οι κηπουροι τησ αυγησ

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

"...Ο Αθηναγόρας απέδειξε ότι τό Πατρι­αρχείο Κωνσταντινουπόλε­ως, ή «Μεγάλη Εκκλησία έν Αιχμαλωσία», όπως χαρακτη­ριστικά τό αποκαλεί ό ιστορι­κός Στήβεν Ράνσιμα, γνωρί­ζει πώς νά μεγαλουργεί ακό­μη καί υπό συνθήκες καταπί­εσης καί υποβάθμισης, όπως έκείνες τού Πάσχα τού 1965. Εν κατακλείδι, μπορούμενά πούμε ότι ο βαρυσήμαντος αυτός πνευματικός θεσμός τής Ορθοδοξίας κατάφερε νά άναδειχθεί σέ ένα άπό τά αρχαιότερα καί λαμπρότε­ρα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης άλλά καί της υφη­λίου, ακόμη καί υπό καθε­στώς πολιορκίας...."

Από την "ΕΣΤΙΑ"


                                                                 "ΕΣΤΙΑ", 28/04/17

Η σύνδεση Πατριαρχείου και Κύπρου

Του Πρέσβεως Αλέξη Αλεξανδρή


Η ΑΝΑΦΛΕΞΗ τού κυπρια­κού ζητήματος τό Δεκέμ­βριο τού 1963 οδήγησε τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις σέ οξύτατη αντιπαράθεση μέ αποτέλεσμα, όπως πα­ρατηρεί ό υπουργός Άμυ­νας τής κυβέρνησης Γεωρ­γίου Παπανδρέο, Πέτρος Γαρουφαλιάς, οι δύο χώρες νά φθάσουν επανειλημμένα στα πρόθυρα πολέμου άπό τόν Ιανουάριο ώς τά μέσα Μαρτίου 1964. Από διπλω­ματικής σκοπιάς, ή Άγκυρα αισθανόταν σέ μειονεκτική θέση έναντι τής Ελλάδας στην Κύπρο, καθώς ό πρό­εδρος τής Κυπριακής Δη­μοκρατίας. Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, φαινόταν νά βρί­σκεται σέ πλεονεκτική θέση. ίδίως μετά τήν αναθεώρηση τού Συντάγματος τού 1960 και τήν εφαρμογή τών δεκα­τριών σημείων.

Άν καί ή Τουρκία επι­καλούνταν τά δικαιώματα της ώς εγγυήτρια δύναμη, η ελληνική πλευρά έχαιρε τής υποστήριξης τής πλει­οψηφίας τών κρατών-μελών τού ΟΗΕ, μέ αποτέλεσμα δύο φορές (1964 καί 1967) νά αποσοβηθεί ή τουρκική απόβαση στο νησί. Η αδυ­ναμία τής Τουρκίας νά πα­ρέμβει στήν Κύπρο τήν περί­οδο αυτή έγινε σαφής όταν στις 5 Ιουνίου 1964. ό Αμε­ρικανός πρόεδρος Lyndon Johnson προειδοποίησε τόν Τούρκο  πρωθυπουργό Ismet Inônû ότι ή χώρα του δέν θά επενέβαινε σέ περίπτωση σοβιετικής εμπλοκής πού ενδεχομένως θά προκα­λούσε μιά τουρκική εισβολή τής νήσου. Κάτω άπό αυτές τίς συνθήκες, ή μόνη διέξο­δος γιά τήν τουρκική κυβέρ­νηση ήταν ή άσκηση πίεσης προς τήν Ελληνορθόδοξη μειονότητα καί τό Οικουμε­νικό Πατριαρχείο, πού θεω­ρούνταν οι ευάλωτοι κρίκοι τής ελληνικής διπλωματίας.

Τούρκοι αξιωματούχοι σέ συνομιλία τους μέ τόν ειδι­κό απεσταλμένο τού Αμερι­κανού προέδρου, Acheson στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία τών ΗΠΑ στή Γενεύη στίς 11 Ιουλίου 1964. Άπείλησαν ότι ή κυβέρνηση τους ήταν αποφασισμένη νά άντιδράσει έναντι της ελληνικής πολιτικής στό Κυπριακό, προβαίνοντας σέ αντίποι­να πού θά λάβουν τήν μορ­φή τής απέλασης τού συνό­λου τών Ελλήνων υπηκόων τής Κωνσταντινούπολης καί της απομάκρυνσης τού Πα­τριαρχείου. Από τίς πρώτες μέρες τής κυπριακής κρίσης τόν Δεκέμβριο τού 1963. τό μένος τών εθνικιστικών κύ­κλων εστράφη πρωτίστως κατά τού Πατριάρχη Αθηναγόρα καί ό τουρκικός Τύ­πος εξαπέλυσε βίαιη δημο­σιογραφική εκστρατεία ενα­ντίον τού Φαναριού, επανα­λαμβάνοντας ad nauseam τόν ισχυρισμό ότι ή μειονότητα διατηρούσε «μυστικές δι­ασυνδέσεις» μέ τόν Αρχιε­πίσκοπο Μακάριο καί τους ελληνοκυπρίους.

Οι ανθελληνικές εκδηλώ­σεις δέν περιορίζονταν στον δημοσιογραφικό τομέα. Φα­νατισμένα πλήθη, μέ έπί κε­φαλής τίς εθνικιστικές φοι­τητικές οργανώσεις, επι­δόθηκαν σέ σποραδικές τρομοκρατικές ενέργει­ες εναντίον ελληνορθόδο­ξων κληρικών καί σέ λιθοβο­λισμούς εκκλησιών. Εκτός τού πατριαρχικού ναού, λι­θοβολήθηκαν τό μετόχι τής Ίερας Μονής ΣινάστόΦανά­ρι καί ό ναός τής Παναγίας στά Έξι Μάρμαρα, ένώ αυξή­θηκαν τά φαινόμενα βεβη­λώσεων τών κοιμητηρίων. Καί ένώ ξεκίνησαν οι απε­λάσεις τών Κωνσταντινουπολιτών μέ ελληνική  υπη­κοότητα τό 1964, ή τουρκι­κή κυβέρνηση έλαβε μπα­ράζ σκληρών περιοριστικών μέτρων κατά τού  Οικουμε­νικού Πατριαρχείου πού δυ­σχέραιναν σοβαρά τήν λει­τουργία του.

Μεταξύ τών μέτρων αυτών προέχουν ή απέλαση δυο κορυφαίων μελών τής Ίερας Συνόδου-τών Μητρο­πολιτών Φιλαδέλφειας Ιάκω­βου καί τού Σελευκείας Αίμιλιανού- πού υπήρξαν άπό τους στενότερους συνεργά­τες τού Αθηναγόρα. ή απα­γόρευση τής λειτουργίας τού πατριαρχικού τυπογρα­φείου, ή απαγόρευση τής έκδοσης τών θρησκευτικών περιοδικών τού Πατριαρχεί­ου «Ορθοδοξία» καί «Άγιος Ανδρέας», η απαγόρευση τής πρωινής προσευχής καί τής εισόδου ελληνορθόδο­ξων κληρικών στά όμογενειακά σχολεία, η απαγόρευ­ση τής άσκησης του επαγ­γέλματος τού καθηγητή στά μειονοτικά σχολεία τών αποφοίτων της Θεολογικής Σχολής Χάλκης καί ή απαγό­ρευση τής έγγραφης αλλο­δαπών φοιτητών σέ αυτήν.

Ενδεικτικό τού κλίματος τρομοκρατίας πού ασκούσαν οι τουρκικές αρχές είναι ό εξονυχιστικός έλεγχος τών οικονομικών τού Πατριαρ­χείου καί τών μελών του, ό όποίος ξεκίνησε τήν Μεγάλη Πέμπτη στις 22 Απριλίου 1965 καί συνεχίστηκε γιά μία εβδο­μάδα χωρίς καν νά διακοπεί τήν Κυριακή τού Πάσχα. Ή έρευνα διενεργήθηκε άπό τριμελή ελεγκτική επιτροπή, αποτελούμενη άπό υπαλλή­λους τού Υπουργείου Οικο­νομικών της Διεύθυνσης Βα­κουφιών καί τής αστυνομίας. Είναι χαρακτηριστική ή στιχομυθία μεταξύ τού Αθηνα­γόρα καί τών ελεγκτών, οι όποιοι σταμάτησαν αυτόν καί τή συνοδεία του στην είσοδο τού πατριαρχικού οίκου, κα­θώς κατευθυνόταν γιά τόν πατριαρχικό ναό.

Όταν οι ελεγκτές τού ανακοίνωσαν ότι θά συνεχίσουν τήν έρευνα καί τήν Κυ­ριακή του Πάσχα, ό Αθηναγόρας, πανύψηλος, ήρεμος, μορφή βιβλική μέσα στό ολόμαυρο ράσο του, τούς απάντησε μέ κάποια δύση ειρωνείας: «Εμείς πηγαί­νουμε νά προσευχηθούμε γιά τά καλά τού Γένους καί εσείς ακολουθήστε όποιες οδηγίες σας εδόθησαν».
Η έρευνα κατέληξε στην άρση τού μοναστηριακού χαρακτήρα του Φαναριού καί συνεπώς του δικαιώμα­τος του Οικουμενικού Πα­τριάρχη νά κατέχει τή δι­οίκηση καί διαχείριση της μονής καί τού πατριαρχι­κού ναού του Αγίου Γεωρ­γίου έναντι των τουρκικών άρχών. Μέ την τοποθέτη­ση σώματος λαϊκών διαχει­ριστών, η Άγκυρα ανέτρε­ψε τό διοικητικό-νομικό κα­θεστώς τού Φαναριού, πού ίσχυε άπό τήν εγκατάσταση τού Πατριαρχείου στή μο­νή του Αγίου Γεωργίου τά 1599-1601. 

Την ώρα πού η τουρκική κυβέρνηση αμφισβητούσε τους τίτλους κυριότητας του πατριαρχικού καθεδρι­κού ναού του Αγίου Γεωργί­ου στο Φανάρι, δυο ιστορικές έκκλησίες του Γαλατά,ό Άγιος Νικόλαος καί ό Άγιος Ιωάννης των Χίων, δόθη­καν ώς «δώρο» στον καθηρημένο σχισματικό «Τουρκορθόδοξο» παπα-Εύθύμ καί τους δύο γιους του. Οι ταλαιπωρίες στό Φανάρι συ­νεχίστηκαν, καθώς η αστυ­νομία απέκλεισε το Πατρι­αρχείο άπό τις 4 έως τις 9 Οκτωβρίου 1965 απαγορεύ­οντας τήν είσοδο ακόμη καί σέ ελληνορθόδοξους ιε­ράρχες, όπως τόν'Επίσκοπο Δαφνουσίας Γρηγόριο καί Τραχείας Τιμόθεο. Οι άρχές δικαιολόγησαν τόν άποκλεισμό προφασιζόμενοι ότι  με­ριμνούσαν γιά τήν ασφά­λεια τού Πατριαρχείου καί ένώ επέτρεπαν τήν είσοδο τών πιστών στό ναό του Αγί­ου Γεωργίου απαγόρευαν κάθε επίσκεψη στό διοικητικό μέγαρο καί τά πατριαρχι­κά δώματα. Στίς 8 Οκτωβρί­ου 1965. ή αστυνομία απαγό­ρευσε τήν είσοδο στό Πατρι­αρχείο τού Έλληνα γενικού πρόξενου Νικόλαου Καρανδρέα, ένώ, δυο μέρες νωρί­τερα, ομάδα Γερμανών του­ριστών εμποδίστηκε άπό τά νά εισέλθει ακόμη καί στον πατριαρχικό ναό. Η αντιμε­τώπιση αυτή τών Γερμανών τουριστών ίσως σχετιζόταν μέ διαμαρτυρία τής γερμα­νικής κυβέρνησης γιά τους ταπεινωτικούς έλεγχους σέ βάρος τού Φαναριού τά μαύρο εκείνο Πάσχα τού 1965 επισείοντας την  προ­σοχή τής Άγκυρας γιά τά οφέλη πού θά αποκόμιζε ή Σοβιετική Ένωση στήν περί­πτωση εκδίωξης του  Οικου­μενικού Πατριαρχείου άπό την Ιστορική του έδρα.

Πρέπει ωστόσο νά υπο­γραμμιστεί ότι, άν καί σαφώς τό Πατριαρχείο καί η ομο­γένεια αποτέλεσαν πολύτι­μο τουρκικό διαπραγματευ­τικό χαρτί κατά τή διάρκεια τής Κυπριακής κρίσης, δέν υπάρχει αμφιβολία ότι η  χρη­σιμοποίηση νομοταγών μει­ονοτικών Τούρκων πολιτών, πού τά τουρκικό Σύνταγ­μα τους διασφάλιζε ισονο­μία καί ισοπολιτεία, ώς ομή­ρους στην ελληνοτουρκική διελκυστίνδα αντανακλούσε πολύ πιά βαθιά καί νοσηρά προβλήματα τής κεμαλικής Τουρκικής Δημοκρατίας: το σοβαρό έλλειμμα δημοκρα­τίας καί τήν έλλειψη  ανεκτι­κότητας προς τους ελλη­νορθόδοξους κατοίκους τής Κωνσταντινούπολης. Ίμβρου καί Τενέδου.  Δέν είναι λοιπόν τυχαίο τό γεγο­νός ότι μαζί μέ τους 12.500 Κωνσταντινουπολίτες Έλλη­νες υπηκόους, άλλοι 30.000 Τούρκοι πολίτες, μέλη τής ελληνορθόδοξης μειονό­τητας, εξαναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τήν Τουρ­κία μέσα σέ τρία έτη, άπό ιό 1964 έως τό 1967. 

Ανήμπο­ρος νά αντιδράσει ουσιαστι­κά, μέ τήν Ελλάδα νά δίνει προτεραιότητα στά Κυπρια­κό καί τό διεθνή παράγοντα νά αποφεύγει νά «ενοχλή­σει» τήν Τουρκία, ο Αθηναγόρας παρέμεινε απλός θε­ατής τού μαρασμού τής Ρωμιοσύνης τής Πόλης, τής Ίμβρου καί Τενέδου. Παρά ταύτα, περιστοιχισμένος άπό τους ιεράρχες καί κληρι­κούς τού Φαναριού, αντιστάθηκε μέ σθένος καί ψυχραι­μία στις απειλές τών Τούρ­κων γιά τήν απομάκρυνση τού Οικουμενικού Πατριαρ­χείου άπό τήν Ιστορική του έδρα. Ακλόνητος ό Αθήναγόρας ανέπτυξε μιά άνευ προηγουμένου δράση προ­ωθώντας τόν διαχριστιανικό καί διορθόδοξο διάλογο μέ αποκορύφωμα τήν Ιστορική συνάντηση του μέ τόν Πά­πα οτήν Ιερουσαλήμ τόν Ιανουάριο τού 1964. Ακολού­θησαν δύο νέες ουναντήσεις μέ τόν Παύλο ΣΤ', ένώ, παρά τά τουρκικά εμπόδια καί τίς κωλυσιεργίες, πραγματοποί­ησε τό 1967 έπιοκέψεις στή Σερβία, Ρουμανία, Βουλγα­ρία, στό Παγκόσμιο Συμβού­λιο Εκκλησιών στή Γενεύη καί στην Αρχιεπισκοπή Καντουαρίας στό Λονδίνο. 

Μέ τόν τρόπο αυτό, ό Αθηναγόρας απέδειξε ότι τό Πατρι­αρχείο Κωνσταντινουπόλε­ως, ή «Μεγάλη Εκκλησία έν Αιχμαλωσία», όπως χαρακτη­ριστικά τό αποκαλεί ό ιστορι­κός Στήβεν Ράνσιμα, γνωρί­ζει πώς νά μεγαλουργεί ακό­μη καί υπό συνθήκες καταπί­εσης καί υποβάθμισης, όπως έκείνες τού Πάσχα τού 1965. Εν κατακλείδι, μπορούμενά πούμε ότι ο βαρυσήμαντος αυτός πνευματικός θεσμός τής Ορθοδοξίας κατάφερε νά άναδειχθεί σέ ένα άπό τά αρχαιότερα καί λαμπρότε­ρα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης άλλά καί της υφη­λίου, ακόμη καί υπό καθε­στώς πολιορκίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου