οι κηπουροι τησ αυγησ

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

"...Η επίσημη Αριστερά ποτέ δεν δέχτηκε, ούτε συζήτησε τιs δικές τηs ευθύνες για τον εμφύ­λιο πόλεμο, με τη βίαια διεκδίκηση του μονο­πωλίου του αντιστασιακού αγώνα στα βουνά, με το κίνημα στιs ένοπλες δυνάμεις τηs Mέσηs Ανατολής (1943-44), με τα Δεκεμβρια­νά του 1944, με την ένοπλη εξέγερση (1946-49), την οποία μάλιστα ο Zαχαριάδηs κήρυξε ωs ταξική επανάσταση. Οχι μόνο δεν πή­ρε την πρωτοβουλία να τα συζητήσει αυτά η Αριστερά, αλλά επέμεινε και επιμένει πάντα στην αθωότητα τns με πολιτικές αποφάσεις και με την ιστοριογραφία. Προπάντων, καταδίκα­σε με εμπάθεια τιs σχετικές πρωτοβουλίες τηs λο­γοτεχνίας, με την «ποίηση της ήτταs», με τιs «Ακυ­βέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, με έργα του Δημήτρη Χατζή («Ανυπεράσπιστοι»), του Νί­κου Γκατζογιάννη, του Βαλτινού, με το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου..."

Από την "Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου"
"Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου", 23/04/17
«Η αριστερή κριτική απέρριψε τον Καβάφη»
Δρώσα συνείδηση της λογοτεχνικής κριτικής, ο εκ των ιδρυτών του ιστορικού περιοδικού «Επιθεώρηση Tέχνns» φωτίζει τη μονολιθική ανάγνωση της Tέχνns από τους τυφλά στρατευμένους συναδέλφους του και σαρκάζει τις αυταρχικές συμπεριφορές της Αριστεράς στο όνομα της χειραφέτησης
Συνέντευξη στη ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΑ ΠΡΩΤΑ μεταπολεμικά χρόνια, αμέ­σως μετά τιs διώξεις, τιs εκτοπίσεις και τιs εξορίες, ήταν ο λογοτεχνικός κριτικόs που εναντιώθηκε στην κυρίαρχη για την Αριστερά αισθητική του «σοσιαλι­στικού ρεαλισμού» και στην αρχή τηs «κομματικότητας τηs λογοτεχνίας». Ο πολυγραφότατος Δημήτρηs Ραυτόπουλος, έναs από τους σημαντικότερους κριτικούς, που σήμερα ασκεί «Κριτική στην Κριτική» μέσα από το τελευταίο του βιβλίο (μόλις κυκλοφόρησε από τιs εκδόσεις Gutenberg), μιλάει στην «Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» για όλα εκείνα που η Αριστερά αρνείται να συ­ζητήσει - και, μεταξύ άλλων, για τη λο­γοτεχνία του εμφυλίου και για την «Τέ­χνη που είναι ελευθερία, αντι-εξουσία,ατομικότητα». Ο Ελληνας στοχαστήs, γεννημένος στον Πειραιά τηs δεκαετίας του 1920 και αυτοεξόριστος στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όπου και εργάστηκε στο Λεξικό Κυρίων Ονο­μάτων (Πολ Ρομπέρ), γράφοντας περισ­σότερα από χίλια λήμματα ελληνικού ενδιαφέροντος, περιγράφει τισ διαδρομές μέσα από τιs οποίες επιστρέφει πά­ντα στην ελληνική απαρχή της Δυτικής συνείδησης, στουs κλασικούς και στην υπέρτατη επιταγή του μέτρου.

Στην «Κριτική της Kριτικήs», το νέο βιβλίο σαs με 21 δοκίμια που έχουν θέ­μα την αντιμετώπιση τηs λογοτεχνικής δημιουργίας από την κριτική, θίγετε, μεταξύ άλλων, τis κατεδαφιστικές τάσεις, όπωs τις αποκαλείτε, της αριστεής κριτικής. Ποιές είναι αυτέs; Υπάρχουν αντίστοιχες μιας δεξιάς κριτικής προ­σέγγισης, τον ρωτήσαμε.

 «Κατά το κλα­σικό αισθητικό αξίωμα του μαρξισμού (Μαρξ, Ενγκελς, Λούκατς) η Τέχνη εί­ναι αντανάκλαση των κοινωνικών συν­θηκών, εκφράζει την κυρίαρχη  ιδεολογία τηs αστικής τάξηs και τηv πάλη των τάξεων. Στην απόλυτη, στρατευμένη εκ­δοχή τηs, η αριστερή κριτική εφάρμοσε, λίγο έωs πολύ ανελαστικά, αυτή την αρ­χή και επικεντρώθηκε στο περιεχόμενο του έργου και στις ιδέες, στις απόψεις, στις στάσεις που αυτό το περιεχόμενο απηχούσε: προοδευτικό/αντιδραστι­κό, δεξιό/αριστερό, ηθικό/ανήθικο, φιλολαϊκό/μπουρζουάδικο (ή αστοτσιφιλικάδικο). Με παρόμοια κριτήρια, π.χ., ο Λουί Αραγκόν και ο Πολ Ελυάρ απέ­κλεισαν από την ανθολογία τηs γαλλικήs ποίησηs τονΛαφοντέν (αντίστοιχο του δικού μας Αισώπου) ωs αντιδραστι­κό, επειδή υμνούσε, λέει, το δίκαιο του ισχυρότερου. Και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ θεωρούσε αντιδραστικό τον Φλομπέρ, και σχεδόν υπεύθυνο για τηv αποτυχία τηs Κομμούνας του 1871. Στην ελληνι­κή μαρξιστική κριτική, χαρακτηριστι­κή είναι η απόρριψη του μεγαλύτερου σύγχρονου ποιητή μας, του Καβάφη, με κριτήρια ηθικολογικά και κοινωνιστικά (Βουτιερίδης, Koρδάτos, Αυγέρης, Μ.Μ. Παπαϊωάννου), ενώ ο Στρατής Tσίρκas, με τα ίδια κριτήρια, διχοτόμη­σε τον Καβάφη: ο καλός έως το 1911, ο κακός (ο ερωτικός) μετά το 1911. Αλλω­στε, εγκαινιάζοντας τη μαρξιστική κριτική στηv Ελλάδα, ο Κώστας Βάρναλης κατέταξε τον Σολωμό στο «κόμμα των καλαμαράδων», επειδή δεν πολέμησε με το καριοφίλι. Το σχετικό ανοητολόγιο είναι απέραντο. Μια που φαίνεται να θέλετε ισολογισμό όμως, θα πω ότι οι αντίστοιχες προκαταλήψεις τηs δεξιάs κριτικής έχουν δώσει, λ.χ., εκτρωματικές αναγνώσεις του Καβάφη. Με τη διαφορά ότι αυτέs δεν ήταν  στοιχισμένες πίσω από ένα αισθητικό δόγμα, ούτε ελεγχόμενες από μια ιδεολογική ορθοδοξία, από κάποια εξουσία ή αρχή. Υπά­κουσαν κατά κανόνα στο προσωπικό «γούστο», σε έναν αόριστο ιδεαλισμό ή εστετισμό. Μπορούσαν, επομένου, να ποικίλλουν, να διαφοροποιούνται, ακό­μα και να ενδίδουν» απάντησε ο Δ.  Ραυτόπουλος.
"Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου", 23/04/17
«Η Τέχνη είναι εξαίρεση, απιστία,
 ανατροπή, αμφιβολία, ατομικότητα»
ΣΤΟ ΝΕΟ βιβλίο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Κριτική της κριτική», που μόλις κυκλοφόρησε, ένα από τα θέματα του αφορά τα φαινόμενα ανελευθερίας, τιs παρερμηνείες και τιs κατεδαφιστικές τά­σεις, ιδιαίτερα τηs αριστερής κριτικής, απέναντι σε κορυφαίους Ελληνες λογοτέχνες και ποιητέs, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καραγάτση, τον Καζαντζάκη... Ο Ραυτόπουλος έχει μαχητικά πολεμήσει αυτές τις παρερμηνείες, συγκρουόμενος συχνά, τα χρόνια τns «Επιθεώρησns Tέχνns», με αυτού του τύπου τον δογματισμό. Τα τελευταία χρόνια εξάλλου έχει αφιερώσει πο­λύ χρόνο στην ανάδειξη τηs λογοτεχνίας που εδέ­ησε να ασχοληθεί με τον Εμφύλιο, και ιδίωs εκείνων των εκδοχών τηs που δεν υπεράσπι­σαν τον αριστερής προέλευσης μανιχαϊσμό, ο oποίοs δέσποσε για πολλά χρόνια τη μετεμφυλιακή περίοδο.

Εχετε μελετήσει τη Λογοτεχνική έκφρα­ση του Εμφυλίου. Ποια είναι τα συμπεράσμα­τα σας;
Το κεντρικό ζήτημα που θέτει η λογοτεχνία του Εμφυλίου είναι, πιστεύω, το ανθρωπολο­γικό. Δείχνει το εύθραυστο του πολιτισμού (τηs κρούστας πολιτισμού) στην ανθρώπινη ψυχή, όπου κυριαρχούν ο αταβισμός, η κοινο­τοπία του φόνου και τηs κακουργίας, η κακότητα, το μίσοσ και ο φθόνος. Γι' αυτό είπα ότι η καλή λογοτεχνία του Εμφυλίου (η μη προπα­γανδιστική) είναι πράγματι κάθοδος του Ορ­φέα στον Αδη, για να φέρει πίσω στο φως την Ευρυδίκη, το έργο και προβληματική η επι­στροφή/επιτυχία, αφού είναι απαγορευμένο το βλέμμα πρos την Ευρυδίκη, πρos τα πίσω, στο σκοτάδι. Γι' αυτό στάθηκα σε έργα σαν την «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού ή σαν τη διηγηματογραφία του Δημήτρη Πετσετίδη.

Εχετε πει πως υπάρχουν θέματα που η Αρι­στερά αρνείται να συζητήσει. Αυτά τα θέμα­τα δεν αλλάζουν μέσα στον χρόνο και στον χώρο;

Η επίσημη Αριστερά ποτέ δεν δέχτηκε, ούτε συζήτησε τιs δικές τηs ευθύνες για τον εμφύ­λιο πόλεμο, με τη βίαια διεκδίκηση του μονο­πωλίου του αντιστασιακού αγώνα στα βουνά, με το κίνημα στιs ένοπλες δυνάμεις τηs Mέσηs Ανατολής (1943-44), με τα Δεκεμβρια­νά του 1944, με την ένοπλη εξέγερση (1946-49), την οποία μάλιστα ο Zαχαριάδηs κήρυξε ωs ταξική επανάσταση. Οχι μόνο δεν πή­ρε την πρωτοβουλία να τα συζητήσει αυτά η Αριστερά, αλλά επέμεινε και επιμένει πάντα στην αθωότητα τns με πολιτικές αποφάσεις και με την ιστοριογραφία. Προπάντων, καταδίκα­σε με εμπάθεια τιs σχετικές πρωτοβουλίες τηs λο­γοτεχνίας, με την «ποίηση της ήτταs», με τιs 
«Ακυ­βέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, με έργα του Δημήτρη Χατζή («Ανυπεράσπιστοι»), του Νί­κου Γκατζογιάννη, του Βαλτινού, με το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου...

Οι παλιές μας πλάνες, λέτε, δεν είναι κεφάλαιο για να μας αποφέρει τόκους. Εχετε υπάρξει 
αρι­στερός. Σήμερα πιστεύετε σε ιδεολογίες και με τι ταυτίζεστε;

Αξία δυνητική, πραγματική ή συζητήσιμη, έχουν σήμερα οι θετικές ιδέες (του νέου ανθρωπισμού,τns διαφοράς, του φεμινισμού, τns προόδου και τns περιβαλλοντικής ένστασηs, του οικουμενι­σμού, τηs πολυπολιτισμικότητας και τηs δημοκρατίαs) στον σύγχρονο κόσμο. Αξία έχουν οι ιδέες, όχι οι ιδεολογίες που είναι μιλιταρισμός, στρατωνισμός των ιδεών, ορθοδοξία ή αίρεση, εξουσιαστική λογική, αφορισμοί, λιθοβολισμοί.

Ποια είναι η εξουσία της Τέχνης;

Εξουσία τηs Tέχνηs; Τι είναι πάλι αυτό; Mα η Τέ­χνη είναι ελευθερία, αντι-εξουσία, ατομικότητα. Για την πραγματική και την πνευματική εξουσία, η Τέχνη είναι πάντα ύποπτη, ως εξαίρεση, ανατρο­πή, απιστία, αμφιβολία. Στο βιβλίο μου «Τέχνη και Εξουσία» (Καστανιώτη, 1985) έχω περιγράψει πε­ριπέτειες τηs λογοτεχνίας και τηs Tέχνηs κάτω από θρησκευτικές, πολιτικά, παντός είδους εξουσίες. Η εξουσία, γενικά, τείνει ακατανίκητα στον λαϊκι­σμό του κιτς, ποτέ πρos το ωραίο και το αληθινό.

Ως κριτικός λογοτεχνίας, πώς διακρίνετε τη γυ­ναικεία από την ανδρική γραφή;

Η γυναικεία γραφή αντανακλά τη γενικότερη μειο­νοτική συμμετοχή τηs γυναίκας στην Ιστορία, στη βία και στον πόλεμο, στην εξουσιαστική λογική και ηθική. Αυτό πρέπει να έχει κάποια σχέση και με τη μητρότητα, τον γυναικείο ερωτισμό και την αισθαντικότητα.

Η Μαργκερίτ Ντυράς έχει πει πως έγραφε για να γίνει ο εκλαϊκευτής του εαυτού της, για να τον κατακρεουργήσει, και ύστερα για να πάψει να αι­σθάνεται σπουδαία, για να ξεφορτωθεί τον ίδιο της τον εαυτό, για να πάρει τη θέση της το κείμενο έτσι ώστε εκείνη να υπάρχει λιγότερο, όπως το πε­ριέγραφε. Εσείς γιατί γράφετε; Και μέσα από ποιες διαδρομές ασχοληθήκατε με την κριτική;

Ο ναρκισσισμός στην καλλιτεχνική και στην πνευ­ματική δημιουργία είναι φυσικός και όχι κατ' 
ανά­γκην αρνητικός παράγοντας, όταν δεν είναι κυρίαρχοs. Γιατί γράφουμε, γιατί ζωγραφίζουμε, γιατί συνθέτουμε; Είναι μια έκφραση του περισσεύμα­τος τηs εσωτερικής μας ύπαρξης, τηs συνείδησηs της θνητότητας, του έρωτα, τηs ομορφιάς, τηs επιθυμίας, του θαυμασμού τηs κοσμικής αρμονίας, τηs εξέλιξης των ειδών... Ολα αυτά αρχίζουν με το μεγάλο σκάνδαλο και την εξαίρεση στον φυσικό κόσμο: τη γέννηση τηs συ­νείδησης στον εξελιγμένο εγκέφαλο του αν­θρώπου. Τρέχα - γύρευε... Τώρα, από ποιές διαδρομές εγώ στράφηκα πpos την κριτική, είναι δύσκολο να το πω σε σκονάκι. Με τριβέ­λιζε το βάρος, το άχθος τηs Iστορίαs στη λο­γοτεχνία, το μυστήριο του Ντοστογέφσκι, η μαγεία του μύθου τηs «Οδύσσειας». Και μου γίνονταν όλο και πιο ανυπόφορες οι επεμβά­σεις εναντίον της (της λογοτεχνίας), οι καταχρήσεις του λόγου και του νοήματος.

Περάσατε κάποτε από το Παρίσι και από την École Pratique des Hautes. Πώς βλέπετε τη νέα γαλλική πραγματικότητα, λίγες εβδο­μάδες από τις προεδρικές εκλογές; Αναγνω­ρίζετε κάτι από το Παρίσι που τότε γνωρί­σατε;

Στο Παρίσι του 1968, στην Ecole Pratique, στο Tel Quel του στρουκτουραλισμού, στο «Lettres Françaises» του ΚΚ υπό τον Αραγκόν, στο «Temps Modernes» του Σαρτρ και, προπάντων, στο κύμα μαζικής ηλιθιοποίησηs τηs πιο πρωτοποριακής κουλτούρας τns Eυρώπηs που σήμα­νε ο μαοϊσμός, είδα το ορι­στικό ναυάγιο της ουτοπί­ας και τον αντιουμανισμό με το προσωπείο της ισό­τητας και τns ανθρωπιάβ. Είδα επίσης τιs ακρότητες και τον αυτισμό της πρωτοποριακήs σκέψης που κατέληξε στην αποδόμηση παντόs λόγου, στην εκτόπιση της πραγματι­κότητας από το κείμενο. Είδα σοφά πνεύμα­τα που σεβόμουν, σαν τον Ρολάν Μπαρτ, να κη­ρύσσει τον «θάνατο του συγγραφέα» ή να θεωρεί τη γλώσσα «φασιστική»! Παραδόξως, όλα αυτά μαζί κάνουν να μένει κάτι θετικό μέσα μου. Πρόσεξα όλο το ενδιάμεσο αυτής της σκέψης, πριν φτάσει στο παράλογο, τον πλούτο της γνώσης και το βάθος της ανάλυσης, τη συλλογιστική του σκο­τεινού βάθους του Mορίς Μπλανσό, την
πλαστι­κότητα και την επινοητικότητα τηs γλώσσας - αυ­τή τη μεγάλη δημοκρατία. Πιάνομαι κάθε φορά από την ανάγκη επιστροφής στην ελληνική απαρ­χή τηs Δυτικής συνείδησης, στους κλασικούς μας και στην υπέρτατη επιταγή του Μέτρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου