οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Οι παλιές φωτογραφίες από τη χριστουγεννιάτικη Αθήνα γεννούν κατά κανόνα νοσταλγία. Προκαλούν, δε, διάφορα σχόλια και αναλύσεις για το τότε και το τώρα, και ενώ σήμερα η ποικιλία και η προσβασιμότητα είναι μεγαλύτερες, το παιχνίδι συνήθως το κερδίζει το χθες. «Τότε ήταν αλλιώς», θα πουν οι γενιές που είτε ως ενήλικοι είτε ως παιδιά θυμούνται, έστω και εξωραϊσμένα, τα Χριστούγεννα του 1955, του 1965 ή του 1975. Ολη αυτή η Αθήνα, που έχει κυλήσει στο χθες και στην παρακαταθήκη του περασμένου αιώνα, ανελκύεται συνήθως μέσα από τη δυσανεξία για τις σύγχρονες συνθήκες και τη σύγκριση με αυτό που στα σημερινά μάτια μοιάζει πιο αθώο, πιο αυθεντικό, πιο συνεκτικό...

 Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"


                               "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 21.12.24

Χριστούγεννα στην Αθήνα του ’70

Η σύνθεση της εμπορικής αγοράς στο κέντρο και η ανατομία μιας κουλτούρας η οποία καθρεφτιζόταν παντού

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ


Η οδός Σταδίου, χριστουγεννιάτικα στολισμένη, στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η όψη αυτή, αποτυπωμένη σε καρτ ποστάλ της εποχής, μας μεταφέρει στο ύψος της οδού Βουκουρεστίου προς την Αμερικής. Αριστερά, το κενό οικόπεδο δηλώνει τον χώρο της κατεδαφισμένης οικίας Βουγά (έργο Τσίλλερ), όπου στεγαζόταν ο θρυλικός «Απότσος». Διαδρομές στη γιορτινή Αθήνα τού χθες, τότε που τα προάστια δεν είχαν ακόμη αγορά και τα πάντα βρίσκονταν στο κέντρο.

Οι παλιές φωτογραφίες από τη χριστουγεννιάτικη Αθήνα γεννούν κατά κανόνα νοσταλγία. Προκαλούν, δε, διάφορα σχόλια και αναλύσεις για το τότε και το τώρα, και ενώ σήμερα η ποικιλία και η προσβασιμότητα είναι μεγαλύτερες, το παιχνίδι συνήθως το κερδίζει το χθες. «Τότε ήταν αλλιώς», θα πουν οι γενιές που είτε ως ενήλικοι είτε ως παιδιά θυμούνται, έστω και εξωραϊσμένα, τα Χριστούγεννα του 1955, του 1965 ή του 1975. Ολη αυτή η Αθήνα, που έχει κυλήσει στο χθες και στην παρακαταθήκη του περασμένου αιώνα, ανελκύεται συνήθως μέσα από τη δυσανεξία για τις σύγχρονες συνθήκες και τη σύγκριση με αυτό που στα σημερινά μάτια μοιάζει πιο αθώο, πιο αυθεντικό, πιο συνεκτικό.

Η αλήθεια είναι πως το κέντρο της Αθήνας στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα είχε σταθερά ανοδική πορεία. Ιδίως στα χρόνια του ’60 ήταν εμφανέστατη η διαφορά πλέον από τη στέρηση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, και η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη εξασφάλιζε άνοδο εισοδημάτων, θέσεις εργασίας και, το κυριότερο, πίστη στο αύριο. Ολα αυτά μοιάζουν πολύ μακρινά και είναι πράγματι. Ομως, αν θελήσουμε να κατανοήσουμε τα συστατικά της νοσταλγίας (που είναι διεθνής τάση απέναντι στα χρόνια της ενηλικίωσης στην καρδιά του 20ού αιώνα), θα σταθούμε και στη σύνθεση της εμπορικής αγοράς της Αθήνας αλλά και στην ανατομία μιας συγκεκριμένης κουλτούρας, οικονομίας και κοινωνίας, που καθρεφτιζόταν στα καταστήματα, στις συγκοινωνίες, στα ρούχα που φορούσε ο κόσμος, στη δημόσια συμπεριφορά.

Ηπιος ανταγωνισμός

Η Αθήνα έως και τη δεκαετία του ’80 στηριζόταν σε άλλο οικονομικό μοντέλο και πολλές ελληνικές επιχειρήσεις διαφόρων μεγεθών και κύκλου εργασιών δραστηριοποιούνταν στο εμπορικό κέντρο από τη Σταδίου και την Αιόλου έως τη Βουλής και την Ερμού. Οι μπουτίκ του Κολωνακίου ήταν λίγες. Το Κολωνάκι δεν ήταν για όλους, ήταν ακόμη μια καλή συνοικία με τους δικούς της κώδικες. Η γυναικεία αγορά ήταν η Ερμού. Τα Χριστούγεννα ήταν μια αφορμή ενός ήπιου ανταγωνισμού εντελώς διαφορετικού από αυτόν στον οποίο έχουμε εθιστεί. Η συνήθεια των δώρων, διαδεδομένη πάντα, είχε άλλη ηθική αυταξία. Ενα βιβλίο ή ένα παιχνίδι για τα παιδιά ήταν αρκετό. Η βόλτα στα μαγαζιά είχε χάζι στις βιτρίνες όπως και τώρα, αλλά η πληροφόρηση ήταν κυρίως μέσα από τα εβδομαδιαία περιοδικά, μεσοαστικά και λαϊκά. Οι διαφημίσεις είχαν χριστουγεννιάτικο διάκοσμο αλλά η διαφημιστική αγορά τότε αναπτυσσόταν. Αρχισε να απογειώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 με τη γενίκευση της τηλεόρασης.

Αλλά αν ξαναγυρίσουμε στον περίπατό μας στο κέντρο της Αθήνας θα δούμε πως, αντίθετα με το σήμερα, τα μεγάλα πολυκαταστήματα είχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, ήταν τα περισσότερα συγκεντρωμένα γύρω από τα Χαυτεία και, δεύτερον, ήταν όλα ελληνικές επιχειρήσεις. Στην Πατησίων υπήρχε φυσικά το Μινιόν και στα Χαυτεία ο «Λαμπρόπουλος», και μετά το 1970 ο «Κατράντζος». Στην Κοτζιά υπήρχε ο «Δραγώνας» και ο «Κλαουδάτος». Ο «Κατράντζος» και το Μινιόν ήταν τα κύρια θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων με εκρήξεις εμπρηστικών μηχανισμών τον Δεκέμβριο του 1980. Ηταν μια τομή για το ελληνικό εμπόριο, καθώς συμβολικά το 1981 η Ελλάδα γίνεται το 10ο μέλος τής τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας και το ΠΑΣΟΚ ανέρχεται στην εξουσία. Αρχισε τότε σταδιακά να εξαπλώνεται η χρήση των πιστωτικών καρτών και το μοντέλο του οικογενειακού προϋπολογισμού άρχισε να μεταβάλλεται. Αυτό σταδιακά αντανακλούσε στην αγορά, στα καταστήματα και στον τρόπο που ο κόσμος κυκλοφορούσε, ξόδευε, διασκέδαζε.

Στο κέντρο, τα πλήθη είναι ακόμη πυκνά από το Σύνταγμα έως την Ομόνοια. Βλέπουμε στις παλιές φωτογραφίες, ιδίως στις γιορτινές μέρες, τις διαβάσεις των πεζών γεμάτες κόσμο, γιατί τότε έπρεπε να κατέβει κανείς στο κέντρο της Αθήνας για να βρει τράπεζες, γιατρούς, δικηγόρους, καταστήματα, μεγάλα φαρμακεία, συμβολαιογράφους... Τα προάστια δεν είχαν ακόμη αγορά, ήταν εξοχές με μονοκατοικίες κυρίως και με λίγα καταστήματα εξυπηρέτησης. Τα πάντα ήταν στο κέντρο. Οι φωτογραφίες του 1960 με τη χριστουγεννιάτικη κίνηση, τις φωτεινές επιγραφές και τα πακέτα στα χέρια των Αθηναίων είναι μια οθόνη επιθυμίας και νοσταλγίας, αλλά και ένδειξη για το τι επικρατούσε.

Ο «παράδεισος» της Ερμού

Για το γυναικείο κοινό, η Ερμού ήταν ο παράδεισος. Τότε ακόμη οι γυναίκες αγόραζαν υφάσματα και ράβονταν σε μοδίστρες. Στην Ερμού σήμερα, μόνο ο «Αλεξανδράκης», ως μουσείο αστικού πολιτισμού και ευγενές κατάστημα, θυμίζει τις ατελείωτες ελληνικές επιχειρήσεις στον κόσμο του γυναικείου ενδύματος: Παπαγιάννης, Σινάνης, Τσαντίλης, Μουρτζόπουλος, Salon Vert και τόσες ακόμη. Και τι να πει κανείς για τα παπούτσια του Μουριάδη, του Μούγερ, του Σκλιά... ο κατάλογος είναι μακρύς. Οσο για τα παιδιά, υπήρχε η θρυλική «Πανελλήνιος Αγορά» στη Σταδίου, αλλά και οι ιστορικές επιχειρήσεις του «Μαγγιώρου» και του «Τσοκά». Ο επίσης ιστορικός «Πάλλης», στην Ερμού 8, ήταν η επιτομή του εκλεκτού χαρτοπωλείου, όπως και ο «Ελευθερουδάκης», ο απόλυτος προορισμός για βιβλία, στη Νίκης 4 από το 1963. Για βιβλία πήγαινε ο κόσμος και στην «Ατλαντίδα» (Κοραή 8), στην ιστορική έδρα των εκδόσεων Πεχλιβανίδη, στην «Εστία» (Σταδίου 38), στον «Προμηθέα» και στη «Βιβλιοχαρτεμπορική», επίσης στη Σταδίου.

Η παλιά ραχοκοκαλιά των ελληνικών επιχειρήσεων έδινε τον τόνο στο λιανεμπόριο εκείνα τα χρόνια. Τα περιοδικά της εποχής, αστικά και λαϊκά, καθρέφτιζαν τις τάσεις, και η τηλεόραση κυρίως μετά το 1970 και την πλήρη διάδοσή της. Στην οδό Δραγατσανίου, ηλεκτρικά είδη στερέωναν τη νέα οικιακή οικονομία και η διαφημιστική αγορά αποκτούσε σταδιακά μια εξαιρετική ευκαιρία να απευθυνθεί σε όλους.

Η αναδρομή στο παρελθόν δεν είναι μόνο νοσταλγική, είναι και ένας τρόπος να κατανοήσουμε τι άλλαξε, τι μας λείπει, τι έχουμε επιτύχει.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου