Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 28/12/24 |
Οι Αρδέννες και ο δικός μας Δεκέμβρης
ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΜΟΥΜΤΖΗ
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στα απομνημονεύματά του (εκδ. Ικαρος 1955, σελ. 240-249) περιγράφει την αντεπίθεση των Γερμανών στις Αρδέννες. Οπως σημειώνει, η απόφαση του συμμαχικού στρατηγείου να επιτεθούν οι δυνάμεις του τόσο στο βόρειο μέτωπο όσο και στο νότιο, μέσω της Αλσατίας, άφησε το κέντρο των συμμαχικών δυνάμεων πολύ εξασθενημένο. «Στον τομέα των Αρδεννών, ένα μόνο αμερικανικό σώμα, το 8ο, που περιελάμβανε τέσσερις μεραρχίες, εκρατούσε ένα μέτωπο 120 χιλιομέτρων». Η Βέρμαχτ, παρά τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν, κατόρθωσε και συγκέντρωσε 70 μεραρχίες στο δυτικό μέτωπο, εκ των οποίων οι 15 ήταν θωρακισμένες. Μάλιστα η 6η θωρακισμένη στρατιά των Γερμανών ήταν άριστα εξοπλισμένη και τις θέσεις της τις παρακολουθούσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών των συμμάχων. Αίφνης την έχασαν από τα «ραντάρ» τους και λόγω της κακοκαιρίας που καθιστούσε τις αναγνωριστικές πτήσεις απαγορευτικές. «Ο Αϊζενχάουερ υπωπτεύετο ότι κάτι ετοιμάζετο, η έκτασις όμως και η σφοδρότης του πλήγματος εξέπληξε τους πάντας».
Ο στρατάρχης Ρούνστεντ είχε συγκεντρώσει δύο θωρακισμένες στρατιές που αντιπροσώπευαν ένα σύνολο 10 θωρακισμένων μεραρχιών και 14 μεραρχιών πεζικού. Σκοπός του ήταν να επιτεθεί στο ασθενές μέτωπο των Αρδεννών, που βρισκόταν στο κέντρο της συμμαχικής διάταξης. Η επίθεση άρχισε στις 16 Δεκεμβρίου 1944, την ίδια στιγμή που κορυφώνονταν οι μάχες στους δρόμους της Αθήνας. Ο Τσώρτσιλ μπόρεσε να διαχειριστεί και τις δύο κρίσεις με επιτυχία, χωρίς να πανικοβληθεί. Σε συνεχή επικοινωνία με τον στρατάρχη Ιαν Σματς και τον πρόεδρο Ρούζβελτ, ενημερωνόταν συνεχώς για τις εξελίξεις στο μέτωπο των Αρδεννών, ενώ στην εσωτερική αλληλογραφία με τον Σματς επισήμανε τα λάθη τακτικής του Αϊζενχάουερ, καθώς «οι δυνάμεις μας δεν μας επέτρεπαν να εκτελέσωμεν συγχρόνως δύο μεγάλας επιθέσεις, όπως εκείνη εναντίον της Κολωνίας και εκείνη εναντίον του Σαρ».
Υπό την πίεση των πολεμικών επιχειρήσεων ο Τσώρτσιλ αναγκάστηκε, στις 6 Ιανουαρίου 1945, να στείλει μήνυμα στον Ι. Β. Στάλιν, με το οποίο του ζητούσε εμμέσως να επισπεύσει τις επιχειρήσεις του σοβιετικού στρατού στο ανατολικό μέτωπο που είχαν διακοπεί λόγω των πολύ κακών καιρικών συνθηκών. Ο Στάλιν, προσηλωμένος στον στόχο της τελικής επικράτησης, απάντησε την άλλη μέρα στον Τσώρτσιλ διαβεβαιώνοντάς τον πως θα ξεκινήσει η μεγάλη σοβιετική επίθεση εντός του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Ιανουαρίου, «χωρίς να λάβη υπ’ όψιν τον καιρό...». Ο Τσώρτσιλ σχολιάζει εγκωμιαστικά αυτή τη στάση του Στάλιν γράφοντας: «...ήταν μια θαυμαστή χειρονομία εκ μέρους των Ρώσων και του αρχηγού τους να επιταχύνουν έτσι την μεγάλη τους επίθεση, ίσως με βαρειές θυσίες σε ανθρώπινο υλικό».
Αυτό ακριβώς το πνεύμα τής, με κάθε θυσία, διατήρησης της μεγάλης συμμαχίας δεν μπόρεσαν να «διαβάσουν» οι ηγέτες του ΚΚΕ στην Αθήνα. Πίστεψαν πως θα είχαν έξωθεν βοήθεια στην εξέγερσή τους, όμως οι προτεραιότητες του Στάλιν ήταν πολύ διαφορετικές. Ετσι οδηγήθηκαν στη στρατιωτική, πολιτική και ηθική συντριβή.
1/3 |
2/3 |
3/3 28/12/24 |
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 22/12/24 |
Πριν από μερικά χρόνια, έτυχε να με καλέσουν σε δείπνο στη Γαλλική Πρεσβεία. Aκουσα λοιπόν τον νέο πρέσβη, που ήταν πριν στη Βαρσοβία, να λέει ότι είναι... κρίμα που δεν βομβαρδίστηκε και η Αθήνα, ώστε να ανοικοδομηθεί με καλύτερη ρυμοτομία και σύγχρονη αρχιτεκτονική.
Πράγματι, ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η Αθήνα διαθέτει ένα θλιβερό προνόμιο. Δεν έχει βομβαρδιστεί ποτέ από εχθρούς, αλλά μόνο από συμμάχους: από τους Βρετανούς το 1944, από τους Γάλλους το 1916. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη ομοιότητα μεταξύ Δεκεμβριανών και Νοεμβριανών. Για να είναι πλήρης ο παραλληλισμός, χρειάζεται τα Νοεμβριανά του 1916 να θεωρηθούν μόνο ως πρώτη πράξη ενός δράματος που ολοκληρώθηκε με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Βενιζέλου στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1917, μετά την έξωση του βασιλέα Κωνσταντίνου Α΄. Τότε πλέον προκύπτουν πολλές και ουσιώδεις ομοιότητες με τα Δεκεμβριανά του 1944:
1. Και στις δύο περιπτώσεις, μία ελληνική κυβέρνηση είχε με το μέρος της, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, την πλειοψηφία του λαού (το 1944) ή πάντως του Εθνους (το 1916), όχι όμως και τη στρατιωτική δύναμη να ελέγξει την πρωτεύουσα του κράτους. Κατά συνέπεια, η ίδια η εγκατάστασή της στην Αθήνα εξαρτήθηκε από ξένη στρατιωτική δύναμη, που, χάρη στη συντριπτική υπεροχή της, τελικά κατέβαλε την αντίσταση του λαού της πρωτεύουσας.
Για όσους τυχόν ξενίζει ο παραλληλισμός στο σημείο αυτό, χρειάζεται να αναφερθούν οι συνθήκες εγκατάστασης της κυβέρνησης Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1917. Τα μέλη της αποβιβάστηκαν από γαλλικά πολεμικά πλοία και έφθασαν υπό την προστασία γαλλικών στρατευμάτων στην Αθήνα, όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Αναλυτική περιγραφή υπάρχει στο σχετικό άρθρο του Ιωάννη Μεταξά στην «Καθημερινή» (31.12.1934), που έχει τον εύγλωττο τίτλο: «Ο Βενιζέλος κατακτά τας Αθήνας με γαλλικά πολυβόλα και ιππικόν»!
Μόνο σταδιακά μπόρεσε η κυβέρνηση αυτή να εμπεδώσει την εξουσία της χάρη σε δικές της δυνάμεις καταστολής, που δεν έπαψαν όμως να είναι «ξένες» για την Παλαιά Ελλάδα. Πρόκειται κυρίως για την Κρητική Χωροφυλακή, αλλά και για κρητικά συντάγματα, που χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή στάσεων σε στρατιωτικές μονάδες της Παλαιάς Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στη Λαμία και τη Θήβα στις αρχές του 1918 (βλ. αναλυτικά στο βιβλίο μου «1915: Ο Εθνικός Διχασμός», σελ. 296-305).
2. Η απόκρουση μίας εξ αντικειμένου ξένης στρατιωτικής επέμβασης συνοδεύτηκε και στις δύο περιπτώσεις από αγριότητες εκ του ασφαλούς εναντίον ανυπεράσπιστων ομοεθνών αμάχων. Αγριότητες των κωνσταντινικών Επιστράτων εναντίον των Φιλελευθέρων και των προσφύγων το 1916, μεγαλύτερες αγριότητες της ΟΠΛΑ, της Πολιτοφυλακής και του ΕΛΑΣ το 1944 εναντίον των ομήρων και των άλλων θυμάτων τους. Χωρίς να αναιρεί εντελώς τα πατριωτικά κίνητρα πολλών μαχητών, αυτή η σκοτεινή πλευρά αποκαθιστά την πρωταρχική σημασία των γεγονότων. Επρόκειτο περισσότερο για εμφύλιο πόλεμο παρά για «απόκρουση ξένου εισβολέα».
3. Δεν είναι, τέλος, τυχαίες οι ομοιότητες που παρουσιάζει η τοπογραφία των μαχών και της εξουσίας. Η αναλλοίωτη μορφολογία του εδάφους υπαγορεύει τα ίδια στρατηγικά σημεία για τη διεκδίκηση του ελέγχου της πρωτεύουσας, όπως είναι π.χ. ο λόφος του Φιλοπάππου ή ο Αρδηττός. Εξίσου σταθερά, η συμβολική έδρα της εξουσίας ορίζεται από την περίμετρο των «τειχών» (σύμφωνα με την αξέχαστη έκφραση του Βασίλη Βασιλικού στο δοκίμιο «Εντός των τειχών»), με επίκεντρο την πλατεία Συντάγματος. Είναι μάλιστα εξόχως ειρωνικό ότι το ίδιο εμβληματικό ξενοδοχείο με ονομασία αλλοδαπής χώρας –η «Μεγάλη Βρετανία»– πρόσφερε και στις δύο περιπτώσεις την ασφαλέστερη αθηναϊκή στέγη σε μία εξουσία «ξενόφερτη», παρείσακτη και κυριολεκτικά ανέστια.
Ο παραλληλισμός δεν φωτίζει βέβαια μόνο την τοπογραφία. Δείχνει επίσης πώς οι προκαταλήψεις μας χρωματίζουν με εντελώς διαφορετική χροιά γεγονότα που εξ αντικειμένου μοιάζουν μεταξύ τους. Ξένη στρατιωτική επέμβαση υπήρξε και στις δύο περιπτώσεις, ένοπλη λαϊκή αντίσταση επίσης. Για πολλούς, όμως, η αδελφοκτόνα βία των Επιστράτων το 1916 φαντάζει περισσότερο αδικαίωτη από εκείνη των απογόνων τους το 1944, ενώ για άλλους ισχύει το αντίστροφο. Φροντίζει άλλωστε για τον εξωραϊσμό των Δεκεμβριανών όχι μόνο η στρατευμένη σχετική ιστοριογραφία, αλλά και ένας αμετανόητος κομματικός μηχανισμός – ακόμη και με προσεκτικά στημένες εκθέσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου