"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", κύριο θέμα, 27/12/24
Η άγνωστη συζήτηση για τον εκλογικό νόμο
- Τι είπαν Μητσοτάκης - Ανδρουλάκης για το όριο 5% στο πρόσφατο τετ α τετ
ΤΗΣ ΔΩΡΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Η προοπτική αλλαγής του εκλογικού νόμου συζητήθηκε κατά την πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Σε βολιδοσκόπηση του πρωθυπουργού για την προσέγγιση του ΠΑΣΟΚ, ο επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίστηκε αντίθετος σε ριζική αναδιάρθρωση του εκλογικού συστήματος, αλλά και στην αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή στο 5%, καθώς εκτίμησε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα και να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τα μικρά κόμματα. Τοποθετήθηκε θετικά υπέρ μικρών αλλαγών στον εκλογικό νόμο, όπως της διάταξης που δίνει το μπόνους εδρών μόνο σε κόμματα και όχι σε συνασπισμούς κομμάτων.
Η πιθανότητα αλλαγής του εκλογικού νόμου ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στην πρόσφατη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, όπως αναφέρουν καλά ενημερωμένες πηγές. Αν και ο κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει λίγες ημέρες πριν από τη συνάντηση ότι ο ίδιος δεν πρόκειται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο με δική του πρωτοβουλία και μονομερώς. Ομως, κυβερνητικές πηγές εκείνη την περίοδο ανέφεραν ότι η Ν.Δ. δεν θα ήταν αρνητική στο να μπει σε μια τέτοια συζήτηση εάν ερχόταν σχετική πρόταση από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Οπως αναφέρουν πηγές με γνώση της συζήτησης που έγινε πίσω από τις κλειστές πόρτες του πρωθυπουργικού γραφείου στη συνάντηση της 4ης Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός βολιδοσκόπησε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ως προς την προοπτική να κινηθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αυτή την κατεύθυνση. Ειδικότερα, ο κ. Μητσοτάκης ρώτησε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ αν σκοπεύει να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία για τροποποίηση παραμέτρων της εκλογικής νομοθεσίας.
Το καταστατικό ΠΑΣΟΚ
Είχε προηγηθεί δημόσια τοποθέτηση του κ. Ανδρουλάκη ότι η Χαριλάου Τρικούπη δεν θα ήταν αρνητική σε αλλαγές ορισμένων σημείων του εκλογικού νόμου, όπως για παράδειγμα της ρύθμισης που προβλέπει ότι το μπόνους εδρών μπορεί να λάβει μόνο ένα κόμμα και όχι συνασπισμός κομμάτων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά το ΠΑΣΟΚ, καθώς στις εκλογές κατεβαίνει ως ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ, ως συνασπισμός κομμάτων δηλαδή. Εάν δεν υπάρξει τροποποίηση του εκλογικού νόμου, η Χαριλάου Τρικούπη έχει την εναλλακτική μιας καταστατικής αλλαγής, προκειμένου να ξεπεράσει το κώλυμα.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαφωνεί με ριζικές παρεμβάσεις στο υφιστάμενο σύστημα, όπως και με την αύξηση του ορίου 3% για την είσοδο στη Βουλή.
Στην ερώτηση του κ. Μητσοτάκη ο Νίκος Ανδρουλάκης απάντησε ότι δεν είναι στις προθέσεις του να αναλάβει πρωτοβουλία για ριζική αλλαγή του εκλογικού νόμου, με υιοθέτηση κάποιου άλλου μοντέλου ή τροποποίηση βασικών στοιχείων του, όπως ο αριθμός των εδρών που δίνονται μπόνους ή το «κατώφλι» εισόδου στη Βουλή για τα λεγόμενα μικρά κόμματα. Η αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% θα μπορούσε να χαμηλώσει τον πήχυ αυτοδυναμίας, καθώς εκτιμάται ότι με αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί σημαντικά το άθροισμα του ποσοστού των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής.
Ο κ. Ανδρουλάκης εμφανίστηκε να μη συμμερίζεται απολύτως την εκτίμηση αυτή. Μάλιστα, εξέφρασε την άποψη ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια αλλαγή σε αυτή την κατεύθυνση να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, να προκαλέσει συσπείρωση των ψηφοφόρων που λοξοκοιτάζουν προς τα μικρότερα κόμματα και να αυξήσει το ποσοστό τους. Να καταφέρουν, δηλαδή, όχι απλά να μπουν στη Βουλή, αλλά να το πετύχουν με αξιόλογη ενίσχυση των δυνάμεών τους. Με βάση αυτό το σκεπτικό, επισήμανε ότι ο ίδιος δεν συμφωνεί με μια τέτοια αλλαγή.
Στάση αναμονής
Στο ζήτημα δεν υπήρξε συνέχεια, ωστόσο το γεγονός ότι το θέμα τέθηκε στη συνάντηση των δύο πολιτικών αρχηγών καταδεικνύει ότι η συζήτηση για τροποποίηση του εκλογικού νόμου παραμένει ανοιχτή και δεν αποκλείεται να μας απασχολήσει ξανά στο προσεχές διάστημα. Πηγές της Χαριλάου Τρικούπη αναφέρουν, σε σχέση με τη στάση του ΠΑΣΟΚ, ότι από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός σε συνεντεύξεις του συνέδεσε μια πιθανή πρόταση για αλλαγή του εκλογικού νόμου με μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς, δεν πρόκειται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μπει σε αυτή τη λογική. Να δώσει, δηλαδή, «πάτημα» στην κυβέρνηση και τη Ν.Δ. να κατηγορήσουν το ΠΑΣΟΚ ότι είναι εκείνο που επιδιώκει να πειράξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Και συμπληρώνουν ότι εάν η κυβέρνηση πραγματικά αισθάνεται ότι πιέζεται προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει η ίδια να αναλάβει τις πρωτοβουλίες που κρίνει σκόπιμες και αναλόγως αυτών, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που επί του παρόντος τηρεί στάση αναμονής, θα τοποθετηθεί.
Η συνταγματική αναθεώρηση και το άρθρο 16
Στο πρωθυπουργικό επιτελείο υπάρχουν εισηγήσεις το θέμα του εκλογικού νόμου να επανέλθει στο προσκήνιο όταν ανοίξει η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Να αναζητηθεί τότε μια συμφωνία-πακέτο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που θα περιλαμβάνει και αυτό το ζήτημα. Οι υπέρμαχοι αυτής της άποψης υποστηρίζουν ότι, καθώς οι κινήσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση μετατίθενται χρονικά πιο πίσω και αναμένονται ουσιαστικά το 2026, θα είναι και πιο ξεκάθαρη η εικόνα του πολιτικού τοπίου σε χρόνο πιο κοντά στις εκλογές. Αν, δηλαδή, η εικόνα κατακερματισμού θα επιμείνει ή αν θα υπάρξει μεταβολή που θα καθιστά τη συζήτηση περιττή. Για τη συνταγματική αναθεώρηση η συζήτηση έχει ανοίξει για τα καλά. Για την κυβέρνηση η αναθεώρηση του άρθρου 16, που αφορά την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων είναι διακηρυγμένη θέση.
Από το ΠΑΣΟΚ, ενώ κατ’ αρχήν συμφωνούν, δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να συμβάλουν στην εξασφάλιση στήριξης της αναθεώρησης από 180 βουλευτές, που θα δώσει τη δυνατότητα στην επόμενη Βουλή το συγκεκριμένο άρθρο να αναθεωρηθεί με απλή πλειοψηφία. Από τη Χαριλάου Τρικούπη εμφανίζονται να διαμηνύουν ότι δεν θα διευκολύνουν την κυβέρνηση σε εν λευκώ αναθεώρηση ενός τόσο κρίσιμου άρθρου, αλλά θα επιδιώξουν να είναι προϋπόθεση η αναζήτηση συναίνεσης και στην αναθεωρητική Βουλή. Από την πλευρά του ο Νίκος Ανδρουλάκης, ενόψει της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση, έχει θέσει το ζήτημα αλλαγής του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Αλλαγές μόνο για τα μείζονα
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ* .
Σε κάθε συζήτηση για τον εκλογικό νόμο είναι χρήσιμο να υπενθυμίζεται η ρήση του Maurice Duverger: πιο εύκολα καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί το πολιτικό σύστημα μιας χώρας από το εκλογικό σύστημα παρά από το Σύνταγμά της. Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να εμπιστευτεί κανείς την επιλογή του μόνο στους πολιτικούς.
Mε την τελευταία μείζονα τροποποίηση του εκλογικού συστήματος στη χώρα μας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καταργήθηκε η απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και επαναφέρθηκε η ενισχυμένη (ν. 4654/2020). Με μια σημαντική εντούτοις βελτίωση: το μπόνους των 50 εδρών το παίρνει μεν το πρώτο κόμμα όπως και στο παρελθόν, πλην όμως για να το πάρει ολόκληρο θα πρέπει να ξεπεράσει το 40% των ψήφων. Ετσι, το εκλογικό σύστημα κατέστη δικαιότερο, αφού αποκλείεται να επαναληφθεί το παράλογο να πριμοδοτείται το πρώτο κόμμα ακόμη και αν έχει πάρει ποσοστό κάτω από το 20% των ψήφων (όπως είχε συμβεί με τη Ν.Δ. στις πρώτες εκλογές του 2012).
Εχουν μεσολαβήσει εξελίξεις από το 2020 τέτοιες που να δικαιολογούν μείζονες αλλαγές του εκλογικού συστήματος; Η απάντηση είναι κατά τη γνώμη μου όχι. Γιατί ούτε η ψήφος των αποδήμων, που εν τω μεταξύ καθιερώθηκε, ούτε ο κατακερματισμός των κομμάτων της ευρύτερης αντιπολίτευσης, που έκτοτε σημειώθηκε, χρειάζονται νέες ρυθμίσεις. Τουναντίον, η άρνηση των τελευταίων να συγκλίνουν όσο ίσχυε η απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και να συνεργαστούν, ώστε να προτείνουν αξιόπιστη εναλλακτική λύση, επιβεβαίωσε τη διαπίστωση που κάνουν εδώ και χρόνια όλοι οι σοβαροί παρατηρητές: ότι δεν έχουμε συναινετική κουλτούρα.
Σημαίνουν άραγε αυτά ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα είναι ικανοποιητικό και δεν πρέπει να αλλάξει;
Για όσους δεν βλέπουν λίγο πιο μακριά, η απάντηση είναι ναι: αφού απεχθανόμαστε τις συμμαχικές κυβερνήσεις, η χώρα θα επιβιώσει μόνο με μονοκομματικές, τις οποίες το εκλογικό σύστημα οφείλει να διευκολύνει. Εξ ου και η κρυφή γοητεία της ενισχυμένης αναλογικής. Για όσους, τουναντίον, βλέπουν λίγο πιο μακριά, όπως είναι αυτοί που ανησυχούν με τα υψηλά ποσοστά αποχής, με το πελατειακό σύστημα και με την αυξανόμενη απαξίωση της πολιτικής, είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να αλλάξει: για παράδειγμα, δεν θα πρέπει κάποτε ο σταυρός προτίμησης να αντικατασταθεί με ένα σύστημα που θα περιορίζει το ρουσφέτι και θα ενισχύει την πολιτική αντιπαράθεση εις βάρος της προσωπικής; Η καθιέρωση 180 μονοεδρικών περιφερειών (χωρίς σταυρό προτίμησης) και 120 πολυεδρικών (με λίστα), όπως το είχαμε προτείνει το 2009 (επιτροπή Ραγκούση) θα ήταν ίσως μια λύση. Η πρόβλεψη εξάλλου πολλαπλής ψήφου –όπως το προτείνει σήμερα (μόνον όμως για τους ΟΤΑ) ο κ. Θοδωρής Λιβάνιος– θα συνέτεινε στην αποδυνάμωση των αντισυστημικών κομμάτων υπέρ των μετριοπαθών, κάτι που θα συνέβαλε στη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικών (και όχι μόνο) ανατροπών.
Τέτοιου είδους αλλαγές θα ήταν ευκταίες, γιατί θα καθιστούσαν την πολιτική ελκυστικότερη και θα μείωναν την αποχή. Προϋπόθεση γι’ αυτές είναι να υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με σοβαρό διάλογο. Αρκεί να βρεθεί κάποιος να τον ανοίξει.
* Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Εκλογικά μερεμέτια
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΕΛΛΗ*
Το τέλειο εκλογικό σύστημα δεν υπάρχει. Κάθε δημοκρατία πασχίζει για τον βέλτιστο συνδυασμό αντιπροσωπευτικότητας και κυβερνησιμότητας, γνωρίζοντας πως θα έχει απώλειες και προς τις δύο κατευθύνσεις. Μύθος είναι ότι μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να παρατείνει την κυριαρχία της, μεταβάλλοντας τον εκλογικό νόμο ανάλογα με τα καπρίτσια της. Τα όποια κέρδη είναι βραχυπρόθεσμα και αβέβαια. Εξάλλου, η σοφή διάταξη του άρθρου 54.1 του Συντάγματος –οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο ισχύουν από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν ψηφιστούν από 200 βουλευτές– μειώνει την όρεξη για πειραματισμούς.
Η μεταπολιτευτική εμπειρία μισού αιώνα έχει προικίσει την Ελλάδα με ένα καλό εκλογικό σύστημα, μακριά από τον ρομαντισμό της απλής αναλογικής και τον κυνισμό ενός μονοεδρικού πλειοψηφικού μοντέλου, όπως στη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γαλλία. Ο ισχύων μηχανισμός της «ενισχυμένης αναλογικής» –με ένα ελάχιστο κατώφλι εισόδου (3%) για τα κόμματα και πριμοδότηση του πρώτου ώστε να σχηματίζει κυβέρνηση εάν συγκεντρώσει ποσοστό γύρω στο 40% των ψήφων– φαίνεται να μας ταιριάζει. Δεν είναι τυχαίο ότι εφαρμόστηκε τις περισσότερες φορές, ενώ οι απόπειρες για κάτι «πιο αναλογικό» είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα και αύξησαν το ρίσκο της ακυβερνησίας.
Ακόμη και όταν η ενισχυμένη αναλογική γέννησε κυβερνήσεις συνεργασίας, η βιωσιμότητά τους εξασφαλίστηκε από τη συμμετοχή του νικητή των εκλογών σε αυτές και από τον αυξημένο αριθμό εδρών που εκείνος διαθέτει στη Βουλή. Επιτυχώς λειτούργησαν και οι υπόλοιπες διαχρονικές συνιστώσες του εκλογικού νόμου, όπως ο αριθμός των βουλευτών Επικρατείας, ο αριθμός των μονοεδρικών περιφερειών και ο περιβόητος σταυρός προτίμησης (αντί για τη λίστα).
Γιατί να αλλάξουμε, λοιπόν, τον εκλογικό νόμο; Ακούμε τελευταία ότι το ισχύον σύστημα, αφενός οδηγεί σε πολυδιάσπαση του εκλογικού σώματος και ενισχύει συγκυριακά τις αντισυστημικές δυνάμεις, αφετέρου συνδέεται με τη μεγάλη αποχή και καθίσταται μη επαρκώς αντιπροσωπευτικό. Οι συγκεκριμένες κριτικές ενέχουν αντιφάσεις αλλά και υποκρισία: λες και αρκεί να πειραχτούν οι κανόνες του παιχνιδιού ώστε αυτό να ξαναγίνει ελκυστικό και να ξορκιστεί η διάχυτη απογοήτευση απέναντι στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις. Ακόμη και η σκέψη να αυξηθεί το κατώφλι εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5% δεν είναι βέβαιο τι θα γεννήσει. Θα μπορούσε, ίσως, να οδηγήσει σε κάτι καλό: σε συσπειρώσεις και ισχυρότερα κομματικά σχήματα με αυξημένη εσωτερική δημοκρατία, αντί για το φαιδρό μοντέλο προσωποκεντρικής υστερίας το οποίο ευδοκιμεί στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυξάνει τη νοοτροπία της χαμένης ψήφου και το ποσοστό των ψηφοφόρων που κινδυνεύουν να μην αναδείξουν αντιπροσώπους στη Βουλή, άρα την αποστροφή τους απέναντι στο «σύστημα».
Η δημοκρατία δοκιμάζεται παντού και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Αντί για μερεμέτια εκλογικής μηχανικής, μήπως είναι προτιμότερο τα αίτια και οι λύσεις να αναζητηθούν αλλού, στα βαθιά και πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία και η οικονομία;
* Καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου