Από την "Επένδυση"
Λατινοαμερικανική διολίσθηση
Του Φοίβου Καρζή
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ εξουσίας στη χώρα αρχίζει να αποκτά όχι απλώς ευδιάκριτα, αλλά εξώφθαλμα πια λατινοαμερικανικά χαρακτηριστικά.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ είναι η θεσμική αδιαφορία - όπου το θεσμικό κεκτημένο αντιμετωπίζεται εχθρικά, ως όχημα διατήρησης του πολιτικού κατεστημένου που η κυβέρνηση (βαυκαλίζεται ακόμη ότι) ήρθε να ανατρέψει, δηλαδή ως σύμβολο και οχυρό του «παλαιού καθεστώτος». Το εάν αυτό το θεσμικό κεκτημένο είναι η ουσία μιας δημοκρατίας που η χώρα αγωνίζεται να ανακτήσει –και όχι να αποκόψει οριστικά-μέσα στην κρίση είναι δευτερεύον, επειδή παρεμποδίζει ή δυσχεραίνει την ολοκλήρωση ενός πολιτικού σχεδίου.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ είναι η ανάδυση του «βαθέος κράτους» και των μηχανισμών του στην καθημερινόητα της άσκησης της εξουσίας, παράλληλα με την ώσμωση μεταξύ διακριτών εξουσιών, εκτελεστικής και δικαστικής. Δεν έχουμε φθάσει ακόμη στο επίπεδο της Αργεντινής της κυρίας Κίρχνερ, που η πολιτική της ρητορική είχε πολλά κοινά σημεία με εκείνη του κ. Τσίπρα και που στη διάρκεια της θητείας της αυτοκτόνησε κάτω από πολύ περίεργες συνθήκες ένας διαπρεπής εισαγγελέας που ερευνούσε την πιθανότητα δίωξης της για συγκάλυψη ενός μαζικού εγκλήματος του παρελθόντος. Αλλά οι συμπτώσεις αρχίζουν να δοκιμάζουν τα όρια της καλοπιστίας και της στατιστικής. Η σύζυγος του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος ερευνάται στο σπίτι της για μια υπόθεση που εκκρεμεί από πολλά χρόνια και η έρευνα συμβαίνει να γίνεται ακριβώς την ημέρα που ο ίδιος έχει αρνηθεί να δώσει στην κυβέρνηση μια τράπεζα για να διευκολύνει την εκτέλεση του πολιτικού της σχεδιασμού στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Και όταν το θέμα κρίνεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, από τον υπόκοσμο της δημοσιογραφίας ξεπηδά μια παλιά, ιδιαίτερα προσωπική αλληλογραφία, την οποία ο υπουργός Δικαιοσύνης σπεύδει να αξιοποιήσει για να ασκήσει πειθαρχική δίωξη σε βάρος του δικαστή - ενός προσώπου περιωπής, που χαίρει γενικής εκτίμησης, έχει επιρροή στους συναδέλφους τού και συμβαίνει επίσης να έχει ταχθεί κατά της συνταγματικότητας του νόμου για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών.
ΥΠΑΡΧΕΙ, όμως, και ένα τρίτο χαρακτηριστικό που δείχνει τη διολίσθηση της χώρας στο λατινοαμερικανικό μοντέλο δημοκρατίας. Και αυτό είναι η κατάρρευση κάθε έννοιας διαχειριστικής επάρκειας και σοβαρότητας ακόμα και σε αυτά που θεωρητικά θα ήταν τα ύστατα καταφύγια ενός λειτουργούντος κρατικού μηχανισμού. Η υπόθεση του τηλεγραφήματος του ΑΠΕ και η πύρινη απάντηση της χώρας σε δηλώσεις Ερντογάν που δεν έγιναν ποτέ είναι η πιο ακραία, σχεδόν γελοιογραφική εκδοχή - που θα προσφερόταν για διασκέδαση και χιούμορ, αν δεν αφορούσε τα πιο ευαίσθητα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Το κρατικό πρακτορείο έχει στην Τουρκία έναν ανταποκριτή, που μεταδίδει άλλα αντ' άλλων. Το υπουργείο Επικρατείας διαθέτει ένα γραφείο Τύπου στην Αγκυρα, το οποίο ο υπουργός Εξωτερικών κατονόμασε ως υπεύθυνο για την εσφαλμένη πληροφορία. Το υπουργείο Εξωτερικών διαθέτει μια πρεσβεία στην Αγκυρα, που είναι ένα ερώτημα εάν της ζητήθηκε να παράσχει και να σχολιάσει το περιεχόμενο των υποτιθέμενων δηλώσεων προτού εκδοθεί απάντηση. Και στην Αθήνα, οι κεντρικές υπηρεσίες απαντούν με πατριωτικό ενθουσιασμό, χωρίς να ζητήσουν το κείμενο της δήλωσης, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών, με καθυστέρηση μερικών ημερών, καλύπτει πλήρως την απάντηση που εκδόθηκε, λέγοντας ότι αφορούσε το σκέλος των πραγματικών δηλώσεων Ερντογάν. Είναι τόσο ακραία η επίδειξη έλλειψης σοβαρότητας, που ακόμα και για τη σημερινή κυβέρνηση είναι να απορεί κανείς πώς έφτασε σε αυτό το σημείο.
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ που εκπέμπεται προς τα έξω δεν χωρεί παρερμηνείες: πρόκειται για μια χώρα σε προϊούσα αποθέσμιση, χωρίς μηχανισμούς και με πολιτική στελέχωση, ξεκινώντας από την κορυφή, που συνδυάζει ανεπάρκεια και έλλειψη δέσμευσης στο ευρωπαϊκό πρότυπο. Αλλά η κατάντια δεν είναι δωρεάν, ιδίως όταν γίνεται βούκινο. Ο λογαριασμός, προσεχώς.
"Επένδυση", 22/10/16 |
Του Φοίβου Καρζή
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ εξουσίας στη χώρα αρχίζει να αποκτά όχι απλώς ευδιάκριτα, αλλά εξώφθαλμα πια λατινοαμερικανικά χαρακτηριστικά.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ είναι η θεσμική αδιαφορία - όπου το θεσμικό κεκτημένο αντιμετωπίζεται εχθρικά, ως όχημα διατήρησης του πολιτικού κατεστημένου που η κυβέρνηση (βαυκαλίζεται ακόμη ότι) ήρθε να ανατρέψει, δηλαδή ως σύμβολο και οχυρό του «παλαιού καθεστώτος». Το εάν αυτό το θεσμικό κεκτημένο είναι η ουσία μιας δημοκρατίας που η χώρα αγωνίζεται να ανακτήσει –και όχι να αποκόψει οριστικά-μέσα στην κρίση είναι δευτερεύον, επειδή παρεμποδίζει ή δυσχεραίνει την ολοκλήρωση ενός πολιτικού σχεδίου.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ είναι η ανάδυση του «βαθέος κράτους» και των μηχανισμών του στην καθημερινόητα της άσκησης της εξουσίας, παράλληλα με την ώσμωση μεταξύ διακριτών εξουσιών, εκτελεστικής και δικαστικής. Δεν έχουμε φθάσει ακόμη στο επίπεδο της Αργεντινής της κυρίας Κίρχνερ, που η πολιτική της ρητορική είχε πολλά κοινά σημεία με εκείνη του κ. Τσίπρα και που στη διάρκεια της θητείας της αυτοκτόνησε κάτω από πολύ περίεργες συνθήκες ένας διαπρεπής εισαγγελέας που ερευνούσε την πιθανότητα δίωξης της για συγκάλυψη ενός μαζικού εγκλήματος του παρελθόντος. Αλλά οι συμπτώσεις αρχίζουν να δοκιμάζουν τα όρια της καλοπιστίας και της στατιστικής. Η σύζυγος του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος ερευνάται στο σπίτι της για μια υπόθεση που εκκρεμεί από πολλά χρόνια και η έρευνα συμβαίνει να γίνεται ακριβώς την ημέρα που ο ίδιος έχει αρνηθεί να δώσει στην κυβέρνηση μια τράπεζα για να διευκολύνει την εκτέλεση του πολιτικού της σχεδιασμού στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών. Και όταν το θέμα κρίνεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, από τον υπόκοσμο της δημοσιογραφίας ξεπηδά μια παλιά, ιδιαίτερα προσωπική αλληλογραφία, την οποία ο υπουργός Δικαιοσύνης σπεύδει να αξιοποιήσει για να ασκήσει πειθαρχική δίωξη σε βάρος του δικαστή - ενός προσώπου περιωπής, που χαίρει γενικής εκτίμησης, έχει επιρροή στους συναδέλφους τού και συμβαίνει επίσης να έχει ταχθεί κατά της συνταγματικότητας του νόμου για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών.
ΥΠΑΡΧΕΙ, όμως, και ένα τρίτο χαρακτηριστικό που δείχνει τη διολίσθηση της χώρας στο λατινοαμερικανικό μοντέλο δημοκρατίας. Και αυτό είναι η κατάρρευση κάθε έννοιας διαχειριστικής επάρκειας και σοβαρότητας ακόμα και σε αυτά που θεωρητικά θα ήταν τα ύστατα καταφύγια ενός λειτουργούντος κρατικού μηχανισμού. Η υπόθεση του τηλεγραφήματος του ΑΠΕ και η πύρινη απάντηση της χώρας σε δηλώσεις Ερντογάν που δεν έγιναν ποτέ είναι η πιο ακραία, σχεδόν γελοιογραφική εκδοχή - που θα προσφερόταν για διασκέδαση και χιούμορ, αν δεν αφορούσε τα πιο ευαίσθητα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Το κρατικό πρακτορείο έχει στην Τουρκία έναν ανταποκριτή, που μεταδίδει άλλα αντ' άλλων. Το υπουργείο Επικρατείας διαθέτει ένα γραφείο Τύπου στην Αγκυρα, το οποίο ο υπουργός Εξωτερικών κατονόμασε ως υπεύθυνο για την εσφαλμένη πληροφορία. Το υπουργείο Εξωτερικών διαθέτει μια πρεσβεία στην Αγκυρα, που είναι ένα ερώτημα εάν της ζητήθηκε να παράσχει και να σχολιάσει το περιεχόμενο των υποτιθέμενων δηλώσεων προτού εκδοθεί απάντηση. Και στην Αθήνα, οι κεντρικές υπηρεσίες απαντούν με πατριωτικό ενθουσιασμό, χωρίς να ζητήσουν το κείμενο της δήλωσης, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών, με καθυστέρηση μερικών ημερών, καλύπτει πλήρως την απάντηση που εκδόθηκε, λέγοντας ότι αφορούσε το σκέλος των πραγματικών δηλώσεων Ερντογάν. Είναι τόσο ακραία η επίδειξη έλλειψης σοβαρότητας, που ακόμα και για τη σημερινή κυβέρνηση είναι να απορεί κανείς πώς έφτασε σε αυτό το σημείο.
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ που εκπέμπεται προς τα έξω δεν χωρεί παρερμηνείες: πρόκειται για μια χώρα σε προϊούσα αποθέσμιση, χωρίς μηχανισμούς και με πολιτική στελέχωση, ξεκινώντας από την κορυφή, που συνδυάζει ανεπάρκεια και έλλειψη δέσμευσης στο ευρωπαϊκό πρότυπο. Αλλά η κατάντια δεν είναι δωρεάν, ιδίως όταν γίνεται βούκινο. Ο λογαριασμός, προσεχώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου