οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Αντί να δουλέψει ο καθένας για πάρτη του, δουλεύουν και οι δύο για τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Δεν ξέρω αν αντιλαμβάνονται έτσι τη δουλειά τους. Τη σύγχυση αυτή επιτείνουν δύο πρόσφατες εξελίξεις. Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Κασσελάκη δεν είναι πια Αριστερά και ότι το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρουλάκη δεν είναι πια Κέντρο. Ή τουλάχιστον κανείς από τους δύο δεν διεκδικεί με σαφήνεια και καθαρότητα την ιστορική και ιδεολογική φυσιογνωμία του. Ο μεν Κασσελάκης προτάσσει κυρίως τον αεικίνητο εαυτό του με ένα αλαμπουρνέζικο συνονθύλευμα κοινοτοπιών και παραδοξολογιών. Ο δε Ανδρουλάκης οχυρώνεται πίσω από ένα «αντιδεξιό ΠΑΣΟΚ», πιο παλιομοδίτικο κι από τα παντελόνια καμπάνα. Αποτέλεσμα; Κανείς δεν μιλάει για μια σημερινή Ελλάδα, με τις ανάγκες και τα προβλήματά της, αλλά και οι δύο καταριούνται ή ξορκίζουν ένα κατασκευασμένο τέρας που καταφανώς δεν ανταποκρίνεται στην αντίληψη του μέσου πολίτη. Είναι ενδεικτικό το άρθρο του Κασσελάκη στα «ΝΕΑ» (22/4) και η συνέντευξη του Ανδρουλάκη στο Mega (21/4). Αν δεν τους γνώριζες από πριν, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος είναι αρχηγός ποιου κόμματος και τι κόμμα είναι αυτό. Τους συνδέει μάλιστα η κοινή θεώρηση της πολιτικής ως μιας αναμέτρησης καλών και κακών, όπου οι καλοί θα βάλουν τους κακούς στη φυλακή. Είναι συνήθως θέμα δευτερολέπτων πότε οι εκπρόσωποί τους στην τηλεόραση θα πάνε τη συζήτηση στις υποκλοπές, στα Τέμπη ή σε κάποιο απειλούμενο κράτος δικαίου, το οποίο ευτυχώς ουδείς απειλεί. Με αυτό το ρεπερτόριο όμως ζημιώνουν πρωτίστως τους εαυτούς τους αφού εγκαταλείπουν τον χώρο της κυβερνησιμότητας και εκχωρούν στον Μητσοτάκη όλα τα θέματα που ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Του εκχωρούν τη διαχείριση της πραγματικότητας...

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"


"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 27-28/04/24

 
Εγινε παρεξήγηση…


ΤΟΥ Ι.Κ.ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗ


Αν η πολιτική είναι ένα σύνολο παρεξηγήσεων, τότε η πιο γουστόζικη παρεξήγηση είναι κι η πιο πονηρή. Η Κεντροαριστερά.

Οχι μόνο επειδή δεν υπάρχει. Αλλά κι επειδή επινοείται συνήθως για ανομολόγητους σκοπούς.

Δεν υπάρχει λοιπόν; Προφανώς δεν υπάρχει. Κι ούτε μπορεί να κατασκευαστεί.

Υπάρχει βεβαίως το Κέντρο. Υπάρχει και η Αριστερά. Αλλά η συσκευασία «δύο σε ένα» συνηθίζεται μόνο σε σαμπουάν Head and Shoulders.

Να θυμίσω (αν χρειάζεται) ότι η «Κεντροαριστερά» εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα στη Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία από μεγαλοαστούς φιλελεύθερους που υποστήριζαν τη νεοσύστατη Δημοκρατία (Centre-Gauche).

Λίγο νωρίτερα, ο όρος είχε χρησιμοποιηθεί και στο Πεδεμόντιο για τη «δικομματική συνεργασία» του κόμη Καβούρ.

Με διαφορετικούς όρους επανεμφανίστηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60 και ονομάτισε τις κυβερνήσεις συνεργασίας μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλιστών και Σοσιαλδημοκρατών, συνήθως υπό τον Αλντο Μόρο (Centro Sinistra).

Τη σύγχρονη εκδοχή την πήρε τη δεκαετία του ’90 και συνήθως αφορούσε πολιτικούς σχηματισμούς που προσπαθούσαν να κινηθούν ή να επικαλύψουν τον χώρο μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς (Ελιά του Πρόντι, Εργατικοί του Μπλερ, ΠΑΣΟΚ του Σημίτη κ.λπ.).

Ακόμη και στη σύγχρονη εκδοχή της πάντως η Κεντροαριστερά ουδέποτε υπήρξε το άθροισμα ή η συγχώνευση δύο διαφορετικών παρατάξεων για λόγους σκοπιμότητας ή ανάγκης. Είναι ίσως η αριστερά του Κέντρου, αλλά σε καμία περίπτωση το κέντρο της Αριστεράς.

Στη χώρα μας φυσικά η παρεξήγηση είναι προϊόν της ασάφειας που αποτελεί μια παράδοση της πολιτικής. Και η οποία συντηρείται από ευφάνταστους μεσάζοντες που ενδιαφέρονται να μετακινούνται δωρεάν από το Κέντρο στην Αριστερά ή αντιστρόφως.

Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται να διεκδικούν ή να συγκροτούν κάποιον κοινό πολιτικό χώρο, παρόλο που η φυσιογνωμία, ο ιστορικός χαρακτήρας και τα ακροατήριά τους είναι εντελώς διαφορετικά.

Εγκλωβίζονται δηλαδή αυτοβούλως σε μια αντιπαράθεση την οποία κανείς δεν τους ζητάει και της οποίας η πιο αστεία έκφραση είναι η επιδίωξη της «δεύτερης θέσης» στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.

Ετσι, αντί να δουλέψει ο καθένας για πάρτη του, δουλεύουν και οι δύο για τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη. Δεν ξέρω αν αντιλαμβάνονται έτσι τη δουλειά τους.

Τη σύγχυση αυτή επιτείνουν δύο πρόσφατες εξελίξεις.

Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Κασσελάκη δεν είναι πια Αριστερά και ότι το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρουλάκη δεν είναι πια Κέντρο. Ή τουλάχιστον κανείς από τους δύο δεν διεκδικεί με σαφήνεια και καθαρότητα την ιστορική και ιδεολογική φυσιογνωμία του.

Ο μεν Κασσελάκης προτάσσει κυρίως τον αεικίνητο εαυτό του με ένα αλαμπουρνέζικο συνονθύλευμα κοινοτοπιών και παραδοξολογιών.

Ο δε Ανδρουλάκης οχυρώνεται πίσω από ένα «αντιδεξιό ΠΑΣΟΚ», πιο παλιομοδίτικο κι από τα παντελόνια καμπάνα.

Αποτέλεσμα; Κανείς δεν μιλάει για μια σημερινή Ελλάδα, με τις ανάγκες και τα προβλήματά της, αλλά και οι δύο καταριούνται ή ξορκίζουν ένα κατασκευασμένο τέρας που καταφανώς δεν ανταποκρίνεται στην αντίληψη του μέσου πολίτη.

Είναι ενδεικτικό το άρθρο του Κασσελάκη στα «ΝΕΑ» (22/4) και η συνέντευξη του Ανδρουλάκη στο Mega (21/4). Αν δεν τους γνώριζες από πριν, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος είναι αρχηγός ποιου κόμματος και τι κόμμα είναι αυτό.

Τους συνδέει μάλιστα η κοινή θεώρηση της πολιτικής ως μιας αναμέτρησης καλών και κακών, όπου οι καλοί θα βάλουν τους κακούς στη φυλακή. Είναι συνήθως θέμα δευτερολέπτων πότε οι εκπρόσωποί τους στην τηλεόραση θα πάνε τη συζήτηση στις υποκλοπές, στα Τέμπη ή σε κάποιο απειλούμενο κράτος δικαίου, το οποίο ευτυχώς ουδείς απειλεί.

Με αυτό το ρεπερτόριο όμως ζημιώνουν πρωτίστως τους εαυτούς τους αφού εγκαταλείπουν τον χώρο της κυβερνησιμότητας και εκχωρούν στον Μητσοτάκη όλα τα θέματα που ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων. Του εκχωρούν τη διαχείριση της πραγματικότητας.

Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου άλλωστε «δεν κρίνεται η πολιτική σταθερότητα, κρίνεται η κυβερνητική αλαζονεία», εξήγησε ο Ανδρουλάκης, μάλλον ανακουφισμένος που δεν κρίνεται η σταθερότητα (23/4).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ενοποίηση του αντιπολιτευτικού λόγου μπορεί να αποδειχθεί επώδυνη για την κυβέρνηση στη βάση μιας καθημερινής φθοράς. Αλλά (έως τώρα τουλάχιστον) δεν φαίνεται να αποδίδει πολιτικά οφέλη σε εκείνους που την επιχειρούν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ επικαλείται ή υπόσχεται μια «άλλη αντιπολίτευση» αλλά στην πραγματικότητα κάνει την ίδια αντιπολίτευση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος από την πλευρά του κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ότι «τρώει τις σάρκες της Κεντροαριστεράς» (Δώρα Αυγέρη, 22/4). Λες και τις σάρκες τις έχουν μαζί.

Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να παντρευτούν, θα μπορούσαν άραγε να συγκατοικήσουν σε ένα κοινό αντιπολιτευτικό (και ίσως αύριο κυβερνητικό…) μέτωπο; Δύσκολο.

Αν επιβεβαιωθούν τα στοιχεία που έχουμε από τις δημοσκοπήσεις, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι δεύτερος ή τρίτος, οι ευρωεκλογές δεν θα διαμορφώσουν συνθήκες ηγεμονίας ενός από τους δύο στον υποτιθέμενο κοινό χώρο τους.

Και κανένα «μέτωπο» δεν μπορεί να συγκροτηθεί μεταξύ ίσων χωρίς κάποια ηγεμονική δύναμη να το επικαθορίζει.

Είναι η ιστορική ευκαιρία που έχασε ο Α. Τσίπρας το 2017-2019 ή, για την ακρίβεια, που του στέρησε το «αντισύριζα» μέτωπο. Και οι ευκαιρίες στην πολιτική δεν είναι σαν τα τραμ για να περιμένεις το επόμενο.

Συνεπώς, το πιο ρεαλιστικό σενάριο σήμερα είναι να λυθεί η παρεξήγηση της Κεντροαριστεράς, να τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του, κι ό,τι προκύψει.

Αυτό φαίνεται να επιδιώκει τουλάχιστον ο Κασσελάκης με τη βάσιμη ή αβάσιμη αυτοπεποίθηση που τον διακρίνει.

Το πρόβλημα είναι πως ούτε ο Μητσοτάκης φαίνεται να έχει αντίρρηση.

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ",
27-28/04/24


Η φωτογραφία της στιγμής


ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΑΝΕΛΛΗ


Η κατάσταση στην πολιτική σκηνή δεν είναι καινούργια, οι κατά καιρούς πολιτικές αναταράξεις δεν αλλάζουν το σκηνικό. Την πρωτοβουλία είχε και συνεχίζει να έχει η κυβέρνηση της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τα κόμματα της μείζονος αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, προσπαθούν ακόμα να βρουν τον βηματισμό τους. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ με αρχηγό τον Στέφανο Κασσελάκη προσπαθεί να φτιάξει ένα νέο προφίλ, πιο φιλικό προς τον απολιτικό πολίτη που επηρεάζεται από το lifestyle – διατηρώντας όμως τις τοξικές αιχμές, την καταγγελιομανία και συνεχίζοντας να εξαγγέλλει παροχές χωρίς πρόγραμμα. Το δε ΠΑΣΟΚ, πιεσμένο από την απροσδόκητη κέντα του Κασσελάκη (για να το πω με χαρτοπαικτικούς όρους), στριμώχνεται όλο και περισσότερο στη γωνία, επαναλαμβάνοντας πεισματάρικα μια αντικυβερνητική πολεμική που το αποκόβει περισσότερο από το κεντρώο και κεντροαριστερό ακροατήριο, τους δυνάμει ψηφοφόρους του.
Το θέμα είναι ότι ακόμα μία φορά δημιουργείται αντισυστημικό κύμα δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη αλλά και ως εναλλακτική δυνατότητα. Από την άποψη αυτή, μοιάζει να ζούμε μια εύθραυστη ισορροπία, ένα κλίμα τα χαρακτηριστικά του οποίου θυμίζουν την περίοδο που γέννησε το κύμα της Αγανάκτησης – τροφοδότη της περιπέτειας της προηγούμενης δεκαετίας. Θα μπορέσει η ΝΔ να ανακόψει μια τέτοια εξέλιξη, ξαναβρίσκοντας τα λαϊκά χαρακτηριστικά της πολιτικής της αλλά και συνεχίζοντας το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα; Ιδού το στοίχημα.
Οχι ότι είναι έκπληξη, αλλά συνεχίζουμε να πορευόμαστε με ό,τι έβγαλαν οι κάλπες στις προηγούμενες εκλογές – ένα ισχυρό κυβερνών κόμμα και μια χύμα αντιπολίτευση, που δεν μπορεί να υπάρξει προγραμματικά, γι’ αυτό αρπάζεται από τους συρμούς της όποιας κάθε φορά διαμαρτυρίας, ελπίζοντας να δημιουργήσει ρωγμές στην κυβέρνηση –, ενώ για την ώρα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ διαγκωνίζονται για τη δεύτερη θέση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μοιάζει κερδισμένος σε αυτή τη διελκυστίνδα. Ενα κόμμα σαφώς ευρωπαϊστικό (τις διάφορες τάσεις του οποίου κρατά ενωμένες η εξουσία) και απέναντι ένας πολτός αντισυστημικότητας που διεκδικεί άνευ όρων την εξουσία. Για να την κάνει τι; Ποιος ξέρει.

Στον πολτό αντισυστημικότητας ας προστεθεί και το κόμμα του Βελόπουλου, το οποίο φαίνεται να γίνεται πόλος έλξης κάθε είδους δυσαρεστημένων δεξιών – και όχι μόνο όσων ενοχλήθηκαν από τη θεσμοθέτηση του γάμου ομοφύλων. Ο ιδιότυπος αρχηγός του κόμματος αυτού ήδη έχει υιοθετήσει μια ριζοσπαστική ρητορική και, κλείνοντας το μάτι σε βίαιες ενέργειες κατά πολιτικών στις εκκλησίες, προσδοκά να προσελκύσει στις επερχόμενες ευρωεκλογές τους ψηφοφόρους των «Σπαρτιατών», η υποψηφιότητα των οποίων απορρίφθηκε από τον Αρειο Πάγο.

Ο Βελόπουλος είναι μια προσωπικότητα που όλοι θεωρούσαν απαξιωμένη. Εμπορος και τηλευαγγελιστής μαζί, συνοδεύεται από ιδιότητες που μόνο ως ανέκδοτο μπορούν να σταθούν: αλληλογράφος του Χριστού και φαλακρός έμπορος φαρμάκου για τη φαλάκρα. Κι όμως, έχοντας βρει τους τρόπους να εκφράσει το λούμπεν κομμάτι των ψηφοφόρων, ξεκάθαρα πουτινιστής, άνετα μπορεί να συνδυάσει τον αντισυστημισμό του συνωμοσιολόγου με την αγανάκτηση του θρησκόληπτου, που δεν ενδιαφέρεται να κατανοήσει τη νεωτερικότητα. Η ΝΔ κατάλαβε ότι η διαρροή ψήφων προς την πλευρά του Βελόπουλου μπορεί να είναι σοβαρή, γι’ αυτό κυρίως έβαλε στο ψηφοδέλτιο τον Μπελέρη και, κυρίως μέσω των θεσμικών παραινέσεων του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, θα προσπαθήσει να πολεμήσει τον ριζοσπαστικό φονταμενταλισμό που έχει καλλιεργηθεί.

Το θέμα είναι ότι ακόμα μία φορά δημιουργείται αντισυστημικό κύμα δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβερνώσα παράταξη αλλά και ως εναλλακτική δυνατότητα. Από την άποψη αυτή, μοιάζει να ζούμε μια εύθραυστη ισορροπία, ένα κλίμα τα χαρακτηριστικά του οποίου θυμίζουν την περίοδο που γέννησε το κύμα της Αγανάκτησης – τροφοδότη της περιπέτειας της προηγούμενης δεκαετίας. Θα μπορέσει η ΝΔ να ανακόψει μια τέτοια εξέλιξη, ξαναβρίσκοντας τα λαϊκά χαρακτηριστικά της πολιτικής της αλλά και συνεχίζοντας το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα; Ιδού το στοίχημα.

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 27-28/04/24


Νοσταλγία


ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ


Αισχρότερη πράξη και από τη χειροδικία μέσα στη Βουλή είναι η στάση του Κυριάκου Βελόπουλου. Αυτός ο κύριος, με αφορμή την καταδίκη του γνωστού συμβάντος της Τετάρτης μέσα στη Βουλή, όχι μόνο δεν δίστασε να δικαιολογήσει τη χειροδικία σε ένα άλλο σχετικό περιστατικό (το χαστούκι εις βάρος της κ. Δεληκάρη), αλλά το χρησιμοποίησε και ως απειλή κιόλας, προς όσους «ψήφισαν αντιχριστιανικούς νόμους και πηγαίνουν στον ναό του Θεού χωρίς να έχουν μετανιώσει», όπως το έθεσε. Είναι αισχρότερη, διότι για εκείνον που χειροδικεί μπορείς να πεις (αναλόγως και των συνθηκών πάντα) ότι ενδεχομένως να τελούσε εν βρασμώ. Δεν είναι σπάνιο οι άνθρωποι να το χάνουν και να παραφέρονται, συμβαίνει. Αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση δικαιολογία για τη βία, υπό προϋποθέσεις όμως ίσως είναι ελαφρυντικό. Αντιθέτως, ο τρίτος, που παρακολουθεί και παρεμβαίνει μετά για να το εκμεταλλευτεί με τον χυδαιότερο τρόπο προς όφελός του, το κάνει από ψυχρό υπολογισμό. Για τον λόγο αυτόν, νομίζω ότι ηθικά η στάση του πολιτικού αρχηγού κ. Βελόπουλου είναι η αισχρότερη. Προσωπικώς, τη βρίσκω εμετική, γι’ αυτό και πάω σε άλλη πτυχή του θέματος.
Για ένα μέρος τουλάχιστον της αντιπολίτευσης, για τους λαϊκιστές της Δεξιάς και τους ριζοσπαστικούς της Αριστεράς, είναι φανερό ότι αντιλαμβάνονται τον κοινοβουλευτισμό και τις διαδικασίες του ως μια προέκταση του πολέμου με άλλα μέσα. Αυτό προκαλεί προβλήματα στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, διότι η δημοκρατία δεν χρειάζεται μόνο την τήρηση των νόμων. Εκτός από το γράμμα των νόμων και των κανονισμών, υπάρχουν και οι άγραφοι κανόνες, οι ηθικές νόρμες, η τήρηση των οποίων εναπόκειται στην προσωπική ηθική του καθενός. Αν ο άλλος δεν ντρέπεται για τον εαυτό του, όταν κάνει κάτι αισχρό, ποιος μπορεί να τον εμποδίσει; Στη δική μας περίπτωση, τα όρια έχουν πάψει να υπάρχουν, από την ώρα που βλέπουμε έναν καθηγητή πανεπιστημίου να μας λέει ότι η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας δεν τρώγεται. Από την ώρα, δηλαδή, που βλέπουμε έναν κατά τεκμήριο μορφωμένο άνθρωπο να παίζει τον βλάκα επειδή έτσι μπορεί να εκλεγεί.

Η λέξη αίσχος και τα παράγωγά της ταιριάζουν στην περίσταση, διότι διανύουμε περίοδο κατά την οποία την αξιοπρέπεια του ΣΥΡΙΖΑ μετρά και επιβραβεύει ένας κ. Στίγκας, δήθεν πρόεδρος των «Σπαρτιατών». Σουρεαλιστικό εντελώς, να επαινεί ο κ. Στίγκας την αξιοπρέπεια του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα προσωπικά του κ. Κασσελάκη, όταν τον θυμόμαστε με πόση περιφρόνηση και χυδαιότητα αναφερόταν στους ομοφυλόφιλους («αυτούς που τους σπρώχνουνε», ήταν η γλαφυρή διατύπωσή του) από το βήμα της Βουλής, μόλις πριν από τρεις μήνες.

Δεν είναι όμως μονόπλευρο και ανικανοποίητο το αίσθημα. Καταλαβαίνω ότι υπάρχει ανταπόκριση, διότι ο κ. Βασίλης Κασσελάκης, προεδρικός εξάδελφος και υποψήφιος ευρωβουλευτής, καλωσορίζει τις ψήφους των «Σπαρτιατών» στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως κάποτε ο Νίκος Βούτσης, ως πρόεδρος της Βουλής, καλωσόριζε τις ψήφους της Χρυσής Αυγής. (Κυνισμός κλασικής προελεύσεως, αν θεωρήσουμε ως αφετηρία του τη σοφή παρατήρηση του αυτοκράτορα Βεσπασιανού ότι «το χρήμα δεν μυρίζει», όταν έφτιαξε δημόσια αποχωρητήρια στη Ρώμη με εισιτήριο).

Για ένα μέρος τουλάχιστον της αντιπολίτευσης, για τους λαϊκιστές της Δεξιάς και τους ριζοσπαστικούς της Αριστεράς, είναι φανερό ότι αντιλαμβάνονται τον κοινοβουλευτισμό και τις διαδικασίες του ως μια προέκταση του πολέμου με άλλα μέσα. Αυτό προκαλεί προβλήματα στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, διότι η δημοκρατία δεν χρειάζεται μόνο την τήρηση των νόμων. Εκτός από το γράμμα των νόμων και των κανονισμών, υπάρχουν και οι άγραφοι κανόνες, οι ηθικές νόρμες, η τήρηση των οποίων εναπόκειται στην προσωπική ηθική του καθενός. Αν ο άλλος δεν ντρέπεται για τον εαυτό του, όταν κάνει κάτι αισχρό, ποιος μπορεί να τον εμποδίσει; Στη δική μας περίπτωση, τα όρια έχουν πάψει να υπάρχουν, από την ώρα που βλέπουμε έναν καθηγητή πανεπιστημίου να μας λέει ότι η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας δεν τρώγεται. Από την ώρα, δηλαδή, που βλέπουμε έναν κατά τεκμήριο μορφωμένο άνθρωπο να παίζει τον βλάκα επειδή έτσι μπορεί να εκλεγεί.

Το συμπέρασμά μου είναι ότι, με την εξαίρεση του ΠΑΣΟΚ, η αντιπολίτευση νοσταλγεί το 2010 και προσπαθεί απεγνωσμένα να ξαναφτιάξει τις συνθήκες για την επανάληψή του. Δεν νομίζω ότι είναι συμπτωματικό ότι η αφρικανική σκόνη έδωσε την ευκαιρία στους συνωμοσιολόγους να φρεσκάρουν κάπως τις βλαμμένες θεωρίες τους, μια και ο δράκος με τους ψεκασμούς μπαγιάτεψε.

Επειδή όμως πάντα πιστεύω στην ακτίδα της αισιοδοξίας που προβάλλει ακόμη και από τη μεγαλύτερη τραγωδία, να κλείσω με κάτι θετικό για τη συνέχεια των θεσμών στη χώρα μας. Χαιρετίζω τη θορυβώδη είσοδο του κ. Β. Κασσελάκη, εξαδέλφου, στο πολιτικό προσκήνιο, παρότι διαφωνώ με τη δήλωσή του. Εύχομαι να τα καταφέρει το παιδί και να εκλεγεί, διότι η σταθερή παρουσία του ενισχύει περαιτέρω, τολμώ να πω ότι θεμελιώνει, τον θεσμό του Προεδρικού Εξαδέλφου στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Τσίπρας είχε τον δικό του. Γιατί όχι και ο κ. Κασσελάκης;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου