Από την "Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου"
«Η αριστερή κριτική απέρριψε τον Καβάφη»
Δρώσα συνείδηση της λογοτεχνικής κριτικής, ο εκ των ιδρυτών του ιστορικού περιοδικού «Επιθεώρηση Tέχνns» φωτίζει τη μονολιθική ανάγνωση της Tέχνns από τους τυφλά στρατευμένους συναδέλφους του και σαρκάζει τις αυταρχικές συμπεριφορές της Αριστεράς στο όνομα της χειραφέτησης
Συνέντευξη στη ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ μεταπολεμικά χρόνια, αμέσως μετά τιs διώξεις, τιs εκτοπίσεις και τιs εξορίες, ήταν ο λογοτεχνικός κριτικόs που εναντιώθηκε στην κυρίαρχη για την Αριστερά αισθητική του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και στην αρχή τηs «κομματικότητας τηs λογοτεχνίας». Ο πολυγραφότατος Δημήτρηs Ραυτόπουλος, έναs από τους σημαντικότερους κριτικούς, που σήμερα ασκεί «Κριτική στην Κριτική» μέσα από το τελευταίο του βιβλίο (μόλις κυκλοφόρησε από τιs εκδόσεις Gutenberg), μιλάει στην «Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» για όλα εκείνα που η Αριστερά αρνείται να συζητήσει - και, μεταξύ άλλων, για τη λογοτεχνία του εμφυλίου και για την «Τέχνη που είναι ελευθερία, αντι-εξουσία,ατομικότητα». Ο Ελληνας στοχαστήs, γεννημένος στον Πειραιά τηs δεκαετίας του 1920 και αυτοεξόριστος στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όπου και εργάστηκε στο Λεξικό Κυρίων Ονομάτων (Πολ Ρομπέρ), γράφοντας περισσότερα από χίλια λήμματα ελληνικού ενδιαφέροντος, περιγράφει τισ διαδρομές μέσα από τιs οποίες επιστρέφει πάντα στην ελληνική απαρχή της Δυτικής συνείδησης, στουs κλασικούς και στην υπέρτατη επιταγή του μέτρου.
Στην «Κριτική της Kριτικήs», το νέο βιβλίο σαs με 21 δοκίμια που έχουν θέμα την αντιμετώπιση τηs λογοτεχνικής δημιουργίας από την κριτική, θίγετε, μεταξύ άλλων, τis κατεδαφιστικές τάσεις, όπωs τις αποκαλείτε, της αριστεής κριτικής. Ποιές είναι αυτέs; Υπάρχουν αντίστοιχες μιας δεξιάς κριτικής προσέγγισης, τον ρωτήσαμε.
"Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου", 23/04/17 |
Δρώσα συνείδηση της λογοτεχνικής κριτικής, ο εκ των ιδρυτών του ιστορικού περιοδικού «Επιθεώρηση Tέχνns» φωτίζει τη μονολιθική ανάγνωση της Tέχνns από τους τυφλά στρατευμένους συναδέλφους του και σαρκάζει τις αυταρχικές συμπεριφορές της Αριστεράς στο όνομα της χειραφέτησης
Συνέντευξη στη ΔΗΜΗΤΡΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΑ ΠΡΩΤΑ μεταπολεμικά χρόνια, αμέσως μετά τιs διώξεις, τιs εκτοπίσεις και τιs εξορίες, ήταν ο λογοτεχνικός κριτικόs που εναντιώθηκε στην κυρίαρχη για την Αριστερά αισθητική του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και στην αρχή τηs «κομματικότητας τηs λογοτεχνίας». Ο πολυγραφότατος Δημήτρηs Ραυτόπουλος, έναs από τους σημαντικότερους κριτικούς, που σήμερα ασκεί «Κριτική στην Κριτική» μέσα από το τελευταίο του βιβλίο (μόλις κυκλοφόρησε από τιs εκδόσεις Gutenberg), μιλάει στην «Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» για όλα εκείνα που η Αριστερά αρνείται να συζητήσει - και, μεταξύ άλλων, για τη λογοτεχνία του εμφυλίου και για την «Τέχνη που είναι ελευθερία, αντι-εξουσία,ατομικότητα». Ο Ελληνας στοχαστήs, γεννημένος στον Πειραιά τηs δεκαετίας του 1920 και αυτοεξόριστος στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όπου και εργάστηκε στο Λεξικό Κυρίων Ονομάτων (Πολ Ρομπέρ), γράφοντας περισσότερα από χίλια λήμματα ελληνικού ενδιαφέροντος, περιγράφει τισ διαδρομές μέσα από τιs οποίες επιστρέφει πάντα στην ελληνική απαρχή της Δυτικής συνείδησης, στουs κλασικούς και στην υπέρτατη επιταγή του μέτρου.
Στην «Κριτική της Kριτικήs», το νέο βιβλίο σαs με 21 δοκίμια που έχουν θέμα την αντιμετώπιση τηs λογοτεχνικής δημιουργίας από την κριτική, θίγετε, μεταξύ άλλων, τis κατεδαφιστικές τάσεις, όπωs τις αποκαλείτε, της αριστεής κριτικής. Ποιές είναι αυτέs; Υπάρχουν αντίστοιχες μιας δεξιάς κριτικής προσέγγισης, τον ρωτήσαμε.
«Κατά το κλασικό αισθητικό αξίωμα του μαρξισμού (Μαρξ, Ενγκελς, Λούκατς) η Τέχνη είναι αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών, εκφράζει την κυρίαρχη ιδεολογία τηs αστικής τάξηs και τηv πάλη των τάξεων. Στην απόλυτη, στρατευμένη εκδοχή τηs, η αριστερή κριτική εφάρμοσε, λίγο έωs πολύ ανελαστικά, αυτή την αρχή και επικεντρώθηκε στο περιεχόμενο του έργου και στις ιδέες, στις απόψεις, στις στάσεις που αυτό το περιεχόμενο απηχούσε: προοδευτικό/αντιδραστικό, δεξιό/αριστερό, ηθικό/ανήθικο, φιλολαϊκό/μπουρζουάδικο (ή αστοτσιφιλικάδικο). Με παρόμοια κριτήρια, π.χ., ο Λουί Αραγκόν και ο Πολ Ελυάρ απέκλεισαν από την ανθολογία τηs γαλλικήs ποίησηs τονΛαφοντέν (αντίστοιχο του δικού μας Αισώπου) ωs αντιδραστικό, επειδή υμνούσε, λέει, το δίκαιο του ισχυρότερου. Και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ θεωρούσε αντιδραστικό τον Φλομπέρ, και σχεδόν υπεύθυνο για τηv αποτυχία τηs Κομμούνας του 1871. Στην ελληνική μαρξιστική κριτική, χαρακτηριστική είναι η απόρριψη του μεγαλύτερου σύγχρονου ποιητή μας, του Καβάφη, με κριτήρια ηθικολογικά και κοινωνιστικά (Βουτιερίδης, Koρδάτos, Αυγέρης, Μ.Μ. Παπαϊωάννου), ενώ ο Στρατής Tσίρκas, με τα ίδια κριτήρια, διχοτόμησε τον Καβάφη: ο καλός έως το 1911, ο κακός (ο ερωτικός) μετά το 1911. Αλλωστε, εγκαινιάζοντας τη μαρξιστική κριτική στηv Ελλάδα, ο Κώστας Βάρναλης κατέταξε τον Σολωμό στο «κόμμα των καλαμαράδων», επειδή δεν πολέμησε με το καριοφίλι. Το σχετικό ανοητολόγιο είναι απέραντο. Μια που φαίνεται να θέλετε ισολογισμό όμως, θα πω ότι οι αντίστοιχες προκαταλήψεις τηs δεξιάs κριτικής έχουν δώσει, λ.χ., εκτρωματικές αναγνώσεις του Καβάφη. Με τη διαφορά ότι αυτέs δεν ήταν στοιχισμένες πίσω από ένα αισθητικό δόγμα, ούτε ελεγχόμενες από μια ιδεολογική ορθοδοξία, από κάποια εξουσία ή αρχή. Υπάκουσαν κατά κανόνα στο προσωπικό «γούστο», σε έναν αόριστο ιδεαλισμό ή εστετισμό. Μπορούσαν, επομένου, να ποικίλλουν, να διαφοροποιούνται, ακόμα και να ενδίδουν» απάντησε ο Δ. Ραυτόπουλος.
«Η Τέχνη είναι εξαίρεση, απιστία,
"Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου", 23/04/17 |
ανατροπή, αμφιβολία, ατομικότητα»
ΣΤΟ ΝΕΟ βιβλίο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Κριτική της κριτική», που μόλις κυκλοφόρησε, ένα από τα θέματα του αφορά τα φαινόμενα ανελευθερίας, τιs παρερμηνείες και τιs κατεδαφιστικές τάσεις, ιδιαίτερα τηs αριστερής κριτικής, απέναντι σε κορυφαίους Ελληνες λογοτέχνες και ποιητέs, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καραγάτση, τον Καζαντζάκη... Ο Ραυτόπουλος έχει μαχητικά πολεμήσει αυτές τις παρερμηνείες, συγκρουόμενος συχνά, τα χρόνια τns «Επιθεώρησns Tέχνns», με αυτού του τύπου τον δογματισμό. Τα τελευταία χρόνια εξάλλου έχει αφιερώσει πολύ χρόνο στην ανάδειξη τηs λογοτεχνίας που εδέησε να ασχοληθεί με τον Εμφύλιο, και ιδίωs εκείνων των εκδοχών τηs που δεν υπεράσπισαν τον αριστερής προέλευσης μανιχαϊσμό, ο oποίοs δέσποσε για πολλά χρόνια τη μετεμφυλιακή περίοδο.
■ Εχετε μελετήσει τη Λογοτεχνική έκφραση του Εμφυλίου. Ποια είναι τα συμπεράσματα σας;
Το κεντρικό ζήτημα που θέτει η λογοτεχνία του Εμφυλίου είναι, πιστεύω, το ανθρωπολογικό. Δείχνει το εύθραυστο του πολιτισμού (τηs κρούστας πολιτισμού) στην ανθρώπινη ψυχή, όπου κυριαρχούν ο αταβισμός, η κοινοτοπία του φόνου και τηs κακουργίας, η κακότητα, το μίσοσ και ο φθόνος. Γι' αυτό είπα ότι η καλή λογοτεχνία του Εμφυλίου (η μη προπαγανδιστική) είναι πράγματι κάθοδος του Ορφέα στον Αδη, για να φέρει πίσω στο φως την Ευρυδίκη, το έργο και προβληματική η επιστροφή/επιτυχία, αφού είναι απαγορευμένο το βλέμμα πρos την Ευρυδίκη, πρos τα πίσω, στο σκοτάδι. Γι' αυτό στάθηκα σε έργα σαν την «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού ή σαν τη διηγηματογραφία του Δημήτρη Πετσετίδη.
■ Εχετε πει πως υπάρχουν θέματα που η Αριστερά αρνείται να συζητήσει. Αυτά τα θέματα δεν αλλάζουν μέσα στον χρόνο και στον χώρο;
Η επίσημη Αριστερά ποτέ δεν δέχτηκε, ούτε συζήτησε τιs δικές τηs ευθύνες για τον εμφύλιο πόλεμο, με τη βίαια διεκδίκηση του μονοπωλίου του αντιστασιακού αγώνα στα βουνά, με το κίνημα στιs ένοπλες δυνάμεις τηs Mέσηs Ανατολής (1943-44), με τα Δεκεμβριανά του 1944, με την ένοπλη εξέγερση (1946-49), την οποία μάλιστα ο Zαχαριάδηs κήρυξε ωs ταξική επανάσταση. Οχι μόνο δεν πήρε την πρωτοβουλία να τα συζητήσει αυτά η Αριστερά, αλλά επέμεινε και επιμένει πάντα στην αθωότητα τns με πολιτικές αποφάσεις και με την ιστοριογραφία. Προπάντων, καταδίκασε με εμπάθεια τιs σχετικές πρωτοβουλίες τηs λογοτεχνίας, με την «ποίηση της ήτταs», με τιs
ΣΤΟ ΝΕΟ βιβλίο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «Κριτική της κριτική», που μόλις κυκλοφόρησε, ένα από τα θέματα του αφορά τα φαινόμενα ανελευθερίας, τιs παρερμηνείες και τιs κατεδαφιστικές τάσεις, ιδιαίτερα τηs αριστερής κριτικής, απέναντι σε κορυφαίους Ελληνες λογοτέχνες και ποιητέs, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καραγάτση, τον Καζαντζάκη... Ο Ραυτόπουλος έχει μαχητικά πολεμήσει αυτές τις παρερμηνείες, συγκρουόμενος συχνά, τα χρόνια τns «Επιθεώρησns Tέχνns», με αυτού του τύπου τον δογματισμό. Τα τελευταία χρόνια εξάλλου έχει αφιερώσει πολύ χρόνο στην ανάδειξη τηs λογοτεχνίας που εδέησε να ασχοληθεί με τον Εμφύλιο, και ιδίωs εκείνων των εκδοχών τηs που δεν υπεράσπισαν τον αριστερής προέλευσης μανιχαϊσμό, ο oποίοs δέσποσε για πολλά χρόνια τη μετεμφυλιακή περίοδο.
■ Εχετε μελετήσει τη Λογοτεχνική έκφραση του Εμφυλίου. Ποια είναι τα συμπεράσματα σας;
Το κεντρικό ζήτημα που θέτει η λογοτεχνία του Εμφυλίου είναι, πιστεύω, το ανθρωπολογικό. Δείχνει το εύθραυστο του πολιτισμού (τηs κρούστας πολιτισμού) στην ανθρώπινη ψυχή, όπου κυριαρχούν ο αταβισμός, η κοινοτοπία του φόνου και τηs κακουργίας, η κακότητα, το μίσοσ και ο φθόνος. Γι' αυτό είπα ότι η καλή λογοτεχνία του Εμφυλίου (η μη προπαγανδιστική) είναι πράγματι κάθοδος του Ορφέα στον Αδη, για να φέρει πίσω στο φως την Ευρυδίκη, το έργο και προβληματική η επιστροφή/επιτυχία, αφού είναι απαγορευμένο το βλέμμα πρos την Ευρυδίκη, πρos τα πίσω, στο σκοτάδι. Γι' αυτό στάθηκα σε έργα σαν την «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού ή σαν τη διηγηματογραφία του Δημήτρη Πετσετίδη.
■ Εχετε πει πως υπάρχουν θέματα που η Αριστερά αρνείται να συζητήσει. Αυτά τα θέματα δεν αλλάζουν μέσα στον χρόνο και στον χώρο;
Η επίσημη Αριστερά ποτέ δεν δέχτηκε, ούτε συζήτησε τιs δικές τηs ευθύνες για τον εμφύλιο πόλεμο, με τη βίαια διεκδίκηση του μονοπωλίου του αντιστασιακού αγώνα στα βουνά, με το κίνημα στιs ένοπλες δυνάμεις τηs Mέσηs Ανατολής (1943-44), με τα Δεκεμβριανά του 1944, με την ένοπλη εξέγερση (1946-49), την οποία μάλιστα ο Zαχαριάδηs κήρυξε ωs ταξική επανάσταση. Οχι μόνο δεν πήρε την πρωτοβουλία να τα συζητήσει αυτά η Αριστερά, αλλά επέμεινε και επιμένει πάντα στην αθωότητα τns με πολιτικές αποφάσεις και με την ιστοριογραφία. Προπάντων, καταδίκασε με εμπάθεια τιs σχετικές πρωτοβουλίες τηs λογοτεχνίας, με την «ποίηση της ήτταs», με τιs
«Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, με έργα του Δημήτρη Χατζή («Ανυπεράσπιστοι»), του Νίκου Γκατζογιάννη, του Βαλτινού, με το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου...
■ Οι παλιές μας πλάνες, λέτε, δεν είναι κεφάλαιο για να μας αποφέρει τόκους. Εχετε υπάρξει
■ Οι παλιές μας πλάνες, λέτε, δεν είναι κεφάλαιο για να μας αποφέρει τόκους. Εχετε υπάρξει
αριστερός. Σήμερα πιστεύετε σε ιδεολογίες και με τι ταυτίζεστε;
Αξία δυνητική, πραγματική ή συζητήσιμη, έχουν σήμερα οι θετικές ιδέες (του νέου ανθρωπισμού,τns διαφοράς, του φεμινισμού, τns προόδου και τns περιβαλλοντικής ένστασηs, του οικουμενισμού, τηs πολυπολιτισμικότητας και τηs δημοκρατίαs) στον σύγχρονο κόσμο. Αξία έχουν οι ιδέες, όχι οι ιδεολογίες που είναι μιλιταρισμός, στρατωνισμός των ιδεών, ορθοδοξία ή αίρεση, εξουσιαστική λογική, αφορισμοί, λιθοβολισμοί.
■ Ποια είναι η εξουσία της Τέχνης;
Εξουσία τηs Tέχνηs; Τι είναι πάλι αυτό; Mα η Τέχνη είναι ελευθερία, αντι-εξουσία, ατομικότητα. Για την πραγματική και την πνευματική εξουσία, η Τέχνη είναι πάντα ύποπτη, ως εξαίρεση, ανατροπή, απιστία, αμφιβολία. Στο βιβλίο μου «Τέχνη και Εξουσία» (Καστανιώτη, 1985) έχω περιγράψει περιπέτειες τηs λογοτεχνίας και τηs Tέχνηs κάτω από θρησκευτικές, πολιτικά, παντός είδους εξουσίες. Η εξουσία, γενικά, τείνει ακατανίκητα στον λαϊκισμό του κιτς, ποτέ πρos το ωραίο και το αληθινό.
■ Ως κριτικός λογοτεχνίας, πώς διακρίνετε τη γυναικεία από την ανδρική γραφή;
Η γυναικεία γραφή αντανακλά τη γενικότερη μειονοτική συμμετοχή τηs γυναίκας στην Ιστορία, στη βία και στον πόλεμο, στην εξουσιαστική λογική και ηθική. Αυτό πρέπει να έχει κάποια σχέση και με τη μητρότητα, τον γυναικείο ερωτισμό και την αισθαντικότητα.
■ Η Μαργκερίτ Ντυράς έχει πει πως έγραφε για να γίνει ο εκλαϊκευτής του εαυτού της, για να τον κατακρεουργήσει, και ύστερα για να πάψει να αισθάνεται σπουδαία, για να ξεφορτωθεί τον ίδιο της τον εαυτό, για να πάρει τη θέση της το κείμενο έτσι ώστε εκείνη να υπάρχει λιγότερο, όπως το περιέγραφε. Εσείς γιατί γράφετε; Και μέσα από ποιες διαδρομές ασχοληθήκατε με την κριτική;
Ο ναρκισσισμός στην καλλιτεχνική και στην πνευματική δημιουργία είναι φυσικός και όχι κατ'
Αξία δυνητική, πραγματική ή συζητήσιμη, έχουν σήμερα οι θετικές ιδέες (του νέου ανθρωπισμού,τns διαφοράς, του φεμινισμού, τns προόδου και τns περιβαλλοντικής ένστασηs, του οικουμενισμού, τηs πολυπολιτισμικότητας και τηs δημοκρατίαs) στον σύγχρονο κόσμο. Αξία έχουν οι ιδέες, όχι οι ιδεολογίες που είναι μιλιταρισμός, στρατωνισμός των ιδεών, ορθοδοξία ή αίρεση, εξουσιαστική λογική, αφορισμοί, λιθοβολισμοί.
■ Ποια είναι η εξουσία της Τέχνης;
Εξουσία τηs Tέχνηs; Τι είναι πάλι αυτό; Mα η Τέχνη είναι ελευθερία, αντι-εξουσία, ατομικότητα. Για την πραγματική και την πνευματική εξουσία, η Τέχνη είναι πάντα ύποπτη, ως εξαίρεση, ανατροπή, απιστία, αμφιβολία. Στο βιβλίο μου «Τέχνη και Εξουσία» (Καστανιώτη, 1985) έχω περιγράψει περιπέτειες τηs λογοτεχνίας και τηs Tέχνηs κάτω από θρησκευτικές, πολιτικά, παντός είδους εξουσίες. Η εξουσία, γενικά, τείνει ακατανίκητα στον λαϊκισμό του κιτς, ποτέ πρos το ωραίο και το αληθινό.
■ Ως κριτικός λογοτεχνίας, πώς διακρίνετε τη γυναικεία από την ανδρική γραφή;
Η γυναικεία γραφή αντανακλά τη γενικότερη μειονοτική συμμετοχή τηs γυναίκας στην Ιστορία, στη βία και στον πόλεμο, στην εξουσιαστική λογική και ηθική. Αυτό πρέπει να έχει κάποια σχέση και με τη μητρότητα, τον γυναικείο ερωτισμό και την αισθαντικότητα.
■ Η Μαργκερίτ Ντυράς έχει πει πως έγραφε για να γίνει ο εκλαϊκευτής του εαυτού της, για να τον κατακρεουργήσει, και ύστερα για να πάψει να αισθάνεται σπουδαία, για να ξεφορτωθεί τον ίδιο της τον εαυτό, για να πάρει τη θέση της το κείμενο έτσι ώστε εκείνη να υπάρχει λιγότερο, όπως το περιέγραφε. Εσείς γιατί γράφετε; Και μέσα από ποιες διαδρομές ασχοληθήκατε με την κριτική;
Ο ναρκισσισμός στην καλλιτεχνική και στην πνευματική δημιουργία είναι φυσικός και όχι κατ'
ανάγκην αρνητικός παράγοντας, όταν δεν είναι κυρίαρχοs. Γιατί γράφουμε, γιατί ζωγραφίζουμε, γιατί συνθέτουμε; Είναι μια έκφραση του περισσεύματος τηs εσωτερικής μας ύπαρξης, τηs συνείδησηs της θνητότητας, του έρωτα, τηs ομορφιάς, τηs επιθυμίας, του θαυμασμού τηs κοσμικής αρμονίας, τηs εξέλιξης των ειδών... Ολα αυτά αρχίζουν με το μεγάλο σκάνδαλο και την εξαίρεση στον φυσικό κόσμο: τη γέννηση τηs συνείδησης στον εξελιγμένο εγκέφαλο του ανθρώπου. Τρέχα - γύρευε... Τώρα, από ποιές διαδρομές εγώ στράφηκα πpos την κριτική, είναι δύσκολο να το πω σε σκονάκι. Με τριβέλιζε το βάρος, το άχθος τηs Iστορίαs στη λογοτεχνία, το μυστήριο του Ντοστογέφσκι, η μαγεία του μύθου τηs «Οδύσσειας». Και μου γίνονταν όλο και πιο ανυπόφορες οι επεμβάσεις εναντίον της (της λογοτεχνίας), οι καταχρήσεις του λόγου και του νοήματος.
■ Περάσατε κάποτε από το Παρίσι και από την École Pratique des Hautes. Πώς βλέπετε τη νέα γαλλική πραγματικότητα, λίγες εβδομάδες από τις προεδρικές εκλογές; Αναγνωρίζετε κάτι από το Παρίσι που τότε γνωρίσατε;
Στο Παρίσι του 1968, στην Ecole Pratique, στο Tel Quel του στρουκτουραλισμού, στο «Lettres Françaises» του ΚΚ υπό τον Αραγκόν, στο «Temps Modernes» του Σαρτρ και, προπάντων, στο κύμα μαζικής ηλιθιοποίησηs τηs πιο πρωτοποριακής κουλτούρας τns Eυρώπηs που σήμανε ο μαοϊσμός, είδα το οριστικό ναυάγιο της ουτοπίας και τον αντιουμανισμό με το προσωπείο της ισότητας και τns ανθρωπιάβ. Είδα επίσης τιs ακρότητες και τον αυτισμό της πρωτοποριακήs σκέψης που κατέληξε στην αποδόμηση παντόs λόγου, στην εκτόπιση της πραγματικότητας από το κείμενο. Είδα σοφά πνεύματα που σεβόμουν, σαν τον Ρολάν Μπαρτ, να κηρύσσει τον «θάνατο του συγγραφέα» ή να θεωρεί τη γλώσσα «φασιστική»! Παραδόξως, όλα αυτά μαζί κάνουν να μένει κάτι θετικό μέσα μου. Πρόσεξα όλο το ενδιάμεσο αυτής της σκέψης, πριν φτάσει στο παράλογο, τον πλούτο της γνώσης και το βάθος της ανάλυσης, τη συλλογιστική του σκοτεινού βάθους του Mορίς Μπλανσό, την
πλαστικότητα και την επινοητικότητα τηs γλώσσας - αυτή τη μεγάλη δημοκρατία. Πιάνομαι κάθε φορά από την ανάγκη επιστροφής στην ελληνική απαρχή τηs Δυτικής συνείδησης, στους κλασικούς μας και στην υπέρτατη επιταγή του Μέτρου.
■ Περάσατε κάποτε από το Παρίσι και από την École Pratique des Hautes. Πώς βλέπετε τη νέα γαλλική πραγματικότητα, λίγες εβδομάδες από τις προεδρικές εκλογές; Αναγνωρίζετε κάτι από το Παρίσι που τότε γνωρίσατε;
Στο Παρίσι του 1968, στην Ecole Pratique, στο Tel Quel του στρουκτουραλισμού, στο «Lettres Françaises» του ΚΚ υπό τον Αραγκόν, στο «Temps Modernes» του Σαρτρ και, προπάντων, στο κύμα μαζικής ηλιθιοποίησηs τηs πιο πρωτοποριακής κουλτούρας τns Eυρώπηs που σήμανε ο μαοϊσμός, είδα το οριστικό ναυάγιο της ουτοπίας και τον αντιουμανισμό με το προσωπείο της ισότητας και τns ανθρωπιάβ. Είδα επίσης τιs ακρότητες και τον αυτισμό της πρωτοποριακήs σκέψης που κατέληξε στην αποδόμηση παντόs λόγου, στην εκτόπιση της πραγματικότητας από το κείμενο. Είδα σοφά πνεύματα που σεβόμουν, σαν τον Ρολάν Μπαρτ, να κηρύσσει τον «θάνατο του συγγραφέα» ή να θεωρεί τη γλώσσα «φασιστική»! Παραδόξως, όλα αυτά μαζί κάνουν να μένει κάτι θετικό μέσα μου. Πρόσεξα όλο το ενδιάμεσο αυτής της σκέψης, πριν φτάσει στο παράλογο, τον πλούτο της γνώσης και το βάθος της ανάλυσης, τη συλλογιστική του σκοτεινού βάθους του Mορίς Μπλανσό, την
πλαστικότητα και την επινοητικότητα τηs γλώσσας - αυτή τη μεγάλη δημοκρατία. Πιάνομαι κάθε φορά από την ανάγκη επιστροφής στην ελληνική απαρχή τηs Δυτικής συνείδησης, στους κλασικούς μας και στην υπέρτατη επιταγή του Μέτρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου