Τα "Εμπιστευτικά", από "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"
Δύο απόψεις για τις εκλογές
Ενα σημαντικό στέλεχος της κυβέρνησης παρατηρούσε πριν από λίγες μέρες: «Εφεξής κάθε μέρα θα είναι χειρότερη για εμάς και κάθε μέρα θα είναι καλύτερη για τον Μητσοτάκη».
Λογικό συμπέρασμα. «Να πάμε σε εκλογές πριν χειροτερεύσουν κι άλλο τα πράγματα για εμάς και πριν βελτιωθούν κι άλλο για τον Μητσοτάκη».
Το βέβαιο είναι πως μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο και σε ηγετικό επίπεδο έχουν διαμορφωθεί δύο απόψεις.
Είναι η θεωρία της δεξιάς παρένθεσης. Η οποία όμως μπορεί να ισχύσει μόνο αν ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και ως δεύτερο κόμμα φέρει ένα αξιοπρεπές εκλογικό αποτέλεσμα. Με τα σημερινά δεδομένα, δεν φαίνεται κάτι τέτοιο και συνεπώς το ρίσκο της κίνησης είναι υψηλό.
Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται κατ' αρχήν να έχει πειστεί από τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου.
Ποντάρει στις εντυπώσεις αν πάρει κάτι από τους δανειστές στο χρέος και στις θετικές συνέπειες της ποσοτικής χαλάρωσης, αν εφαρμοστεί και στην Ελλάδα.
Με άλλα λόγια ελπίζει ότι αυτά θα έχουν πολιτική απόδοση στο εσωτερικό της χώρας ώστε με τη βοήθεια και ενός ανασχηματισμού να σταθεροποιήσει κάπως την κυβέρνησή του.
Μεταξύ μας, δύσκολο. Οταν κόβεις συντάξεις και αυξάνεις εισφορές, τρεις σκασίλες έχει ο άλλος για το «waiver of the step-up interest rate margin» που υπόσχεται (στην καλύτερη περίπτωση) το Γιούρογκρουπ για το χρέος.
Aλλωστε ούτε στην Ευρώπη τα πράγματα είναι πλέον τόσο ευνοϊκά για τον Τσίπρα όσο ήταν πέρυσι τέτοια εποχή. Οι σύμμαχοι λιγόστεψαν ή αποδυναμώθηκαν σημαντικά.
Οι ανασχηματισμοί, από την άλλη πλευρά, καλλιεργούν προσδοκίες που σπανίως επιβεβαιώνονται και παράγουν συνήθως αμφίβολα αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο ανασχηματισμός του Καραμανλή τον Ιανουάριο του 2009, ή του Σαμαρά τον Ιούνιο του 2014. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας ανασχηματισμός σηματοδότησε την αρχή του τέλους.
Ο,τι και αν επιλέξει όμως ο Πρωθυπουργός, εκλογές ή κυβέρνηση, το μεγάλο του πολιτικό πρόβλημα είναι ένα και εξαιρετικά προφανές: πώς θα διαχειριστεί τη ραγδαία αποδυνάμωση της κυβέρνησής του και συνακολούθως την ενίσχυση της ΝΔ.
Με το πρόσθετο ερώτημα αν αντέχει ο ίδιος να διαχειριστεί ψυχολογικά μια ήττα από τονΜητσοτάκη, ακόμη και με την ελπίδα μιας δεξιάς παρένθεσης.
Προς το παρόν, φαίνεται μάλλον δύσκολο. Στην αντιπαράθεσή τους έχει δώσει έναν οξύ προσωπικό τόνο που δεν βοηθάει τις ψύχραιμες συμπεριφορές.
Ο ίδιος μιλώντας στο Συνέδριο του κόμματός του περιόρισε πάντως αισθητά τις φιλοδοξίες του ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι το ζητούμενο είναι να καταστεί μια από τις δύο μεγάλες παρατάξεις της χώρας, δηλαδή να μη διαλυθεί στις εκλογές. Πάνε εκείνα τα ηρωικά που θα«τελείωνε» τους άλλους μια για πάντα!..
Συνεπώς το κύριο πρόβλημα του Τσίπρα δεν είναι οι εκλογές. Είναι η διαχείριση της ήττας.
Αυτήν καλείται να διεκπεραιώσει. Και η πραγματική στόφα των πραγματικών ηγετών στη διαχείριση της ήττας φαίνεται.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 23/10/16 |
Ενα σημαντικό στέλεχος της κυβέρνησης παρατηρούσε πριν από λίγες μέρες: «Εφεξής κάθε μέρα θα είναι χειρότερη για εμάς και κάθε μέρα θα είναι καλύτερη για τον Μητσοτάκη».
Λογικό συμπέρασμα. «Να πάμε σε εκλογές πριν χειροτερεύσουν κι άλλο τα πράγματα για εμάς και πριν βελτιωθούν κι άλλο για τον Μητσοτάκη».
Το βέβαιο είναι πως μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο και σε ηγετικό επίπεδο έχουν διαμορφωθεί δύο απόψεις.
- Από τη μία πλευρά όσοι συμμερίζονται τον παραπάνω συλλογισμό και ελπίζουν πως αν γίνουν σύντομα εκλογές θα μπορέσουν να διατηρήσουν τον πρώτο ρόλο στην αντιπολίτευση με ένα ποσοστό γύρω στο 20% ή κάτι περισσότερο.
Είναι η θεωρία της δεξιάς παρένθεσης. Η οποία όμως μπορεί να ισχύσει μόνο αν ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και ως δεύτερο κόμμα φέρει ένα αξιοπρεπές εκλογικό αποτέλεσμα. Με τα σημερινά δεδομένα, δεν φαίνεται κάτι τέτοιο και συνεπώς το ρίσκο της κίνησης είναι υψηλό.
- Από την άλλη πλευρά όσοι θέλουν να παραμείνουν στην κυβέρνηση ελπίζοντας σε κάποια οικονομική αναλαμπή ή σε κάποιο τυχαίο γεγονός, ακόμη και στη συγκρότηση ενός καθεστώτος που θα τους δώσει διάρκεια και θα τους κρατήσει μετεκλογικά στο παιχνίδι.
Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται κατ' αρχήν να έχει πειστεί από τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου.
Ποντάρει στις εντυπώσεις αν πάρει κάτι από τους δανειστές στο χρέος και στις θετικές συνέπειες της ποσοτικής χαλάρωσης, αν εφαρμοστεί και στην Ελλάδα.
Με άλλα λόγια ελπίζει ότι αυτά θα έχουν πολιτική απόδοση στο εσωτερικό της χώρας ώστε με τη βοήθεια και ενός ανασχηματισμού να σταθεροποιήσει κάπως την κυβέρνησή του.
Μεταξύ μας, δύσκολο. Οταν κόβεις συντάξεις και αυξάνεις εισφορές, τρεις σκασίλες έχει ο άλλος για το «waiver of the step-up interest rate margin» που υπόσχεται (στην καλύτερη περίπτωση) το Γιούρογκρουπ για το χρέος.
Aλλωστε ούτε στην Ευρώπη τα πράγματα είναι πλέον τόσο ευνοϊκά για τον Τσίπρα όσο ήταν πέρυσι τέτοια εποχή. Οι σύμμαχοι λιγόστεψαν ή αποδυναμώθηκαν σημαντικά.
Οι ανασχηματισμοί, από την άλλη πλευρά, καλλιεργούν προσδοκίες που σπανίως επιβεβαιώνονται και παράγουν συνήθως αμφίβολα αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο ανασχηματισμός του Καραμανλή τον Ιανουάριο του 2009, ή του Σαμαρά τον Ιούνιο του 2014. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας ανασχηματισμός σηματοδότησε την αρχή του τέλους.
Ο,τι και αν επιλέξει όμως ο Πρωθυπουργός, εκλογές ή κυβέρνηση, το μεγάλο του πολιτικό πρόβλημα είναι ένα και εξαιρετικά προφανές: πώς θα διαχειριστεί τη ραγδαία αποδυνάμωση της κυβέρνησής του και συνακολούθως την ενίσχυση της ΝΔ.
Με το πρόσθετο ερώτημα αν αντέχει ο ίδιος να διαχειριστεί ψυχολογικά μια ήττα από τονΜητσοτάκη, ακόμη και με την ελπίδα μιας δεξιάς παρένθεσης.
Προς το παρόν, φαίνεται μάλλον δύσκολο. Στην αντιπαράθεσή τους έχει δώσει έναν οξύ προσωπικό τόνο που δεν βοηθάει τις ψύχραιμες συμπεριφορές.
Ο ίδιος μιλώντας στο Συνέδριο του κόμματός του περιόρισε πάντως αισθητά τις φιλοδοξίες του ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι το ζητούμενο είναι να καταστεί μια από τις δύο μεγάλες παρατάξεις της χώρας, δηλαδή να μη διαλυθεί στις εκλογές. Πάνε εκείνα τα ηρωικά που θα«τελείωνε» τους άλλους μια για πάντα!..
Συνεπώς το κύριο πρόβλημα του Τσίπρα δεν είναι οι εκλογές. Είναι η διαχείριση της ήττας.
Αυτήν καλείται να διεκπεραιώσει. Και η πραγματική στόφα των πραγματικών ηγετών στη διαχείριση της ήττας φαίνεται.
Αμαρτίες: Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η «Αυγή» με κυκλοφορία 1.184 φύλλα πήρε διαφήμιση από τέσσερις τράπεζες συνολικού ύψους 698.500 ευρώ κατά το 2015 και το α' εξάμηνο 2016. Τα μισά περίπου από την Τράπεζα Πειραιώς. Κατ' αναλογία κυκλοφορίας, το «Βήμα» θα έπρεπε να πάρει διαφήμιση 45 εκατομμύρια και το «Πρώτο Θέμα» 49 εκατομμύρια. Δεν τα πήραν. Η μια εξήγηση είναι ότι οι τράπεζες ενθουσιάστηκαν από τη στροφή της «Αυγής» στις ροζ αποκαλύψεις. Η άλλη ότι θέλησαν να εξιλεωθούν από τις αμαρτίες που τους καταλογίζει η «Αυγή» Η τρίτη ότι υπάρχει διαπλοκή μεταξύ τραπεζών και κομματικών μέσων ενημέρωσης που τυγχάνει το κόμμα τους να βρίσκεται στην κυβέρνηση. Διαλέξτε.
Παρακράτος
Το κρούσμα με την υποκλοπή και δημοσιοποίηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ενός ανώτατου δικαστή δεν είναι το πρώτο.
Είχε προηγηθεί η υποκλοπή και δημοσιοποίηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της«τρόικας».
Κοινό στοιχείο και στις δυο περιπτώσεις: ο εκβιασμός ή ο εκφοβισμός υπέρ της κυβέρνησης.
Και κοινό χαρακτηριστικό: κανείς άλλος από την κυβέρνηση δεν είχε το κίνητρο και την τεχνική δυνατότητα να ανατρέξει σε τέτοιες μεθόδους.
Τα υπόλοιπα (η «Αυγή», ο υπόκοσμος του Διαδικτύου, ο υπουργός Δικαιοσύνης...) παραλείπονται. Ως ευκόλως εννοούμενα.
Η εικόνα που προκύπτει είναι εφιαλτική και ταυτοχρόνως εύγλωττη. Για πρώτη φορά από το 1974 η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με φαινόμενα παρακράτους.
Ενα παρακράτος που διαθέτει επιχειρησιακό σκέλος, τη δική του «Καρφίτσα»- αντιεξουσιαστικές και τρομοκρατικές οργανώσεις πρόθυμες να βάλουν βόμβα στο σπίτι τηςΤσατάνη ή να επιτεθούν σε στόχους που (κατά σύμπτωση) ενοχλούν την κυβέρνηση.
Και έναν έμμισθο δημοσιογραφικό στρατό - «ηλεκτρονικό στρατό» καμάρωνε παλαιότερα η«Αυγή». Διότι ένα παρακράτος δεν έχει φίλους, ούτε οπαδούς. Εχει μόνο μισθοφόρους.
Οταν λοιπόν ο υπουργός Παππάς εμφανίζεται να κόπτεται για «τη λειτουργία της δημοκρατίας» και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του κατά της ανομίας γελούν κι οι κότες.
Οσοι καταλαβαίνουν, δεν γελούν. Κλαίνε.
Είναι ευτυχώς ομόθυμη η ηθική εξέγερση του νομικού κόσμου και όποιων πνευματικών ανθρώπων δεν σιτίζονται από κρατικό χρήμα.
Είναι εκκωφαντικές οι αντιδράσεις υπέρ της συνταγματικής τάξης όλων σχεδόν των φορέων που έχουν λόγο στη δημόσια ζωή.
[Αλήθεια, σε εκείνη την Επιτροπή για την Αναθεώρηση ενός Συντάγματος που απειλείται εξακολουθούν να μετέχουν ο Μουζέλης, ο Μίχαλος και οι χρήσιμοι πρυτάνεις;]
Είναι συγκινητική η ευαισθητοποίηση των απλών πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις κουβέντες, στον καθημερινό θυμό γι' αυτό που συμβαίνει στη χώρα.
Και είναι ενδιαφέρουσα η αφωνία θεσμικών προσώπων όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή (λίγων ευτυχώς) παραγόντων της αντιπολίτευσης που προτάσσουν την προστασία του τομαριού τους. «Κάτσε μη μας βγάλουν κι εμάς καμιά κασέτα!».
Τη φωτιά μπορείς να τη σβήσεις στην αρχή με ένα ποτήρι νερό. Αν την αφήσεις να φουντώσει, δεν είναι βέβαιο ότι θα σώσεις το σπίτι.
Και τώρα πλέον δεν μιλάμε ούτε για δικαστές, ούτε για δημοσιογράφους, ούτε για κανάλια, ούτε για πολιτικούς της μιας ή της άλλης άποψης.
Μιλάμε για το σπίτι.
Το κρούσμα με την υποκλοπή και δημοσιοποίηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ενός ανώτατου δικαστή δεν είναι το πρώτο.
Είχε προηγηθεί η υποκλοπή και δημοσιοποίηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της«τρόικας».
Κοινό στοιχείο και στις δυο περιπτώσεις: ο εκβιασμός ή ο εκφοβισμός υπέρ της κυβέρνησης.
Και κοινό χαρακτηριστικό: κανείς άλλος από την κυβέρνηση δεν είχε το κίνητρο και την τεχνική δυνατότητα να ανατρέξει σε τέτοιες μεθόδους.
Τα υπόλοιπα (η «Αυγή», ο υπόκοσμος του Διαδικτύου, ο υπουργός Δικαιοσύνης...) παραλείπονται. Ως ευκόλως εννοούμενα.
Η εικόνα που προκύπτει είναι εφιαλτική και ταυτοχρόνως εύγλωττη. Για πρώτη φορά από το 1974 η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με φαινόμενα παρακράτους.
Ενα παρακράτος που διαθέτει επιχειρησιακό σκέλος, τη δική του «Καρφίτσα»- αντιεξουσιαστικές και τρομοκρατικές οργανώσεις πρόθυμες να βάλουν βόμβα στο σπίτι τηςΤσατάνη ή να επιτεθούν σε στόχους που (κατά σύμπτωση) ενοχλούν την κυβέρνηση.
Και έναν έμμισθο δημοσιογραφικό στρατό - «ηλεκτρονικό στρατό» καμάρωνε παλαιότερα η«Αυγή». Διότι ένα παρακράτος δεν έχει φίλους, ούτε οπαδούς. Εχει μόνο μισθοφόρους.
Οταν λοιπόν ο υπουργός Παππάς εμφανίζεται να κόπτεται για «τη λειτουργία της δημοκρατίας» και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του κατά της ανομίας γελούν κι οι κότες.
Οσοι καταλαβαίνουν, δεν γελούν. Κλαίνε.
Είναι ευτυχώς ομόθυμη η ηθική εξέγερση του νομικού κόσμου και όποιων πνευματικών ανθρώπων δεν σιτίζονται από κρατικό χρήμα.
Είναι εκκωφαντικές οι αντιδράσεις υπέρ της συνταγματικής τάξης όλων σχεδόν των φορέων που έχουν λόγο στη δημόσια ζωή.
[Αλήθεια, σε εκείνη την Επιτροπή για την Αναθεώρηση ενός Συντάγματος που απειλείται εξακολουθούν να μετέχουν ο Μουζέλης, ο Μίχαλος και οι χρήσιμοι πρυτάνεις;]
Είναι συγκινητική η ευαισθητοποίηση των απλών πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις κουβέντες, στον καθημερινό θυμό γι' αυτό που συμβαίνει στη χώρα.
Και είναι ενδιαφέρουσα η αφωνία θεσμικών προσώπων όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή (λίγων ευτυχώς) παραγόντων της αντιπολίτευσης που προτάσσουν την προστασία του τομαριού τους. «Κάτσε μη μας βγάλουν κι εμάς καμιά κασέτα!».
Τη φωτιά μπορείς να τη σβήσεις στην αρχή με ένα ποτήρι νερό. Αν την αφήσεις να φουντώσει, δεν είναι βέβαιο ότι θα σώσεις το σπίτι.
Και τώρα πλέον δεν μιλάμε ούτε για δικαστές, ούτε για δημοσιογράφους, ούτε για κανάλια, ούτε για πολιτικούς της μιας ή της άλλης άποψης.
Μιλάμε για το σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου