Από "ΤΑ ΝΕΑ"(κύριο+εσωτερικό θέμα)
"ΤΑ ΝΕΑ", 27/12/24 |
"ΤΑ ΝΕΑ", 27/12/24 |
Παράνομο τουρκοσυριακό σύμφωνο:
Τι συνεπάγεται για Ελλάδα και Κύπρο
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ
Η αποκάλυψη από πλευράς του τούρκου υπουργού Μεταφορών πως η Αγκυρα βρίσκεται σε προχωρημένες συνομιλίες με τη νέα ηγεσία στη Δαμασκό για τον καθορισμό τουρκοσυριακής ΑΟΖ – στη λογική του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου – στην πραγματικότητα ήρθε να επιβεβαιώσει την ανησυχία που επικρατούσε σε Αθήνα και Λευκωσία όλα τα προηγούμενα 24ωρα (και για την οποία είχαν ενημερώσει «ΤΑ ΝΕΑ» ήδη από τις 19 Δεκεμβρίου), όταν από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ το εν λόγω σενάριο προβαλλόταν ως η πιο συμφέρουσα προοπτική για την Τουρκία προκειμένου να κερδίσει «έδαφος» στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δημιουργώντας νέα τετελεσμένα.
«Θα συνάψουμε συμφωνία θαλάσσιας δικαιοδοσίας με τη συριακή διοίκηση» ήταν η αρχική σχετική δήλωση του Αμντουλκαντίρ Ουράλογλου που επαλήθευε τις έως τότε διακινούμενες φήμες. Στην απάντησή της η Αθήνα, μέσω διπλωματικών πηγών του ΥΠΕΞ, υπογράμμιζε τη «μεταβατική κατάσταση» στην οποία βρίσκεται η Συρία, η οποία «δεν νομιμοποιεί οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία», και τόνιζε πως τα θαλάσσια σύνορα που απειλεί το παράνομο τουρκοσυριακό σύμφωνο είναι «ευρωπαϊκά», επισημαίνοντας παράλληλα την προληπτική μέριμνα της ελληνικής διπλωματίας να θέσει το ζήτημα στην ΕΕ μέσω κοινής δήλωσης με Αυστρία και Κύπρο.
"Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ" από το Δημήτρη Ν. Μανιάτη: Δεν ήταν κινδυνολογία των «ΝΕΩΝ». Δεν ήταν ευφάνταστα σενάρια. Δεν ήταν ασκήσεις αυτοεκπληρούμενων προφητειών. Η Τουρκία είναι κοντά σε ένα παράνομο τουρκοσυριακό σύμφωνο που θα αγνοεί παντελώς την Κύπρο και θα επιβεβαιώνει πως δεν έχει υποχωρήσει από επιθετικές αξιώσεις. Η Τουρκία έχει ήδη διεκδικήσει ενεργό ρόλο στην επόμενη ημέρα της Συρίας, όχι απλώς στην ανοικοδόμησή της. Εχει αποδείξει για μια ακόμη φορά πως πάγια τακτική της είναι η κατάλυση της Συνθήκης της Λωζάννης (μέρος της Συνθήκης αφορά τη Συρία). Και εμείς; Επαναπαυόμαστε απλώς στην ευρωπαϊκή μας πορεία; Στην οργανική μας σχέση με το ΝΑΤΟ; Σε μια λογική κατευνασμού; Μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που θα προλαμβάνει και δεν θα ετεροκαθορίζεται, είναι επείγουσα.
"Το παρακολουθούμε"
Είμαστε σε διαρκή επικοινωνία με την Κύπρο και όλες τις γειτονικές χώρες και με την ΕΕ» σημείωναν διπλωματικές πηγές, παραπέμποντας, εμμέσως, και στην επικείμενη τριμερή συνάντηση στο Κάιρο στις 8 Ιανουαρίου, όπου αναμένεται να συζητηθούν «και ζητήματα ενεργειακά».
Είμαστε σε διαρκή επικοινωνία με την Κύπρο και όλες τις γειτονικές χώρες και με την ΕΕ» σημείωναν διπλωματικές πηγές, παραπέμποντας, εμμέσως, και στην επικείμενη τριμερή συνάντηση στο Κάιρο στις 8 Ιανουαρίου, όπου αναμένεται να συζητηθούν «και ζητήματα ενεργειακά».
Δένδιας: Η χώρα μας τηρεί τους κανόνες
Από τον Εβρο και το φυλάκιο Γέφυρας Κήπων όπου βρέθηκε τα Χριστούγεννα ο Νίκος Δένδιας, με φόντο τις εξελίξεις στην Αγκυρα, υπογράμμισε πως η Ελλάδα καθημερινά αποδεικνύει τον σημαντικό της ρόλο «ως παράγοντας γεωπολιτικής σταθερότητας» και «ενεργειακής ασφάλειας» σε Βαλκάνια και σε «ευρύτερη περιοχή Μεσογείου», τονίζοντας πως η χώρα μας τηρεί τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου της Θάλασσας μακριά από ιδεολογήματα, από απειλές, από αντιλήψεις ηγεμονίας που οδηγούν σε αδιέξοδα, και, όπως σημείωσε, «ουδέποτε αμφισβητώντας τα δικαιώματα άλλων χωρών της περιοχής, αλλά πάντοτε έτοιμοι να προασπίσουμε την κυριαρχία και τα δικά μας κυριαρχικά δικαιώματα».
Και παρότι ο Ουράλογλου ανασκεύασε αργότερα μερικώς, διευκρινίζοντας πως «η πρόοδος στη διαπραγμάτευση μιας θαλάσσιας συμφωνίας θα απαιτούσε μια σταθερή πολιτική εξουσία στη Συρία», ο υφυπουργός Εθνικής Αμυνας, Ιωάννης Κεφαλογιάννης, δήλωσε πως «θα πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα για τις κινήσεις που κάνει η Τουρκία στην περιοχή», επισημαίνοντας πως εθνικά συμφέροντα έχουμε «και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Τι προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας
Συναγερμός σήμανε παράλληλα στη Λευκωσία, από όπου εξαρχής διεμηνύθη πως οποιαδήποτε συμφωνία Τουρκίας – Συρίας θα πρέπει να βασίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας και να λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην περιοχή.
Κι ενώ καθημερινά «φουντώνουν» τα σενάρια για μυστικές διαπραγματεύσεις Αγκυρας – Δαμασκού (με το Reuters να αναφέρεται σε αντιπροσωπεία του τουρκικού υπουργείου Ενέργειας που πρόκειται να μεταβεί στη Συρία για ενδεχόμενη ενεργειακή συνεργασία), η εσπευσμένη επίσκεψη του Ερσίν Τατάρ στην Αγκυρα τα Χριστούγεννα ερμηνεύθηκε από Ελλάδα και Κύπρο ως μια κίνηση που σχετίζεται με τα τετελεσμένα που επιδιώκει να δημιουργήσει η Τουρκία στην περιοχή καθώς και ως μια τάση για «ορατότητα» την οποία επιδιώκει σταθερά ο ηγέτης του ψευδοκράτους το τελευταίο διάστημα.
Ο ίδιος μάλιστα αναφέρθηκε στις συμφωνίες για τις θαλάσσιες περιοχές με τη Συρία σημειώνοντας πως θα έχουν θετικές επιπτώσεις για το ψευδοκράτος. Πηγές από τη Λευκωσία πάντως επισημαίνουν στα «ΝΕΑ» ότι «δεν θα πρέπει να αργήσει η εγκατάσταση ειδικού απεσταλμένου της ΕΕ στην περιοχή» και ότι «χρειάζεται προσοχή» ως προς το να μην «κινείται το θέμα από Ελλάδα και Κύπρο περισσότερο από ό,τι κινείται από τους Τούρκους». Σύμφωνα με πληροφορίες, η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμεί να έχει απευθείας συνομιλίες με τη νέα κατάσταση στη Συρία – καθώς επαφές είχε και με το παλαιό καθεστώς –, ενώ, όπως κατέστη σαφές, ήδη αναζητούνται δίαυλοι προκειμένου να υπάρξουν διαβουλεύσεις το αμέσως προσεχές διάστημα.
Οι προοπτικές ενός διαλόγου
στις δύο όχθες του Αιγαίου
ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΜΗΛΛΑ*
Κάποτε ένα πρόβλημα ή ένα δίλημμα γίνεται πιο ευκρινές όταν οι σχετικές ερωτήσεις τίθενται διαφορετικά. Συζητάμε αν συμφέρει και αν θα πρέπει να συνομιλούμε ή να διαπραγματευόμαστε με την Τουρκία. Ορισμένοι είναι κατά αυτού του διαλόγου. Αλλοι είναι υπέρ και τότε τίθεται το ερώτημα του εύρους των θεμάτων. Και έτσι βιώνουμε μια πληθώρα απόψεων. Θα μπορούσαμε να περιορίσουμε πολλά από τα διλήμματα αν ξεκινούσαμε από μια διαφορετική ερώτηση: Μπορούμε να συνομιλήσουμε, να διαπραγματευτούμε με την Τουρκία και να καταλήξουμε σε κάποιες συμφωνίες αν κρίνουμε ότι αυτές είναι συμφέρουσες; Γιατί αν για κάποιον λόγο δεν μπορούμε, τότε πολλά από αυτά που λέγονται και υποστηρίζονται δεν επιφέρουν κάποια πρακτική συνέπεια. Το ίδιο είναι το να θέλουμε να συνομιλήσουμε ή όχι.
Η σκέψη αυτή βασίζεται σε αυτό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αφορούσε οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδας, ούτε κυριαρχικά δικαιώματα. Ενα όνομα συζητούσαμε, ένα απλό όνομα. Υπήρχε και η πίεση των συμμάχων μας που δεν ήθελαν προστριβές στην περιοχή αλλά την αναγνώριση του νέου κράτους. Αυτό το θέμα είχε ρίξει την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993, όχι από την αντιπολίτευση αλλά από τους νεοδημοκράτες, βασικά από τον Α. Σαμαρά και τους βουλευτές που τον υποστήριξαν. Επειτα από τριάντα χρόνια ακόμη δεν λύσαμε το θέμα στη βάση ενός πολιτικού και κοινωνικού συμβιβασμού.
Το θέμα της Τουρκίας είναι πολλαπλώς πιο δύσκολο. Μιλάμε για θέματα που έχουν σχέση με εδαφική κυριαρχία, οριοθέτηση συνόρων, δικαιώματα ελέγχου στον αέρα και στη θάλασσα και οικονομικά συμφέροντα. Πριν ακόμη μάθουμε τι συζητείται, σύσσωμη η αντιπολίτευση, αλλά και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, με πρωταγωνιστή τον παλιό ήρωα του δράματος, ξεσηκώθηκαν. Σε αυτήν την περίπτωση τα θέματα άπτονται πιθανών συμβιβασμών που δεν θα συμβαδίζουν με τις μαξιμαλιστικές θέσεις της Ελλάδας – εφόσον πας σε μια διαπραγμάτευση με ακραίες θέσεις για να έχεις περιθώριο «υποχωρήσεων». Δηλαδή βλέπουμε ότι δύσκολα μια κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια πίεση. Ακόμη και αν ρισκάρει να λύσει ορισμένα θέματα με ένα σχετικό πολιτικό κόστος, μάλλον δεν θα προλάβει, θα έχει χάσει τη «δεδηλωμένη»!
Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το αν μας συμφέρει ή όχι, αν θέλουμε ή όχι, μάλλον δεν μπορούμε να έχουμε έναν διάλογο με την Τουρκία που θα έλυνε τις διαφορές μας. Είχα γράψει (7/12/2023): «Το πρόβλημα είναι μάλλον στην ελληνική πλευρά. Ο Τ. Ερντογάν μπορεί να “περάσει” στην κοινή γνώμη της χώρας του οποιαδήποτε “λύση” και όποιο συμβιβασμό κάνει για να υπερβεί τα αδιέξοδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν θα υποστηρίξει τους πιθανούς συμβιβασμούς που είναι απαραίτητοι σε μια διαπραγμάτευση. Τα δε πολιτικά κόμματα θα υποστηρίξουν ότι γίνονται απαράδεκτες παραχωρήσεις ακόμα και αν δεν γίνονται».
Αν όντως δεν μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας και δεν θα προκύψουν συμφωνίες, μήπως η όλη διαμάχη για τα υπέρ και τα κατά του διαλόγου αφορά μια υποθετική, μια ανύπαρκτη προβληματική; Μήπως όλες οι προτεινόμενες «λύσεις», ούτως ή άλλως, δεν θα καταλήξουν σε απτά αποτελέσματα; Η εμπειρία του παρελθόντος αυτό προδικάζει. Δεν μπορούμε να τα βρούμε και τζάμπα μαλώνουμε για τον διάλογο!
Αλλά στην πράξη μπορεί ο διάλογος να αποδειχθεί εποικοδομητικός αν μπορέσει να επιτύχει ένα modus vivendi: οι διαφορές να παραμείνουν, αλλά να αποφευχθεί η ένταση. Τα άλυτα προβλήματα πάντα επιφέρουν ένα οικονομικό κόστος, αλλά αυτό θα είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την ένταση. Εχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από την κρίση των Ιμίων και δεν χάνουμε πολλά αν δεν ξέρουμε για άλλα τριάντα αν θα έχουν αυτό το όνομα ή θα αλλάξουν σε Κάρντακ. Περάσανε πενήντα χρόνια από την κρίση με το «Χόρα» και σαράντα με το «Σισμίκ» – αποφύγαμε την τελευταία στιγμή τον πόλεμο. Αν το θέλουν και οι γείτονες μπορεί να περιμένουμε την επόμενη γενιά των Ελλήνων και των Τούρκων που μπορεί να φανούν πιο ψύχραιμοι και ικανοί να συνομιλούν χωρίς πάθη, ή έστω με ελεγχόμενα πάθη. Στο μεταξύ μπορεί να προκύψει και μια κοινωνία που δεν θα πιστεύει ότι «εμείς» έχουμε πάντα το απόλυτο δίκαιο σε όλα τα θέματα.
*Πολιτικός επιστήμονας, πολιτικός μηχανικός και μεταφραστής
ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΜΗΛΛΑ*
Κάποτε ένα πρόβλημα ή ένα δίλημμα γίνεται πιο ευκρινές όταν οι σχετικές ερωτήσεις τίθενται διαφορετικά. Συζητάμε αν συμφέρει και αν θα πρέπει να συνομιλούμε ή να διαπραγματευόμαστε με την Τουρκία. Ορισμένοι είναι κατά αυτού του διαλόγου. Αλλοι είναι υπέρ και τότε τίθεται το ερώτημα του εύρους των θεμάτων. Και έτσι βιώνουμε μια πληθώρα απόψεων. Θα μπορούσαμε να περιορίσουμε πολλά από τα διλήμματα αν ξεκινούσαμε από μια διαφορετική ερώτηση: Μπορούμε να συνομιλήσουμε, να διαπραγματευτούμε με την Τουρκία και να καταλήξουμε σε κάποιες συμφωνίες αν κρίνουμε ότι αυτές είναι συμφέρουσες; Γιατί αν για κάποιον λόγο δεν μπορούμε, τότε πολλά από αυτά που λέγονται και υποστηρίζονται δεν επιφέρουν κάποια πρακτική συνέπεια. Το ίδιο είναι το να θέλουμε να συνομιλήσουμε ή όχι.
Η σκέψη αυτή βασίζεται σε αυτό που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια. Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αφορούσε οικονομικά συμφέροντα της Ελλάδας, ούτε κυριαρχικά δικαιώματα. Ενα όνομα συζητούσαμε, ένα απλό όνομα. Υπήρχε και η πίεση των συμμάχων μας που δεν ήθελαν προστριβές στην περιοχή αλλά την αναγνώριση του νέου κράτους. Αυτό το θέμα είχε ρίξει την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993, όχι από την αντιπολίτευση αλλά από τους νεοδημοκράτες, βασικά από τον Α. Σαμαρά και τους βουλευτές που τον υποστήριξαν. Επειτα από τριάντα χρόνια ακόμη δεν λύσαμε το θέμα στη βάση ενός πολιτικού και κοινωνικού συμβιβασμού.
Το θέμα της Τουρκίας είναι πολλαπλώς πιο δύσκολο. Μιλάμε για θέματα που έχουν σχέση με εδαφική κυριαρχία, οριοθέτηση συνόρων, δικαιώματα ελέγχου στον αέρα και στη θάλασσα και οικονομικά συμφέροντα. Πριν ακόμη μάθουμε τι συζητείται, σύσσωμη η αντιπολίτευση, αλλά και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, με πρωταγωνιστή τον παλιό ήρωα του δράματος, ξεσηκώθηκαν. Σε αυτήν την περίπτωση τα θέματα άπτονται πιθανών συμβιβασμών που δεν θα συμβαδίζουν με τις μαξιμαλιστικές θέσεις της Ελλάδας – εφόσον πας σε μια διαπραγμάτευση με ακραίες θέσεις για να έχεις περιθώριο «υποχωρήσεων». Δηλαδή βλέπουμε ότι δύσκολα μια κυβέρνηση μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια πίεση. Ακόμη και αν ρισκάρει να λύσει ορισμένα θέματα με ένα σχετικό πολιτικό κόστος, μάλλον δεν θα προλάβει, θα έχει χάσει τη «δεδηλωμένη»!
Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το αν μας συμφέρει ή όχι, αν θέλουμε ή όχι, μάλλον δεν μπορούμε να έχουμε έναν διάλογο με την Τουρκία που θα έλυνε τις διαφορές μας. Είχα γράψει (7/12/2023): «Το πρόβλημα είναι μάλλον στην ελληνική πλευρά. Ο Τ. Ερντογάν μπορεί να “περάσει” στην κοινή γνώμη της χώρας του οποιαδήποτε “λύση” και όποιο συμβιβασμό κάνει για να υπερβεί τα αδιέξοδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν θα υποστηρίξει τους πιθανούς συμβιβασμούς που είναι απαραίτητοι σε μια διαπραγμάτευση. Τα δε πολιτικά κόμματα θα υποστηρίξουν ότι γίνονται απαράδεκτες παραχωρήσεις ακόμα και αν δεν γίνονται».
Αν όντως δεν μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας και δεν θα προκύψουν συμφωνίες, μήπως η όλη διαμάχη για τα υπέρ και τα κατά του διαλόγου αφορά μια υποθετική, μια ανύπαρκτη προβληματική; Μήπως όλες οι προτεινόμενες «λύσεις», ούτως ή άλλως, δεν θα καταλήξουν σε απτά αποτελέσματα; Η εμπειρία του παρελθόντος αυτό προδικάζει. Δεν μπορούμε να τα βρούμε και τζάμπα μαλώνουμε για τον διάλογο!
Αλλά στην πράξη μπορεί ο διάλογος να αποδειχθεί εποικοδομητικός αν μπορέσει να επιτύχει ένα modus vivendi: οι διαφορές να παραμείνουν, αλλά να αποφευχθεί η ένταση. Τα άλυτα προβλήματα πάντα επιφέρουν ένα οικονομικό κόστος, αλλά αυτό θα είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από την ένταση. Εχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από την κρίση των Ιμίων και δεν χάνουμε πολλά αν δεν ξέρουμε για άλλα τριάντα αν θα έχουν αυτό το όνομα ή θα αλλάξουν σε Κάρντακ. Περάσανε πενήντα χρόνια από την κρίση με το «Χόρα» και σαράντα με το «Σισμίκ» – αποφύγαμε την τελευταία στιγμή τον πόλεμο. Αν το θέλουν και οι γείτονες μπορεί να περιμένουμε την επόμενη γενιά των Ελλήνων και των Τούρκων που μπορεί να φανούν πιο ψύχραιμοι και ικανοί να συνομιλούν χωρίς πάθη, ή έστω με ελεγχόμενα πάθη. Στο μεταξύ μπορεί να προκύψει και μια κοινωνία που δεν θα πιστεύει ότι «εμείς» έχουμε πάντα το απόλυτο δίκαιο σε όλα τα θέματα.
*Πολιτικός επιστήμονας, πολιτικός μηχανικός και μεταφραστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου