Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
Ο ατελείωτος πόλεμος της κεραίας
Του Παύλου Τσίμα
Στις αθηναϊκές εφημερίδες της 13ης Νοεμβρίου 1951 δημοσιευόταν η είδηση πως «αντιπροσωπεία της αμερικανικής εταιρείας RCA ευρίσκεται εις τας Αθήνας διά την μελέτην των δυνατοτήτων εγκαταστάσεως σταθμού τηλεοράσεως εις την Ελλάδα». Λίγους μήνες αργότερα, ο υφυπουργός Συγκοινωνιών ανακοίνωνε πως «εις το εγγύς μέλλον θα επεκταθή και ενταύθα η τηλεόρασις». Και στις 11 Αυγούστου 1952 το «Βήμα» στην πρώτη του σελίδα ανακοίνωνε πως «εντός του 1953 θα λειτουργήσει ο πρώτος σταθμός τηλεοράσεως».
Fast forward. Οι εφημερίδες που τυπώθηκαν με ημερομηνία 21 Απριλίου 1967 (αλλά κατασχέθηκαν πριν φθάσουν στα περίπτερα) δημοσίευαν την είδηση πως είχε πραγματοποιηθεί (στις 20 Απριλίου '67!) σύσκεψη στο υπουργείο Συντονισμού, με θέμα «την εγκατάστασιν τηλεοράσεως εις την Ελλάδα» και είχε αποφασιστεί «η ανάθεσις του δικτύου εις το ΕΙΡ και η προκήρυξις νέου διεθνούς διαγωνισμού». Κι ύστερα ήρθε η δικτατορία. Και η Ελλάδα είδε επιτέλους τηλεόραση, μόλις το 1968 - τελευταία χώρα στην Ευρώπη.
Αλλά γιατί πέρασαν 17 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη αναγγελία μέχρι την εμφάνιση της τηλεόρασης; Γιατί κάθε χρόνο κάποια κυβέρνηση υποσχόταν «Τηλεόρασις εντός του έτους» και η υπόσχεση πνιγόταν στις αντιδράσεις και ματαιωνόταν; Γιατί ύστερα από τέσσερις διεθνείς διαγωνισμούς, μια διακρατική συμφωνία με την Ιταλία (να εξοφλήσει το υπόλοιπο των πολεμικών αποζημιώσεων εις είδος, αναθέτοντας στη RAI να στήσει το ελληνικό τηλεοπτικό δίκτυο) και δεκάδες προτάσεις από έλληνες και ξένους ενδιαφερομένους (από το ΕΙΡ, τη ΔΕΗ, την Εθνική και την Εμπορική Τράπεζα, από γάλλους, βρετανούς, ιάπωνες επενδυτές έως τα αμερικανικά δίκτυα CBS και ABC, που είχαν ενδιαφερθεί στα σοβαρά τη δεκαετία του 60), η Ελλάδα είδε τηλεόραση πολλά χρόνια αργότερα από ό,τι οι φτωχότερες γειτονικές της χώρες, όπως η Αλβανία ή τα Σκόπια;
Η απάντηση είναι - νομίζω - ότι σε καμιά άλλη χώρα στον κόσμο η πολιτική τάξη δεν αντιμετώπισε την τηλεόραση με τόσο τρόμο αποδίδοντάς της μυθικές, σατανικές δυνάμεις ελέγχου των συνειδήσεων και της πολιτικής ζωής. Και ταυτόχρονα με τέτοια ασυγκράτητη βουλιμία για τον έλεγχό της. Ο φόβος για την τηλεόραση οδηγούσε σε διαρκείς αναβολές - «καλύτερα να μη βάλουμε στην αυλή μας ένα θηρίο που δεν θα ελέγχουμε». Και η βουλιμία ελέγχου (δείγμα γραφής της οποίας υφίστατο τότε το ραδιόφωνο, η Ελληνική Ραδιοφωνία, την οποία η Ελένη Βλάχου είχε χαρακτηρίσει «ντροπή για ένα δημοκρατικό κράτος», το 1958, επί ΕΡΕ!) έκανε την αντιπολίτευση και τις εφημερίδες να ανεβαίνουν στα κάγκελα κάθε φορά που κάποια κυβέρνηση ανήγγελλε την πρόθεσή της να φέρει τηλεόραση στην Ελλάδα. «Πολυτελής ασυναρτησία» η δημιουργία τηλεόρασης, έγραφε σε ένα οκτάστηλο πρωτοσέλδιο άρθρο της η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα τον Ιούνιο του 1960, όταν ο Καραμανλής επανέφερε άλλη μία φορά τα τηλεοπτικά του σχέδια. Και συμπλήρωνε: «Αν όμως η κυβέρνησις την θεωρεί απαραίτητον, τότε δεν μένει άλλη λύσις από την παραχώρησίν της εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν».
Ο φόβος για τηλεόραση και η βουλιμία ελέγχου της οδήγησε τη μετεμφυλιακή δημοκρατία σε αδυναμία να λύσει το πρόβλημα. Το έλυσε η χούντα, με τον τρόπο της. Με την τηλεόραση του Γεωργαλά. Αλλά και η μεταδικτατορική δημοκρατία δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα προδικτατορικά της σύνδρομα. Ο ίδιος τρόμος για τις μυθοποιημένες δυνάμεις του μαγικού γυαλιού, η ίδια βουλιμία ελέγχου του οδήγησαν την ΕΡΤ τα χρόνια του μονοπωλίου της σε αλλεπάλληλες κρίσεις και διαρκή ευτελισμό. Καθυστέρησαν, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Και οδήγησαν στο διαρκές δράμα μιας πολιτείας που νομοθετεί τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, αλλά ξεχνά τους νόμους της γιατί τα κόμματα εξουσίας αισθάνονται ασφαλέστερα σε ένα αρρύθμιστο τοπίο. Το διπλό σύνδρομο φόβου και βουλιμίας είναι που γέννησε και ό,τι περιγράφεται με τον όρο πασπαρτού «διαπλοκή».
Το πράγμα είχε ξεκινήσει στραβά από την αρχή. Οι δύο άδειες για ιδιωτική τηλεόραση που είχε ανακοινώσει τον Ιούλιο του 1989 ο αρμόδιος υπουργός Θανάσης Κανελλόπουλος έγιναν τρεις μέχρι να έρθει ο νόμος στη Βουλή, δώδεκα μέχρι να εκδοθούν οι πρώτες άδειες, το 1993, και συνέχιζαν να πολλαπλασιάζονται όπως οι ιχθύες του Ευαγγελίου. Το είχε αναγγείλει με τον τρόπο του ο ίδιος ο Κανελλόπουλος. «Στη δύναμη ενός σταθμού μπορείς να αντιπαραθέσεις μόνο έναν άλλο σταθμό τηλεοράσεως» είχε πει τον Σεπτέμβριο του '89 στη Βουλή. Με σιωπηρή ομοφωνία τα πολιτικά κόμματα καλλιέργησαν τον πολλαπλασιασμό αυτό. Και με την ίδια ομοφωνία επέλεξαν να ακυρώσουν, από την πρώτη μέρα της ζωής του, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης στο οποίο υποτίθεται είχαν εκχωρήσει την εξουσία ελέγχου του τηλεοπτικού τοπίου. Ο παραδοσιακός φόβος για τη μυθοποιημένη δύναμη της τηλεόρασης, η παραδοσιακή βουλιμία ελέγχου της, κάποτε πιο ανοιχτή, κάποτε πιο συγκαλυμμένη. Κι ύστερα ήρθε ο Νίκος Παππάς.
Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η πρώτη πολιτική δύναμη που φαντάζεται για την τηλεόραση, για τα «κανάλια», μια δύναμη σχεδόν υπερφυσική, πολύ διαφορετική από αυτή που πράγματι έχουν. Γιατί μπορεί η τηλεόραση να δημιουργεί ισχυρά πολιτιστικά πρότυπα, καταναλωτικές συνήθειες ή μοντέλα αφήγησης του κόσμου που επηρεάζουν έμμεσα και την πολιτική συμπεριφορά (παραδόξως: πολιτικά ευνοημένος από αυτή τη λειτουργία της τηλεόρασης τα χρόνια της κρίσης ήταν ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά η άμεση επιρροή της στις τρέχουσες πολιτικές συμπεριφορές είναι, αποδεδειγμένα, με πολλαπλές αποδείξεις, μάλλον μικρή.
Η αλήθεια είναι επίσης πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η πρώτη πολιτική δύναμη που ονειρεύτηκε μια τηλεόραση υποταγμένη στη βούληση της κυβέρνησης την οποία ανέδειξε η «λαϊκή βούληση» διά των εκλογών, αλλεργική σε θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας της. Ολοι, ή σχεδόν όλοι, το ίδιο όνειρο έβλεπαν. Αλλά κανείς δεν το επιδίωξε από το '89 και ύστερα με τόσο βίαιο, μπρούτο, δημοκρατικά προβληματικό τρόπο και μάλιστα υπό την ιερή σημαία της μάχης εναντίον του «συστήματος».
Κρίμα. Αλλά η κακή έκβαση του εγχειρήματος, όσο τραυματική κι αν είναι για την κυβέρνηση ή για τη δημοκρατία, θα μπορούσε να γίνει μια νέα αρχή. Η αποτυχία της πιο ακραίας απόπειρας χειραγώγησης από τις πολλές που έχουμε δει, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια, καθυστερημένη έστω, ενηλικίωση της συζήτησης για τα οπτικοακουστικά μέσα και μια, με την ευρύτερη συναίνεση, αυτοδέσμευση του πολιτικού κόσμου να κάνει πράξη, επιτέλους, την υπόσχεση του μακρινού Σεπτεμβρίου 1989. Να «αποκοπεί η εξάρτηση της τηλεόρασης από την κυβέρνηση», να εκχωρηθεί στ' αλήθεια η εξουσία ελέγχου σε ένα αυθεντικά ανεξάρτητο και ισχυρό ΕΣΡ.
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 28-30/10/16 |
Ο ατελείωτος πόλεμος της κεραίας
Του Παύλου Τσίμα
Στις αθηναϊκές εφημερίδες της 13ης Νοεμβρίου 1951 δημοσιευόταν η είδηση πως «αντιπροσωπεία της αμερικανικής εταιρείας RCA ευρίσκεται εις τας Αθήνας διά την μελέτην των δυνατοτήτων εγκαταστάσεως σταθμού τηλεοράσεως εις την Ελλάδα». Λίγους μήνες αργότερα, ο υφυπουργός Συγκοινωνιών ανακοίνωνε πως «εις το εγγύς μέλλον θα επεκταθή και ενταύθα η τηλεόρασις». Και στις 11 Αυγούστου 1952 το «Βήμα» στην πρώτη του σελίδα ανακοίνωνε πως «εντός του 1953 θα λειτουργήσει ο πρώτος σταθμός τηλεοράσεως».
Fast forward. Οι εφημερίδες που τυπώθηκαν με ημερομηνία 21 Απριλίου 1967 (αλλά κατασχέθηκαν πριν φθάσουν στα περίπτερα) δημοσίευαν την είδηση πως είχε πραγματοποιηθεί (στις 20 Απριλίου '67!) σύσκεψη στο υπουργείο Συντονισμού, με θέμα «την εγκατάστασιν τηλεοράσεως εις την Ελλάδα» και είχε αποφασιστεί «η ανάθεσις του δικτύου εις το ΕΙΡ και η προκήρυξις νέου διεθνούς διαγωνισμού». Κι ύστερα ήρθε η δικτατορία. Και η Ελλάδα είδε επιτέλους τηλεόραση, μόλις το 1968 - τελευταία χώρα στην Ευρώπη.
Αλλά γιατί πέρασαν 17 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη αναγγελία μέχρι την εμφάνιση της τηλεόρασης; Γιατί κάθε χρόνο κάποια κυβέρνηση υποσχόταν «Τηλεόρασις εντός του έτους» και η υπόσχεση πνιγόταν στις αντιδράσεις και ματαιωνόταν; Γιατί ύστερα από τέσσερις διεθνείς διαγωνισμούς, μια διακρατική συμφωνία με την Ιταλία (να εξοφλήσει το υπόλοιπο των πολεμικών αποζημιώσεων εις είδος, αναθέτοντας στη RAI να στήσει το ελληνικό τηλεοπτικό δίκτυο) και δεκάδες προτάσεις από έλληνες και ξένους ενδιαφερομένους (από το ΕΙΡ, τη ΔΕΗ, την Εθνική και την Εμπορική Τράπεζα, από γάλλους, βρετανούς, ιάπωνες επενδυτές έως τα αμερικανικά δίκτυα CBS και ABC, που είχαν ενδιαφερθεί στα σοβαρά τη δεκαετία του 60), η Ελλάδα είδε τηλεόραση πολλά χρόνια αργότερα από ό,τι οι φτωχότερες γειτονικές της χώρες, όπως η Αλβανία ή τα Σκόπια;
Η απάντηση είναι - νομίζω - ότι σε καμιά άλλη χώρα στον κόσμο η πολιτική τάξη δεν αντιμετώπισε την τηλεόραση με τόσο τρόμο αποδίδοντάς της μυθικές, σατανικές δυνάμεις ελέγχου των συνειδήσεων και της πολιτικής ζωής. Και ταυτόχρονα με τέτοια ασυγκράτητη βουλιμία για τον έλεγχό της. Ο φόβος για την τηλεόραση οδηγούσε σε διαρκείς αναβολές - «καλύτερα να μη βάλουμε στην αυλή μας ένα θηρίο που δεν θα ελέγχουμε». Και η βουλιμία ελέγχου (δείγμα γραφής της οποίας υφίστατο τότε το ραδιόφωνο, η Ελληνική Ραδιοφωνία, την οποία η Ελένη Βλάχου είχε χαρακτηρίσει «ντροπή για ένα δημοκρατικό κράτος», το 1958, επί ΕΡΕ!) έκανε την αντιπολίτευση και τις εφημερίδες να ανεβαίνουν στα κάγκελα κάθε φορά που κάποια κυβέρνηση ανήγγελλε την πρόθεσή της να φέρει τηλεόραση στην Ελλάδα. «Πολυτελής ασυναρτησία» η δημιουργία τηλεόρασης, έγραφε σε ένα οκτάστηλο πρωτοσέλδιο άρθρο της η «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα τον Ιούνιο του 1960, όταν ο Καραμανλής επανέφερε άλλη μία φορά τα τηλεοπτικά του σχέδια. Και συμπλήρωνε: «Αν όμως η κυβέρνησις την θεωρεί απαραίτητον, τότε δεν μένει άλλη λύσις από την παραχώρησίν της εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν».
Ο φόβος για τηλεόραση και η βουλιμία ελέγχου της οδήγησε τη μετεμφυλιακή δημοκρατία σε αδυναμία να λύσει το πρόβλημα. Το έλυσε η χούντα, με τον τρόπο της. Με την τηλεόραση του Γεωργαλά. Αλλά και η μεταδικτατορική δημοκρατία δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα προδικτατορικά της σύνδρομα. Ο ίδιος τρόμος για τις μυθοποιημένες δυνάμεις του μαγικού γυαλιού, η ίδια βουλιμία ελέγχου του οδήγησαν την ΕΡΤ τα χρόνια του μονοπωλίου της σε αλλεπάλληλες κρίσεις και διαρκή ευτελισμό. Καθυστέρησαν, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Και οδήγησαν στο διαρκές δράμα μιας πολιτείας που νομοθετεί τη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, αλλά ξεχνά τους νόμους της γιατί τα κόμματα εξουσίας αισθάνονται ασφαλέστερα σε ένα αρρύθμιστο τοπίο. Το διπλό σύνδρομο φόβου και βουλιμίας είναι που γέννησε και ό,τι περιγράφεται με τον όρο πασπαρτού «διαπλοκή».
Το πράγμα είχε ξεκινήσει στραβά από την αρχή. Οι δύο άδειες για ιδιωτική τηλεόραση που είχε ανακοινώσει τον Ιούλιο του 1989 ο αρμόδιος υπουργός Θανάσης Κανελλόπουλος έγιναν τρεις μέχρι να έρθει ο νόμος στη Βουλή, δώδεκα μέχρι να εκδοθούν οι πρώτες άδειες, το 1993, και συνέχιζαν να πολλαπλασιάζονται όπως οι ιχθύες του Ευαγγελίου. Το είχε αναγγείλει με τον τρόπο του ο ίδιος ο Κανελλόπουλος. «Στη δύναμη ενός σταθμού μπορείς να αντιπαραθέσεις μόνο έναν άλλο σταθμό τηλεοράσεως» είχε πει τον Σεπτέμβριο του '89 στη Βουλή. Με σιωπηρή ομοφωνία τα πολιτικά κόμματα καλλιέργησαν τον πολλαπλασιασμό αυτό. Και με την ίδια ομοφωνία επέλεξαν να ακυρώσουν, από την πρώτη μέρα της ζωής του, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης στο οποίο υποτίθεται είχαν εκχωρήσει την εξουσία ελέγχου του τηλεοπτικού τοπίου. Ο παραδοσιακός φόβος για τη μυθοποιημένη δύναμη της τηλεόρασης, η παραδοσιακή βουλιμία ελέγχου της, κάποτε πιο ανοιχτή, κάποτε πιο συγκαλυμμένη. Κι ύστερα ήρθε ο Νίκος Παππάς.
Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η πρώτη πολιτική δύναμη που φαντάζεται για την τηλεόραση, για τα «κανάλια», μια δύναμη σχεδόν υπερφυσική, πολύ διαφορετική από αυτή που πράγματι έχουν. Γιατί μπορεί η τηλεόραση να δημιουργεί ισχυρά πολιτιστικά πρότυπα, καταναλωτικές συνήθειες ή μοντέλα αφήγησης του κόσμου που επηρεάζουν έμμεσα και την πολιτική συμπεριφορά (παραδόξως: πολιτικά ευνοημένος από αυτή τη λειτουργία της τηλεόρασης τα χρόνια της κρίσης ήταν ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά η άμεση επιρροή της στις τρέχουσες πολιτικές συμπεριφορές είναι, αποδεδειγμένα, με πολλαπλές αποδείξεις, μάλλον μικρή.
Η αλήθεια είναι επίσης πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η πρώτη πολιτική δύναμη που ονειρεύτηκε μια τηλεόραση υποταγμένη στη βούληση της κυβέρνησης την οποία ανέδειξε η «λαϊκή βούληση» διά των εκλογών, αλλεργική σε θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας της. Ολοι, ή σχεδόν όλοι, το ίδιο όνειρο έβλεπαν. Αλλά κανείς δεν το επιδίωξε από το '89 και ύστερα με τόσο βίαιο, μπρούτο, δημοκρατικά προβληματικό τρόπο και μάλιστα υπό την ιερή σημαία της μάχης εναντίον του «συστήματος».
Κρίμα. Αλλά η κακή έκβαση του εγχειρήματος, όσο τραυματική κι αν είναι για την κυβέρνηση ή για τη δημοκρατία, θα μπορούσε να γίνει μια νέα αρχή. Η αποτυχία της πιο ακραίας απόπειρας χειραγώγησης από τις πολλές που έχουμε δει, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια, καθυστερημένη έστω, ενηλικίωση της συζήτησης για τα οπτικοακουστικά μέσα και μια, με την ευρύτερη συναίνεση, αυτοδέσμευση του πολιτικού κόσμου να κάνει πράξη, επιτέλους, την υπόσχεση του μακρινού Σεπτεμβρίου 1989. Να «αποκοπεί η εξάρτηση της τηλεόρασης από την κυβέρνηση», να εκχωρηθεί στ' αλήθεια η εξουσία ελέγχου σε ένα αυθεντικά ανεξάρτητο και ισχυρό ΕΣΡ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου