οι κηπουροι τησ αυγησ

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

"...Κάθε εβδομάδα ωστόσο, για τα επόμενα είκοσι χρόνια, κατέβαινε ινκόγκνιτο από τους ουρανούς, περνούσε από την αγορά και - φορτωμένος ψώνια - έφτανε στην πράσινη πόρτα με τα γιασεμιά πλάι στο σιδεράδικο, «ανοίξτε στον μπαμπά!» φώναζε εύθυμα. Παίζανε μπάλα, τον χαρτζηλίκωνε, του έδινε συμβουλές. Μέχρι και σε μπουρδέλο είχε αποφασίσει να τον πάει. Ευτυχώς ο μικρός βρήκε γκόμενα. Και ο Ιησούς τη γλίτωσε...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 26-28/04/19
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΩΜΕΝΙΔΗ

Μπορεί να διαθέτει χάρισμα απαράμιλλο ο πιο προβεβλημένος των ελλήνων μυθιστοριογράφων, η συγκεκριμένη όμως ιδέα του είναι για γέλια. Και δεν χρειάζεται να έχεις καν γνωρίσει τον Ιησού για να το αντιληφθείς αυτό.

Τι ισχυρίζεται; Οτι στο παρά πέντε του «Τετέλεσται» παρουσιάστηκε ο Διάβολος μεταμφιεσμένος σε αγγελούδι και Του πρότεινε να Τον κατεβάσει απ' τον σταυρό και να Του χαρίσει μια «φυσιολογική» ζωή. Εκείνος, λέει, αμφιταλαντεύθηκε. Στο τέλος όμως έμεινε πιστός στο πεπρωμένο Του.

Σιγά μην αμφιταλαντεύθηκε! Ποιο ήταν το δέλεαρ; Να παντρευτεί τη Μαγδαληνή, να αποκτήσουν πεντέξι παιδιά και να κακογεράσουν ασθμαίνοντας για το μεροκάματο; Να επιστρέψει - πάει να πει - στο μαραγκούδικο, στο χωριάτικο σπίτι Του (ελάχιστα καλύτερο από καλύβα), στο νταραβέρι, μέρα μπαίνει - μέρα βγαίνει, με τους σκυφτούς Του συνανθρώπους; Είναι προοπτική αυτή να σε βάζει σε πειρασμό;


Ο Ιησούς πάντως την είχε απορρίψει πολύ καιρό προτού μαζέψει γύρω Του τους μαθητές. Είχε εγκαταλείψει το ασφαλές Του περιβάλλον από έφηβος σχεδόν. Διψούσε αρχικά για δράση, για ταξίδια και για μάχες - σκεφτόταν να καταταγεί εθελοντής στον ρωμαϊκό στρατό -, πέρασε αργότερα και την πατριωτική Του φάση, βγήκε στο αντάρτικο για να απελευθερώσει τον λαό του Ισραήλ - σύντομα όμως κατάλαβε πως και το αντίθετο της εξουσίας εξουσία βρωμάει. Χάθηκε στην έρημο... Οταν Τον ξαναείδα, είχε βρει το γήπεδό Του. «Η περιπέτεια», μου ανακοίνωσε θριαμβευτικά, «το τρικούβερτο γλέντι και ο μεγάλος πόλεμος συμβαίνουν εδώ μέσα!». Και μου 'δειξε με το δάχτυλο την καρδιά Του.

Την είχε ρουφήξει μέχρι το μεδούλι τη ζωή ο Ιησούς, ο παιδικός μου φίλος. Ηταν χορτάτος, πανέτοιμος όταν άκουσε την κλήση. Αμφιβολία για ό,τι έλεγε και για ό,τι έκανε δεν ένιωσε ποτέ. Βιαζόταν μάλιστα, ανυπομονούσε, να οδηγηθούν τα πράγματα ώς τις ακρότατες συνέπειές τους. «Απ' τον σταυρό θα απογειωθώ!» μου 'χε πει μια φορά. «Κι εσείς όλοι μαζί μου...» είχε προσθέσει, αν και όχι με την ίδια βεβαιότητα. Ποιος «Τελευταίος πειρασμός» λοιπόν και κουραφέξαλα;


Ο έλληνας συγγραφέας βρέθηκε πράγματι στον Γολγοθά, ανάμεσα στους πιο δικούς ανθρώπους του Ιησού που Τον θρηνούσαμε. Στον όχλο που Τον χλεύαζε. Στο εκτελεστικό απόσπασμα, το οποίο έκανε βαριεστημένα τη δουλειά του. Του δόθηκε το εξαιρετικό προνόμιο να είναι παρών στη Σταύρωση, μαζί με μετρημένους άλλους καλλιτέχνες από τους αιώνες.

Στεκόταν πλάι στον Μιχαήλ Αγγελο, ο οποίος θα εμπνεόταν από την Αποκαθήλωση για να φτιάξει την «Πιετά». Ενα βήμα πιο πίσω από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, που ήδη σφύριζε τις πρώτες νότες από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» Του. Του Σαλβαδόρ Νταλί η μισοπάλαβη μούρη έλαμψε ξαφνικά - «Το βρήκα! Το βρήκα!» κραύγασε στα καταλανικά - είχε συλλάβει την οπτική γωνία απ' την οποία θα ζωγράφιζε τον Χριστό· από ψηλά θα τον έβλεπε όπως ένα πουλί περαστικό, ο Σταυρός να αιωρείται μεταξύ ουρανού και γης... Μόνο ο μυθιστοριογράφος μας ένιωθε στεγνός από ιδέες. Μάσαγε το μουστάκι, δάγκωνε την πίπα του, μια πέτρα είχε τρυπώσει στο παπούτσι του, άσε που κατουριόταν.

Ωσπου - τι τύχη! - άκουσε τη φωνή του Ιησού. Δεν έλεγε «Λαμά Σαβαχθανί», δεν έλεγε «Διψάω!». Ούτε στους σταυρωτές απευθυνόταν, ούτε στους συμπαραστάτες Του. Σαν να 'χε έναν αόρατο συνομιλητή. Σάμπως να διαπραγματευόταν έντονα κάτι με κάποιον. Καθώς τα χέρια Του - που πάντα τα ανέμιζε όταν μιλούσε - ήταν καρφωμένα τώρα στο ξύλο, ανεβοκατέβαζε το κεφάλι Του. Οχι για να διώξει τα έντομα που του βύζαιναν τις πληγές. Μα για να διατρανώσει το δίκιο Του.

Αυτό ήταν! Φαντάστηκε-σκαρφίστηκε τον Σατανά να φτερουγίζει σαν χρυσόμυγα και να κουνάει το δόλωμα μιας «φυσιολογικής» ζωής. Ετσι - καλόπιστα εκλαμβάνοντας ο συγγραφέας το προσωπικό του απωθημένο ως Παράδεισο για όλον τον κόσμο, μέχρι και για τον Ιησού - έπλασε τον «Τελευταίο πειρασμό». Δεν βαριέσαι... Η παρεξήγηση κινεί την Ιστορία. Κάθε μυθιστόρημα δεν είναι κατά βάθος παρά μια αυτοβιογραφία.

Θα απορείτε, υποθέτω, με ποιον λογομαχούσε ο Εσταυρωμένος.

Δεν επρόκειτο ασφαλώς γιά τον Οξαποδώ - σιγά μην του 'ριχνε ο Ιησούς έστω και βλέμμα, με όποια μορφή και αν του παρουσιαζόταν. Ούτε για αγγελούδι - ποιο τους να βρει τέτοιο θάρρος; Ντρέπονται τρομερά τα δόλια, έχουν υπεραναπτυγμένη την αίσθηση της ιεραρχίας, απευθύνουν τον λόγο οι φαντάροι στον στρατάρχη;

Ο τρίτος της Τριάδας ήταν. Εκείνος που αναλαμβάνει τις αλλόκοτες αποστολές, που δίνει το «παρών» τις πιο απροσδόκητες στιγμές, πότε ως λευκή περιστερά, πότε ως πύρινη γλώσσα. Απέφευγε ο Ιησούς τα πολλά πολλά μαζί του. Τόση ρευστότητα τον μπέρδευε, σύγχυζε την ανθρώπινη φύση Του. Τώρα όμως, στον Σταυρό, τον κάλεσε. Διότι - εκτός από Αγιο - το Πνεύμα είναι και καταφερτζίδικο. Εχει φαεινές ιδέες, βρίσκει λύσεις.

«Δυο ωρίτσες μένουν!» είπε το Πνεύμα. «Τον έφαγες τον γάιδαρο!».

«Βαστάω και δέκα αν χρειαστεί. Αλλο μαράζι έχω...».

«Τι θα απογίνει η μάνα σου; Είπαμε, θα την αναλάβει ο Ιωάννης...».

«Τι θα απογίνει το παιδί μου» δαγκώθηκε ο Ιησούς.

«Έχεις παιδί;» εξεπλάγη δήθεν το Πνεύμα.

«Μη κάνεις τον ανήξερο! Στα είκοσι πέντε μου... στη Σαμάρεια... με την κόρη εκεινού του σιδερά...».

«Περσινά ξινά σταφύλια! Δεν συμφωνήσαμε στη βάφτισή σου στον Ιορδάνη - όταν άνοιξαν οι ουρανοί και κατέβηκα εγώ - πως θα ξεγράψεις μονοκοντυλιά το παρελθόν; Ερωτες, έχθρες, χούγια και καημούς. Τι τα σκαλίζεις τώρα;».

«Για χούι μιλάω ή για έρωτα;» εξανέστη ο Ιησούς. «Για το παιδάκι μου σου λέω... Κι όσο ζούσα μποέμικα - όπου γης και πατρίς - κι αφού άκουσα την κλήση κι επωμίστηκα την αποστολή, δεν το παράτησα στη μοίρα του. Ξέκοβα τακτικά από τους μαθητές και το επισκεπτόμουν. Δεν ήθελα να ξέρει τα χαΐρια μου, τα κηρύγματα, τα θαύματα... Για εκείνο ήμουν ο μπαμπάς του. Πολυτεχνίτης μεν και ερημοσπίτης, το αντίθετο του νοικοκύρη, πάντα όμως φορτωμένος με γλυκά και παιχνίδια. Το είδα παραμονές που θα μπαίναμε στα Ιεροσόλυμα. Ντράπηκα να του πω πως δεν θα υπήρχε επόμενη φορά. Με περιμένει - θα με περιμένει τζάμπα... Τι με κοιτάς σαν χάννος;».

«Θες να σε περιμένει απόψε στον Παράδεισο;».

«Τρελάθηκες; Εχει κοτζάμ ζωή μπροστά του!».

«Ε, θα τη ζήσει ορφανό. Δεν θα 'ναι το πρώτο ούτε το τελευταίο».

«Πώς φαίνεται ότι αγαπάς αφ' υψηλού! Πως δεν ανέχεσαι στα κάτασπρα φτερά σου σταγόνα αίμα ή δάκρυ! Εύκολο το νομίζεις να αφήσει κάποιος το παιδάκι του ορφανό;».

«Εχεις κάνει και δυσκολότερα...».

«Οχι» κατάπιε ο Ιησούς έναν λυγμό. «Δεν έχω κάνει!».

«Ισως αυτό ακριβώς να 'ναι το νόημα της θυσίας σου...».

«Εγώ να θυσιαστώ χίλιες φορές! Μα άλλον δεν θυσιάζω. Μην με μπερδεύεις με τον Αγαμέμνονα. Ούτε και με τον Αβραάμ!».

«Τι θες να γίνει;» μαλάκωσε επιτέλους το Πνεύμα.

«Σάμπως ξέρω;».

Πέθανε στον Σταυρό, αναστήθηκε, αναλήφθηκε. Εστειλε τους δικούς Του να διδάξουν στα πέρατα κι ο ίδιος αποσύρθηκε μέχρι Δευτέρας Παρουσίας.


Κάθε εβδομάδα ωστόσο, για τα επόμενα είκοσι χρόνια, κατέβαινε ινκόγκνιτο από τους ουρανούς, περνούσε από την αγορά και - φορτωμένος ψώνια - έφτανε στην πράσινη πόρτα με τα γιασεμιά πλάι στο σιδεράδικο, «ανοίξτε στον μπαμπά!» φώναζε εύθυμα. Παίζανε μπάλα, τον χαρτζηλίκωνε, του έδινε συμβουλές. Μέχρι και σε μπουρδέλο είχε αποφασίσει να τον πάει. Ευτυχώς ο μικρός βρήκε γκόμενα. Και ο Ιησούς τη γλίτωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου