"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 17/04/19
1. Φροντιστήριο «Το πατροπαράδοτον»
Κύριε διευθυντά,
Νέο νομοσχέδιο κατατέθηκε προ ημερών για την παιδεία και τον τρόπο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Καλό ή κακό δεν το γνωρίζω. Ισως είναι και αυτό στη λογική που υποστηρίζει ότι κάθε υπουργός πρέπει να φέρει ένα νέο σύστημα εισαγωγής για να δικαιολογήσει τη θέση του, χωρίς να αλλάζει τίποτε επί της ουσίας.
Με απεργιακές κινητοποιήσεις αντέδρασε η ΟΛΜΕ, που ίσως αντιδρούσε όποιο νομοσχέδιο και αν της παρουσίαζαν από «κεκτημένη ταχύτητα» για «αγώνες». Οι μαθητές θα αντιδράσουν και αυτοί, γιατί και αυτοί «πρέπει» να αντιδράσουν. Η κοινωνία απαθής, θα τρέξει πάλι στα φροντιστήρια. Φροντιστήρια;
Τίποτε δεν έχει αλλάξει από το 1945 που η μητέρα μου πήγε ενάμιση μήνα σε φροντιστήριο πριν δώσει εξετάσεις στην Οδοντιατριακή.
Τίποτε δεν έχει αλλάξει από την ίδια εποχή, όπως μου έλεγε ο πατέρας μου, που υπήρχαν φροντιστήρια για τους φοιτητές της Νομικής. Φροντιστήρια για τους φοιτητές για να πάρουν το πτυχίο της Νομικής! Και όμως, υπάρχουν ακόμη και σήμερα τέτοια φροντιστήρια, ενώ το μέλημα του υπουργείου είναι να ιδρυθεί Νομική στην Πάτρα...
Κατά τα λοιπά, στη χώρα που δεν θέλει ποτέ να αντιμετωπίσει την οικτρή πραγματικότητά της σε όλα τα ζητήματα, που δεν θέλει τίποτε να αλλάξει και τίποτε να δεχθεί όταν κάτι αλλάζει, θα περιμένουμε το επόμενο «μακρόπνοο» νομοσχέδιο για την παιδεία.
Βασίλης Βερνικος, Πειραιάς
2. Τα χίλια πρόσωπα της προπαγάνδας
Κύριε διευθυντά,
Με τη φράση «και ο Ακης Τσοχατζόπουλος έλεγε πως δεν τα είχε πάρει» (ενώ, βέβαια, στη συνέχεια βρέθηκαν στοιχεία που απεδείκνυαν το αντίθετο), ολοκλήρωσε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα σας ο κ. Παντ. Μπουκάλας. Ο υπαινιγμός, αν όχι σαφής, είναι υποδόριος: «Υπάρχουν –και κάποια στιγμή θα βρεθούν– στοιχεία και για τους πολιτικούς που σήμερα διακηρύσσουν την αθωότητά τους».
Ο αρθρογράφος δεν ασχολείται βέβαια με κάποιες «μικρές» διαφορές: ο τρόπος ζωής –που εσείς είχατε αναδείξει τότε, κ. διευθυντά– προκλητικά πολυτελής στη μια περίπτωση, λιτός στην άλλη. Τα «ευρήματα», κραυγαλέα τότε, εικαζόμενα, «συναγόμενα», πιθανολογούμενα σήμερα.
Δεν θα σταθώ στη φράση –του Βισίνσκι ήταν ή του Μπέρια;– «το ότι ο κατηγορούμενος κατόρθωσε να μην υπάρχουν στοιχεία εναντίον του αποδεικνύει την ενοχή του».
Σε κάτι άλλο πάει το μυαλό μου:
Κάθε φορά που τα γερμανικά στρατεύματα κατήγαν κάποια μεγάλη νίκη, ο Γκαίμπελς έβαζε το καθεστωτικό ραδιόφωνο –πιο εξαρτημένο από την κυβέρνηση απ’ όσο είναι σήμερα η ΕΡΤ– να παίζει ένα εμβατήριο νίκης. Αργότερα, μολονότι δεν υπήρχαν πλέον στρατιωτικές νίκες, ο υπουργός Προπαγάνδας του 3ου Ράιχ έβαζε κατά καιρούς το ίδιο εμβατήριο στο ραδιόφωνο. Το ψυχολογικό/προπαγανδιστικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: εξύψωση του ηθικού του γερμανικού λαού και μαζική προσέλευση υπό τα όπλα, τις επόμενες ημέρες, νέων εθελοντών, συχνά ανηλίκων.
Δεν γνωρίζω αν ο συνεργάτης σας έχει διαβάσει Παβλόφ, έτσι όμως λειτουργεί ο νόμος των εξαρτημένων αντανακλαστικών.
Θανάσης Διαμαντόπουλος,
Ομ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
Απαντηση
Θα με αφορούσαν πράγματι όσα διατείνεται ο κ. Θαν. Διαμαντόπουλος αν είχα πράγματι γράψει τη φράση που μου αποδίδει, θέτοντάς τη μάλιστα σε εισαγωγικά. Οπως όμως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ο απροκατάληπτος αναγνώστης, ουδέποτε έγραψα «και ο Ακης Τσοχατζόπουλος έλεγε πως δεν τα είχε πάρει». Η πρόταση αυτή είναι της φαντασίας του κ. Διαμαντόπουλου. Τι είχα γράψει εγώ στις 11 Απριλίου; Ιδού: «Δεδομένο τρίτο, η στερεοτυπική αντίδραση, στην Ελλάδα και παντού στον κόσμο, όσων πολιτικών ελέγχθηκαν κάποια στιγμή από τη Δικαιοσύνη: «σκευωρία! πλεκτάνη! πολιτική δολοφονία!» Από τον κ. Βασίλη Παπαγεωργόπουλο έως τον κ. Ακη Τσοχατζόπουλο, η κασέτα είναι πάντα η ίδια. Και δύσκολα πείθει». Το ξαναγράφω: «και παντού στον κόσμο». Είναι το ίδιο όσα όντως έγραψα με όσα αυθαιρέτως μου χρεώνονται, διά της μεθόδου της συνοπτικής παρερμηνείας; Μάλλον όχι, αν κρίνουμε και από την απροσδόκητη εξαφάνιση του κ. Παπαγεωργόπουλου. Αλλά κάπως έπρεπε να δημιουργηθεί ένα κενό, ώστε να στριμωχτούν εκεί Βισίνσκι και Μπέρια, Γκαίμπελς και Παβλόφ.
Παντελής Μπουκάλας
...από "ΤΑ ΝΕΑ"
"ΤΑ ΝΕΑ", 17/04/19
3. Το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας
Κύριε Διευθυντά,
Είθισται την Κυριακή της Ορθοδοξίας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να παραθέτει επίσημο γεύμα στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Φέτος η καθιερωμένη αυτή εκδήλωση διανθίστηκε από την απονομή στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας «του Παρασήμου του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της Τιμής» για το «πολύπλευρο έργο του» και «ιδίως», όπως είπε στην προσφώνησή του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, «ως προς το κοινωνικό έργο το οποίο ανταποκρίνεται στις αρχές και τις αξίες της Εκκλησίας μας, κινούμενο στο πλαίσιο των ευαγγελικών επιταγών από το “αγαπάτε αλλήλους” έως το “αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν”».
Στο σημείο αυτό, ως προς τους λόγους της απονομής του Παρασήμου, σχετικά με το κοινωνικό έργο του Αρχιεπισκόπου και την επίκληση «των ευαγγελικών επιταγών», έχω την εντύπωση ότι κάπου τα μπέρδεψε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και τούτο διότι άλλες ήταν οι συνθήκες την εποχή των Ευαγγελίων, οπότε διατυπώθηκαν οι σχετικές ευαγγελικές επιταγές, άλλες είναι οι συνθήκες σήμερα, τουλάχιστον για ένα οργανωμένο και ευνομούμενο κράτος, που διαθέτει τις απαραίτητες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, που εφαρμόζει τη συνταγματική επιταγή περί ισότητας των πολιτών ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία το πρωταρχικό δικαίωμα της εργασίας και της εξασφάλισης των απαραιτήτων προς το ζην, σε συνθήκες σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και όχι σε συνθήκες φτωχοποίησης και κοινωνικής εξαθλίωσης, που ανοίγουν τον δρόμο για παροχή της λεγόμενης «φιλανθρωπίας», από οπουδήποτε αυτή κι αν προέρχεται. Αυτό δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα στον τόπο μας.
Προσωπικά σέβομαι κάθε άποψη που διατυπώνεται από οποιονδήποτε πολίτη, πόσω μάλλον όταν αυτή διατυπώνεται από τον πρώτο πολίτη της χώρας. Αρκεί όμως να βασίζεται σε απαραίτητα κοινωνικά και ηθικά ερείσματα, με γνώμονα τον σεβασμό της προσωπικότητας του ανθρώπου, προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ, για να γίνεται αποδεκτή και από την επίσημη επιστημονική σκέψη και την κοινωνική αντίληψη της εποχής μας.
Αυτά ήταν τα βασικά διδάγματα που αποθησαύρισα από τη φοίτησή μου στο Πανεπιστήμιο, στο οποίο παρακολούθησα τη διδασκαλία ενός σοφού επιστήμονα, πραγματικού φιλοσόφου της ζωής, του καθηγητή Φιλοσοφίας Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλου. Οταν δίδασκε, κατακλυζόταν το αμφιθέατρο από φοιτητές όλων των σχολών, και όταν τον ακούγαμε να αναπτύσσει βασικά και ενδιαφέροντα θέματα, επαναλαμβάναμε στις συζητήσεις, που ακολουθούσαν τη διδασκαλία, την άποψη του Ομήρου για τον Νέστορα: «του και από γλώττης μέλιτος γλυκίων ρέεν αυδή» («από το στόμα του έρρεε ο λόγος πιο γλυκός και από το μέλι»). Σε μάγευε κυριολεκτικά με τη διδασκαλία του.
Τέτοια μαγεία νιώσαμε στα «Μαθήματα Φιλοσοφίας της Ιστορίας και του Πολιτισμού», στο ενδιαφέρον κεφάλαιο «Ο ρόλος της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο». Εκεί ακούσαμε απόψεις οι οποίες αρχικά μας ξένισαν κάπως, ιδιαίτερα τους καταγομένους από την επαρχία με τις παραδοσιακές αντιλήψεις της εποχής εκείνης. Τελικά όμως τις ασπαστήκαμε και μας έγιναν σωτήρια βιώματα στη ζωή μας.
Παραθέτω εκείνες τις απόψεις αυτούσιες από το σχετικό βιβλίο του, γιατί πιστεύω πως διατηρούν μέχρι σήμερα την επικαιρότητά τους, μολονότι ξέρω ότι θα ξενίσουν μερικούς:
«Υπάρχει μια χτυπητή διαφορά μεταξύ της σημερινής και της παλιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παλιά Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν μαχόμενη και δυναμική, ενώ η σύγχρονη είναι απόλεμη και στατική. Η παλιά Ορθόδοξη Εκκλησία έδινε απάντηση στη μεταφυσική, θρησκευτική ανάγκη του ανθρώπου και είχε βαθύτερη σχέση με την ελληνική φιλοσοφία και τα ελληνικά γράμματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Εκκλησία για να αποκτήσει κινητικότητα πρέπει να γίνει κοινωνική, δηλαδή να ανταποκριθεί με τη βοήθειά της στις κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου. Ομως το έργο τούτο καλύπτεται, πρέπει να καλύπτεται σήμερα, και μάλιστα προγραμματισμένα, από την Πολιτεία. Η κοινωνική δραστηριότητα της Εκκλησίας, όσο κι αν αναπτυχθεί, δεν θα δικαιώσει ποτέ την Εκκλησία, η αποστολή της οποίας είναι καθαρά πνευματική, μυστηριακή. Οσο μάλιστα πιο κοινωνική γίνεται η Εκκλησία, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται απ’ την πνευματική της αποστολή. Οταν η Εκκλησία δεν έχει πνεύμα, τότε προσπαθεί να γίνει κοινωνική, όχι τόσο για να σώσει, αλλά για να σωθεί η ίδια. Καμιά αναγέννηση της Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς πνεύμα».
Μόνο τη Μητρόπολη Ιωαννίνων να λάβουμε υπόψη, μπορούμε άνετα να δικαιώσουμε τις παραπάνω απόψεις. Τόσα χρόνια, στον βωμό της κοινωνικότητας, έκανε «μνημόσυνα» με ξένα «κόλλυβα». Τώρα ούτε «μνημόσυνα» μπορεί να κάνει γιατί τα ξένα «κόλλυβα» φρόντισε να τα εξαφανίσει.
Οσοι πάντως διαφωνείτε με τις απόψεις του Θεοδωρακόπουλου δεν έχετε παρά να ασπαστείτε τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αυτές διατυπώνονται στην προαναφερόμενη προσφώνησή του. Είναι, άλλωστε, προσαρμοσμένες στο πνεύμα του καιρού μας και του τόπου μας και βολεύουν τις επικρατούσες, επί χρόνια, κρατικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων στο πλαίσιο του «πολλαχόθεν» προσφερόμενου – και πολλαπλώς αμειβόμενου – «κοινωνικού έργου». Στην περίπτωση αυτή όμως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κοινωνικό κράτος, αλλά για κράτος επαιτείας, απαράδεκτο στη σύγχρονη προοδευμένη κοινωνία μας.
Σπύρος Εργολάβος
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου