Το κύριο θέμα από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
και τα εσωτερικά αναπτύγματα
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/10/16
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/10/16
Εγκλωβισμένος μετά το ΣτΕ ο κ. Τσίπρας
Του Κ.Δ. Παπαδιόχου
Εγκλωβισμένος σε σωρεία λανθασμένων χειρισμών, κυρίως στο μέτωπο των τηλεοπτικών αδειών, αλλά και στο εσωκομματικό πεδίο, όπως και στη ρητορική με την οποία έχει προσεγγίσει τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους, είναι ο πρωθυπουργός κ. Αλ. Τσίπρας.
Ετσι, παρότι το plan A του κ. Τσίπρα προβλέπει να επιχειρήσει να κερδίσει χρόνο, το ιδιαίτερα βαρύ κλίμα που έχει διαμορφωθεί επαναφέρει στο προσκήνιο τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών το αργότερο τους πρώτους μήνες του νέου έτους. Μάλιστα από έμπειρα στελέχη της αντιπολίτευσης, οι επαναλαμβανόμενες το τελευταίο δεκαήμερο «απειλές» του πρωθυπουργού ότι στην Ευρώπη θα προκληθούν μεγάλες αναταράξεις εάν οι αποφάσεις για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετατεθούν για το 2018, ερμηνεύονται ως προπαρασκευαστικές μίας ρήξης με τους εκπροσώπους των δανειστών που θα αιτιολογούσε την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Στο ίδιο πλαίσιο γίνεται, δε, αντιληπτή η επιλογή του Μεγάρου Μαξίμου να καταθέσει νέο νόμο για το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο –μετά το αναμενόμενο ναυάγιο στην προσπάθεια συγκρότησης του ΕΣΡ–, πυροδοτώντας έναν νέο γύρο σφοδρότατης σύγκρουσης με τη Ν.Δ. και τα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Πολλαπλές πληγές
Στο πεδίο των τηλεοπτικών αδειών, ο κ. Τσίπρας είναι προφανές ότι υπέστη στρατηγική ήττα. Η μάχη κατά της «διαπλοκής» ήταν το κεντρικό κυβερνητικό αφήγημα της τελευταίας διετίας και το βασικότερο ίσως όπλο στο οποίο είχε επενδύσει το Μέγαρο Μαξίμου στην αντιπαράθεση με τον πρόεδρο της Ν.Δ., κ. Κυρ. Μητσοτάκη, στην πορεία προς τις προσεχείς εκλογές. Oμως με τους χειρισμούς που έγιναν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες δεν κατέρρευσε απλώς ως αντισυνταγματικός μέσω της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αφήνει στο κυβερνητικό σώμα πολλαπλές πληγές, που μάλιστα είναι πολύ πιθανόν να πολλαπλασιαστούν εάν η κυβέρνηση, όπως προαναγγέλλεται, λάβει νέες πρωτοβουλίες που θα παρακάμπτουν τις επιταγές της Δικαιοσύνης.
Ηδη η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα διαρκές ρήγμα με το δικαστικό σώμα, το οποίο μάλιστα βαθαίνει συνεχώς. Ενώ, παράλληλα, έχει απομονωθεί πλήρως από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που επί της ουσίας την καταγγέλλουν για θεσμική εκτροπή. Τέλος, εκ των πραγμάτων, θα κληθεί πλέον να κινηθεί σε ένα επικοινωνιακό τοπίο σαφώς δυσμενέστερο απ’ ό,τι ανέμενε όταν δρομολογούσε τη διαδικασία για τη χορήγηση τεσσάρων και μόνο τηλεοπτικών αδειών.
Σε κάθε περίπτωση η εικόνα που μεταδόθηκε είναι μιας παραπαίουσας κυβέρνησης, γεγονός που εξηγεί την επιλογή του κ. Τσίπρα να επισημάνει πως οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από δικαστικές αποφάσεις αλλά μέσω των εκλογών.
Σε αντίστοιχη «εμπλοκή» οδηγείται, όμως, η κυβέρνηση και στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, παρά το κλίμα αισιοδοξίας που επιχειρεί να καλλιεργήσει το Μέγαρο Μαξίμου. Οι προσδοκίες περί διαπραγμάτευσης-εξπρές, η οποία θα συνοδευόταν από αποφάσεις για τα πλεονάσματα και το χρέος, διαψεύδονται, ενώ η κυβέρνηση δεν έχει μπει ακόμη στον σκληρό πυρήνα των συζητήσεων με τους εκπροσώπους των δανειστών. Μάλιστα, όλα τα έως τώρα «μηνύματα» των εταίρων και η επιμονή τους στο σκέλος των «μεταρρυθμίσεων» συνηγορούν στην εκτίμηση πως προκειμένου να καταλήξει σε συμφωνία, ο κ. Τσίπρας θα υποχρεωθεί σε ορισμένες επώδυνες παραχωρήσεις. Ομως με το γενικότερο πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, αλλά και με τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζει εικόνα μεγάλης δημοσκοπικής πτώσης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον στην τότε συγκυρία ο πρωθυπουργός θα έχει το απαιτούμενο πολιτικό κεφάλαιο ώστε να «κλείσει» τη διαπραγμάτευση.
Ο ανασχηματισμός
Τέλος, πρώτη φορά την τελευταία διετία χαμηλό βαρομετρικό επικρατεί και στον ΣΥΡΙΖΑ, με τον πρωθυπουργό να υποχρεούται αίφνης να βάλει –επί του παρόντος, τουλάχιστον– στο συρτάρι τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης, που το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου είχε προαναγγείλει. Ο κ. Τσίπρας εκ των πραγμάτων οδηγείτο σε έναν ανασχηματισμό «χαμηλής πτήσης», καθώς όλοι σχεδόν οι υπουργοί-κλειδιά, από τον κ. Ευκλ. Τσακαλώτο και τον κ. Γ. Κατρούγκαλο, που εμπλέκονται κεντρικά στην τρέχουσα αξιολόγηση, μέχρι τους κ. Π. Καμμένο και Ν. Κοτζιά, για μια σειρά από λόγους δεν ήταν δυνατόν να μετακινηθούν, ενώ στους ανωτέρω προστέθηκε μετά τις τελευταίες εξελίξεις με τις τηλεοπτικές άδειες και ο κ. Ν. Παππάς. Μάλιστα, μετά τη μίνι κρίση στις σχέσεις τους, ακόμη και ο κ. Π. Σκουρλέτης εφέρετο να παραμένει στο κυβερνητικό σχήμα, έστω με άλλο χαρτοφυλάκιο.
Παράλληλα, όμως, είναι προφανές πως βασικός λόγος για την απόφαση του κ. Τσίπρα να αναβάλει τον ανασχηματισμό ήταν ότι δεν ήθελε μέσα σ’ αυτό το ζοφερό για την κυβέρνηση κλίμα να δημιουργήσει μια ομάδα δυσαρεστημένων βουλευτών, που είτε θα είχαν χάσει τη θέση τους στο υπουργικό συμβούλιο ή θα έμεναν με την προσδοκία της υπουργοποίησης ανεκπλήρωτη.
Οπως προαναφέρθηκε, το ανωτέρω σκηνικό περιορίζει δραματικά τα περιθώρια κινήσεων από την πλευρά του πρωθυπουργού για την ανάταξη του πολιτικού κλίματος, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να αποκλειστούν άλλου τύπου εξελίξεις·περιλαμβανομένων των πρόωρων εκλογών στις αρχές του νέου χρόνου.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/10/16
Το ντόμινο λαθών που οδήγησε στο «Βατερλώ»
Της Δώρας Αντωνίου
Σε αναζήτηση του βηματισμού της και των κινήσεων εκείνων που θα επιτρέψουν την αποκατάσταση των εντυπώσεων, όσον αφορά τη βαριά πολιτική ήττα που υπέστη έπειτα από την απόφαση του ΣτΕ για τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, βρίσκεται η κυβέρνηση. Η επιδιόρθωση της βλάβης, σε επίπεδο όχι μόνο επικοινωνιακό, αλλά και ουσίας, είναι κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση.
Η κυβέρνηση ηττήθηκε σε ένα από τα ζητήματα που είχε αναδείξει ως πυλώνα του πολιτικού αφηγήματός της, που είχε καταστήσει κεντρικό διακύβευμα έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ αναδείχθηκε μέσα από τη διαδικασία σειρά λανθασμένων χειρισμών. Η αναζήτηση ευθυνών για την παταγώδη επιτυχία περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Εν πολλοίς διότι είναι πολύ πρόσφατες οι δημόσιες αναφορές του πρωθυπουργού, κ. Αλέξη Τσίπρα, ότι ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες δεν είναι νόμος Παππά αλλά ψηφίστηκε από το σύνολο των κοινοβουλευτικών ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ και ότι η μάχη για τη διαμόρφωση ενός νέου τηλεοπτικού τοπίου αφορά μια κεντρική κυβερνητική επιλογή. Εχοντας τόσο πρόσφατα και τόσο ξεκάθαρα «αγκαλιάσει» τους χειρισμούς που έγιναν, ο πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε να κινηθεί σε λογική εύρεσης εξιλαστήριου θύματος, εν προκειμένω του κ. Νίκου Παππά, που κίνησε τις διαδικασίες.
Επίθεση και κριτική
Μη μπορώντας να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση εκτόνωσης της πολιτικής πίεσης, η οποία, ταυτόχρονα, θα σήμαινε και παραδοχή ότι έχουν γίνει λάθη και υπάρχουν ευθύνες, η κυβέρνηση επέλεξε την τακτική της ολομέτωπης επίθεσης, με σφοδρή κριτική προς το ΣτΕ και προανήγγειλε νέα νομοθετική πρωτοβουλία, δηλώνοντας αποφασισμένη να συνεχίσει με την ίδια στρατηγική.
Μία στρατηγική, πάντως, που μέχρι τώρα συνοδεύθηκε από πολλές μικρές ήττες πριν φθάσει στο «Βατερλώ» της περασμένης Τετάρτης. Η κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας, προσωπικά, επέλεξαν να κάνουν το θέμα της αδειοδότησης των καναλιών «σημαία» στη στρατηγική τους. Η λειτουργία του τηλεοπτικού τοπίου επενδύθηκε με το αφήγημα για το τρίγωνο διαπλοκής ανάμεσα σε πολιτική εξουσία, κανάλια και τράπεζες και το αφήγημα αυτό αποτέλεσε την αιχμή για την ανάδειξη του ηθικού πλεονεκτήματος της κυβέρνησης έναντι της αντιπολίτευσης. Και όσο το αφήγημα παρέμενε αφήγημα, όλα πήγαιναν καλά. Οταν, ωστόσο, αποφασίστηκε να γίνει πράξη η πρόθεση για ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, άρχισαν οι παραφωνίες.
Το αρχικό σχέδιο
Από την αρχή κατέστη σαφές ότι στον σχεδιασμό της κυβέρνησης ήταν να γίνουν μια σειρά από ανακατατάξεις στο τηλεοπτικό τοπίο προκειμένου αυτό να καταστεί φιλικότερο για την ίδια. Αλλωστε, ποτέ δεν έκρυψε η κυβερνητική ηγεσία ότι το θεωρούσε εχθρικό. Ο σχεδιασμός για έναν νέο τηλεοπτικό χάρτη περιελάμβανε την παράμετρο αναδιανομής της πίτας, με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργηθούν και προσκείμενα προς την κυβέρνηση κανάλια. Η επιμονή να υλοποιηθεί τάχιστα αυτός ο σχεδιασμός, ώστε να διαμορφωθούν τετελεσμένα, παρακαταθήκη στην περίπτωση που οι πολιτικές εξελίξεις οδηγούσαν σε εκλογές και απώλεια της εξουσίας, έφερε τις βεβιασμένες κινήσεις που οδήγησαν στην απόφαση του ΣτΕ.
Προκειμένου να ξεπεραστεί η αντίδραση της αντιπολίτευσης στο «κούρεμα» των αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ, που εκδηλώθηκε με άρνηση συμφωνίας στη συγκρότησή του, αποφασίστηκε η μεταφορά των αρμοδιοτήτων για τη διενέργεια του διαγωνισμού, τον προσδιορισμό του αριθμού καναλιών, κ.λπ. στον υπουργό Επικρατείας. Η κυβέρνηση επέλεξε να κωφεύσει στην επισήμανση ήδη από τότε ότι μια τέτοια ρύθμιση προσκρούει στις προβλέψεις του Συντάγματος.
Ακολούθησαν μια σειρά από κινήσεις και αποφάσεις, η επιχειρηματολογία υπεράσπισης των οποίων αμφισβητήθηκε έντονα και προκάλεσε ερωτήματα ως προς την πραγματική στόχευση της κυβέρνησης, δημιουργώντας ρωγμές στο αφήγημα περί διαυγούς διαδικασίας για την αποκατάσταση της νομιμότητας. Ετσι, πολύπλευρης αμφισβήτησης για την εγκυρότητά του έτυχε το πόρισμα του νεοφανούς Ινστιτούτου Φλωρεντίας για τις συχνότητες, από το οποίο η κυβέρνηση άντλησε το επιχείρημα ότι τεχνικά το εύρος συχνοτήτων μπορεί να φιλοξενήσει τέσσερις τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας. Ενα επιχείρημα που σχεδόν χλευάστηκε και εγκαταλείφθηκε σχετικά γρήγορα, για να αντικατασταθεί από το επιχείρημα ότι η αγορά, τα μεγέθη της διαφημιστικής δαπάνης, μπορούν να «σηκώσουν» τέσσερις τηλεοπτικούς σταθμούς. Η ταύτιση στους αριθμούς προκάλεσε επιπλέον αμφισβήτηση, ενώ χωρίς απάντηση έμειναν ερωτήματα για το πώς είναι δυνατόν να εκλαμβάνονται ως σταθερό μέγεθος η λειτουργία της αγοράς και η διαφημιστική δαπάνη και τι θα συνεπαγόταν η διόγκωση ή η συρρίκνωσή της.
Πρόωροι πανηγυρισμοί
Η διενέργεια του διαγωνισμού πανηγυρίστηκε από την κυβέρνηση ως νίκη κατά της ανομίας και της διαπλοκής στο μιντιακό σύστημα. Οι πανηγυρισμοί λίγο κράτησαν, καθώς οι αποκαλύψεις για τον έναν εκ των προσωρινών υπερθεματιστών, κ. Γιάννη Βλαδίμηρο Καλογρίτσα, προκάλεσαν διάχυτη την αίσθηση ότι εξελισσόταν η προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει τους δικούς της «παίκτες» στο τηλεοπτικό τοπίο. Οι πρόσθετες αποκαλύψεις που ενέπλεκαν και την Τράπεζα Αττικής θύμισαν πολύ το αφήγημα περί τριγώνου διαπλοκής μεταξύ πολιτικής εξουσίας, μιντιαρχών και τραπεζικού συστήματος, που τόσο γλαφυρά είχαν περιγράψει τα κυβερνητικά στελέχη.
Υπό το βάρος των αποκαλύψεων, ο κ. Καλογρίτσας δήλωσε αδυναμία καταβολής της πρώτης δόσης του τιμήματος για την απόκτηση της άδειας και αποκλείσθηκε από τη διαδικασία για να πάρει τη θέση του ο κ. Ιβάν Σαββίδης. Παράλληλα, η κυβέρνηση εισέπραξε μεγάλη πίεση και φθορά από την προοπτική το κλείσιμο εν λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών να οδηγήσει στην ανεργία χιλιάδες εργαζομένους.
Στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ ασκήθηκε κριτική στους χειρισμούς και τις επιλογές που έγιναν και άφησαν την κυβέρνηση εκτεθειμένη για σημαντικό χρονικό διάστημα στη διαρκή σκληρή κριτική των τηλεοπτικών σταθμών που δεν είχαν εξασφαλίσει άδεια. Κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν ότι η δημόσια ομπρέλα προστασίας του κ. Τσίπρα προς τον κ. Παππά ήταν για να τον προστατεύσει από αυτή την κριτική.
Πριν η απόφαση του ΣτΕ βάλει ταφόπλακα σε ένα άκρως φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο κατέρρευσε υπό το βάρος των λανθασμένων χειρισμών, ένας ακόμη αθροίστηκε σε αυτούς. Ο κ. Παππάς, απολύτως αιφνιδιαστικά και όπως αποδείχθηκε χωρίς συνεννόηση, έφερε στη Βουλή νύχτα τροπολογία με την οποία όριζε τα επόμενα βήματα στη διαδικασία μετάβασης στο νέο τηλεοπτικό τοπίο. Εκείνες τις ημέρες ο πρόεδρος της Βουλής κ. Νίκος Βούτσης είχε δρομολογήσει μία ακόμη προσπάθεια για συγκρότηση του ΕΣΡ. Η πρωτοβουλία Παππά προκάλεσε την αντίδρασή του, καθώς υπονόμευσε ευθέως την προσπάθεια εύρεσης κοινού τόπου με την αντιπολίτευση, μια και, εκτός των άλλων, η τροπολογία προέβλεπε τη μεταφορά επιπλέον αρμοδιοτήτων από το ΕΣΡ στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης. Για μεθαύριο, Δευτέρα, ο κ. Βούτσης συνεκάλεσε τη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία θα συνεδριάσει στις πέντε το απόγευμα σε μια νέα απόπειρα συμφωνίας για τη συγκρότηση του ΕΣΡ.
Οσο κι αν όλη η διαδικασία σημαδεύθηκε από αστοχίες, λανθασμένους χειρισμούς και μεθοδεύσεις που έριξαν βαριά σκιά στην αγαθότητα των κυβερνητικών προθέσεων, η τελική ετυμηγορία του ΣτΕ αποτέλεσε κόλαφο για την κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο, δε, που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είχε σπεύσει από τη ΔΕΘ να προεξοφλήσει ότι δεν υπάρχει πιθανότητα το ανώτατο δικαστήριο να αποφανθεί υπέρ της αντισυνταγματικότητας.Έντυπ
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/10/16 |
Αγνωστες λεπτομέρειες που έκριναν την απόφαση του ΣτΕ
Της Ιωάννας Μάνδρου
Μία από τις πλέον εμβληματικές επιλογές της κυβέρνησης, η οποία είχε αναχθεί σε προτεραιότητα στη μάχη της κατά της διαπλοκής, υπέστη ισχυρότατο πλήγμα από την ξεκάθαρη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που κήρυξε κατά πλειοψηφία αντισυνταγματικό τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες. Το ανώτατο δικαστήριο, με παγία θεσμική παράδοση και μέσα σε κλίμα τεταμένο και βαρύ, λόγω χειρισμών δικαστικών και κυβερνητικών παραγόντων το τελευταίο διάστημα, αποφάσισε πως η ανάθεση της αρμοδιότητας για την αδειοδότηση των καναλιών στον αρμόδιο υπουργό, κατά παράκαμψη του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, υπήρξε νομοθετική επιλογή αντισυνταγματικού χαρακτήρα.
Παρά τις μακρές διεργασίες και το παρασκήνιο που επί ημέρες υπήρξε έντονο, με την επεξεργασία νομικών λύσεων και εκδοχών απόφασης, το δικαστήριο υιοθέτησε τελικώς την πλέον σκληρή γραμμή τινάζοντας τον νόμο και τη διαγωνιστική διαδικασία για τις τηλεοπτικές άδειες στον αέρα. Η πλειοψηφία αντισυνταγματικότητας, που τελικώς σφράγισε την απόφαση της Ολομέλειας, είχε διαφανεί από προγενέστερες διασκέψεις.
Τότε, που στο τραπέζι έπεσαν νομικές εκδοχές που θα μπορούσαν να προσφερθούν ως ενδιάμεσες λύσεις, δίδοντας δυνατότητες πολιτικής διαχείρισης στην κυβέρνηση.
Ομως οι όποιες προσπάθειες προσέκρουσαν, σύμφωνα με πληροφορίες, στην αδυναμία νομικής τεκμηρίωσης μιας τέτοιας ενδιάμεσης λύσης, με αποτέλεσμα η εν λόγω πρόταση να μην τεθεί ποτέ σε ψηφοφορία.
Αντίθετα, το δίλημμα συνταγματικότητα - αντισυνταγματικότητα, που ήταν κυρίαρχο από την αρχή αυτής της δικαστικής κρίσης, τελικά απεδείχθη και το μόνο που καθόρισε την τελική απόφαση. Οι ανώτατοι δικαστικοί που προσχώρησαν στην θέση της αντισυνταγματικότητας του νόμου δεν δέχθηκαν τις συμβιβαστικές προτάσεις για παροχή κάποιας προθεσμίας για θεραπεία και βελτίωση των διαδικασιών του νόμου συγκεντρώνοντας πλειοψηφία 14 δικαστών.
Αντίθετα, οι υπέρμαχοι της συνταγματικότητας συγκέντρωσαν 11 ψήφους, ενώ μια πρόταση που έπεσε στο τραπέζι από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, κ. Νίκο Σακελλαρίου, να εκδώσει το δικαστήριο προδικαστική απόφαση και σε ένα μήνα να επανέλθει για οριστική κρίση, δεν είχε αποδέκτες παρά μόνον τρεις ανώτατους δικαστές. Η ευθεία παραβίαση του Συντάγματος στο θέμα των αρμοδιοτήτων του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου που αποκρούστηκε με τη δικαστική απόφαση και προγενέστερες αποφάσεις του ανωτάτου δικαστηρίου, που είχαν κρίνει ότι μόνον το ΕΡΣ μπορεί να αδειοδοτεί τα κανάλια, δεν άφησαν περιθώρια πολλών ελιγμών στους ανώτατους δικαστές. Επίσης, το κλίμα πόλωσης που είχε επικρατήσει τελευταία αποθάρρυνε συναινετικές προσεγγίσεις για την αναζήτηση ενδιάμεσων λύσεων.
Απόφαση-τορπίλη
Με αυτά τα δεδομένα Με βάση αυτόν τον νόμο, η κυβέρνηση επιχείρησε τις πρώτες ώρες μετά την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου να οργανώσει νομοθετική πρωτοβουλία για παροχή προσωρινών αδειών ή πιστοποιητικών για τους τηλεοπτικούς σταθμούς.
Δικαστικές πηγές εκτιμούν πως αν προχωρήσει αυτή η λύση, τότε ενδέχεται να ανοίξει νέος κύκλος δικαστικών εκκρεμοτήτων, με τον κίνδυνο να κριθεί –και αυτή η διαδικασία– αντισυνταγματική, σηματοδοτώντας νέα ήττα για το κυβερνητικό στρατόπεδο. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση για αντισυνταγματικότητα του νόμου Παππά ερμηνευόταν εύστοχα από δικαστική πηγή ως μονόδρομος. «Βάζει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι» ανέφερε χαρακτηριστικά, για να δηλώσει πως αναπόφευκτα η μόνη λύση για τακτοποίηση του τηλεοπτικού τοπίου με όρους συνταγματικότητας είναι η συγκρότηση του ΕΣΡ.
Θέματα δημοκρατίας
Και ενώ οι αβεβαιότητες και οι αναταράξεις που έχουν προκύψει με αφορμή την απόφαση του ΣτΕ, όπως η διαχείριση του πολιτικού κόστους, απασχολούν έντονα το Μέγαρο Μαξίμου, οι σχέσεις της κυβέρνησης με το δικαστικό σώμα δοκιμάζονται σκληρά μία ακόμα φορά και το χάσμα στις σχέσεις τους διαρκώς μεγαλώνει. Η πρωτοφανής επίθεση που εξαπέλυσε η κυβερνητική εκπρόσωπος, Ολγα Γεροβασίλη, κατά του ΣτΕ, αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης, προκάλεσε τη μήνιν των δικαστικών ενώσεων, ενώ δικαστικοί όλων των βαθμίδων αδυνατούσαν να κατανοήσουν το μέγεθος της θεσμικής σύγχυσης από τις εν λόγω δηλώσεις.
Οι δικαστικές ενώσεις, και πρωτίστως η Ενωση των Δικαστών του ΣτΕ, έθεσαν ευθέως θέματα δημοκρατίας και σεβασμού στους θεσμούς κάνοντας λόγο για θεσμική άγνοια. Μάλιστα, οι δικαστές του ΣτΕ ξεκίνησαν την ανακοίνωσή τους θυμίζοντας το άρθρο ένα του Συντάγματος και αναφέροντας επί λέξει: «Το Συμβούλιο της Επικρατείας ανήκει στη δικαστική λειτουργία, η οποία, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, πηγάζει από τον λαό και ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμα» για να καταλήξουν στην παραίνεση για αυτοσυγκράτηση αλλά και για γνώση των βασικών αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος. «Κατά συνέπεια», τονίζουν στην ανακοίνωσή τους, «δημόσιος λόγος που αναφέρεται στην αποστολή και τον ρόλο του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανωτέρω και να εκφέρεται με γνώση της εν γένει οργάνωσης και λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών επιδεικνύοντας τη δέουσα αυτοσυγκράτηση».
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι λοιπές δικαστικές ενώσεις. Μέσα σε αυτή την κατάσταση η έρευνα που διατάχθηκε από τον επικεφαλής της Αρχής για τα προσωπικά δεδομένα, Κων. Μενουδάκο, για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων αντιπροέδρου του ΣτΕ αποκτά πρόσθετη σημασία...Έντυπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου