οι κηπουροι τησ αυγησ

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

"...Κριτική στις ενέργειες του Φαναρίου στο Ουκρανικό μπορεί να ασκείται, όμως πηγές από την Εκκλησία της Αλβανίας επισημαίνουν πως σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν υπάρχει αλλά ούτε και κόντρα Αναστάσιου - Βαρθολομαίου. Στόχος της αλληλογραφίας ήταν να εκφραστεί ξεκάθαρα ο προβληματισμός και η αγωνία για το ουκρανικό ζήτημα. «Θέλουμε να βοηθήσουμε για να δούμε τι μπορεί να γίνει στο μέλλον προκειμένου να μη φτάσουμε σε ένα Σχίσμα»..."

Από "ΤΑ ΝΕΑ", και...


"ΤΑ ΝΕΑ", 01/04/19

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗ


Προβληματισμός, επιφυλάξεις, πολλές αρνήσεις. Αυτές οι λέξεις αποτυπώνουν ανάγλυφα το κλίμα αναταραχής που παρατηρείται στις τάξεις της Ορθοδοξίας τρεις μήνες μετά τη χορήγηση αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ουκρανίας. Το ουκρανικό ζήτημα ακόμη διχάζει. Απόδειξη των παραπάνω δεν είναι μόνο το γεγονός πως καμία Εκκλησία, πλην της Κωνσταντινουπόλεως - με πρώτο βέβαια το Πατριαρχείο Μόσχας - δεν έχει αναγνωρίσει την Αυτοκέφαλη πλέον Εκκλησία της Ουκρανίας και δεν μνημονεύει τον επικεφαλής της. Ακόμη και οι ελληνόφωνες Εκκλησίες που παραδοσιακά βρίσκονται στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου προειδοποιούν για τον κίνδυνο διχασμού της Ορθοδοξίας και ζητούν τη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου.


Η περίπτωση της Εκκλησίας της Αλβανίας που έχει στο τιμόνι της μία από τις πιο νηφάλιες φωνές της Ορθοδοξίας, τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, είναι ενδεικτική. Η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας δημοσιοποίησε μία δεύτερη επιστολή που έστειλε στις 21 Μαρτίου ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, προειδοποιώντας εκ νέου για τον κίνδυνο «διασάλευσης της ενότητας της Ορθοδοξίας». Τη δημοσίευσε ακέραια, όπως και την προηγούμενη, και γιατί είχε αρχίσει να διαρρέεται πως η Εκκλησία της Αλβανίας βρίσκεται σε «πόλεμο» με το Φανάρι (μετά την αλληλογραφία των δύο πλευρών το προηγούμενο δίμηνο) αλλά και επειδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν απάντησε στις απορίες της αλβανικής Εκκλησίας.


Το γράμμα

Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσεως επιμένει και σ' αυτό το γράμμα στον προβληματισμό του πως η επιδιωχθείσα ειρήνευση στην Ουκρανία δεν έχει επιτευχθεί. Αυτό συμβαίνει, εξηγεί, «εφόσον ενενήντα αρχιερείς και άνω των δώδεκα χιλιάδων ενοριών δεν ευρίσκονται εν κοινωνία μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι «είναι ορατός ο κίνδυνος διασπάσεως της ανά την Οικουμένην Ορθοδόξου Εκκλησίας». Και διατυπώνει ξανά ερωτήματα για την επαναφορά του αυτοαποκαλούμενου Πατριάρχη Κιέβου Φιλάρετου στην κανονικότητα και για το κατά πόσο είναι έγκυρες οι χειροτονίες που έχει κάνει.

Κριτική στις ενέργειες του Φαναρίου στο Ουκρανικό μπορεί να ασκείται, όμως πηγές από την Εκκλησία της Αλβανίας επισημαίνουν πως σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν υπάρχει αλλά ούτε και κόντρα Αναστάσιου - Βαρθολομαίου. Στόχος της αλληλογραφίας ήταν να εκφραστεί ξεκάθαρα ο προβληματισμός και η αγωνία για το ουκρανικό ζήτημα. «Θέλουμε να βοηθήσουμε για να δούμε τι μπορεί να γίνει στο μέλλον προκειμένου να μη φτάσουμε σε ένα Σχίσμα».

Μειλίχιο ύφος

Αλλωστε, οι επιστολές απηχούν το μειλίχιο ύφος του Αναστάσιου. Μάλιστα, απευθύνει θερμή παράκληση στον Οικουμενικό Πατριάρχη να συγκαλέσει το συντομότερο δυνατό «Πανόρθοδοξη Σύναξη ή Σύνοδο προκειμένου να προληφθεί ο εμφανής κίνδυνος δημιουργίας οδυνηρού Σχίσματος απειλούντος την αξιοπιστία της Ορθοδοξίας».
Πάντως ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εκφράζει - σε ήπιους τόνους - και μία ενόχληση επειδή το Φανάρι είχε αφήσει υπαινιγμούς πως μπορεί η Εκκλησία της Αλβανίας να επηρεάστηκε από άλλες Εκκλησίες. Διευκρινίζει ότι ο ίδιος έχει αποδείξει εμπράκτως την αφοσίωσή του στον Βαρθολομαίο και πως σε περίπτωση που το ουκρανικό ζήτημα καταλήξει σε Σχίσμα - «ο Θεός να μην το επιτρέψει» - η Εκκλησία της Αλβανίας θα παραμείνει σταθερά στο πλευρό του Φαναρίου.


Παρόμοιες ενστάσεις και προβληματισμούς έχουν εκφράσει και άλλες ελληνόφωνες Εκκλησίες. Αρκετές αντιδρούν διότι γνωρίζουν πως το θέμα έχει γεωπολιτικές και πολιτικές παραμέτρους. Η Εκκλησία της Κύπρου - που ανέκαθεν διατηρεί καλές επαφές με τη Μόσχα - σε πρόσφατη απόφαση της Συνόδου της για το Ουκρανικό στηρίζει την κίνηση του Φαναρίου να δώσει την αυτοκεφαλία αλλά ταυτόχρονα εξέφρασε και έντονες επιφυλάξεις.

Την τακτική των «ιερών» καθυστερήσεων ακολουθεί όμως στο θέμα της αναγνώρισης της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας και η Εκκλησία της Ελλάδος. Το ζήτημα παραπέμφθηκε για μελέτη σε δύο συνοδικές επιτροπές. Αλλά και το Πατριαρχείο Αντιοχείας με επιστολή του προς το Φανάρι έχει ξεκαθαρίσει πως η χορήγηση ανεξαρτησίας στη νέα Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας δεν θα φέρει ειρήνη ή αρμονία ούτε στην Ουκρανία ούτε στον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο.


Οσο για τις Εκκλησίες που βρίσκονται υπό την επιρροή της Ρωσίας ή διατηρούν μαζί της πολύ καλές σχέσεις με δηλώσεις και επιστολές τους προς το Φανάρι - και μάλιστα σε ιδιαίτερα επιθετικό και επικριτικό ύφος - ξεκαθαρίζουν πως δεν θα αναγνωρίσουν την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας.


ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΤ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η διείσδυση του Ευσεβισμού στην Ελλαδική Εκκλησία του 20ού αιώνα συνιστούσε κίνδυνο θεολογικής αλλοίωσης με πολλαπλές εκκλησιαστικές συνέπειες. Δημιούργησε δε κρίση στις σχέσεις με την ελληνική κοινωνία, σχεδόν καταστροφική, όταν μεγάλη μερίδα εκπροσώπων του Ευσεβισμού υποστήριξαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974). Αυτή ειδικά η κρίση γέννησε διάφορα ρεύματα «απόκλισης» από το κίνημα του Ευσεβισμού. Ενα μεγάλο μέρος «εκκλησιοποιήθηκε» με την προσέλευση στον μοναχισμό, ο οποίος γνώρισε νέα άνθηση. Αλλοι πάλι επέλεξαν τις αγκάλες των «νεορθοδόξων», ενώ πολλοί εξ αυτών γοητεύτηκαν από τη θεολογική παραγωγή των σλαβόφιλων θεολόγων που είχαν καταφύγει στη Δύση μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917). Το περίεργο είναι πως οι εν Ελλάδι θαυμαστές τους αγνοούσαν ότι η παραγωγή αυτή είχε «ενισχυθεί» δραστήρια από τις δυτικές κυβερνήσεις, προκειμένου να ανακοπεί ο προελαύνων τότε κομμουνιστικός κίνδυνος.

Το πρόβλημα, όμως, που γεννούσε η πνευματοκεντρική ευχαριστιακή εκκλησιολογία των σλαβόφιλων θεολόγων ήταν η αποσύνδεση από τη χριστοκεντρική εκκλησιολογία της Πατερικής Παράδοσης. Απέρριπταν τη χριστοκεντρική οντολογία της Εκκλησίας, αλλά και της θείας Ευχαριστίας. Ετσι, μεταξύ άλλων, οδηγούνταν στο καθόλα αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο επίσκοπος ασκεί εξουσία στην τοπική εκκλησία επειδή προΐσταται της ευχαριστιακής σύναξης, ενώ η εξουσία του προέρχεται από την αποστολική διαδοχή που χορηγήθηκε πλήρως από τον ίδιο τον Χριστό στους αποστόλους και στους διαδόχους τους, τους επισκόπους, καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς µοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡµεῖς ἕν ἐσµεν (Ιω. 17,22).

Υπό τους ανωτέρω όρους κρινόμενη η επιστολή του Αρχιεπισκόπου Τιράνων Αναστασίου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο (14.01.2019) στερείται ασφαλούς τεκμηρίωσης, καθώς προβάλει πλαγίως πλην σαφώς το εκκλησιολογικά μη παραδεκτό επιχείρημα ότι η Ενωτική Σύνοδος του Κιέβου (15.12.2018) κατέστη ατελής, αφού μετείχαν σε αυτήν επίσκοποι καθαιρεθέντες ή χειροτονηθέντες από καθαιρεθέντες. Βρίσκεται δε σε αναντιστοιχία προς τη Συνοδική Παράδοση της Ανατολής, αφού ακόμη και ιστορικά πρόσφατα η λύση του Σχίσματος της Βουλγαρικής Εκκλησίας (1945), παρά τον αφορισμό των πρωταίτιων του Σχίσματος από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, δεν έθετε ζητήματα κανονικότητας του κλήρου ή των τελεσθέντων μυστηρίων.

Η αμφισβήτηση από την Εκκλησία της Αλβανίας της κανονικότητας της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης απονομής της Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας από τον Οικουμενικό Θρόνο (6.1.2019), είναι αμφισβήτηση του ίδιου του καθεστώτος της Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία ανασυγκροτήθηκε με ενέργειες και αγώνες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1992) παρά τις αντιδράσεις νεόκοπων φίλων της. Παράλληλα τότε είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται η στείρα και έμμεση αμφισβήτηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τους σλαβόφιλους κύκλους, που κορυφώθηκε με την άρνηση της Ρωσικής Εκκλησίας να συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κρήτη (2016). Εκεί, και με τη συμμετοχή της Εκκλησίας της Αλβανίας, διασώθηκε η ενότητα της Ορθοδοξίας, και αποτράπηκαν τελικά τα σχέδια μετατροπής της σε μια «Ομοσπονδία Εκκλησιών», όπως ονειρευόταν κάποτε ο Τίτο και άλλοι κομμουνιστές ηγέτες των Βαλκανίων.

Αλλά όπως τότε αμφισβητήθηκε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας (2016) από ευσεβιστικούς κύκλους, έτσι και τώρα οι ίδιοι κύκλοι αμφισβήτησαν την επίλυση του ουκρανικού προβλήματος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο!


...η θέση  ενός Μητροπολίτη από το κομματικό δελτίο της "ΑΥΓΗΣ", υπέρ της αυτοκεφαλίας
της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας 

"Η ΑΥΓΗ  ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 31/03/19

Του Ανδρέα Νανάκη*

Με την ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας (1870) ξεκίνησε η δημιουργία του βουλγαρικού έθνους - κράτους ως εκκλησιαστικής, κατ’ αρχάς, οντότητας σε συγκεκριμένες επαρχίες. Οι διεργασίες όμως της βουλγαρικής εθνογένεσης ξεκινούν περί τις αρχές του 19ου αιώνα, με τη διαμόρφωση μιας ηγέτιδας γενιάς πεπαιδευμένων κληρικών και λαϊκών ενισχυομένων οικονομικά από τους ομογενείς τους εμποροπραματευτάδες. Πολλοί από την ελίτ αυτή είχαν φοιτήσει στα σχολεία του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και των αστικών κέντρων που ίδρυε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι’ αυτό και αρκετοί ήταν δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι. Το φιρμάνι του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ (1870) έδινε τη δυνατότητα ένταξης στην Εξαρχία περιοχών όπου οι ορθόδοξοι πληθυσμοί θα το ζητούσαν κατά τα 2/3, με συνέπεια τις βιαιοπραγίες στο Μακεδονικό Αγώνα (1901-1904). Οι όροι πατριαρχικός και εξαρχικός νοηματοδοτούνται εθνικά: πατριαρχικός = Έλληνας, εξαρχικός = Βούλγαρος. Σύνολη η εξέλιξη του βουλγαρικού εγχειρήματος καθοδηγείται, θεωρητικά και οικονομικά, από τη Ρωσία και τον πανσλαβισμό, με κορυφαίο επίτευγμα τη Μεγάλη Βουλγαρία, που περιελάμβανε την ελληνική Μακεδονία, εκτός Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, αλλά και τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, όπως όριζε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), την οποία ακύρωσε η Συνθήκη του Βερολίνου (1878).

Στην Κωνσταντινούπολη συνήλθε το 1872 σύνοδος η οποία καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό και την εξαρχία. Η καταδίκη της εξαρχίας διά του εθνοφυλετισμού ενδυνάμωνε τις εθνικές ταυτότητες των βαλκανικών κρατών, οι ελίτ των οποίων προέτασσαν της Εκκλησίας το έθνος.

Η ενότητα του ορθόδοξου κόσμου

Ο μητροπολίτης Αγχιάλου Βασίλειος, σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, προκειμένου να συμβάλει στην επούλωση του βουλγαρικού σχίσματος, συνέγραψε το 1874 «πραγματεία περί του κύρους της χειροτονίας κληρικών υπό επισκόπου καθηρημένου και σχισματικού χειροτονηθέντων», που εξέδωσε το 1887 ως μητροπολίτης Σμύρνης. Η συγγραφή και η έκδοση της πραγματείας του Βασιλείου διακονούσε έναν βαθύτατα εκκλησιαστικό σκοπό, την ενότητα του ορθόδοξου κόσμου. Ο Βασίλειος τεκμηριώνει αγιοπατερικά την κανονικότητα των χειροτονιών που είχαν γίνει από την εξαρχία.

Η μακροημέρευση του σχίσματος ανησυχούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευρύτερα την πρεσβυγενή Ορθοδοξία.

Ο Βασίλειος, σύμφωνα με προξενική έκθεση του 1900 «Σλαύος στο γένος και το φρόνημα», γεννημένος στη Ζαγοριτσάνη Καστοριάς, σχολάρχης της Χάλκης, μητροπολίτης Αγχιάλου (1865-1884) και Σμύρνης (1884-1910), εντάσσεται με τη γέννησή του ως ορθόδοξος στην πυραμίδα της εθναρχούσας Εκκλησίας, στο ορθόδοξο μιλέτι των Ρωμιών, με κεφαλή τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Όπως πολλοί άλλοι Ρωμιοί του ορθόδοξου μιλετιού, σλαβόφωνοι, αρβανιτόφωνοι, βλαχόφωνοι, τουρκόφωνοι, σπουδάζει στα σχολεία του ελληνισμού της Εθναρχούσας Εκκλησίας. Με την «πραγματεία» του, την εμπνευσμένη και από την αγιοπνευματική βιοτή του, αποφαίνεται για την κανονικότητα των χειροτονιών από καθηρημένους και σχισματικούς επισκόπους και ανοίγει τον δρόμο για την άρση του σχίσματος της βουλγαρικής εξαρχίας, ώστε να μην προστεθεί στον εθνοφυλετικό φανατισμό των Βούλγαρων η αντιπαλότητα του εκκλησιαστικού σχίσματος, όπως εκδηλώθηκε στις αιματηρές συγκρούσεις του Μακεδονικού Αγώνα (1901-1904) και στη βουλγαρική κατοχή της ελληνικής Μακεδονίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αντιπαλότητα Μόσχας - Κιέβου

Η Ρωσία, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα, με το σχίσμα της βουλγαρικής εξαρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προώθησε τη συγκρότηση του βουλγαρικού έθνους - κράτους, στον 20ό και τον 21ο αιώνα για στην Ουκρανία κινείται σε αντίστροφη τροχιά. Κατέστειλε τους αγώνες των Ουκρανών για εθνική ανεξαρτησία κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, η δε Σοβιετική Ένωση με τη δημιουργία της συμπεριέλαβε στην ομοσπονδία της την Ουκρανία. Όμως, τα θύματα από τους ουκρανικούς λιμούς, περί τα πέντε εκατομμύρια στα 1918-1922 και περί τα έξι εκατομμύρια στα 1932-1933, ενίσχυσαν και σφυρηλάτησαν την αντιπαλότητα Μόσχας-Κιέβου. Η εθνική ταυτότητα και συνείδηση της Ουκρανίας ενδυναμώθηκε και εδραιώθηκε από αυτούς τους λιμούς, ιδιαίτερα από τον δεύτερο. Τούτο είναι αδιαμφισβήτητο, ακόμη και από όσους υιοθετούν τις πλέον αθωωτικές αιτιολογίες της ρωσικής πλευράς για τον λιμό των εκατομμυρίων θυμάτων της σταλινικής εποχής.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης επέφερε και την εκκλησιαστική κρίση στην Ουκρανία. Από το 1991, έτος ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, έως το 2018 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσδοκούσε από το Πατριαρχείο Μόσχας, της μετασοβιετικής εποχής, να βοηθήσει στην επίλυση του εκκλησιαστικού σχίσματος της χώρας. Τελικά, ο Κωνσταντινουπόλεως, με δυσεύρετη διάκριση (είναι χαρακτηριστικό ότι κάλεσε εγγράφως τον μητροπολίτη Ονούφριο να συμμετάσχει στη σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας το 2018, αλλά και να είναι υποψήφιος προκειμένου να εκλεγεί πρόεδρός της) και εν μέσω επανειλημμένων εκκλήσεων και αιτήματων από τους θεσμικούς εκπροσώπους του ουκρανικού λαού, προχώρησε στο αυτονόητο. Παραχώρησε εκ των κανονικών εδαφικών του δικαιοδοσιών ένα ακόμη αυτοκέφαλο, όπως έπραξε με όλα τα έθνη-κράτη των Βαλκανίων.

Η άρση του βουλγαρικού σχίσματος έγινε το 1945, με την επίδοση του τόμου της αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Βουλγαρίας από τον Πατριάρχη Βενιαμίν. Το 1961 ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εξύψωσε τη βουλγαρική Εκκλησία σε Πατριαρχείο. Ωστόσο, η μακροημέρευση του βουλγαρικού σχίσματος πλεόνασε τα δεινά των Ελλήνων και της Ελλάδας στον Μακεδονικό Αγώνα και στη βουλγαρική κατοχή της ελληνικής Μακεδονίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενήργησε ώστε, το συντομότερο, να λάβει τέλος το σχίσμα. Σήμερα, ως η αρμόδια και πρωτεύθυνη για την ενότητα των ορθοδόξων Εκκλησία, μεριμνά και αναμένει την αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Ουκρανίας. Η πρεσβυγενής Ορθοδοξία, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας και η Αρχιεπισκοπή της Κύπρου έχουν τον πρώτο λόγο. Η «πραγματεία» του Αγχιάλου Βασιλείου και οι μελέτες καθηγητών και επαϊόντων επιλύουν εκκλησιολογικά και κανονικά το ζήτημα. Η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, με προσευχητική αγωνία για την ενότητά της, προσδοκά την αναγνώριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας.

* Ο Ανδρέας Νανάκης είναι μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου