οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

¨Οσο κι αν προς το παρόν, δημοσκοπικά, η γαλάζια παράταξη απέχει από την τροχιά διεκδίκησης της αυτοδυναμίας, το Μαξίμου πορεύεται από τώρα με αυτό το χαρτί. Κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ότι, την άνοιξη του 2027, όταν σκληρύνουν τα εκλογικά διλήμματα, θα «μετρήσουν διαφορετικά απ’ ό,τι μπορεί να ακούγονται σήμερα» τα διακυβεύματα της επόμενης μέρας. Η προσήλωση του Μητσοτάκη στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, η προβολή της εικόνας αδυναμίας συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων (το γαλάζιο «δεν θα κυβερνήσουμε με τα δεξιότερα» και το πασοκικό «δεν συγκυβερνούμε με τη ΝΔ») φέρνει ως κυρίαρχο το σενάριο των διαδοχικών αναμετρήσεων, ένα μοντέλο 1989 – 1990 (προφανώς με άλλα γεγονότα και συνθήκες να επηρεάζουν τότε τις εξελίξεις), όταν στήθηκαν τρεις κάλπες μέχρι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία έναντι του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν είναι τυχαίο ότι γαλάζια στελέχη επιχειρώντας να προβάλλουν, με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα, το μετεκλογικό σκηνικό μιλούν για χάος. «Αν αύριο στήνονταν κάλπες, δεν θα υπήρχαν και πολλές εναλλακτικές συνεργασίας», λένε πονηρά, χωρίς πάντως να είναι εκτός πραγματικότητας.....

 Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 25-26/01/25

Ο μπαμπούλας του «προοδευτικού μετώπου»

Ενα σκληρό μπρα ντε φερ μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να εξελίσσεται με αφορμή τις συνεργασίες


ΤΗΣ ΜΥΡΤΟΥΣ ΛΙΑΛΙΟΥΤΓΗ


Στο κεντροαριστερό στρατόπεδο, η συζήτηση για τις συνεργασίες φούντωσε ξαφνικά, όμως φαίνεται πως ήρθε για να μείνει. Οι απανωτές, ενίοτε αντιφατικές δηλώσεις των στελεχών του ΠΑΣΟΚ για την πιθανότητα μετεκλογικής συνεννόησης με τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά, ακόμα και με την Πλεύση Ελευθερίας, περιγράφηκαν από στελέχη του κόμματος ως «λεκτικά ολισθήματα», κατάφεραν όμως να τροφοδοτήσουν έναν νέο κύκλο αντιπαράθεσης μεταξύ Μεγάρου Μαξίμου και Χαριλάου Τρικούπη – με τον Παύλο Μαρινάκη να τοποθετεί την αρχή της συζήτησης σε μια δήλωση του ίδιου του Ανδρουλάκη, ο οποίος ανάμεσα στα γενικά σενάρια που περιγράφει, συμπεριλαμβάνει το ενδεχόμενο το ΠΑΣΟΚ να κάνει κυβέρνηση «με άλλα κόμματα» πλην της ΝΔ. 

Η ανάδειξη του θέματος είναι εύλογη από μεριάς ΝΔ: την ώρα που το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να συσπειρώσει το Κέντρο, η επανεμφάνιση ενός «μπαμπούλα» συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ ή κάποιο μικρότερο, περισσότερο ακραίο προοδευτικό κόμμα, λειτουργεί για να ανακοπεί αυτή η προσπάθεια. 

Εχοντας αποκλείσει το σενάριο συνεργασίας με τη ΝΔ, θα μπορούσε όντως το ΠΑΣΟΚ να αφήσει ανοιχτή την πιθανότητα σχηματισμού ενός προοδευτικού μετώπου; Το πρόσφατο συναπάντημα του Παύλου Γερουλάνου με την Εφη Αχτσιόγλου και την Ολγα Γεροβασίλη στην παρουσίαση του βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά έδειξε και το διαφορετικό μήκος κύματος – ενώ οι δύο βουλευτίνες της Νέας Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν για την ανάγκη κατάθεσης μιας εναλλακτικής πρότασης από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά («Το “μαζί” κατά Μητσοτάκη, το είπαν οι ίδιοι τι τους ενοχλεί. Ο,τι φοβίζει αυτούς είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς» ανέφερε πιο εμφατικά η Γεροβασίλη), ο Γερουλάνος – ένας εκ των οποίων δήλωσε κάτι που σήκωσε σκόνη – φρόντισε να καταστήσει σαφές πως φιλοδοξεί να παρουσιάσει «εναλλακτικές προτάσεις στην πρωτοκαθεδρία του κ. Μητσοτάκη που θα μπορούσαν να γίνουν πράξη στην ελληνική κοινωνία, αν το ΠΑΣΟΚ επέστρεφε στην κυβέρνηση» και πως «παίζει καθαρά πάνω στο τραπέζι».

Αυτόνομη πορεία. Η πολυγλωσσία, με άλλα λόγια, δεν αναιρεί πως επίσημη «γραμμή» του ΠΑΣΟΚ σ’ αυτή τη φάση είναι μία: αυτόνομη πορεία, με στόχο την πρωτιά στις επόμενες εθνικές εκλογές. Εκ των πραγμάτων, το ΠΑΣΟΚ, που μόλις πριν από λίγο έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, θέλει να μπει σε μετωπική δικομματική σύγκρουση με τη ΝΔ, απηχώντας παράλληλα στο κεντρώο, ενδιάμεσο ακροατήριο και έχοντας ως πρόσφατο παράδειγμα τη ζημιά που έπαθε ο Αλέξης Τσίπρας όταν βάσισε την προεκλογική του εκστρατεία και στρατηγική στη συνεννόηση των προοδευτικών δυνάμεων.

Παράλληλα με τον μονόδρομο του ΠΑΣΟΚ, που σχεδιάζει την πορεία προς το συνέδριο της άνοιξης με περιφερειακά συνέδρια και προετοιμάζεται για την Κεντρική Επιτροπή που αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 2 Φεβρουαρίου, στον ΣΥΡΙΖΑ η σημασία των συνεργασιών είναι πάντα παρούσα, αλλά το προσκλητήριο του Σωκράτη Φάμελλου και σε στελέχη που αποχώρησαν από το κόμμα, με στόχο τη συγκρότηση ενός κοινού ψηφοδελτίου, έχει χρονικό ορίζοντα το συνέδριο, που επίσης θα γίνει την άνοιξη. 

Η πίεση στο ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, που πήρε σάρκα και οστά με την πρόταση της Λούκας Κατσέλη για την Προεδρία της Δημοκρατίας, είναι διαφορετικού τύπου και αφορά και τη σχέση που θέλει να αποκτήσει ξανά η Κουμουνδούρου σταδιακά με ένα πιο ευρύ, κεντροαριστερό ακροατήριο. 

Η αποδοχή της πρότασης Κατσέλη αποτέλεσε σημείο καμπής και για τη Νέα Αριστερά, που μετά τη σχετική απόφαση έχει σηκώσει τους τόνους απέναντι στην Κουμουνδούρου, ακόμα και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει διάθεση να στηρίξει τις προτάσεις τους. Βασικό σημείο του σκεπτικού για το «ναι» στην Κατσέλη, άλλωστε, ήταν ο διαχωρισμός της από το ενδεχόμενο συνεργασιών.

Στην περίπτωση αυτή, δύο σενάρια προκρίνονται από τους παρατηρητές: το πρώτο αφορά τον πολιτικό χαρακτήρα και τις κινήσεις της Νέας Αριστεράς, της οποίας τα δημοσκοπικά ποσοστά δείχνουν πως οι εκλογές μπορεί να έχουν και υπαρξιακό χαρακτήρα. Το δεύτερο βασίζεται στη λαϊκή ρήση για τον χρόνο, που δυνητικά γιατρεύει όλες τις (πολιτικές) πληγές


Το μοντέλο 1989-1990 και η αυτοδυναμία

Τα ευρήματα των τελευταίων γκάλοπ, οι συζητήσεις περί μετεκλογικών συνεργασιώνκαι η στρατηγική του Πρωθυπουργού


ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΔΗΜΟΥ


Τα γκάλοπ της νέας περιόδου συμφωνούν: ο κατακερματισμός παραμένει, μεταξύ άλλων μπλοκάροντας την προοπτική αναπαλαίωσης ενός ισχυρού δικομματισμού. Από τη μία, η ΝΔ διατηρεί τις αποστάσεις ασφαλείας από τους αντιπάλους της, αλλά με υψηλές αρνητικές αξιολογήσεις και δυσκολία να ξεφύγει από την κακή επίδοση των ευρωεκλογών. Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ είναι εδραιωμένο στη δεύτερη θέση, αλλά με κοντό βηματισμό και δυσκολία να βελτιωθεί στους δείκτες «κυβερνησιμότητας». Ψήλωμα σε κάποιες δημοσκοπήσεις ή έστω σταθερότητα καταγράφεται στο δεξιότερο φάσμα, πέραν της ΝΔ, όπου αθροίζεται ποσοστό – λίγο πάνω, λίγο κάτω – του 20%. 

Εξού και αναλυτές και δημοσκόποι ψάχνονται πλέον γύρω από τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν σε αυτό το φάσμα (στη δυναμική του υπερδεξιού λαϊκισμού και της Ακροδεξιάς, δηλαδή) όσα συντελούνται στις ΗΠΑ με τη νέα διοίκηση Ντόναλντ Τραμπ. Σε αυτό το τοπίο και παρότι μένουν δύο χρόνια και κάτι για την εθνική αναμέτρηση τρέχει η δημόσια συζήτηση περί μετεκλογικών συνεργασιών, οδηγώντας αφενός το Μαξίμου σε σπρώξιμο του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά του, αφετέρου τη Χαριλάου Τρικούπη σε σπρώξιμο της ΝΔ δεξιότερα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης νιώθει ότι, παρά τα ψαλιδισμένα ποσοστά της κυβέρνησης, έχει κάθε λόγο να μην εγκαταλείπει το αφήγημα της «ισχυρής κεντροδεξιάς συμμαχίας», δηλαδή της αυτοδυναμίας: τραβά διαχωριστική γραμμή με τα δεξιά του («αυτά τα κόμματα» λέει «δεν αποτελούν και δεν θα αποτελέσουν μέρος οποιασδήποτε δυνητικής άσκησης οικοδόμησης συνασπισμού») και δηλώνει προσήλωση στην «τριγωνοποίηση» (υπεύθυνος πατριωτισμός, κοινωνικός προοδευτισμός, οικονομικός φιλελευθερισμός), γνωρίζοντας ότι όσο υπάρχουν εκ δεξιών πιέσεις δεν είναι απρόσκοπτη η κεντρώα κατεύθυνση του κυβερνώντος κόμματος. «Οταν έρθει η ώρα, θα ζητήσουμε μια ακόμα ισχυρή εντολή από τους πολίτες» λένε οι πρωθυπουργικοί συνεργάτες.

Τρεις κάλπες. Ακόμα και όταν έρθει εκείνη η ώρα, πόσω μάλλον τώρα, είναι αδύνατον να υπολογιστεί εκ των προτέρων με ακρίβεια ο πήχης της αυτοδυναμίας, αφού αυτός συναρτάται άμεσα από το άθροισμα του ποσοστού των κομμάτων που δεν πιάνουν το όριο του 3% για είσοδο στη Βουλή: με τα εκτός Βουλής κόμματα στο 10%, η ΝΔ θα χρειαζόταν ποσοστό 37,5%, με τα εκτός Βουλής στο 8% θα χρειαζόταν πρωτιά με 38%, με τα εκτός Βουλής στο 5% θα ήθελε σχεδόν 39% κ.ο.κ.

Και όσο κι αν προς το παρόν, δημοσκοπικά, η γαλάζια παράταξη απέχει από την τροχιά διεκδίκησης της αυτοδυναμίας, το Μαξίμου πορεύεται από τώρα με αυτό το χαρτί. Κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ότι, την άνοιξη του 2027, όταν σκληρύνουν τα εκλογικά διλήμματα, θα «μετρήσουν διαφορετικά απ’ ό,τι μπορεί να ακούγονται σήμερα» τα διακυβεύματα της επόμενης μέρας. Η προσήλωση του Μητσοτάκη στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, η προβολή της εικόνας αδυναμίας συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων (το γαλάζιο «δεν θα κυβερνήσουμε με τα δεξιότερα» και το πασοκικό «δεν συγκυβερνούμε με τη ΝΔ») φέρνει ως κυρίαρχο το σενάριο των διαδοχικών αναμετρήσεων, ένα μοντέλο 1989 – 1990 (προφανώς με άλλα γεγονότα και συνθήκες να επηρεάζουν τότε τις εξελίξεις), όταν στήθηκαν τρεις κάλπες μέχρι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία έναντι του Ανδρέα Παπανδρέου.

Δεν είναι τυχαίο ότι γαλάζια στελέχη επιχειρώντας να προβάλλουν, με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα, το μετεκλογικό σκηνικό μιλούν για χάος. «Αν αύριο στήνονταν κάλπες, δεν θα υπήρχαν και πολλές εναλλακτικές συνεργασίας», λένε πονηρά, χωρίς πάντως να είναι εκτός πραγματικότητας.

Πρώτον, το άθροισμα που θα έδινε κοινοβουλευτική πλειοψηφία προϋποθέτει οπωσδήποτε τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος – κανένας συνδυασμός είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά του πολιτικού συστήματος, χωρίς τη ΝΔ, δεν φαίνεται να αρκεί.

Δεύτερον, η ΝΔ θα έπρεπε να κοιτάξει εκεί όπου είτε λένε ότι την απορρίπτουν (στα αριστερά της, στο ΠΑΣΟΚ) είτε λέει ότι τους απορρίπτει (σε οπωσδήποτε δύο κόμματα στα δεξιά της, αφού το ένα δεν φαίνεται να αρκεί).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου