Από την "Εφ.Συν"
Εκκληση Ευρωπαίων Ιστορικών: Το κείμενο που ακολουθεί υπογράφεται από ιστορικούς σε όλη την Ευρώπη και δημοσιεύεται σήμερα ταυτόχρονα σε εφημερίδες απ’ όλη την Ευρώπη, μεταξύ άλλων και στην «Εφ.Συν».
Το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι το ακριβές αντίθετο των παλιών αυτοκρατορικών φιλοδοξιών. Και αντιτίθεται σε κάθε όραμα μιας «φυλακής των λαών», που θα μπορούσαν να επινοήσουν και να επιβάλουν οι παγκόσμιες ελίτ. Αντ’ αυτού, η «Ευρώπη» είναι ένα άνευ προηγουμένου σχέδιο αλληλεγγύης, στηριγμένο στη βούληση των λαών που έχουν απορρίψει την ιδέα του πολέμου μεταξύ τους και που μοιράζονται έναν κοινό πόθο για την ελευθερία
Το κείμενο που ακολουθεί υπογράφεται από ιστορικούς σε όλη την Ευρώπη και δημοσιεύεται σήμερα ταυτόχρονα σε εφημερίδες απ’ όλη την Ευρώπη (The Guardian, El Pais, Le Monde, La Repubblica, Gazeta Wyborcza, Der Tagesspiegel, Irish Times, Εφημερίδα των Συντακτών κ.ά.). Ο οριστικός κατάλογος των εφημερίδων θα έκλεινε χτες το βράδυ. Το κείμενο έχει συνταχθεί από τους Γάλλους ιστορικούς Στεφάν Μισονό και Τομά Σεριέ, ενώ στην πανευρωπαϊκή ομάδα την Ελλάδα εκπροσώπησε η καθηγήτρια Χριστίνα Κουλούρη.
Δ.Ψ.
Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπάρχει στην κοινή γνώμη μια γενικευμένη αίσθηση ότι η ιδέα της Ευρώπης ως Ενωσης έχει πια χαθεί. Εμείς, ως ιστορικοί και πολίτες της Ευρώπης και του κόσμου, παρακολουθούμε σε καθημερινή σχεδόν βάση την αποσάθρωση ενός σχεδίου θεμελιωμένου, όπως πιστεύουμε, σε ένα ουτοπικό όραμα που όλο και περισσότεροι λένε ότι έχει εξαντλήσει το νόημά του. Μπορεί όντως να ήταν ένα τελεολογικό όραμα, με την έννοια ότι ξαναδιάβασε χίλια χρόνια πολέμων σαν μια ευκαιρία για την ένωση της Ευρώπης· ένα προνοιακό όραμα που προέβλεπε μια ενιαία Ευρώπη σαν μια μη αναστρέψιμη οντότητα, παραβλέποντας όσους ζούσαν πέρα από τα σύνορά της· και τέλος ένα «ετερναλιστικό», αιωνιοκρατικό όραμα που αντιμετώπιζε την κατασκευή μιας τέτοιας Ευρώπης σαν το τέλος της Ιστορίας. Πλην όμως, και σε συνέχεια παλαιότερων κρίσεων, το Brexit μάς αναγκάζει να αναγνωρίσουμε πως η Ευρώπη ως Ενωση δεν είναι πλέον ένα μη αναστρέψιμο σχέδιο. Αντιθέτως, βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο.
Μία παράμετρος είναι η απομάκρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών από την αντίληψη πως η Ευρώπη είναι μια αυτόματη σύμμαχός τους. Η ζωή στην Ευρώπη δεν είναι πλέον τόσο προστατευμένη. Οι Ευρωπαίοι νιώθουν ευάλωτοι, καθώς τώρα αντιμετωπίζουν ερωτήματα που για πολύ καιρό απέφευγαν. Κοιτώντας κατάματα αυτή την άβυσσο, πολλοί προσπάθησαν να οικοδομήσουν μια απλουστευτική ιστορία της Ευρώπης σε αντιπαράθεση με τους «δικούς της» Αλλους. Θα μπορούσαμε ίσως να χαμογελάσουμε συγκαταβατικά μπροστά σε τέτοιες συμβολικές αναπαραστάσεις μιας Ευρώπης-Φρουρίου. Κι αυτό γιατί μέχρι πρόσφατα η συγκεκριμένη ήπειρος κυριαρχούσε στον πλανήτη - και σίγουρα αυτή η παλιά κυριαρχία, όλοι αυτοί οι αιώνες αποικιακής και εμπορικής πρωτοκαθεδρίας άφησαν τα σημάδια τους στους Αλλους της Ευρώπης. Ομως με τη ματιά της Δεξιάς, η ιστορία της Ευρώπης μπορεί ακόμη να διατυπωθεί πανηγυρικά, ως ένα αφήγημα στο οποίο ο χριστιανικός πολιτισμός των λευκών μπορεί να ανατρέξει με περηφάνια και αυτοπεποίθηση για το κραταιό παρελθόν του.
Καταδικάζουμε σθεναρά τέτοιες απόψεις, που βάζουν εντελώς στο περιθώριο την πολιτισμική, θρησκευτική και πολιτική ποικιλότητα που είναι τόσο χαρακτηριστική της ηπείρου μας, αλλά και αγνοούν τις ευθύνες που κληρονομήσαμε από το παρελθόν μας. Βλέπουμε τις απόψεις αυτές σαν απλή μετάθεση των δικών μας συναισθημάτων δυσφορίας και αδυναμίας σε κάποιον «Αλλο» - μετάθεση είτε προς τα κάτω, σε βάρος του μουσουλμάνου, του Εβραίου, του πρόσφυγα ή του μετανάστη στο εσωτερικό, είτε προς τα πάνω, σε βάρος άλλων δυνάμεων και των ανταγωνιστικών συμφερόντων τους στη διεθνή σκηνή.
Επίσης δεν βλέπουμε καμιά αξία στην επίμονη προσκόλλησή μας στις εθνικές ιστορικές αφηγήσεις σαν λιτανείες από βάσανα, πολέμους και γενοκτονίες, ούτε στην υιοθέτηση μιας αποκλειστικά καταγγελτικής στάσης, όπου η Ευρώπη κρίνεται συλλογικά ένοχη. Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τέτοιες αυτοκαταστροφικές δυαδικές αντιλήψεις και να δούμε κατάματα τον κόσμο, αναγνωρίζοντας τόσο το φως όσο και τις σκιές του ευρωπαϊκού μας παρελθόντος: κοντολογίς, να ξανακοιτάξουμε την Ευρώπη μέσα από το πρίσμα των αντιθέσεών της.
Πολυφωνικές μνήμες
Ας σταματήσουμε να συμπιέζουμε την Ευρώπη σε μια ενιαία ιστορία. Αντί να προσδενόμαστε σε νοσταλγικές, γραμμικές αφηγήσεις που υπονοούν μια προϋπάρχουσα ενότητα («μία» κληρονομιά, «μία« Ιστορία, «μία» μνήμη...), ας ανακτήσουμε μνήμες που είναι θεμελιωδώς πολυφωνικές. Τα κυρίαρχα αφηγήματα δεν είναι πλέον αναγκαία, όπως ήταν κάποτε για τα έθνη-κράτη. Πρέπει αντιθέτως να αναγνωρίσουμε την πολλαπλότητά μας, χωρίς να εγκαταλείψουμε την αίσθηση της ενότητάς μας, μια που ακόμη νιώθουμε ότι έχουμε πολλά κοινά: κοινό παρελθόν, κοινό παρόν - και κοινό μέλλον, αν το θελήσουμε.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Η Ευρώπη είναι μια «κουρελού» από αόρατα και φαντασιακά σύνορα, που διαιρούν τους Ευρωπαίους σε όλα τα κράτη και όλες τις περιφέρειες. Υπάρχει μια ατλαντική Ευρώπη που λοξοκοιτάζει πέρα από τον Ατλαντικό, σε βάρος των σχέσεων με τους γείτονές της. Υπάρχει η πλούσια Βορειοδυτική Ευρώπη που κάνει κήρυγμα στις χώρες της Μεσογείου, φορώντας το προσωπείο της «καλής διακυβέρνησης».
Η Δυτική Ευρώπη καλλιεργεί μια παλιά υπεροψία απέναντι στα κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, με τις νεόκοπες και προβληματικές δημοκρατικές κουλτούρες τους.
Υπάρχει μια χριστιανική Ευρώπη που αποκλείει ή αγνοεί τις θρησκευτικές και αθεϊστικές μειονότητες, που εδώ και αιώνες συμμετείχαν στη διαμόρφωση της ιστορίας της. Υπάρχει η Ευρώπη των μεγάλων κρατών που δεν εισακούνε τους βάσιμους φόβους των μικρότερων, εκείνων που δικαίως διατηρούν πικρές αναμνήσεις από μακρές περιόδους ξένης κυριαρχίας. Υπάρχει η Ευρώπη των μεταναστών, που πολύ συχνά αντιμετωπίζονται σαν αναξιόπιστοι, δεύτερης τάξης πολίτες. Και η λίστα αυτή τραβάει σε μάκρος. Η Ευρώπη είναι χαρακωμένη από τεκτονικά ρήγματα, πολλά από τα οποία είναι πανεύκολο να ξανανοίξουν.
Τι μέλλον θα χτίσουμε, αν δεν κοιτάξουμε το παρελθόν μας; Υπάρχουν δύο πιθανοί δρόμοι, καθένας από τους οποίους μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία πιο ξεκάθαρων και ειλικρινών αφηγημάτων από την ιστορία μας. Ο πρώτος είναι να αγκαλιάσουμε την αντίληψη ότι η Ευρώπη γίνεται πλουσιότερη ακριβώς χάρη στις διαφορές της. Οσο περισσότερο αναγνωρίζουμε τις διχασμένες αναμνήσεις που προκύπτουν από τις ασταμάτητες συρράξεις μας τόσο ικανότεροι γινόμαστε στη σύνθεση ακριβώς αυτού του είδους των κοινών αφηγήσεων που τόσο χρειαζόμαστε. Και τις χρειαζόμαστε, ακριβώς γιατί ζούμε σε μια εποχή επικίνδυνου ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων, κατά την οποία αναβιώνουν πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά μοντέλα από αλλοτινούς καιρούς.
Αυτή η ιστορία των διαιρέσεων, ιδωμένη ως κοινή κληρονομιά, δεν έχει ακόμη γραφτεί. Ομως μπορεί να γραφτεί, διότι ξέρουμε πώς ξεπεράσαμε αυτές τις διαιρέσεις στο πρόσφατο παρελθόν μας, και ιδιαίτερα μετά το 1945 και το 1989. Αυτό δεν συνέβη επειδή κάποιος «από τα πάνω» μάς επέβαλε να συμφιλιωθούμε μεταξύ μας. Αντίθετα, η συμφιλίωση προήλθε από τα κάτω, μέσα από μια διαδικασία όπου όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι κάναμε «μνημονική δουλειά» - που, όπως είπε κάποτε ο φιλόσοφος Πολ Ρικέρ, είναι πάντα μια εργασία «πληθυντικής μνήμης».
Ο δεύτερος δρόμος ανοίγεται μέσα από το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι μια ήπειρος δικαίου, που μας προστατεύει κατά την έκφραση των διαφορών μας. Πολλές φωνές αντιπαραθέτουν την εθνική κυριαρχία με το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης με έδρα τις Βρυξέλλες, το οποίο καταγγέλλουν ως αντιδημοκρατικό και υπέρμετρα στελεχωμένο, με πλεονάζον προσωπικό. Αυτό μπορεί να είναι ένα θεμιτό παράπονο. Ομως αυτή ακριβώς η Ενωση είναι που εγγυάται την εθνική κυριαρχία των μελών της, προστατεύοντας και οργανώνοντας, συχνά, τις διαφορές μεταξύ τους.
Σχέδιο αλληλεγγύης
Το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι το ακριβές αντίθετο των παλιών αυτοκρατορικών φιλοδοξιών. Και αντιτίθεται σε κάθε όραμα μιας «φυλακής των λαών», που θα μπορούσαν να επινοήσουν και να επιβάλουν οι παγκόσμιες ελίτ. Αντ’ αυτού, η «Ευρώπη» είναι ένα άνευ προηγουμένου σχέδιο αλληλεγγύης, στηριγμένο στη βούληση των λαών που έχουν απορρίψει την ιδέα του πολέμου μεταξύ τους και που μοιράζονται έναν κοινό πόθο για την ελευθερία. Ιδού μια ιστορία που αξίζει να λέμε και να υπερασπιζόμαστε.
Για να ανοικοδομήσουμε την Ευρώπη, είναι ζωτικής σημασίας να ανοικοδομήσουμε την ιστορία της. Είναι κρίσιμο να δοθεί ένα βαθύτερο νόημα σε αυτή τη μοναδική και εύθραυστη ευρωπαϊκή εμπειρία. Μέσα από τον αναστοχασμό των διχασμένων μας αναμνήσεων και την εμπλοκή μας σε μια νέα επεξεργασία της «κοινής μνήμης», πιστεύουμε πως είναι δυνατό να αφηγηθούμε την ιστορία μιας Ευρώπης που παλεύει παρ’ όλες τις αντιξοότητες να χτίσει μια νέα σχέση με τον εαυτό της και τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι υπογραφές
Joaquim Albareda, Pompeu Fabra University of Barcelona; Timothy Garton Ash, Oxford University; Justin Bisanswa, Université Laval Québec/IAS Nantes; Alain Blum, EHESS/INED France; Felipe Brandi, EHESS Paris; Marco Bresciani, University of Florence; Neven Budak, University of Zagreb; Jose Burucua, National Academy of History, Buenos Aires/IAS Nantes; Antonio Castillo Gomez, University of Alcala; Johann Chapoutot, Sorbonne University, Paris; Abdessalam Cheddadi, Mohammed V University, Rabat/IAS Nantes; Josefina Cuesta, University of Salamanca; Antonio De Almeida Mendes, University of Nantes; Sofia Dyak, Center for Urban History of East Central Europe, Lviv; Andreas Eckert, Humboldt University of Berlin; Alan Forrest, University of York; Josep Maria Fradera, Pompeu Fabra University of Barcelona; Etienne François, University of Paris 1/Free University of Berlin; Robert Gildea, Oxford University; Maciej Górny, German Historical Institute Warsaw; Catherine Gousseff, EHESS Paris, PIASt Warsaw; Hannes Grandits, Humboldt University of Berlin; Heinz-Gerard Haupt, University of Bielefeld/EUI Florence; Béatrice von Hirschhausen, CNRS Paris/Centre Marc Bloch Berlin; Ton Hoenselaars, Utrecht University; John Horne, Trinity College, Dublin; Keith Hoskin, University of Birmingham/IAS Nantes; Dagmara Jajeśniak-Quast, European University Viadrina Frankfurt-Oder; Bogumił Jewsiewicki, Université Laval Québec; Basil Kerski, European Solidarity Center Gdańsk; Gábor Klaniczay, Central European University Budapest; Svetla Koleva, Bulgarian Academy of Sciences Sofia/IAS Nantes; Kornelia Kończal, Ludwig Maximilian University of Munich; Kazmer Kovacs, Sapientia Hungarian University of Transylvania; Claudia Kraft, University of Vienna; Roman Krakovsky, University of Geneva; Todor Kuljic, University of Belgrade; Audrey Kichelewski, University of Strasbourg; Jörn Leonhard, University of Freiburg; Paweł Machcewicz, Polish Academy of Sciences Warsaw/Imre Kertesz Kolleg Jena; Benoît Majerus, University of Luxemburg; Caroline Morel, European Association of History Educators EUROCLIO; Javier Moreno Luzon, Complutense University of Madrid; Ekaterina Makhotina, University of Bonn; Diana Mishkova, Center for Advanced Study Sofia; Suleiman Mourad, Smith College, USA/IAS Nantes; Akiyoshi Nishiyama, Kiurytsu University Tokyo; Teresa Pinheiro, Technical University of Chemnitz; Juan Pro, Autonomous University of Madrid; Anna Reading, King’s College London; Ofelia Rey, University of Santiago de Compostella; Valérie Rosoux, Catholic University of Louvain; Henry Rousso, CNRS Paris; Krzysztof Ruchniewicz, Willy Brandt Centrum Wrocław; Luule Sakkeus, Estonian Institute for Population Studies, Tallinn University; Magdalena Saryusz-Wolska, German Historical Institute Warsaw; Irina Sherbakowa, Memorial International; Steven Stegers, EUROCLIO European Association of History Educators; Bo Stråth, University of Helsinki; Lakshmi Subramaniam, Centre for Studies in Social Sciences, India/IAS Nantes; Philipp Ther, University of Vienna; John Tolan, University of Nantes; Robert Traba, Polish Academy of Sciences Warsaw; Balazs Trencsenyi, CEU Budapest; Laurence Van Ypersele, Catholic University of Louvain; Jakob Vogel, Sciences Po Paris/Centre Marc Bloch in Berlin; Pierre-F Weber, University of Szczecin; Jay Winter, Yale University; Sergei Zakharov, Higher School of Economics, Russia/IAS Nantes; Paul Zalewski, European University Viadrina Frankfurt-Oder; Robert Żurek, „Krzyżowa” Foundation for Mutual Understanding in Europe; Carlo Ginzburg, Scuola Normale Superiore, Pisa; Andrea Graziosi, University of Naples; Daniela Luigia Caglioti, University of Naples; Mario Del Pero, Sciences Politiques, Paris; Guri Schwarz, University of Genoa; Francesco Cassata, University of Genoa; Carlotta Ferrata degli Uberti, University College London; Mila Orlić, University of Rijeka; Stefano Petrungaro, University of Venice; Simone Neri Serneri, Università of Florence; Fulvio Conti, University of Florence; Simone Attilio Bellezza, University of Naples; Emanuele Felice, University of Chieti-Pescara; Gabor Egry, Institute of Political History, Budapest; Pieter Judson, European University Institute; John Paul Newman, National University of Ireland, Maynooth; Rok Stergar, University of Ljubljana; Marta Verginella, University of Ljubljana; Laura Downs, European University Institute, Florence; Tvrtko Jakovina, University of Zagreb; Klaus Richter, University of Birmingham; Arturo Marzano, University of Pisa; Michele Battini, University of Pisa; Antonella Salomoni, University of Calabria/University of Bologna; Ann Thomson, European University Institute, Florence; Alexander Etkind, European University Institute, Florence; Lucy Riall, European University Institute, Florence; Stephane Van Damme, European University Institute, Florence; Federico Romero, European University Institute, Florence; Regina Grafe, European University Institute, Florence; Giorgio Riello, European University Institute, Florence; Ilaria Pavan, Scuola Normale Superiore, Pisa; Joanna Wawrzyniak, University of Warsaw; Valeria Galimi, University of Florence; Alessandro Giacone, University of Bologna; Martin Aust, University of Bonn; Laurent Brassart, University of Lille; Anne Couderc, University of Paris Pantheon-Sorbonne; Anne Deighton, University of Oxford; Beata Halicka, Adam Mickiewicz, University of Poznań; Sandrine Kott, Université of Geneva; Christina Koulouri, Panteion University of Athens; Ondřej Matějka, Institute for the Study of Totalitarian Regimes, Prague; Ełżbieta Opiłowska, University of Wrocław; Jiři Pešek, Charles University of Prague; Judith Rainhort, University of Paris-Sorbonne; Jessica Reinisch, Birkbeck, University of London; Martin Schulze Wessel, Ludwig-Maximilian University of Munich; Nenad Stefanov, Humboldt University of Berlin; Clément Thibaud, EHESS in Paris
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου