οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Γύρω στα μεσάνυχτα, αφού είχα φάει και είχα χορέψει με την ψυχή μου, ξεκίνησα για το σπίτι μου σιγομουρμουρίζοντας το De-spa-ci-to, το τραγούδι της χρονιάς που μόλις είχα χορέψει. Καθώς ο τσουχτερός αέρας με το χιονόνερο με χτύπησε στο πρόσωπο, κατευθύνθηκα προς τον σταθμό του μετρό θέλοντας να φτάσω το γρηγορότερο για να χωθώ στο ζεστό μου κρεβατάκι. Και τότε τους είδα. Σωριασμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου ή στην είσοδο κάποιου κτιρίου, τυλιγμένοι μέσα στους βρώμικους υπνόσακούς τους, κοιμόντουσαν οι άστεγοι. Είχαν καταφέρει να περάσουν την ημέρα μέσα στη ζεστασιά του εμπορικού κέντρου, αλλά τώρα θα περνούσαν μια ακόμη παγωμένη νύχτα στον δρόμο. Σκέφτηκα ότι μιλάμε συνέχεια για ανθρώπινα δικαιώματα κάθε είδους, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν το στοιχειώδες δικαίωμα της στέγης και της αγκαλιάς μέσα σε ένα ζεστό κρεβάτι αυτή τη χειμωνιάτικη νύχτα. Στην εποχή της πιστωτικής κάρτας, στην τσάντα μου είχα μόνο λίγα ψιλά για να τους ρίξω που ούτε θα τα έπαιρναν είδηση. Είχα και το ακριβό μου άρωμα σε σπρέι. Και τότε μου ήρθε η τρελή αλλά υπέροχη ιδέα. Κρατώντας τα τακούνια μου στο χέρι για να μην τους ξυπνήσω, άρχισα να χορεύω στον ρυθμό του De-spa-ci-to, ραντίζοντάς τους συγχρόνως και ποτίζοντας τους υπνόσακούς τους με το άρωμά μου. Ξέροντας πως εξωτερικά ερεθίσματα όπως το κρύο ή η ζέστη, όταν κοιμόμαστε, γίνονται Βόρειος Πόλος ή τροπικό νησί στα όνειρά μας, ήλπιζα ότι θα τους έδινα υπέροχα όνειρα για πολλές νύχτες («Kρατάει χρόνια αυτή η κολόνια»). Το περιεχόμενο των ονείρων τους το αφήνω στη φαντασία σας. Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα τον κίνδυνο που διέτρεχα, αν κάποιος από αυτούς ξυπνούσε. Το μόνο που ήθελα ήταν να τους δώσω όνειρα τόσο ζωντανά σαν την πραγματικότητα. Μόνο που αυτά, αντίθετα από την πραγματικότητά τους, θα ήταν όμορφα. Τόσο όμορφα και τόσο ζωντανά, ώστε το πρωί, όταν οι κουστουμάτοι κύριοι και οι κομψές κυρίες που θα περνούσαν θα ήταν πολύ βιαστικοί για να σταματήσουν να τους δώσουν κάτι, δεν θα τους ένοιαζε...

 Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"












Ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας, ας σημειωθεί, του οίκου των Βίτελσμπαχ, πατέρας του Οθωνα, ήταν αρχαιολάτρης και αγνός φιλέλληνας. Προς τιμήν του η πλατεία (πολύ μετέπειτα Κοτζιά) στην καρδιά της Αθήνας πήρε το όνομά του. Ηταν οι Σταμάτης Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ που είχαν σχεδιάσει – μεταξύ πολλών άλλων– μια μεγάλη πλατεία με αφετηρία την Ομόνοια που θα κατέληγε στην οδό Ευριπίδου. Θα τη βάφτιζαν Κήπο του Λαού, αλλά η άφιξη (με φόρα) του αρχιτέκτονα της Βαυαρικής Αυλής Λέο φον Κλέντσε τους τα χάλασε, καθώς αυτός «ψαλίδισε» πολλά από τα σχέδια ελεύθερων χώρων των ρομαντικών συναδέλφων του. Στην εικόνα από καρτ ποστάλ του 1900 (Συλλογή Αντώνη Σ. Μαΐλλη) διακρίνονται τα κτίρια της Εθνικής Τράπεζας, του Ταχυδρομείου (Μέγαρο Μελά) και του Δημοτικού Θεάτρου. Από το παλαιότερο αφιέρωμα της «Κ» Αθηναϊκοί Δρόμοι - Επτά Ημέρες.


Ο «σχεδιασμός» της Αθήνας, 
ο Σάουμπερτ και ο Κλεάνθης

Κύριε διευθυντά,

Το ότι το σχέδιο πόλεως της Αθήνας είναι έργο των Σταμάτη Κλεάνθη και Eδουάρδου Σάουμπερτ είναι γνωστό. Σε πόσους όμως Αθηναίους;

Οι κάποιες τροποποιήσεις που επέφερε σ’ αυτό ο αρχιτέκτων της βαυαρικής αυλής Λέο φον Κλέντσε (μείωση του πλάτους των οδών και των πλατειών, περιορισμός του αρχαιολογικού χώρου, περιορισμός της έκτασης της αγοράς και του Κήπου της, αλλαγή της θέσης ανέγερσης των ανακτόρων κ.λπ.), είναι σαφές, όπως λέει και ο σοφός μελετητής της Αθήνας Κώστας Μπίρης, ότι αποδείχτηκε από τη σημερινή κατάσταση της πόλης ότι ήταν λανθασμένες και θα ήταν πολύ καλύτερα αν τις είχε αφήσει όπως τις είχαν χαράξει οι δύο νεαροί αρχιτέκτονες.

Αλλωστε, όπως ήταν φυσικό οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ, εγκατεστημένοι ήδη από το 1831 στην Αθήνα κατόπιν διαταγής της κυβερνήσεως του Καποδίστρια (γεγονός που επιβεβαιώνει και ο πρόξενος της Ρωσίας στην Αθήνα Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος) με σκοπό την καταμέτρηση της πόλης και τη σύνταξη του σχεδίου πόλεως, γνώριζαν πολύ καλύτερα τις ανάγκες της από τον Κλέντσε που ήρθε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1834 και επέστρεψε τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη του ίδιου χρόνου. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το σχέδιο πόλεως του κέντρου της σημερινής πρωτεύουσας με το σχέδιο των Κλεάνθη - Σάουμπερτ για να επιβεβαιώσει ότι είναι δημιούργημά τους. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις αλλαγές που επέφερε ο Κλέντσε σ’ αυτό (όπως π.χ. το πλάτος των λεωφόρων), οι μετέπειτα ανάγκες της πόλης τις επανέφεραν στις διαστάσεις του αρχικού σχεδίου.

Αλλά προφανώς ο σκοπός αυτής της επιστολής δεν είναι να αναλύσει το σχέδιο της πόλεως της Αθήνας. Θα ήθελα απλά να επισημάνω την παράλειψη του Δήμου Αθηναίων από την ίδρυσή του και μέχρι σήμερα να τιμήσει τους δημιουργούς της όπως τους αξίζει και όπως τους οφείλει.

Δεν υπάρχει στο κέντρο της πρωτεύουσας ούτε μία λεωφόρος, ένα πάρκο, μία πλατεία που να φέρει το όνομά τους. Οι δύο προτομές τους που υπήρχαν μπροστά στο Πνευματικό Κέντρο της Αθήνας (παλιό πολιτικό νοσοκομείο) αποσύρθηκαν με σκοπό να τοποθετηθούν νομίζω στην πλατεία δημαρχείου, αλλά ακόμη τίποτα. Ο τάφος του Στ. Κλεάνθη στο Πρώτο Νεκροταφείο πουλήθηκε ελλείψει κληρονόμων και δεν υπάρχει πια. Ενας μόνο μικρός δρόμος είναι αφιερωμένος στον Στ. Κλεάνθη μεταξύ των λεωφ. Βασ. Γεωργίου και Βασ. Κωνσταντίνου στο πλάι της πλατείας Τρούμαν. Λίγο περισσότερο τυχερός ο Σάουμπερτ έχει δύο δρόμους με το όνομά του. Εναν στην περιοχή Κυπριάδου, δύο τετράγωνα κι αυτός όλος κι όλος κι έναν στα Καμίνια (λιγότερο γνωστό είναι ότι και το σχέδιο του Πειραιά είναι των δύο αρχιτεκτόνων Κλεάνθη και Σάουμπερτ – συνοικισμός των Χίων).

Φέτος συμπληρώνονται 190 χρόνια από το ιδρυτικό διάταγμα της πρωτεύουσας. Μήπως θα ήταν ευκαιρία για τον νέο μας δήμαρχο να τιμήσει τους δύο αρχιτέκτονες;

Ακόμα και ο αγαπημένος φίλος Νίκος Βατόπουλος ξέχασε να αναφέρει στο άρθρο για την οδό Κοραή στην «Καθημερινή» του Σαββάτου 30/11 ότι η μικρή οικία Σούτσου, στη γωνία της Πανεπιστημίου και Κοραή, είναι έργο του Σταμάτη Κλεάνθη (κτισμένο για τους αδελφούς του συμπολεμιστή του Δημητρίου Σούτσου στον Ιερό Λόχο που έπεσε στο Δραγατσάνι).

ΜΑΡΩ ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΗ ΑΔΑΜΗ
Ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ




Η υπέρτερη νοημοσύνη

Κύριε διευθυντά

Ο άνθρωπος κάνοντας χρήση του νου του, με τον οποίο τον προίκισε και τον όπλισε ο Δημιουργός, κατόρθωσε να κατασκευάσει τεχνητά μηχανήματα, τα οποία τον βοηθούν στη ζωή του.

Τα τεχνητά αυτά μηχανήματα, ως ανθρώπινα κατασκευάσματα, τα υποχρεώνουμε να υπακούν στις εντολές μας και να επιτελούν πολύπλοκες εργασίες, οι οποίες σε πολλούς φαίνονται ότι είναι αυτόματες πράξεις των τεχνητών αυτών μηχανημάτων και όχι αποτελέσματα ανθρώπινης εντολής και ενέργειας προς αυτά. Ανοήτως δε τα τελευταία αρκετά χρόνια, τις ανθρωποκίνητες ενέργειες αυτών των μηχανημάτων πολλοί τις αποδίδουν σε κάποια «τεχνητή νοημοσύνη τους».

Υποτιμούμε τη δική μας νοημοσύνη όταν δεχόμαστε ότι τα ανθρώπινα μηχανικά κατασκευάσματα διαλέγονται μεταξύ τους και δρουν αφ’ εαυτών (τεχνητή νοημοσύνη), χωρίς την έμπρακτη εντολή μας. Εστω ότι θέτουμε σε κίνηση τη μηχανή του αυτοκινήτου μας και στον φωτισμένο πίνακά του εμφανίζεται ως «εντολή» η λέξη «service». Υπακούοντας στην «εντολή», επιτελούμε το «service» στο αυτοκίνητο και η λέξη «service» εξαφανίζεται από τον φωτισμένο πίνακά του. Σημαίνει αυτό ότι το αυτοκίνητο, αφ’ εαυτού, σκέφθηκε να μας ειδοποιήσει ότι χρειάζεται «service» και όταν περατώσαμε το «service» του, πάλι αφ’ εαυτού (τεχνητή νοημοσύνη) το αυτοκίνητο εξαφάνισε το «service» από τον πίνακά του;

Ή ότι εμείς το είχαμε ειδοποιήσει (ανθρώπινη νοημοσύνη) να μας αναγγείλει την υποχρέωσή μας, αλλά και να μας δείξει ότι την εκπληρώσαμε; Ισχύει, βεβαίως, το δεύτερο. Η νοημοσύνη μας είναι θεόσταλτο δώρο στον άνθρωπο και όχι στα τεχνητά και άνοα του ανθρώπου δημιουργήματα.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΛΗΣ
Καρδιοχειρουργός



Εγώ και οι άστεγοι, 
μια νύχτα στο Λονδίνο


Κύριε διευθυντά

Με τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν, τη μέρα της γέννησης Αυτού που η διδασκαλία του συνοψίζεται στη λέξη «Αγάπη», θα ήθελα να διηγηθώ μια ασυνήθιστη αλλά αληθινή ιστορία αγάπης.

Πριν από μερικά χρόνια, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ήταν ο ετήσιος χορός της Ενωσης Μακεδόνων Μεγάλης Βρετανίας (MSGB) σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο του κεντρικού Λονδίνου. Φυσικά εγώ δεν μπορούσα να λείπω. Γύρω στα μεσάνυχτα, αφού είχα φάει και είχα χορέψει με την ψυχή μου, ξεκίνησα για το σπίτι μου σιγομουρμουρίζοντας το De-spa-ci-to, το τραγούδι της χρονιάς που μόλις είχα χορέψει. Καθώς ο τσουχτερός αέρας με το χιονόνερο με χτύπησε στο πρόσωπο, κατευθύνθηκα προς τον σταθμό του μετρό θέλοντας να φτάσω το γρηγορότερο για να χωθώ στο ζεστό μου κρεβατάκι.

Και τότε τους είδα. Σωριασμένοι στην άκρη του πεζοδρομίου ή στην είσοδο κάποιου κτιρίου, τυλιγμένοι μέσα στους βρώμικους υπνόσακούς τους, κοιμόντουσαν οι άστεγοι. Είχαν καταφέρει να περάσουν την ημέρα μέσα στη ζεστασιά του εμπορικού κέντρου, αλλά τώρα θα περνούσαν μια ακόμη παγωμένη νύχτα στον δρόμο. Σκέφτηκα ότι μιλάμε συνέχεια για ανθρώπινα δικαιώματα κάθε είδους, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν το στοιχειώδες δικαίωμα της στέγης και της αγκαλιάς μέσα σε ένα ζεστό κρεβάτι αυτή τη χειμωνιάτικη νύχτα.

Στην εποχή της πιστωτικής κάρτας, στην τσάντα μου είχα μόνο λίγα ψιλά για να τους ρίξω που ούτε θα τα έπαιρναν είδηση. Είχα και το ακριβό μου άρωμα σε σπρέι. Και τότε μου ήρθε η τρελή αλλά υπέροχη ιδέα. Κρατώντας τα τακούνια μου στο χέρι για να μην τους ξυπνήσω, άρχισα να χορεύω στον ρυθμό του De-spa-ci-to, ραντίζοντάς τους συγχρόνως και ποτίζοντας τους υπνόσακούς τους με το άρωμά μου. Ξέροντας πως εξωτερικά ερεθίσματα όπως το κρύο ή η ζέστη, όταν κοιμόμαστε, γίνονται Βόρειος Πόλος ή τροπικό νησί στα όνειρά μας, ήλπιζα ότι θα τους έδινα υπέροχα όνειρα για πολλές νύχτες («Kρατάει χρόνια αυτή η κολόνια»). Το περιεχόμενο των ονείρων τους το αφήνω στη φαντασία σας. Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα τον κίνδυνο που διέτρεχα, αν κάποιος από αυτούς ξυπνούσε. Το μόνο που ήθελα ήταν να τους δώσω όνειρα τόσο ζωντανά σαν την πραγματικότητα. Μόνο που αυτά, αντίθετα από την πραγματικότητά τους, θα ήταν όμορφα. Τόσο όμορφα και τόσο ζωντανά, ώστε το πρωί, όταν οι κουστουμάτοι κύριοι και οι κομψές κυρίες που θα περνούσαν θα ήταν πολύ βιαστικοί για να σταματήσουν να τους δώσουν κάτι, δεν θα τους ένοιαζε.

Το ότι είχα την απόλυτη επιδοκιμασία των «εν τοις ουρανοίς», για να μην πω ότι «τηλεκατευθυνόμουν» από αυτούς, φάνηκε από το ότι, παρόλο που τσαλαβουτούσα στα παγωμένα νερά, δεν εισέπραξα κανένα κρυολόγημα, ούτε καν ένα... αααψού!

Το μόνο μου παράπονο ήταν ότι δεν είχα μεγάλα φτερά σαν άγγελος, να πετάξω παντού όπου υπάρχουν άστεγοι, για να τους ραντίσω μέχρι την τελευταία σταγόνα από το άρωμά μου. Καλά Χριστούγεννα!

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΔΟΥΡΑΚΗ-ΞΑΝΘΑΚΟΥ
Φιλόλογος - ψυχολόγος Λονδίνο



Λίμνη Βουλιαγμένης και "τουριστικοποίηση"


Κύριε διευθυντά

Αναφέρομαι στη λίμνη της Βουλιαγμένης, την έχουσα ιαματικές ιδιότητες, την πολύτιμη ιδιαίτερα για άτομα τρίτης ηλικίας κατά τη διάρκεια ολοκλήρου του έτους. Η μετατροπή της σε τουριστικό προορισμό έφερε μεγάλα πλήθη χρηστών του χώρου της και των νερών της, συχνά με μη κατάλληλο τρόπο. Εκτιμώ ότι αυτός ο φυσικός πλούτος της αττικής γης θα έπρεπε να προστατευθεί.

ΔΩΡΑ ΜΟΝΙΟΥΔΗ-ΓΑΒΑΛΑ
Δρ Αρχιτέκτων, ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Πατρών




Ο Κοκκινολαίμης και ο Αγιος Παΐσιος

Κύριε διευθυντά

Συμβαίνουν αυτά μεταξύ παλιόφιλων. Εχεις να συναντήσεις τον άλλον τριάντα χρόνια και τον βλέπεις μπροστά σου ξαφνικά έξω από το ανακαινισμένο ΜΙΝΙΟΝ. Ανταλλάσσετε τα κλασικά «συνθηματικά»: «Χρόνια και ζαμάνια!» και «Πού χάθηκες, ρε ψυχή;» και αμέσως σε διαπερνάει μια ανεξήγητη αίσθηση ασφάλειας να του εξομολογηθείς ένοχα μυστικά, σημαντικά προβλήματα αλλά και μικροχαρές. Γιατί, άραγε; Tι είναι αυτό που μας ενώνει με τους φίλους του παρελθόντος και καταστρατηγείται αυτοστιγμεί το «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται»; Εν μέσω τέτοιων λογισμών και παραλογισμών συνέλαβα

τον εαυτό μου πριν από λίγα μεσημέρια, όταν αντίκρισα στο μπαλκόνι έναν θρασύ Κοκκινολαίμη! Πρόκειται για εκείνο το μικρό πουλάκι με την πορτοκαλέρυθρη ποδίτσα στον λαιμό, που έρχεται στην Ελλάδα από τη Βόρεια Ευρώπη για να ξεχειμωνιάσει. Τον Κοκκινολαίμη (ή Καλογιάννο) θα τον συναντήσουμε στη σκανδιναβική μυθολογία, στη γαλλική λαογραφία αλλά και στην αγγλική παράδοση, ως red robin.

Εντός συνόρων, ο Καλογιάννος δεν ξέφυγε από την αγαπητική πένα γνωστών Ελλήνων λογοτεχνών.

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης είχε γράψει ένα συγκινητικό ποίημα με τίτλο «Ο Καλογιάννος», το οποίο αφιέρωσε στον γιο του. Ο δημιουργός δεν κρύβει τη συμπάθειά του προς ένα εκ των ταπεινοτέρων φθινοπωρινών πτηνών μας, τον αγαθόν Καλογιάννον. Τρυφερός ο συνειρμός που γεννάται στον Βαλαωρίτη, κάθε χρόνο όταν βλέπει Κοκκινολαίμη: «όταν συναντώμαι μετά του πρώτου Καλογιάννου η καρδία μου σκιρτά, ως αν αίφνης έβλεπον παλαιούς φίλους επανερχόμενους εκ μακράς αποδημίας».

Παράλληλα, αυτό το κοκκινόθωρο πουλί κατέχει ιδιαίτερη θέση στο έργο του Γεωργίου Δροσίνη, ο οποίος εξυμνεί την ευαισθησία και την ταπεινότητά του. Ο Δροσίνης στέκεται στο παγωμένο, βουβό χειμωνιάτικο τοπίο βιώνοντας την παρουσία του Κοκκινολαίμη σαν μια νότα αισιοδοξίας, καρτερικότητας και πίστης. Μέσα από τους στίχους του ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων, που ίσως είναι και αυτές σκεπασμένες με τα δικά τους χιόνια: Του φθινοπώρου φτωχικό παιδί/ο Καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει/με λόγια σιγαλά και ταπεινά/μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά/την άνοιξη που θα γυρίσει πάλι.

Τέλος, λέγεται ότι κάποτε ένας Κοκκινολαίμης έκανε συντροφιά στον Aγιο Παΐσιο, ο οποίος του είχε δώσει το όνομα Oλετ. Ο όσιος γέροντας από την πολλή αγάπη του προς τον Καλογιάννο ήθελε να τον αγκαλιάσει, αλλά φοβόταν μην τον πνίξει. Eλεγε σχετικά: «γι’ αυτό σφίγγω την καρδιά μου και το χαίρομαι από μακριά, για να μην το βλάψω»... Χρονιάρες μέρες!

Εκτός από τα σποράκια στο ρυτιδιασμένο μαρμάρινο πρεβάζι, ας εξασφαλίσουμε και μια ορθάνοιχτη αγκαλιά για τον ταξιδιάρη Κοκκινολαίμη της πλούσιας σημειολογίας. Ας αφήσουμε να ριζώσουν στις καρδιές μας όσα ελπιδοφόρα συμβολίζει αυτός ο πεισματάρης φίλος που έρχεται απ’ τα παλιά...

Και ας υπερασπιστούμε με θάρρος ό,τι εύθραυστο, αγνό, διάφανο μας έχει απομείνει το σωτήριο έτος 2025. Καλά Χριστούγεννα!

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΜΙΧΑΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Περιστέρι



Η μονομαχία(!) του ποιητή Ζαν Μωρεάς

Κύριε διευθυντά

Πρόσφατα, ο διακεκριμένος φιλόλογος και ακάματος επιστολογράφος της «Κ», Αναστ. Στέφος, αναφέρθηκε στον Eλληνογάλλο συγγραφέα, ποιητή και λόγιο Ζαν Μωρεάς ή Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο. Επί της επιστολής θα ήθελα να προσθέσω τα επόμενα:

Η απώτερη καταγωγή του ποιητή ήταν από τα Κατσανοχώρια Ιωαννίνων, όπου στο χωριό Πλαίσια εφημέρευε ο πρόγονός του, ιερέας Παπαδιαμάντης. Την προτομή του στην Αθήνα φιλοτέχνησε πράγματι ο διάσημος Γάλλος γλύπτης Αντουάν Μπουρντάλ (18611929), μαθητής του επίσης Γάλλου γλύπτη Oγκίστ Ροντέν. Κάτι που είναι μάλλον άγνωστο είναι ότι ο Αντουάν Μπουρντάλ ήτο έγγαμος με Ελληνίδα από την Κωνσταντινούπολη, επώνυμο Σεβαστού.

Ξεφυλλίζοντας την αθηναϊκή εφημερίδα ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ, βρήκα στο φύλλο αυτής της 28.5.1888 τον αβροδίαιτο ποιητή να μονομαχεί με Γάλλο και να τον τραυματίζει! Αξίζει, όμως, να παραθέσω την «είδηση» του θανάτου του, όπως αποτυπώθηκε σε αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής. Την παραθέτω:

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 21.3.1910 – ΠΑΡΙΣΣΙΟΙ 20.3. Η κηδεία του Ιωάννου Μωρεάς εγένετο σήμερον την πρωΐαν παρουσία απείρου πλήθους και εξεχόντων ανδρών ανηκόντων εις την Γαλ. Φιλολογία και εις τας τάξεις των ενταύθα Ελλήνων. Μεταξύ των στεφάνων διεκρίνετο ο της ελληνικής κυβερνήσεως φέρων την επιγραφήν “Η Ελλάς προς τον Ιωάννην Μωρεάς”... εξεφωνήθησαν πλείστοι λόγοι. [...] μεταξύ των οποίων υπό του κ. Μορίς Μοαρές, Ιουλίου Κλαρετί ακαδημαϊκών και του κ. Βαλσαμάκη εκ μέρους των Ελλήνων σπουδαστών. Κατόπιν ο υπουργός Μπαρντόν απέδωκε τον τελευταίον χαιρετισμόν εκ μέρους της Γαλλικής κυβερνήσεως: ο Μέγας ποιητής απέθανε ως ήρως δεικνύων μέχρι της τελευταίας πνοής δύναμιν θελήσεως και διαύγειαν πνεύματος. [...]

ΑΝΤΩΝΗΣ Ν. ΒΕΝΕΤΗΣ
Μοναστηράκι Δωρίδος



Ο μόχθος που μπορεί (και) 
να συναρπάζει


Κύριε διευθυντά,

Ο επιστολογράφος κ. Γ. Μουκαζής, στην «Κ» της 11/12/2024, αναρωτιέται «αν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική παιδεία (και ό,τι άλλο δημιουργικό, θα πρόσθετα) χωρίς την αρετή του μόχθου». Ενός στοιχείου που, ομολογουμένως, τείνει να εκλείψει από τον εθισμένο στη βολή της ήσσονος προσπάθειας Ελληνα των τελευταίων δεκαετιών. Και που μέχρι πρότινος, αποτελούσε ένα από τα κύρια γνωρίσματα της φυλής μας.

Μας το θυμίζει αυτό η γλώσσα μας: Θαυμάστε, εν προκειμένω, την ανά τους αιώνες λεπτολόγο, επακριβή αποτύπωση και κλιμάκωση τής, εν λόγω, κυρίαρχης εργασιακής συνθήκης, μέσω των συγγενών λέξεων: Κούραση, κόπος (ηνίκ’ αν κόπος μ’ απαλλάξη ποτέ), κόπωση, καταπόνηση, μόχθος (μοχθείν δε βροτοίσιν ανάγκη), κάματος (αίθρω και καμάτω δεδμημένον)*.

Οσοι το έχουν δοκιμάσει, το διαλαλούν: Η εργασία είναι η πιο συναρπαστική και συγχρόνως η πιο επίπονη από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Το κλειδί στην παραπάνω φράση είναι η λέξη «συγχρόνως». Αφαιρώντας από την εργασία το επίπονο, αφαιρείς και το συναρπαστικό.

Το βεβαιώνει και ο ποιητής μας, με τον δικό του τρόπο!: «Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της».

*Ανασυρμένη από σημειώσεις μου ανθολόγηση, επισημασμένη από άλλους.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
Βούλα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου