσταντινουπολίτες Έλληνες υπηκόους, άλλοι 30.000 Τούρκοι πολίτες, μέλη τής ελληνορθόδοξης μειονότητας, εξαναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τήν Τουρκία μέσα σέ τρία έτη, άπό ιό 1964 έως τό 1967.
"ΕΣΤΙΑ", 28/04/17
Η σύνδεση Πατριαρχείου και Κύπρου
Του Πρέσβεως Αλέξη Αλεξανδρή
Η ΑΝΑΦΛΕΞΗ τού κυπριακού ζητήματος τό Δεκέμβριο τού 1963 οδήγησε τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις σέ οξύτατη αντιπαράθεση μέ αποτέλεσμα, όπως παρατηρεί ό υπουργός Άμυνας τής κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέο, Πέτρος Γαρουφαλιάς, οι δύο χώρες νά φθάσουν επανειλημμένα στα πρόθυρα πολέμου άπό τόν Ιανουάριο ώς τά μέσα Μαρτίου 1964. Από διπλωματικής σκοπιάς, ή Άγκυρα αισθανόταν σέ μειονεκτική θέση έναντι τής Ελλάδας στην Κύπρο, καθώς ό πρόεδρος τής Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, φαινόταν νά βρίσκεται σέ πλεονεκτική θέση. ίδίως μετά τήν αναθεώρηση τού Συντάγματος τού 1960 και τήν εφαρμογή τών δεκατριών σημείων.
Άν καί ή Τουρκία επικαλούνταν τά δικαιώματα της ώς εγγυήτρια δύναμη, η ελληνική πλευρά έχαιρε τής υποστήριξης τής πλειοψηφίας τών κρατών-μελών τού ΟΗΕ, μέ αποτέλεσμα δύο φορές (1964 καί 1967) νά αποσοβηθεί ή τουρκική απόβαση στο νησί. Η αδυναμία τής Τουρκίας νά παρέμβει στήν Κύπρο τήν περίοδο αυτή έγινε σαφής όταν στις 5 Ιουνίου 1964. ό Αμερικανός πρόεδρος Lyndon Johnson προειδοποίησε τόν Τούρκο πρωθυπουργό Ismet Inônû ότι ή χώρα του δέν θά επενέβαινε σέ περίπτωση σοβιετικής εμπλοκής πού ενδεχομένως θά προκαλούσε μιά τουρκική εισβολή τής νήσου. Κάτω άπό αυτές τίς συνθήκες, ή μόνη διέξοδος γιά τήν τουρκική κυβέρνηση ήταν ή άσκηση πίεσης προς τήν Ελληνορθόδοξη μειονότητα καί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, πού θεωρούνταν οι ευάλωτοι κρίκοι τής ελληνικής διπλωματίας.
Τούρκοι αξιωματούχοι σέ συνομιλία τους μέ τόν ειδικό απεσταλμένο τού Αμερικανού προέδρου, Acheson στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία τών ΗΠΑ στή Γενεύη στίς 11 Ιουλίου 1964. Άπείλησαν ότι ή κυβέρνηση τους ήταν αποφασισμένη νά άντιδράσει έναντι της ελληνικής πολιτικής στό Κυπριακό, προβαίνοντας σέ αντίποινα πού θά λάβουν τήν μορφή τής απέλασης τού συνόλου τών Ελλήνων υπηκόων τής Κωνσταντινούπολης καί της απομάκρυνσης τού Πατριαρχείου. Από τίς πρώτες μέρες τής κυπριακής κρίσης τόν Δεκέμβριο τού 1963. τό μένος τών εθνικιστικών κύκλων εστράφη πρωτίστως κατά τού Πατριάρχη Αθηναγόρα καί ό τουρκικός Τύπος εξαπέλυσε βίαιη δημοσιογραφική εκστρατεία εναντίον τού Φαναριού, επαναλαμβάνοντας ad nauseam τόν ισχυρισμό ότι ή μειονότητα διατηρούσε «μυστικές διασυνδέσεις» μέ τόν Αρχιεπίσκοπο Μακάριο καί τους ελληνοκυπρίους.
Οι ανθελληνικές εκδηλώσεις δέν περιορίζονταν στον δημοσιογραφικό τομέα. Φανατισμένα πλήθη, μέ έπί κεφαλής τίς εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις, επιδόθηκαν σέ σποραδικές τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον ελληνορθόδοξων κληρικών καί σέ λιθοβολισμούς εκκλησιών. Εκτός τού πατριαρχικού ναού, λιθοβολήθηκαν τό μετόχι τής Ίερας Μονής ΣινάστόΦανάρι καί ό ναός τής Παναγίας στά Έξι Μάρμαρα, ένώ αυξήθηκαν τά φαινόμενα βεβηλώσεων τών κοιμητηρίων. Καί ένώ ξεκίνησαν οι απελάσεις τών Κωνσταντινουπολιτών μέ ελληνική υπηκοότητα τό 1964, ή τουρκική κυβέρνηση έλαβε μπαράζ σκληρών περιοριστικών μέτρων κατά τού Οικουμενικού Πατριαρχείου πού δυσχέραιναν σοβαρά τήν λειτουργία του.
Μεταξύ τών μέτρων αυτών προέχουν ή απέλαση δυο κορυφαίων μελών τής Ίερας Συνόδου-τών Μητροπολιτών Φιλαδέλφειας Ιάκωβου καί τού Σελευκείας Αίμιλιανού- πού υπήρξαν άπό τους στενότερους συνεργάτες τού Αθηναγόρα. ή απαγόρευση τής λειτουργίας τού πατριαρχικού τυπογραφείου, ή απαγόρευση τής έκδοσης τών θρησκευτικών περιοδικών τού Πατριαρχείου «Ορθοδοξία» καί «Άγιος Ανδρέας», η απαγόρευση τής πρωινής προσευχής καί τής εισόδου ελληνορθόδοξων κληρικών στά όμογενειακά σχολεία, η απαγόρευση τής άσκησης του επαγγέλματος τού καθηγητή στά μειονοτικά σχολεία τών αποφοίτων της Θεολογικής Σχολής Χάλκης καί ή απαγόρευση τής έγγραφης αλλοδαπών φοιτητών σέ αυτήν.
Ενδεικτικό τού κλίματος τρομοκρατίας πού ασκούσαν οι τουρκικές αρχές είναι ό εξονυχιστικός έλεγχος τών οικονομικών τού Πατριαρχείου καί τών μελών του, ό όποίος ξεκίνησε τήν Μεγάλη Πέμπτη στις 22 Απριλίου 1965 καί συνεχίστηκε γιά μία εβδομάδα χωρίς καν νά διακοπεί τήν Κυριακή τού Πάσχα. Ή έρευνα διενεργήθηκε άπό τριμελή ελεγκτική επιτροπή, αποτελούμενη άπό υπαλλήλους τού Υπουργείου Οικονομικών της Διεύθυνσης Βακουφιών καί τής αστυνομίας. Είναι χαρακτηριστική ή στιχομυθία μεταξύ τού Αθηναγόρα καί τών ελεγκτών, οι όποιοι σταμάτησαν αυτόν καί τή συνοδεία του στην είσοδο τού πατριαρχικού οίκου, καθώς κατευθυνόταν γιά τόν πατριαρχικό ναό.
Όταν οι ελεγκτές τού ανακοίνωσαν ότι θά συνεχίσουν τήν έρευνα καί τήν Κυριακή του Πάσχα, ό Αθηναγόρας, πανύψηλος, ήρεμος, μορφή βιβλική μέσα στό ολόμαυρο ράσο του, τούς απάντησε μέ κάποια δύση ειρωνείας: «Εμείς πηγαίνουμε νά προσευχηθούμε γιά τά καλά τού Γένους καί εσείς ακολουθήστε όποιες οδηγίες σας εδόθησαν».
Του Πρέσβεως Αλέξη Αλεξανδρή
Η ΑΝΑΦΛΕΞΗ τού κυπριακού ζητήματος τό Δεκέμβριο τού 1963 οδήγησε τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις σέ οξύτατη αντιπαράθεση μέ αποτέλεσμα, όπως παρατηρεί ό υπουργός Άμυνας τής κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέο, Πέτρος Γαρουφαλιάς, οι δύο χώρες νά φθάσουν επανειλημμένα στα πρόθυρα πολέμου άπό τόν Ιανουάριο ώς τά μέσα Μαρτίου 1964. Από διπλωματικής σκοπιάς, ή Άγκυρα αισθανόταν σέ μειονεκτική θέση έναντι τής Ελλάδας στην Κύπρο, καθώς ό πρόεδρος τής Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, φαινόταν νά βρίσκεται σέ πλεονεκτική θέση. ίδίως μετά τήν αναθεώρηση τού Συντάγματος τού 1960 και τήν εφαρμογή τών δεκατριών σημείων.
Άν καί ή Τουρκία επικαλούνταν τά δικαιώματα της ώς εγγυήτρια δύναμη, η ελληνική πλευρά έχαιρε τής υποστήριξης τής πλειοψηφίας τών κρατών-μελών τού ΟΗΕ, μέ αποτέλεσμα δύο φορές (1964 καί 1967) νά αποσοβηθεί ή τουρκική απόβαση στο νησί. Η αδυναμία τής Τουρκίας νά παρέμβει στήν Κύπρο τήν περίοδο αυτή έγινε σαφής όταν στις 5 Ιουνίου 1964. ό Αμερικανός πρόεδρος Lyndon Johnson προειδοποίησε τόν Τούρκο πρωθυπουργό Ismet Inônû ότι ή χώρα του δέν θά επενέβαινε σέ περίπτωση σοβιετικής εμπλοκής πού ενδεχομένως θά προκαλούσε μιά τουρκική εισβολή τής νήσου. Κάτω άπό αυτές τίς συνθήκες, ή μόνη διέξοδος γιά τήν τουρκική κυβέρνηση ήταν ή άσκηση πίεσης προς τήν Ελληνορθόδοξη μειονότητα καί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, πού θεωρούνταν οι ευάλωτοι κρίκοι τής ελληνικής διπλωματίας.
Τούρκοι αξιωματούχοι σέ συνομιλία τους μέ τόν ειδικό απεσταλμένο τού Αμερικανού προέδρου, Acheson στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία τών ΗΠΑ στή Γενεύη στίς 11 Ιουλίου 1964. Άπείλησαν ότι ή κυβέρνηση τους ήταν αποφασισμένη νά άντιδράσει έναντι της ελληνικής πολιτικής στό Κυπριακό, προβαίνοντας σέ αντίποινα πού θά λάβουν τήν μορφή τής απέλασης τού συνόλου τών Ελλήνων υπηκόων τής Κωνσταντινούπολης καί της απομάκρυνσης τού Πατριαρχείου. Από τίς πρώτες μέρες τής κυπριακής κρίσης τόν Δεκέμβριο τού 1963. τό μένος τών εθνικιστικών κύκλων εστράφη πρωτίστως κατά τού Πατριάρχη Αθηναγόρα καί ό τουρκικός Τύπος εξαπέλυσε βίαιη δημοσιογραφική εκστρατεία εναντίον τού Φαναριού, επαναλαμβάνοντας ad nauseam τόν ισχυρισμό ότι ή μειονότητα διατηρούσε «μυστικές διασυνδέσεις» μέ τόν Αρχιεπίσκοπο Μακάριο καί τους ελληνοκυπρίους.
Οι ανθελληνικές εκδηλώσεις δέν περιορίζονταν στον δημοσιογραφικό τομέα. Φανατισμένα πλήθη, μέ έπί κεφαλής τίς εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις, επιδόθηκαν σέ σποραδικές τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον ελληνορθόδοξων κληρικών καί σέ λιθοβολισμούς εκκλησιών. Εκτός τού πατριαρχικού ναού, λιθοβολήθηκαν τό μετόχι τής Ίερας Μονής ΣινάστόΦανάρι καί ό ναός τής Παναγίας στά Έξι Μάρμαρα, ένώ αυξήθηκαν τά φαινόμενα βεβηλώσεων τών κοιμητηρίων. Καί ένώ ξεκίνησαν οι απελάσεις τών Κωνσταντινουπολιτών μέ ελληνική υπηκοότητα τό 1964, ή τουρκική κυβέρνηση έλαβε μπαράζ σκληρών περιοριστικών μέτρων κατά τού Οικουμενικού Πατριαρχείου πού δυσχέραιναν σοβαρά τήν λειτουργία του.
Μεταξύ τών μέτρων αυτών προέχουν ή απέλαση δυο κορυφαίων μελών τής Ίερας Συνόδου-τών Μητροπολιτών Φιλαδέλφειας Ιάκωβου καί τού Σελευκείας Αίμιλιανού- πού υπήρξαν άπό τους στενότερους συνεργάτες τού Αθηναγόρα. ή απαγόρευση τής λειτουργίας τού πατριαρχικού τυπογραφείου, ή απαγόρευση τής έκδοσης τών θρησκευτικών περιοδικών τού Πατριαρχείου «Ορθοδοξία» καί «Άγιος Ανδρέας», η απαγόρευση τής πρωινής προσευχής καί τής εισόδου ελληνορθόδοξων κληρικών στά όμογενειακά σχολεία, η απαγόρευση τής άσκησης του επαγγέλματος τού καθηγητή στά μειονοτικά σχολεία τών αποφοίτων της Θεολογικής Σχολής Χάλκης καί ή απαγόρευση τής έγγραφης αλλοδαπών φοιτητών σέ αυτήν.
Ενδεικτικό τού κλίματος τρομοκρατίας πού ασκούσαν οι τουρκικές αρχές είναι ό εξονυχιστικός έλεγχος τών οικονομικών τού Πατριαρχείου καί τών μελών του, ό όποίος ξεκίνησε τήν Μεγάλη Πέμπτη στις 22 Απριλίου 1965 καί συνεχίστηκε γιά μία εβδομάδα χωρίς καν νά διακοπεί τήν Κυριακή τού Πάσχα. Ή έρευνα διενεργήθηκε άπό τριμελή ελεγκτική επιτροπή, αποτελούμενη άπό υπαλλήλους τού Υπουργείου Οικονομικών της Διεύθυνσης Βακουφιών καί τής αστυνομίας. Είναι χαρακτηριστική ή στιχομυθία μεταξύ τού Αθηναγόρα καί τών ελεγκτών, οι όποιοι σταμάτησαν αυτόν καί τή συνοδεία του στην είσοδο τού πατριαρχικού οίκου, καθώς κατευθυνόταν γιά τόν πατριαρχικό ναό.
Όταν οι ελεγκτές τού ανακοίνωσαν ότι θά συνεχίσουν τήν έρευνα καί τήν Κυριακή του Πάσχα, ό Αθηναγόρας, πανύψηλος, ήρεμος, μορφή βιβλική μέσα στό ολόμαυρο ράσο του, τούς απάντησε μέ κάποια δύση ειρωνείας: «Εμείς πηγαίνουμε νά προσευχηθούμε γιά τά καλά τού Γένους καί εσείς ακολουθήστε όποιες οδηγίες σας εδόθησαν».
Η έρευνα κατέληξε στην άρση τού μοναστηριακού χαρακτήρα του Φαναριού καί συνεπώς του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριάρχη νά κατέχει τή διοίκηση καί διαχείριση της μονής καί τού πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου έναντι των τουρκικών άρχών. Μέ την τοποθέτηση σώματος λαϊκών διαχειριστών, η Άγκυρα ανέτρεψε τό διοικητικό-νομικό καθεστώς τού Φαναριού, πού ίσχυε άπό τήν εγκατάσταση τού Πατριαρχείου στή μονή του Αγίου Γεωργίου τά 1599-1601.
Την ώρα πού η τουρκική κυβέρνηση αμφισβητούσε τους τίτλους κυριότητας του πατριαρχικού καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, δυο ιστορικές έκκλησίες του Γαλατά,ό Άγιος Νικόλαος καί ό Άγιος Ιωάννης των Χίων, δόθηκαν ώς «δώρο» στον καθηρημένο σχισματικό «Τουρκορθόδοξο» παπα-Εύθύμ καί τους δύο γιους του. Οι ταλαιπωρίες στό Φανάρι συνεχίστηκαν, καθώς η αστυνομία απέκλεισε το Πατριαρχείο άπό τις 4 έως τις 9 Οκτωβρίου 1965 απαγορεύοντας τήν είσοδο ακόμη καί σέ ελληνορθόδοξους ιεράρχες, όπως τόν'Επίσκοπο Δαφνουσίας Γρηγόριο καί Τραχείας Τιμόθεο. Οι άρχές δικαιολόγησαν τόν άποκλεισμό προφασιζόμενοι ότι μεριμνούσαν γιά τήν ασφάλεια τού Πατριαρχείου καί ένώ επέτρεπαν τήν είσοδο τών πιστών στό ναό του Αγίου Γεωργίου απαγόρευαν κάθε επίσκεψη στό διοικητικό μέγαρο καί τά πατριαρχικά δώματα. Στίς 8 Οκτωβρίου 1965. ή αστυνομία απαγόρευσε τήν είσοδο στό Πατριαρχείο τού Έλληνα γενικού πρόξενου Νικόλαου Καρανδρέα, ένώ, δυο μέρες νωρίτερα, ομάδα Γερμανών τουριστών εμποδίστηκε άπό τά νά εισέλθει ακόμη καί στον πατριαρχικό ναό. Η αντιμετώπιση αυτή τών Γερμανών τουριστών ίσως σχετιζόταν μέ διαμαρτυρία τής γερμανικής κυβέρνησης γιά τους ταπεινωτικούς έλεγχους σέ βάρος τού Φαναριού τά μαύρο εκείνο Πάσχα τού 1965 επισείοντας την προσοχή τής Άγκυρας γιά τά οφέλη πού θά αποκόμιζε ή Σοβιετική Ένωση στήν περίπτωση εκδίωξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου άπό την Ιστορική του έδρα.
Πρέπει ωστόσο νά υπογραμμιστεί ότι, άν καί σαφώς τό Πατριαρχείο καί η ομογένεια αποτέλεσαν πολύτιμο τουρκικό διαπραγματευτικό χαρτί κατά τή διάρκεια τής Κυπριακής κρίσης, δέν υπάρχει αμφιβολία ότι η χρησιμοποίηση νομοταγών μειονοτικών Τούρκων πολιτών, πού τά τουρκικό Σύνταγμα τους διασφάλιζε ισονομία καί ισοπολιτεία, ώς ομήρους στην ελληνοτουρκική διελκυστίνδα αντανακλούσε πολύ πιά βαθιά καί νοσηρά προβλήματα τής κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας: το σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας καί τήν έλλειψη ανεκτικότητας προς τους ελληνορθόδοξους κατοίκους τής Κωνσταντινούπολης. Ίμβρου καί Τενέδου. Δέν είναι λοιπόν τυχαίο τό γεγονός ότι μαζί μέ τους 12.500 Κωνσταντινουπολίτες Έλληνες υπηκόους, άλλοι 30.000 Τούρκοι πολίτες, μέλη τής ελληνορθόδοξης μειονότητας, εξαναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τήν Τουρκία μέσα σέ τρία έτη, άπό ιό 1964 έως τό 1967.
Ανήμπορος νά αντιδράσει ουσιαστικά, μέ τήν Ελλάδα νά δίνει προτεραιότητα στά Κυπριακό καί τό διεθνή παράγοντα νά αποφεύγει νά «ενοχλήσει» τήν Τουρκία, ο Αθηναγόρας παρέμεινε απλός θεατής τού μαρασμού τής Ρωμιοσύνης τής Πόλης, τής Ίμβρου καί Τενέδου. Παρά ταύτα, περιστοιχισμένος άπό τους ιεράρχες καί κληρικούς τού Φαναριού, αντιστάθηκε μέ σθένος καί ψυχραιμία στις απειλές τών Τούρκων γιά τήν απομάκρυνση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου άπό τήν Ιστορική του έδρα. Ακλόνητος ό Αθήναγόρας ανέπτυξε μιά άνευ προηγουμένου δράση προωθώντας τόν διαχριστιανικό καί διορθόδοξο διάλογο μέ αποκορύφωμα τήν Ιστορική συνάντηση του μέ τόν Πάπα οτήν Ιερουσαλήμ τόν Ιανουάριο τού 1964. Ακολούθησαν δύο νέες ουναντήσεις μέ τόν Παύλο ΣΤ', ένώ, παρά τά τουρκικά εμπόδια καί τίς κωλυσιεργίες, πραγματοποίησε τό 1967 έπιοκέψεις στή Σερβία, Ρουμανία, Βουλγαρία, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών στή Γενεύη καί στην Αρχιεπισκοπή Καντουαρίας στό Λονδίνο.
Μέ τόν τρόπο αυτό, ό Αθηναγόρας απέδειξε ότι τό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ή «Μεγάλη Εκκλησία έν Αιχμαλωσία», όπως χαρακτηριστικά τό αποκαλεί ό ιστορικός Στήβεν Ράνσιμα, γνωρίζει πώς νά μεγαλουργεί ακόμη καί υπό συνθήκες καταπίεσης καί υποβάθμισης, όπως έκείνες τού Πάσχα τού 1965. Εν κατακλείδι, μπορούμενά πούμε ότι ο βαρυσήμαντος αυτός πνευματικός θεσμός τής Ορθοδοξίας κατάφερε νά άναδειχθεί σέ ένα άπό τά αρχαιότερα καί λαμπρότερα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης άλλά καί της υφηλίου, ακόμη καί υπό καθεστώς πολιορκίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου