οι κηπουροι τησ αυγησ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Ο Αναστάσιος δεν είχε ανάγκη τον άμβωνα, ούτε τα «πύρινα» κηρύγματα. Η φλόγα του ήταν απαλή. Το πάθος του χαμηλόφωνο. Με αυτά τα «αντι-δεσποτικά» μέσα, το μήνυμά του μπορούσε να έχει μεγάλη απήχηση μέσα σε ένα περιβάλλον πνευματικής ένδειας, που το μάστιζε και το μαστίζει η διαρκής κρίση νοήματος – η απομάγευση όλων των θρησκευτικών και κοσμικών ιδεολογιών. Από το στόμα του, ακόμη και οι πιο ταλαιπωρημένες λέξεις, όπως η αγάπη, έβγαιναν αναζωογονημένες. Με νέα πνοή. Θα λείψει φυσικά στο ποίμνιό του, που φαίνεται τώρα σαν να ορφανεύει. Θα λείψει όμως και σε όσους διψούσαν για τον βαθύ και ζεστό του λόγο. Για τον πηγαίο του ανθρωπισμό. Για το φως του....

 Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", και...

                                                "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 28/01/25


Φως

TOY MIXAΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ

Η Εκκλησία απειλείται. Η Εκκλησία δεν παίρνει αυτά που δικαιούται. Θέλουν να τη φορολογήσουν. Να την υποβάλουν σε υγειονομικούς περιορισμούς. Δεν την αφήνουν να αξιοποιήσει την περιουσία της. Δεν αναγνωρίζουν στον κλήρο της οργανικές θέσεις στο Δημόσιο. Δεν, δεν, δεν.

Ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που έχει μοίρα στο κράτος, η Ελλαδική Εκκλησία έχει μάθει να ζει σε μια διαρκή διελκυστίνδα με την Πολιτεία, διεκδικώντας περισσότερους πόρους, περισσότερη εξουσία.


Κάθε αντίσταση στα εκκλησιαστικά αιτήματα φορτίζεται ως «ζήτημα πίστεως». Κάθε απόπειρα νομοθέτησης που δεν υπακούει στις δογματικές νόρμες της ιεραρχίας, αφορίζεται ως απόπειρα «νεοταξικού» εκχριστιανισμού και «εκκοσμίκευσης».

Απέναντι σε αυτό το εκκλησιαστικό ήθος ακτινοβολούσε το υπόδειγμα του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας. Εχοντας βρεθεί σε μια κατεστραμμένη χώρα, πραγματικά υπό διωγμόν, με μόνους πόρους τις πέτρες των ερειπιώνων, ο Αναστάσιος δεν ολίσθησε ποτέ στην αυτοθυματοποίηση του ιερατείου νοτίως της Κακαβιάς.

Θεμελίωσε στην άγονη και εχθρική γη μια εκκλησία, αντιμετωπίζοντας τις αντιξοότητες με μειλίχιο σθένος. Οχι σαν φορέας εξουσίας που του χρωστάνε η Ιστορία και η Πολιτεία –σαν πανίσχυρη «ΔΕΚΟ» που απειλεί διαρκώς να μετατρέψει τη μεταφυσική της ισχύ σε εκλογική επιρροή–, αλλά σαν παθιασμένος εργάτης, ορκισμένος να ενσαρκώνει κάθε μέρα το κήρυγμά του με τον προσωπικό του κάματο. Με τον ιδρώτα του.

Τα έργα που αφήνει ο Αναστάσιος –ναοί, σχολεία, πανεπιστήμιο– στέκουν ως τεκμήρια των ηγετικών του ικανοτήτων. Θα μπορούσε κανείς να τον δει ως μια πολύ σπάνια απόδειξη της επιρροής που μπορεί να ασκήσει η Ελλάδα στη γειτονιά της, μέσω της ήπιας ισχύος – με τα σχολεία της και τη γλώσσα της, με το πολιτισμικό της απόθεμα.

Ομως αυτή η πολιτική ανάγνωση του Αρχιεπισκόπου, που διέπρεψε ως διπλωμάτης και μάνατζερ, αδικεί την πνευματική υπόσταση του Αναστάσιου. Αδικεί το αποτύπωμα που άφηνε σε όσους μπορούσε να αγγίξει με τα λόγια του.

Ο Αναστάσιος δεν είχε ανάγκη τον άμβωνα, ούτε τα «πύρινα» κηρύγματα. Η φλόγα του ήταν απαλή. Το πάθος του χαμηλόφωνο.

Με αυτά τα «αντι-δεσποτικά» μέσα, το μήνυμά του μπορούσε να έχει μεγάλη απήχηση μέσα σε ένα περιβάλλον πνευματικής ένδειας, που το μάστιζε και το μαστίζει η διαρκής κρίση νοήματος – η απομάγευση όλων των θρησκευτικών και κοσμικών ιδεολογιών. Από το στόμα του, ακόμη και οι πιο ταλαιπωρημένες λέξεις, όπως η αγάπη, έβγαιναν αναζωογονημένες. Με νέα πνοή.

Θα λείψει φυσικά στο ποίμνιό του, που φαίνεται τώρα σαν να ορφανεύει. Θα λείψει όμως και σε όσους διψούσαν για τον βαθύ και ζεστό του λόγο. Για τον πηγαίο του ανθρωπισμό. Για το φως του.


Μια αγκαλιά στην οποία χωρούσαν οι πάντες

ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Α. ΣΤΑΜΟΥΛΗ*

Βελιγράδι, Σεπτέμβριος του 2001, λίγες ημέρες μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη. Πέμπτο Παγκόσμιο Συνέδριο Ορθόδοξων Θεολογικών Σχολών, με τίτλο: «Ενότητα, Ιεραποστολή και Θεολογία της Εκκλησίας στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας». Συμμετείχαν ακαδημαϊκοί από δεκαοκτώ χώρες και σαράντα εκπρόσωποι από είκοσι δύο Θεολογικές Σχολές. Εις εξ αυτών και εγώ, νέος επίκουρος καθηγητής, ως εκπρόσωπος της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Μνήμες έντονες τον καιρό της μεγάλης ανησυχίας και της σκληρής αγωνίας. Δεν είχαν καταφέρει να έλθουν λόγω των οριακών γεγονότων οι εκπρόσωποι των Αμερικανικών Θεολογικών Σχολών.

Μεταφερόμασταν οι ομιλητές με ένα λεωφορείο το οποίο κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα και πάντα υπό τη συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης. Στην πρώτη θέση ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, προβληματισμένος, αλλά ταυτόχρονα χαμογελαστός και ήρεμος, προσηνής και σύννους. Είχε προσκληθεί ως κεντρικός ομιλητής του συνεδρίου και διάβασε την εισήγησή του μετά τους χαιρετισμούς του μακαριστού Πατριάρχη Σερβίας κυρού Παύλου και του προέδρου της σερβικής κυβέρνησης, δρος Ζόραν Τζίντζιτς.

Αναφερόμενος στη θεολογία, αφού πρώτα είχε μιλήσει για την ενότητα και την ιεραποστολή και δίνοντας το στίγμα του συνεδρίου, σημείωσε: «Στον αιώνα που άρχισε, χρειαζόμαστε σοβαρή ορθόδοξη θεολογία, ζωντανή και συνεπή, που θα καθοδηγεί την πράξη της Εκκλησίας, αλλά και θα ανανεώνεται, αναβλύζοντας από τη βίωση του Ευαγγελίου στις συγκεκριμένες ιστορικές προκλήσεις και συνθήκες. Ασφαλώς, η ορθόδοξη θεολογία θα στηρίζεται και θα εμπνέεται πάντοτε από την Αγία Γραφή και την εμπειρία των Πατέρων, για να ενισχύει ουσιαστικά την πίστη και να φωτίζει την ορθόδοξη συνείδηση. Μας χρειάζεται όμως μια δυναμική θεολογία που δεν θα επαναλαμβάνει “μηχανικά” τις λύσεις του παρελθόντος, που θα τολμά να αντικρίζει το “νέο”, τον “άλλον”, χωρίς εχθρότητα ή φόβο, παρά μόνο με τον φόβο του Θεού, όσο είναι δυνατόν με την “τελείαν αγάπην”, η οποία “έξω βάλλει τον φόβον (Α΄ Ιω. 4:18)». Και λίγο πριν από το τέλος παρατηρούσε: «Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να μείνει στο περιθώριο της παγκόσμιας Ιστορίας. Ο ρόλος της βρίσκεται στο κέντρο των παγκόσμιων εξελίξεων και κοινωνικών ζυμώσεων, στην πρωτοπορία της προόδου».

Εχω την αίσθηση ότι τα δύο αυτά αποσπάσματα από εκείνη τη σημαντική ομιλία του μακαριστού, πλέον, Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κυρού Αναστασίου συγκροτούν ομολογία πίστεως, αλλά και ομολογία ζωής, για έναν άνθρωπο, έναν ιεράρχη, που με το έργο του και τα λόγια του κατάφερε να συγκροτήσει ενότητα ετεροτήτων, να γεωργήσει με τα δάκρυα την άνυδρη γη και να μετακινήσει, με τη δύναμη της αγάπης, «όρη», έως εκείνη τη στιγμή αμετακίνητα. Εκανε το αδύνατο δυνατό και άνοιξε τον κλειστοφοβικό εαυτό στη γιορτή της συνάντησης με την ετερότητα του άλλου, που σε πολλές περιπτώσεις είναι ο ίδιος ο εαυτός. Εβγαλε την Ορθοδοξία από την απομόνωση και αποκάλυψε τις διαστάσεις της οικουμενικότητας της αγάπης που χωρά τα αχώρετα και πορεύεται τον δρόμο της έκπληξης που γεννά το παράδοξο και η μωρία του Σταυρού. Και όλα αυτά εις το όνομα της Αναστάσεως, που αποτελεί τη βαθιά προσδοκία, αλλά και τον τελικό τόπο, της Εκκλησίας. Ελεγε και ξανάλεγε πως «Κλήρος και κλήση του ανθρώπου είναι “το τοις έμπροσθεν επεκτείνεσθαι”», και το εννοούσε. «Οταν σκέπτομαι την Ορθοδοξία στους επόμενους αιώνες», έγραφε, «την οραματίζομαι ανοικτή στην εξέλιξη, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την επιστήμη, την τέχνη, την τεχνολογία. Και τους ορθοδόξους έτοιμους να κατανοήσουν και να χρησιμοποιήσουν τους κώδικες επικοινωνίας που θα διαμορφωθούν».

Είχα τελειώσει την εισήγησή μου, είχε γίνει και η συζήτηση· έντονη και ουσιαστική. Επέμενα, παρ’ όλες τις διαφωνίες κάποιων συνέδρων και με αφορμή τη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, πως στην προσευχή του ανθρώπου συμμετέχει και το σώμα. Και τούτο διότι η Ορθοδοξία δεν μπορεί παρά να κοιτάζει τον άνθρωπο στην ενότητά του. Κατεβαίνοντας από το βήμα τον είδα να με πλησιάζει. Με αγκάλιασε με αγάπη και ενθουσιασμό. Χρυσόστομε, να λες πάντα αυτό που πιστεύεις. Να το υποστηρίζεις με ένταση. Η ενότητα είναι μεγάλη υπόθεση. Θέλει θάρρος και δύναμη, μα κυρίως διακινδύνευση.

Θυμάμαι ακόμη αυτή την αγκαλιά, στην οποία χωρούσαν οι πάντες, μικροί και μεγάλοι, ταπεινοί και σπουδαίοι, ορθόδοξοι και μη· χωρούσε ο άνθρωπος.

* Ο κ. Χρυσόστομος Α. Σταμούλης είναι καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ.





...από τον "ΛΑΜΙΑΚΟ ΤΥΠΟ"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου