ΚΕΑ-ΕτΤ(20+)
Από την "Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου"
![]() |
| "Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου", 09/04/17 |
Ο κρυφός πόλεμος και η «επικαιρότητα»
Από τον Κ.Ι. Αγγελόπουλο
Από το 2010 και πέρα, όλα τα στοιχεία που όριζαν, ως σταθερά δεδομένα, την ελληνική κατάσταση άλλαξαν άρδην. Σήμερα, με την οικονομία κατεστραμμένη και την κοινωνία βαριά τραυματισμένη από έναν βίαιο'μετασχηματισμό της σε χρόνους-εξπρές, τίποτε δεν θυμίζει την «παλιά» Ελλάδα. Οποιαδήποτε αναφορά σε ζητήματα οικονομίας, παραγωγής, μισθών, συντάξεων, φόρων, διοίκησης, υγείας, παιδείας γίνεται υποχρεωτικά στη βάση δεδομένων τα οποία έχει προξενήσει μια μακράς διαρκείας υφεσιακή πορεία. Η κρίση έχει οδηγήσει σε διάλυση του κοινωνικού ιστού και σε μια συγκλονιστική σε έκταση ανεργία, από την οποία παράγονται κύματα νεόπτωχων. Οτιδήποτε θα ήταν, λοιπόν, δυνατόν να επιχειρηθεί στο εξής για την καταβολή προσπαθειών εθνικής ανασυγκρότησης θα έπρεπε να στηριχθεί σε σχέδια με συγκεκριμένους στόχους και με ακρίβεια προσδιορισμένες προτεραιότητες - σχέδια τα οποία απαραιτήτως θα είχαν μια συμφωνημένη ευρεία διακομματική στήριξη. Ελάχιστη σημασία θα είχε το αν η συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων θα εκφραζόταν με κυβέρνηση «οικουμενική» ή «ειδικού σκοπού» ή «συνεργασίας» ή κάποιας άλλης, πρωτότυπης, ονομασίας. Σημασία έχα, πλέον, κάτι άλλο, το οποίο καλά γνωρίζουν όλοι οι Ελληνες πολιτικοί «αιχμής», καθώς και Ευρωπαίοι παρατηρητές των ελληνικών πραγμάτων: Οτι τα προβλήματα της Ελλάδας είναι σήμερα πολύ μεγάλα γι' αυτή. Τόσο μεγάλα, ώστε να μην μπορεί πλέον να τα αντιμετωπίσει ένα κόμμα ή ένας πολιτικός ηγέτης, όσα προσόντα κι αν διαθέτει - πόσω μάλλον κάποιες γηραιές φιγούρες του ηττημένου «παλαιού καθεστώτος».
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, ήδη, στην Αθήνα επιχειρείται από διάφορους κύκλους να περάσει στο κέντρο της πολιτικής σκηνής η ιδέα της πολιτικής των συνεργασιών μεταξύ κομμάτων. Μπορεί στην παρούσα φάση να καλύπτεται το ζήτημα αυτό από τον καθημερινό θόρυβο της «επικαιρότητας» που φτιάχνου, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, συγκρουόμενες μεταξύ τους, αλλά ήδη ένας «κρυφός πόλεμος» διεξάγεται γύρω από αυτό το ζητούμενο σε πολιτικά παρασκήνια με ισχυρές διεθνείς «διασυνδέσεις».
Η αιτία για τις αναζητήσεις μελλοντικών (όχι, όμως, μακρινών) «συνεργασιών» οφείλεται στο ότι αυτή η υπόθεση έχει να κάνει με μείζονες στρατηγικές επιλογές ορισμένων ελληνικών κέντρων, που «ακούν φωνές» και απ' το εξωτερικό. Διότι η «τακτοποίηση» των μεγάλων σημερινών προβλημάτων θα συνδέεται στο εξής με τον «προσανατολισμό» που θα έχει προσεχώς η Αθήνα στην Ευρώπη, με τις στρατηγικές της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών για τη χώρα, το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας και τον γεωστρατηγικό χώρο της.
Το διακύβευμα είναι σημαντικό, το παιχνίδι είναι σκληρό, οι παίκτες του είναι επιθετικοί. Για τούτο και η «ελληνική υπόθεση» έχει μεγάλο ενδιαφέρον σε συγκεκριμένους διεθνείς κύκλους.
Ο μικροπολιτικός θόρυβος της εποχής, τα περί «συνωμοσιών» λόγια και κάποιοι ντόπιοι «ανοικτοί λογαριασμοί» και «πικρές αναμνήσεις» καλύπτουν, λοιπόν, το πραγματικό ζήτημα, που είναι στο βάθος οι «στρατηγικές» πολιτικές επιλογές της Αθήνας προσεχώς. Ομως, μιά προσεκτική ανάγνωση δηλώσεων πολιτικών καθώς και κάποιων παραγόντων του ηθικά ξεπεσμένου «παλαιού καθεστώτος» αλλά και στελεχών της κυβέρνησης κρύβουν ορισμένα ενδιαφέροντα «μηνύματα», που αξίζουν κάποιας «αποκρυπτογράφησης». Πίσω από διατυπώσεις Ελλήνων πολιτικών -που σε πρώτη σ^γνω-ση δεν εντυπωσιάζουν- υπάρχουν προθέσεις και «γραμμές» οι οποίες έχουν να κάνουν με τη «γερμανική στρατηγική» για την Ελλάδα και άλλες που συνδέονται με οίκονομικές επαφές της κυβέρνησης στις ΗΠΑ και με μια σειρά στρατιωτικές συμμαχίες, οι οποίες ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την αμερικανική πολιτική.
Οι πολιτικοί που βρίσκονται στο ένα ή το άλλο «κλίμα» και ορισμένοι από αυτούς που εκπροσωπούν παραδοσιακά συγκεκριμένες στρατηγικές τρίτων ισχυρών χωρών -και με ανόητο τρόπο υποστηρίζονται από δεύτερης σειράς ντόπιους κύκλους- καταφεύγουν σε ένα τέχνασμα: Προκειμένου να στείλουν τα «μηνύματα» τους μόνον εκεί που «πρέπει», τα μπερδεύουν επίτηδες στη δημόσια ρητορεία τους με ζητήματα εσωτερικής «επικαιρότητας» και μικροπολιτικής αντιπαράθεσης με πρόσωπα. Διότι το «πόπολο» δεν πρέπει και δεν χρειάζεται να ξέρει πολλά. Η «ελληνική περίπτωση» δεν είναι μια απλή υπόθεση στην ευρω-ατλαντική σκηνή. Είναι, αντιθέτως, τόσο σημαντική πλέον, ώστε να εξηγείται σήμερα το γιατί ο διεξαγόμενος «πόλεμος» δεν είναι «για τα μάτια» των πολλών και λαμβάνει χώρα στα πεδία μάχης ορισμένων αθηναϊκών «ελίτ» με «ειδικές» γνώσεις και «χρήσιμες» διεθνείς γνωριμίες.
Τι θα έπρεπε να κάνει η αντιπολίτευση...
Από την Κύρα Αδάμ
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με πρωτοβουλία της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης συναντώνται και «αλληλογνωρίζονται», διατηρώντας τις επιμέρους διαφορές τους , συμφωνώντας όμως ότι η κυβέρνηση πρέπει να κλείσει την αξιολόγηση τώρα και να ψηφίσει μόνη της τα μέτρα που απορρέουν από αυτή, δηλαδή να αναλάβει μόνη της την καταστροφή της χώρας και την εξαθλίωση των πολιτών.
Πρόκειται για μια στάση απολύτως αμυντική, που υποκρύπτει μια απόλυτη αμηχανία για το τι μέλλει γενέσθαι στη χώρα αυτή μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης. Και τούτο διότι τα μέτρα, που κυβέρνηση Τσίπρα θα ψηφίσει μόνη, δένουν χεροπόδαρα και τις επόμενες κυβερνήσεις για αρκετά χρόνια, ακόμα και αν αυτές επιχειρήσουν «διορθωτικές κινήσεις» σε βάθος χρόνου.
Ο πολιτικός στόχος είναι σαφής. Απομάκρυνση αυτής της κυβέρνησης με «όχημα» μια καταστροφική συμφωνία για τη χώρα με ευθύνη μόνον του κ Τσίπρα.
Πρόκειται για μια αδιέξοδη πολιτική, που βασίζεται μόνο στην «πιθανότητα» καλύτερης διαχείρισης της αέναης οικονομικής κρίσης στη χώρα.
Αν όμως τα πολιτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου , ανεξαρτήτως ιδεολογικών διαφορών τους, είχαν και αυτά ολοκληρωμένη εθνική – και όχι κομματική- πολιτική για τον τερματισμό της κρίσης στη χώρα , θα μπορούσαν -στο παρελθόν, γιατί ο χρόνος παρήλθε πλέον:
Να έχουν δημιουργήσει ένα συμπαγές εθνικό μέτωπο απέναντι στους δανειστές, αλλά και στην κυβέρνηση Τσίπρα, που δεν θα επέτρεπε τις νέες και αποτρόπαιες μειώσεις συντάξεων και τη λαιμητόμο της άκριτης μείωσης του αφορολογήτου, χωρίς ορθολογική προσαρμογή προς τα κάτω των συντελεστών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαν να καταγγείλουν εμπράκτως την «υπερήφανη διαπραγματευτική τακτική» της κυβέρνησης , που καταλήγει πάντα στην εύκολη λύση των περικοπών και της υπερφορολόγησης των πολιτών και ουδέποτε υπέρ των μεταρρυθμίσεων και των αποδοτικών ιδιωτικοποιήσεων.
Να έχουν καταστήσει σαφές προς τους δανειστές και την κυβέρνηση ότι πράγματι ο δρόμος για την μακρά και επίπονη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας βασίζεται στις μεταρρυθμίσεις και την υλοποίηση των σχεδίων αποκρατικοποίησης .
Για παράδειγμα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης , αντί να βγάζουν αδιάφορες «καταγγελτικές « ανακοινώσεις, θα μπορούσαν να πιέζουν σε κοινό μέτωπο την κυβέρνηση για την λειτουργία των 14 αεροδρομίων από πέρυσι, που έχει στερήσει στο ελληνικό δημόσιο πάνω από 1δις ευρώ.
Ή την έναρξη των έργων στο Ελληνικό, που βουλιάζουν εδώ και δυο χρόνια, στερώντας χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Ή συγκεκριμένες προτάσεις για την αξιοποίηση των μεγάλων λιμένων της χώρας.
Ή την σοβαρή συζήτηση για το μέλλον των ναυπηγείων Σκαραμαγκά- με κοστοβόρα είναι αλήθεια λύση για το ελληνικό δημόσιο.
’Η την ρύθμιση του τεράστιου θέματος της ΔΕΗ, τουλάχιστον σε ότι αφορά στις κατ’ αρχήν ευρωπαϊκές – και όχι μνημονικές- δεσμεύσεις της χώρας.
Ή την προώθηση των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων , που συμφωνούνται αλλά δεν υλοποιούνται.
Ή την -επιτέλους- πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς στη χώρα.
Ένα τέτοιο «εθνικό μέτωπο» συγκεκριμένων πιέσεων θα καθιστούσε την κυβέρνηση όμηρο υλοποίησης αυτών των εθνικών απαιτήσεων και κατευθύνσεων για την ανάκαμψη τα οικονομίας της χώρας , δίνοντας ελάχιστες δυνατότητες στην κυβέρνηση Τσίπρα να επωφεληθεί πολιτικά μόνη της τα αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά, θα έκοβε το βήχα των δανειστών να επιβάλουν συνεχώς πρόσθετα μέτρα σε βάρος των πενιχρών εισοδημάτων των πολιτών και θα άνοιγε ένα παράθυρο εμπιστοσύνης στους ξένους επενδυτές , αλλά και τις διεθνείς αγορές.
Δυστυχώς όμως τα δημοκρατικά κόμματα , παλιά και νέα , εξακολουθούν να περιορίζονται στην αυλόγυρο τους με στόχο την παραμονή τους στη Βουλή με μεγάλα ή μικρά ποσοστά, ενώ αποδεικνύουν ότι εξακολουθούν σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό να είναι και αυτά δέσμια επιμέρους εσωτερικών ομάδων συμφερόντων, που καθυστερούν, προς όφελος τους, μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στη χώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου