Το κύριο θέμα από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"και
τα εσωτερικά αναλυτικά θέματα
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23/10/16 |
Πολιτική νάρκη οι τηλεοπτικές άδειες
Του Κ.Π. Παπαδιόχου
Σε πολιτική «νάρκη» για την κυβέρνηση τείνει να μετεξελιχθεί ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες, στον οποίο ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε υπερεπενδύσει ως ένα προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης με τη Νέα Δημοκρατία και τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά και ευρύτερα, αναπτύσσοντας το αφήγημα ότι η κυβέρνηση είναι η μόνη δύναμη που μάχεται τη «διαπλοκή». Μάλιστα, με τους χειρισμούς του τελευταίου διαστήματος, που έχουν προκαλέσει την οξύτατη αντίδραση όχι μόνον των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και των δικαστικών ενώσεων, έχει καταστεί ευάλωτη στην κατηγορία ότι κινείται στις παρυφές της θεσμικής νομιμότητας.
Ετσι, την κυβερνητική ευφορία μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού έχει διαδεχθεί έντονος προβληματισμός, ενόψει της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) επί της συνταγματικότητας του νόμου Παππά, που θεωρείται πολύ πιθανόν να εκδοθεί ακόμη και την προσεχή Τετάρτη. Μάλιστα, ο φόβος να κριθεί αντισυνταγματικός ο νόμος, σε συνδυασμό με τα αρνητικά μηνύματα που έλαβε ο πρωθυπουργός για το ζήτημα του χρέους κατά τις επαφές που είχε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, εξηγεί εν πολλοίς την επιλογή του κ. Τσίπρα όχι μόνον να επισπεύσει τον ανασχηματισμό, αλλά και να τον προαναγγείλει μέσω της κυβερνητικής εκπροσώπου Ολγας Γεροβασίλη.
Η δημοσιοποίηση των σκέψεων του κ. Τσίπρα για άμεσες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα είναι ένα όχημα ώστε η πολιτική ατζέντα να μην κυριαρχείται από τους άστοχους κυβερνητικούς χειρισμούς σε σχέση με το ΣτΕ. Παράλληλα, δε, «φρενάρει» τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών, τα οποία, σε άλλη περίπτωση, θα είχαν έλθει ήδη στο προσκήνιο.
Γραμμές άμυνας
Σύμφωνα με πληροφορίες, το Μέγαρο Μαξίμου αναζητεί ήδη γραμμές άμυνας ενόψει μιας πιθανής αρνητικής απόφασης του ΣτΕ. Οπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, εάν ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες κριθεί αντισυνταγματικός στο σκέλος του που αφορά τον περιορισμό τους σε τέσσερις, το πολιτικό κόστος θα είναι διαχειρίσιμο: Η κυβέρνηση μπορεί να αναγκαστεί να προχωρήσει σε νέο διαγωνισμό, το «αφήγημα» που είχε οικοδομήσει θα δεχθεί ισχυρό πλήγμα, αλλά δεν θα έχει τρωθεί στον πυρήνα του.
Αντιθέτως, εάν ο νόμος Παππά κριθεί αντισυνταγματικός στο σκέλος που αφορά την αφαίρεση της αρμοδιότητας για τη διενέργεια του διαγωνισμού από το ΕΣΡ, όλη η κυβερνητική επιχειρηματολογία της τελευταίας διετίας θα καταρρεύσει. Και τούτο, καθώς τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν καταγγείλει ως αντισυνταγματική τη σχετική πρόβλεψη του νόμου για τα τηλεοπτικά κανάλια ήδη κατά την περίοδο που συζητήθηκε και ψηφίστηκε από τη Βουλή.
Το «χαμηλό βαρομετρικό» που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου ενόψει των τελικών εξελίξεων στο μέτωπο των τηλεοπτικών αδειών αποτυπώνεται και στις επιλογές του ίδιου του κ. Τσίπρα. Ενώ κυβερνητικές πηγές μετέδιδαν την περασμένη Τετάρτη ότι την επομένη ο κ. Τσίπρας θα μετέβαινε στη Βουλή προκειμένου να τοποθετηθεί για όλες τις τελευταίες εξελίξεις, αίφνης ο πρωθυπουργός επέλεξε να μην το πράξει. Επίσης, την Παρασκευή κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε, μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., ο κ. Τσίπρας ζήτησε να μην του υποβληθούν ερωτήσεις για την εσωτερική επικαιρότητα.
Η τροπολογία
Τέλος, μέχρι και την επιστροφή του πρωθυπουργού από τις Βρυξέλλες η απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου ήταν η τροπολογία του υπουργού Επικρατείας Ν. Παππά –που προέβλεπε τερματισμό λειτουργίας των μη αδειοδοτημένων τηλεοπτικών σταθμών εντός πέντε ημερών από την υπογραφή της σχετικής απόφασης– να μην κατατεθεί στη Βουλή, τουλάχιστον μέχρι την προσεχή Τετάρτη, οπότε και αναμένονται οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Πάντως, παρότι πολλοί υπουργοί αναγνωρίζουν πως εάν ο νόμος για τις άδειες κριθεί αντισυνταγματικός, η κυβέρνηση θα έχει υποστεί δεινή πολιτική ήττα, αποκλείουν το σενάριο πυροδότησης εξελίξεων, όπως οι πρόωρες εκλογές. Οπως αναφέρουν –με πρόσθετο επιχείρημα τον προαναγγελθέντα ανασχηματισμό– ο κ. Τσίπρας δεν πρόκειται να μεταβάλει τον σχεδιασμό του, που προβλέπει να κερδίσει χρόνο επενδύοντας στην ανάκαμψη της οικονομίας, με την ελπίδα ότι θα ακολουθήσει και η ανάταξη του πολιτικού κλίματος υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.Έντυπη
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23/10/16 |
Της Ιωάννας Μάνδρου
Χειρισμοί κορυφαίων δικαστικών παραγόντων αλλά και της κυβέρνησης, τον τελευταίο καιρό, έχουν δημιουργήσει ισχυρές αντιδράσεις μέσα στους κόλπους της Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα το κλίμα να είναι τεταμένο και οι δικαστικές ενώσεις να θέτουν πλέον ευθέως θέματα δημοκρατίας και προστασίας των θεσμών.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι των αντιδράσεων, οι οποίες κλιμακώνονται από την αρχή του δικαστικού έτους με γεωμετρική πρόοδο, ήταν η πρωτοφανής κίνηση δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), εκ των πλέον εγκρίτων, σε μια συγκυρία που πυροδότησε υποψίες για μεθοδεύσεις και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Κι αυτό γιατί ο ανώτατος δικαστικός μετέχει της Ολομέλειας του δικαστηρίου, που κρίνει τα μείζονος σημασίας θέματα για τον νόμο με τις τηλεοπτικές άδειες, υπόθεση με τεράστια πολιτική φόρτιση και με δεδομένη την πολιτική σημασία της μιας ή της άλλης απόφασης που θα λάβει τελικώς το ΣτΕ για τον επίμαχο νόμο.
Οι ανακοινώσεις
Απτές ενδείξεις του κλίματος και των έντονων αντιδράσεων που επικρατούν στο δικαστικό σώμα, αποτελεί η δημόσια τοποθέτηση των μεγαλύτερων δικαστικών Ενώσεων της χώρας την εβδομάδα που πέρασε. Οπως είναι ήδη γνωστό, σε πολύ αυστηρή ανακοίνωσή τους έκαναν, μεταξύ άλλων, λόγο «για μεθοδεύσεις που μετέρχονται φασιστικά καθεστώτα», χρησιμοποιώντας ασυνήθιστα σκληρή γλώσσα για τα τεκταινόμενα στον χώρο της Δικαιοσύνης και εκφράζοντας ευθέως προβληματισμούς για την τήρηση της συνταγματικής τάξης.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι σκληρές αντιδράσεις από τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας (ΔΣΑ), που χαρακτήρισε «όχι μόνον ποινικά αξιόλογες αλλά και προκλητικά αγοραίες» τις ενέργειες αυτές. Και προχωρώντας παραπέρα, τις συνέδεσαν, όπως αναμενόταν, με τις διασκέψεις της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου που είναι σε εξέλιξη για την επικείμενη απόφαση για τον νόμο Παππά.
Κοινή είναι, πλέον, η αίσθηση ότι η τριβή που παράγεται, με αφορμή τη συγκεκριμένη δικαστική εκκρεμότητα, είναι πολύ μεγάλη, καθώς, ειδικώς μέσα στο ανώτατο δικαστήριο, τις τελευταίες εβδομάδες, επικρατεί αναταραχή. Υπάρχουν δικαστές που αντιδρούν έντονα, καταγγέλλοντας ευθέως μεθοδεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δύο αντιπρόεδροι του δικαστηρίου έφθασαν στο σημείο να ασκήσουν δριμεία κριτική και να στηλιτεύσουν δημόσια τους χειρισμούς του προέδρου του δικαστηρίου, Νίκου Σακελλαρίου, που ματαίωσε τη διάσκεψη της Ολομέλειας για τις τηλεοπτικές άδειες επικαλούμενος ως επιχείρημα «το κλίμα των ημερών».
Η επιδείνωση
Ως γνωστόν, η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία και οι αντιδράσεις διαχύθηκαν σε όλα τα επίπεδα της Δικαιοσύνης τις αμέσως επόμενες ώρες. Συγκεκριμένα, μετά τη δημοσιοποίηση, από την ίδια την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, ότι ετέθη από την ηγεσία της Δικαιοσύνης θέμα στον πρωθυπουργό, κατά την τελευταία συνάντησή τους, να παρακαμφθεί το Σύνταγμα με νόμο και να μένουν οι ανώτατοι δικαστικοί στις θέσεις τους και μετά το 67ο έτος. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, ήταν σχεδόν φωτογραφική για την πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Δικαστικές ενώσεις, έγκριτοι νομικοί, συνταγματολόγοι και όχι μόνο, αμέσως ξεσηκώθηκαν και έκαναν λόγο για ευθεία παραβίαση του Συντάγματος. Το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα η πρόεδρος του Αρείου Πάγου να επιχειρήσει να «μαζέψει» το θέμα, λέγοντας σε δικαστές πως εννοούσε ρύθμιση στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης.
Και ως να μην έφθαναν αυτά, το γεγονός ότι, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, η ηγεσία της Δικαιοσύνης πήγε στο Μαξίμου για να μιλήσει για μισθούς και επιδόματα των δικαστών –αντί να το κάνουν οι δικαστικές ενώσεις που ασχολούνται με αυτά τα θέματα – προκάλεσε και άλλες αντιδράσεις, αυτή τη φορά, εντός αλλά κι εκτός Δικαιοσύνης, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να εξαπολύουν πυρά ομαδόν στην κυβέρνηση, φθάνοντας στο σημείο να μιλήσουν για «συναλλαγή» ενόψει επικείμενων κρίσιμων δικαστικών αποφάσεων.
Η ένταση
Με όλες αυτές τις εξελίξεις, δεν είναι παράξενο ότι τελευταία, και πάντως από την έναρξη του δικαστικού έτους τον Σεπτέμβριο και μετά, σχεδόν δεν υπάρχει εβδομάδα που να μην εκδοθεί και μία σκληρή ανακοίνωση από δικαστικές ενώσεις κατά χειρισμών είτε παραγόντων της ηγεσίας της Δικαιοσύνης είτε της κυβέρνησης. Εμπειροι παρατηρητές των δικαστικών πραγμάτων, οι οποίοι ερωτώνται σχετικά, δύσκολα ανακαλούν στο παρελθόν περίοδο με τέτοια ένταση μέσα στη Δικαιοσύνη και βεβαίως με τόσες επικρίσεις για σωρεία χειρισμών στον ευαίσθητο και βαριά θεσμικό χώρο της δικαστικής λειτουργίας.
Και όσο το κλίμα παραμένει τεταμένο και οι αιτιάσεις για λανθασμένες κινήσεις –πρωτίστως κορυφαίων– δικαστικών παραγόντων αυξάνονται, τόσο μεγαλώνει και ο αριθμός των δικαστών εκείνων που ζητούν πλέον ανοικτά να επικρατήσει νηφαλιότητα και ηρεμία. Με ένα στόχο: Προκειμένου να αφεθούν οι ίδιοι να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να αφήνονται έκθετοι σε πάσης φύσεως κινδύνους.
Η τρομοκρατική επίθεση, άλλωστε, που εκδηλώθηκε κατά της εισαγγελέως εφετών, Γεωργίας Τσατάνη, η οποία είχε διωχθεί, με πρωτοβουλία της προέδρου του Αρείου Πάγου, ενώ είχε καταγγείλει για παρέμβαση τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλο για την υπόθεση Βγενόπουλου, εξελήφθη ως αποτέλεσμα της στοχοποίησής της.
Η απόσταση
Ισως είναι η μόνη φορά που διαπιστώνεται τέτοια και τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε δικαστές και ηγετικούς παράγοντες της Δικαιοσύνης. Με τους τελευταίους να επικρίνονται σφοδρά για πράξεις ή για παραλείψεις τους. Εν προκειμένω αναφέρεται ενδεικτικά η περίπτωση του εισαγγελέα Ισίδωρου Ντογιάκου, που επαύθη μετά την επανεκλογή του ως προϊσταμένου. Επίσης, αναφέρονται οι πειθαρχικές έρευνες κατά δικαστών που κινούνται κατά καιρούς από τον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Νίκο Παρασκευόπουλο, και οι οποίες εκτιμάται από δικαστικές πηγές ότι ενισχύουν τις υποψίες για προσπάθειες ακύρωσης ορισμένων εξ αυτών, με πρόσφατη την έρευνα εις βάρος του αντιπροέδρου του ΣτΕ μετά την εναντίον του πρωτοφανή αθλιότητα.
Ο υπουργός κ. Παρασκευόπουλος, από την πλευρά του, υπεραμύνθηκε με δηλώσεις του τη νομιμότητα των ενεργειών του, σε μια προσπάθεια κατευνασμού των αντιδράσεων και αμέσως προχώρησε σε παραγγελία για έρευνα προκειμένου να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι των υποκλοπών, αλλά και της διαρροής των προσωπικών δεδομένων του ανώτατου δικαστικού.
Πάντως, είναι πλέον σαφές, πως η Δικαιοσύνη, που αποτελούσε έως πρότινος προνομιακό χώρο για την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής, με την έννοια ότι δικαστικές ενέργειες αξιοποιούνταν στο πλαίσιο του κυβερνητικού στόχου για πάταξη της διαφθοράς και της διαπλοκής, έχει πλέον μετατραπεί σε πεδίο προβλημάτων για το Μέγαρο Μαξίμου. Δικαστικές πηγές αποδίδουν τη μεταβολή αυτή σε τουλάχιστον «άγνοια της θεσμικότητας του χώρου», από πλευράς αρμοδίων παραγόντων, αλλά και σε επιλογές δικαστικών παραγόντων που αποδείχθηκαν –εκ των πραγμάτων και εκ του αποτελέσματος– ότι, τελικά, δεν είχαν τη δυνατότητα να κρατήσουν το τιμόνι σε δύσκολες εποχές.Έντυπη
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23/10/16 |
Της Ελένης Βαρβιτσιώτη
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ - ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Χωρίς διαβεβαιώσεις ή έστω υποσχέσεις επέστρεψε από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα ο Ελληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μετά τις διμερείς συναντήσεις που είχε στη βελγική πρωτεύουσα με θέμα το ελληνικό χρέος. Και ενώ πριν φύγει είχαν ανέβει οι τόνοι και οι προσδοκίες για τη σημασία αυτών των συναντήσεων, στο περιθώριο μιας Συνόδου Κορυφής που δεν είχε φλέγοντα ζητήματα για την Ελλάδα, η αλήθεια είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν επέστρεψε με κάτι απτό, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να στρέψει την προσοχή του από την ελάφρυνση του χρέους στη συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση.
Το αφήγημα του κ. Τσίπρα για τους επόμενους μήνες, όπως το εξέφρασε πολύ ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στις Βρυξέλλες, είναι το εξής: Ο Ελληνας πρωθυπουργός αναμένει «θετικές εξελίξεις» στο επόμενο Eurogroup, στις 5 Δεκεμβρίου, ενώ από τις αρχές της νέας χρονιάς ο κ. Τσίπρας θεωρεί ότι η χώρα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE). Ο στόχος είναι να σταλεί το σήμα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα «ότι δεν υπάρχει αναβλητικότητα και ότι η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω τις μέρες της κρίσης και με σταθερά βήματα βαδίζει στην ανάκαμψη της οικονομίας», όπως είπε χαρακτηριστικά. Αυτό που είναι ξεκάθαρο, όμως, από τη Φρανκφούρτη, όπου βρίσκεται η έδρα της ΕΚΤ, είναι πως αν δεν υπάρξει ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, τότε δεν θα μπορέσει και να συμμετάσχει και στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Συγχρόνως δεν πέρασαν απαρατήρητες οι δηλώσεις που προϊδεάζουν για την απειλητική στάση που ενδέχεται να κρατήσει ο κ. Τσίπρας σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθούν οι «θετικές εξελίξεις» που αναμένει. Ο Ελληνας πρωθυπουργός τόνισε στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου πως «κανένας δεν επιθυμεί νέες αναταράξεις» τη χρονιά που εξελίσσονται εκλογές σε κρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ τόνισε τη συνεισφορά της Ελλάδας στην προσφυγική κρίση. Οι συζητήσεις με τους ομολόγους του ήταν από μάλλον αδιάφορες μέχρι αιτία να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Συγκεκριμένα με την κ. Αγκελα Μέρκελ η συζήτηση για το ελληνικό χρέος ήταν σύντομη, με τη Γερμανίδα καγκελάριο να μεταφέρει τις σχετικές αποφάσεις στο Eurogroup, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο ΔΝΤ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με γερμανική πηγή, η κ. Μέρκελ ανέφερε ότι οι αποφάσεις για το χρέος δεν είναι γερμανικές και ότι θα ληφθούν σε επίπεδο Eurogroup, δείγμα, όπως φαίνεται, της απροθυμίας του Βερολίνου να αναλάβει, σε αυτήν τη συγκυρία, πολιτική πρωτοβουλία στήριξης της Αθήνας.
Μια στάση που θυμίζει πολύ αυτή που είχε κρατήσει και στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του 2015, όταν η κ. Μέρκελ τόνιζε επίμονα σε κάθε επικοινωνία της με τον κ. Τσίπρα πως δεν ήταν δικό της το θέμα των διαπραγματεύσεων αλλά μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών.
Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, σαφώς πιο υποστηρικτικός προς τον Αλέξη Τσίπρα, όπως συνηθίζει, ερωτηθείς για τη συνάντηση με τον Ελληνα πρωθυπουργό και τη συζήτηση για το χρέος, σχολίασε πως είχαν δοθεί υποσχέσεις για το χρέος από το 2012, παραπέμποντας στη συμφωνία που είχε επιτευχθεί επί κυβέρνησης Σαμαρά, και ότι «τώρα έχουμε φτάσει σχεδόν στο 2017». Ο Γάλλος πρόεδρος είπε πως η Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ πρέπει να εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα και να υποστηρίξουν τις ελληνικές θέσεις, αφού όμως ξεκαθάρισε πως πρώτα πρέπει και η Ελλάδα να εφαρμόσει αυτά που έχει συμφωνήσει στη δεύτερη αξιολόγηση, όπως τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
Ο «πάγος» έπεσε από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ε.Κ.) Μάρτιν Σουλτς, στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να παρουσιάσει ότι το Κοινοβούλιο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει μια σειρά από δράσεις που θα ενίσχυαν την ελληνική στόχευση για βιώσιμο χρέος έως το τέλος του έτους. Ο κ. Σουλτς απάντησε πολύ ξεκάθαρα, σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, διαψεύδοντας ουσιαστικά κυβερνητική πηγή, σύμφωνα με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αναλάμβανε πιθανές πρωτοβουλίες για το θέμα του χρέους.
«Ακουσα κι εγώ τη φήμη αυτή ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δεν μπορώ να απαντήσω, καθώς εξεπλάγην από τις διαδόσεις πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία».
Ο ίδιος είπε ότι η συνάντηση με τον κ. Τσίπρα εξελίχθηκε γύρω από τις συζητήσεις που έχει η κυβέρνηση της Αθήνας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το θέμα αυτό.Έντυπη
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23/10/16 |
Του Σωτήρη Νίκα
Δύσκολη καθίσταται η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εάν δεν συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με ένα έστω συμβολικό ποσό.
Η ΕΚΤ, όπως είπε και πάλι την Πέμπτη ο πρόεδρός της Μάριο Ντράγκι, θα κάνει ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους όταν η Ευρωζώνη αποφασίσει τα μέτρα ελάφρυνσης. Θα είναι η πρώτη φορά που η κεντρική τράπεζα της ζώνης του ευρώ θα κάνει κάτι τέτοιο, καθώς μέχρι τώρα αρκείτο στις αναλύσεις των δύο άλλων μελών της τρόικας, του ΔΝΤ και της Κομισιόν. Αυτό δίνει ένα βαθμό ελευθερίας στην ΕΚΤ. Ωστόσο, ακόμη κι αν με βάση τη δική της ανάλυση το ελληνικό χρέος αξιολογηθεί ως βιώσιμο, η αξιοπιστία της θα αμφισβητηθεί, σε περίπτωση που το ΔΝΤ αποχωρήσει από το πρόγραμμα, υποστηρίζοντας το αντίθετο. Σύμφωνα με πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν πώς σκέφτονται στη Φρανκφούρτη, υπάρχουν μέλη της διοίκησης της ΕΚΤ που είναι απρόθυμα να συμφωνήσουν στην αγορά ελληνικών ομολόγων εάν το ΔΝΤ θεωρεί το χρέος μη βιώσιμο.
Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ, για να εγκρίνει την ένταξη της Ελλάδας στο QE, θέλει:
1. Να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση.
2. Να αποφασίσει η Ευρωζώνη μέτρα ελάφρυνσης του χρέους αρκετά για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα. Με αυτό το τελευταίο δεν διαφωνεί σχεδόν κανένας, εκτός από κάποια στελέχη του ίδιου του ΔΝΤ. Το Βερολίνο θέλει, αλλά όχι με κάθε κόστος, ενώ η Αθήνα θέλει αλλά φοβάται το κόστος. Συγκεκριμένα:
• Ολα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης επιθυμούν την παραμονή του ΔΝΤ. Η γερμανική κυβέρνηση, που πρωτοστάτησε στη συμμετοχή του, θα ήθελε να παραμείνει, αλλά θεωρεί ότι το πολιτικό κόστος της αποχώρησης ενδεχομένως να είναι μικρότερο αν το ΔΝΤ επιμείνει να ζητάει γενναία εμπροσθοβαρή μέτρα ελάφρυνσης.
• Για την Αθήνα, το ΔΝΤ είναι «φυσικός σύμμαχος» στο θέμα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ωστόσο, φοβάται μια συμφωνία μεταξύ Ευρωζώνης και ΔΝΤ πίσω από την πλάτη της. Δηλαδή φοβάται το ενδεχόμενο να βρεθεί τρόπος να βγαίνουν τα νούμερα για την παραμονή του ΔΝΤ, αλλά με την κυβέρνηση να υποχρεώνεται να λάβει μέτρα που πολιτικά δεν θα μπορούσε να αντέξει.
Από την άλλη, θέλει όσο οτιδήποτε άλλο την ένταξη στο QE. Οχι μόνο γιατί συνιστά de facto αναγνώριση αλλαγής σελίδας, αλλά κυρίως γιατί είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη σταδιακή επιστροφή του ελληνικού κράτους στις αγορές, για τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας και για τη μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων. Χωρίς το QE δεν βγαίνει το σενάριο για την ανάπτυξη και η χώρα κινδυνεύει να μπει σε περιπέτειες, καθώς, εάν δεν μπορέσει να βγει στις αγορές, θα χρειαστεί νέο πακέτο βοήθειας. Στην Ευρωζώνη δεν υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι για ένα τέταρτο πρόγραμμα.
Ο κίνδυνος
Αυτό τον κίνδυνο τον βλέπουν και άλλοι στην Ευρώπη, αλλά και στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Γι’ αυτό και ασκούν πίεση στο Βερολίνο να απομακρυνθεί από τη σκληρή γραμμή του κ. Σόιμπλε, ο οποίος λέει «όχι» σε συζήτηση για το χρέος πριν από την ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά εννοεί πριν από τις γερμανικές εκλογές. Προς αυτή την κατεύθυνση, η κυβέρνηση υπολογίζει και στον αμερικανικό παράγοντα και προφανώς θα θέσει το θέμα στον Αμερικανό πρόεδρο κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, τον επόμενο μήνα.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι, εάν η Γερμανία επιμείνει και δεν αποφασιστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους (που θα επιτρέψουν τη συμμετοχή του ΔΝΤ), η ΕΚΤ θα το αξιολογήσει ως βιώσιμο και θα ανοίξει την πόρτα του QE, μόνο με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα.
Πάντως, πριν από οτιδήποτε άλλο, η κυβέρνηση θα πρέπει να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση. Εντός της εβδομάδας θα εκταμιευθεί και η υποδόση των 2,8 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα κυβέρνηση και δανειστές θα θέσουν το χρονοδιάγραμμα των επόμενων συζητήσεων. Βάσει του υφιστάμενου προγραμματισμού, θα υπάρξουν δύο επισκέψεις των εκπροσώπων της τρόικας. Η μία είναι η τρέχουσα που αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τις 30 Οκτωβρίου, ενώ η δεύτερη θα πραγματοποιηθεί από τις 20 Νοεμβρίου έως τα τέλη του μήνα. Στόχος είναι να επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία θα επικυρωθεί από το Euroworking Group και το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, ώστε να υπάρχει ελπίδα ένταξης της Ελλάδας στο QE στις αρχές Ιανουαρίου.
Θα προηγηθούν η οριστικοποίηση του Μεσοπρόθεσμου, με την κυβέρνηση να επιμένει στη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2019 και μετά, οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και το νέο υπερταμείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου