Τρία κείμενα παρέμβασης από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
1. Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει
Του Αλέξη Παπαχελά
Μαθαίνω από Ευρωπαίους συνομιλητές του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι δεν έχει αλλάξει καθόλου άποψη. Θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι μια μη μεταρρυθμίσιμη χώρα. Συμφωνεί απολύτως με όλους εμάς που πιστεύουμε ότι τα «τρελά» πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν, ότι οι φόροι είναι παράλογα ψηλοί κ.λπ., κ.λπ. Εν συνεχεία, επαινεί τη σημερινή κυβέρνηση για την υλοποίηση των συμφωνηθέντων, καθώς μάλιστα πιστεύει ότι «μόνο μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει τέτοιες αλλαγές και μειώσεις». Προσθέτει, όμως, με τρόπο μακιαβελικό: «Εγώ τους έχω πει ότι τους συμφέρει να φύγουν από το ευρώ. Αλλά δεν το ήθελαν και η συζήτηση αυτή τελείωσε».
Τελείωσε πραγματικά άραγε ή μήπως στόχος του «σοφού γέροντος» και των ισχυρών του διεθνών συμμάχων είναι να μας οδηγήσουν στο σημείο να πούμε μόνοι μας: «Μήπως είναι καλό να ξανασκεφθούμε την πρόταση;».
Εχω προβληματισθεί πολλές φορές από το καλοκαίρι του 2015 έως σήμερα γύρω από αυτό το ζήτημα. Και έχω σήμερα την αίσθηση πως ξαναζώ το δράμα της κυβέρνησης Σαμαρά το φθινόπωρο του 2014. Στο Μαξίμου ταλαιπωρούνται με τα ίδια ερωτήματα: «Λες να παίζουν μαζί παιχνίδι Μέρκελ και Σόιμπλε ή θα τον “αδειάσει” η κυρία στο τέλος και θα μας δώσει κάτι στο χρέος;», «Τι ρόλο παίζει το ΔΝΤ, θα το επηρεάσουν οι Αμερικανοί, θα μείνει στο πρόγραμμα;», «Μα, οι Γάλλοι μάς πιέζουν να βάλουμε το ζήτημα του χρέους επιτακτικά στο τραπέζι. Κάτι θα ξέρουν, δεν μπορεί».
Εν τω μεταξύ, ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει και ο ορίζοντας σιγά σιγά σκοτεινιάζει. Η απόφαση του ΣτΕ ήταν ένα σημείο-καμπή για την κυβέρνηση. Το «άγιο δισκοπότηρο» του χρέους απομακρύνεται από τα διψασμένα χείλη του κ. Τσίπρα και του κ. Τσακαλώτου και τη θέση του παίρνει ένα λιγότερο πολύτιμο και σημαντικό «δισκοπότηρο», αυτό του QE.
Η οικονομία δεν πάει καλά και η κοινωνία αρχίζει να χάνει την υπομονή της. Οι τράπεζες παραμένουν σε ένα τέλμα, που καθιστά το επόμενο φθινόπωρο εξαιρετικά κρίσιμο και επικίνδυνο. Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος δυσκολεύει τα πράγματα.
Τι θα κάνει μπροστά σε αυτό το σκηνικό ο πρωθυπουργός; Φοβάμαι ότι, αν δεν βλέπει φως, θα βρει σύμμαχό του τη μιζέρια και την απελπισία και θα αλλάξει σκοπό και έναντι των εταίρων και δανειστών και έναντι των φανταστικών και μη εσωτερικών «εχθρών».
Αυτός ο δρόμος της απελπισίας ενδέχεται να τον οδηγήσει ακόμη και σε εκλογές, έως το τέλος του χρόνου ή, πάντως, αρκετά πριν από το φθινόπωρο του 2017. Με τον κ. Σόιμπλε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις αναρωτώμενος αν και ποιος θα βρεθεί να αποδεχθεί, εκ των πραγμάτων, την «προπατορική» του λύση...
2. Από τις αυταπάτες στα αδιέξοδα
Του Άγγελου Στάγκου
Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί αυτή η κυβέρνηση έχει τέτοια και τόση εμμονική τάση να αυτοεγκλωβίζεται σε αδιέξοδα και αυταπάτες. Το δεύτερο ερώτημα είναι τι θα κάνει και πώς θα πορευθεί από εδώ και εμπρός, μετά δηλαδή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον νόμο Παππά και τις τηλεοπτικές άδειες. Με δεδομένα, μάλιστα, το εσωκομματικό τοπίο που προέκυψε από το πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τις δυσκολίες που διαγράφονται στις σχέσεις της με τους δανειστές, πρώτον, στο πλαίσιο της λεγόμενης δεύτερης αξιολόγησης, δεύτερον, στη ρύθμιση του χρέους.
Οι απαντήσεις στα δύο ερωτήματα δεν είναι ούτε απλές ούτε εύκολες. Κυρίως γιατί πρόκειται για μια κυβέρνηση και για στελέχη της, κομματικά ή όχι, που σκέπτονται και λειτουργούν πολύ διαφορετικά από τις μέχρι τώρα συνηθισμένες νόρμες στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Μια κυβέρνηση που έφθασε στην εξουσία με εκλογές μεν, εξαντλώντας όλα τα όρια του λαϊκισμού δε και η οποία διαπνέεται ακόμη από νοοτροπία επίθεσης στα «χειμερινά ανάκτορα». Αλλωστε, όχι μόνο δεν το κρύβει, αλλά, αντιθέτως, το διαλαλεί για όποιον παρακολουθεί στοιχειωδώς αυτά που λέει και κάνει.
Τούτων λεχθέντων, η κυβέρνηση Συρανέλ μπήκε με την ορμή που αντλούσε από τα κομματικά κείμενα το 2015 σε μια άκρως επιθετική βαρουφάκεια διαπραγμάτευση με τους δανειστές και «έσπασε τα μούτρα της», ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων τους αρνητικούς συσχετισμούς δυνάμεων και τις αυταπάτες, σύμφωνα με γνωστές παραδοχές του Αλέξη Τσίπρα. Τώρα μπήκε σε μια ζημιογόνα περιπέτεια προσπαθώντας να διαμορφώσει μια νέα τηλεοπτική κατάσταση, γράφοντας στα παλιότερα των παπουτσιών της το Σύνταγμα και τις διατάξεις του, θεωρώντας εκ προοιμίου καθυποταγμένη στη βούλησή της τη δικαστική εξουσία. Και όπως αναμενόταν, υπέστη δεινή ήττα, αφού είχε φροντίσει με όλες τις δυνάμεις της να πολιτικοποιήσει έντονα μια δικαστική απόφαση. Πέρα από το χάος που δημιούργησε στην τηλεοπτική αγορά.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/10/16 |
1. Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει
Του Αλέξη Παπαχελά
Μαθαίνω από Ευρωπαίους συνομιλητές του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι δεν έχει αλλάξει καθόλου άποψη. Θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι μια μη μεταρρυθμίσιμη χώρα. Συμφωνεί απολύτως με όλους εμάς που πιστεύουμε ότι τα «τρελά» πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να επιτευχθούν, ότι οι φόροι είναι παράλογα ψηλοί κ.λπ., κ.λπ. Εν συνεχεία, επαινεί τη σημερινή κυβέρνηση για την υλοποίηση των συμφωνηθέντων, καθώς μάλιστα πιστεύει ότι «μόνο μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει τέτοιες αλλαγές και μειώσεις». Προσθέτει, όμως, με τρόπο μακιαβελικό: «Εγώ τους έχω πει ότι τους συμφέρει να φύγουν από το ευρώ. Αλλά δεν το ήθελαν και η συζήτηση αυτή τελείωσε».
Τελείωσε πραγματικά άραγε ή μήπως στόχος του «σοφού γέροντος» και των ισχυρών του διεθνών συμμάχων είναι να μας οδηγήσουν στο σημείο να πούμε μόνοι μας: «Μήπως είναι καλό να ξανασκεφθούμε την πρόταση;».
Εχω προβληματισθεί πολλές φορές από το καλοκαίρι του 2015 έως σήμερα γύρω από αυτό το ζήτημα. Και έχω σήμερα την αίσθηση πως ξαναζώ το δράμα της κυβέρνησης Σαμαρά το φθινόπωρο του 2014. Στο Μαξίμου ταλαιπωρούνται με τα ίδια ερωτήματα: «Λες να παίζουν μαζί παιχνίδι Μέρκελ και Σόιμπλε ή θα τον “αδειάσει” η κυρία στο τέλος και θα μας δώσει κάτι στο χρέος;», «Τι ρόλο παίζει το ΔΝΤ, θα το επηρεάσουν οι Αμερικανοί, θα μείνει στο πρόγραμμα;», «Μα, οι Γάλλοι μάς πιέζουν να βάλουμε το ζήτημα του χρέους επιτακτικά στο τραπέζι. Κάτι θα ξέρουν, δεν μπορεί».
Εν τω μεταξύ, ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει και ο ορίζοντας σιγά σιγά σκοτεινιάζει. Η απόφαση του ΣτΕ ήταν ένα σημείο-καμπή για την κυβέρνηση. Το «άγιο δισκοπότηρο» του χρέους απομακρύνεται από τα διψασμένα χείλη του κ. Τσίπρα και του κ. Τσακαλώτου και τη θέση του παίρνει ένα λιγότερο πολύτιμο και σημαντικό «δισκοπότηρο», αυτό του QE.
Η οικονομία δεν πάει καλά και η κοινωνία αρχίζει να χάνει την υπομονή της. Οι τράπεζες παραμένουν σε ένα τέλμα, που καθιστά το επόμενο φθινόπωρο εξαιρετικά κρίσιμο και επικίνδυνο. Ο ευρωπαϊκός εκλογικός κύκλος δυσκολεύει τα πράγματα.
Τι θα κάνει μπροστά σε αυτό το σκηνικό ο πρωθυπουργός; Φοβάμαι ότι, αν δεν βλέπει φως, θα βρει σύμμαχό του τη μιζέρια και την απελπισία και θα αλλάξει σκοπό και έναντι των εταίρων και δανειστών και έναντι των φανταστικών και μη εσωτερικών «εχθρών».
Αυτός ο δρόμος της απελπισίας ενδέχεται να τον οδηγήσει ακόμη και σε εκλογές, έως το τέλος του χρόνου ή, πάντως, αρκετά πριν από το φθινόπωρο του 2017. Με τον κ. Σόιμπλε να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις αναρωτώμενος αν και ποιος θα βρεθεί να αποδεχθεί, εκ των πραγμάτων, την «προπατορική» του λύση...
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/10/16 |
Του Άγγελου Στάγκου
Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί αυτή η κυβέρνηση έχει τέτοια και τόση εμμονική τάση να αυτοεγκλωβίζεται σε αδιέξοδα και αυταπάτες. Το δεύτερο ερώτημα είναι τι θα κάνει και πώς θα πορευθεί από εδώ και εμπρός, μετά δηλαδή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον νόμο Παππά και τις τηλεοπτικές άδειες. Με δεδομένα, μάλιστα, το εσωκομματικό τοπίο που προέκυψε από το πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τις δυσκολίες που διαγράφονται στις σχέσεις της με τους δανειστές, πρώτον, στο πλαίσιο της λεγόμενης δεύτερης αξιολόγησης, δεύτερον, στη ρύθμιση του χρέους.
Οι απαντήσεις στα δύο ερωτήματα δεν είναι ούτε απλές ούτε εύκολες. Κυρίως γιατί πρόκειται για μια κυβέρνηση και για στελέχη της, κομματικά ή όχι, που σκέπτονται και λειτουργούν πολύ διαφορετικά από τις μέχρι τώρα συνηθισμένες νόρμες στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Μια κυβέρνηση που έφθασε στην εξουσία με εκλογές μεν, εξαντλώντας όλα τα όρια του λαϊκισμού δε και η οποία διαπνέεται ακόμη από νοοτροπία επίθεσης στα «χειμερινά ανάκτορα». Αλλωστε, όχι μόνο δεν το κρύβει, αλλά, αντιθέτως, το διαλαλεί για όποιον παρακολουθεί στοιχειωδώς αυτά που λέει και κάνει.
Τούτων λεχθέντων, η κυβέρνηση Συρανέλ μπήκε με την ορμή που αντλούσε από τα κομματικά κείμενα το 2015 σε μια άκρως επιθετική βαρουφάκεια διαπραγμάτευση με τους δανειστές και «έσπασε τα μούτρα της», ανακαλύπτοντας εκ των υστέρων τους αρνητικούς συσχετισμούς δυνάμεων και τις αυταπάτες, σύμφωνα με γνωστές παραδοχές του Αλέξη Τσίπρα. Τώρα μπήκε σε μια ζημιογόνα περιπέτεια προσπαθώντας να διαμορφώσει μια νέα τηλεοπτική κατάσταση, γράφοντας στα παλιότερα των παπουτσιών της το Σύνταγμα και τις διατάξεις του, θεωρώντας εκ προοιμίου καθυποταγμένη στη βούλησή της τη δικαστική εξουσία. Και όπως αναμενόταν, υπέστη δεινή ήττα, αφού είχε φροντίσει με όλες τις δυνάμεις της να πολιτικοποιήσει έντονα μια δικαστική απόφαση. Πέρα από το χάος που δημιούργησε στην τηλεοπτική αγορά.
Η κυβέρνηση αυτή δίνει συνεχώς την εντύπωση ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να κρατηθεί με κάθε τρόπο στην εξουσία. Με αυτή την έννοια, θεώρησε «νίκη» το γεγονός ότι κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, παρά τις συνέπειες της αποτυχίας της κατά την πρώτη θητεία της. Το κλείσιμο των τραπεζών και τα capital controls, την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, το φοβερό οικονομικό κόστος που προκάλεσαν στη χώρα οι... αυταπάτες της. Δεν αποκλείεται επίσης να πίστεψε ότι, αν προσφέρει δείγματα φρονιμάδας ή και υποταγής προς τα έξω, θα μπορεί στο εσωτερικό να προχωρήσει ανενόχλητη το λεγόμενο «παράλληλο πρόγραμμα» που περιλαμβάνει όσα βλέπουμε. Την ισοπέδωση προς τα κάτω της εκπαίδευσης, την εφαρμογή της δικής της πελατειακής πολιτικής, τους «τραμπουκισμούς» αλά Πολάκη, τον ετσιθελισμό με τις τηλεοπτικές άδειες, την καθυπόταξη της δικαστικής εξουσίας, τη διαμόρφωση και άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής μέσω ενός κομματικού «πολιτικού γραφείου» (πολίτμπιρο). Προφανώς όλα αυτά αποτυγχάνουν.
Αν ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του πόνταραν στο ότι οι Ευρωπαίοι δανειστές θα έδειχναν απεριόριστη ανοχή και θα τη διευκόλυναν με τη δεύτερη αξιολόγηση και τη ρύθμιση του χρέους, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Αν ήλπιζαν ότι θα κρατούσε αλώβητες τις δυνάμεις της και η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα είχε περιθώρια νίκης, η γενική δυσαρέσκεια που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις δείχνει κατάρρευση. Αν είχαν διαβεβαιώσεις ότι η δικαστική εξουσία δεν διαθέτει την απαραίτητη σπονδυλική στήλη, είναι φανερό ότι έπεσαν σε νέες αυταπάτες. Εξ ου και ο πόλεμος που κήρυξαν ουσιαστικά κατά των δικαστικών, κρίνοντας από τις δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου και άλλων, αλλά και από τις ανακοινώσεις των δικαστικών ενώσεων που σήκωσαν το γάντι...
Και τώρα τι γίνεται; Αγνωστο. Ο ανασχηματισμός είναι πολύ δύσκολος, ενώ παρατηρούνται διάφορα ανησυχητικά. Οπως ότι επαναφέρονται στο φραστικό προσκήνιο «οι κακοί ξένοι» και τα μνημόνια (πρώτο και δεύτερο βεβαίως, όχι το τρίτο που αποκαλείται «συμφωνία»), γίνονται συνεχείς αναφορές στην εσωτερική διαπλοκή, στην οποία πλέον εντάσσουν το ΣτΕ και οι δικαστικοί, υπάρχει μία αγωνιώδης προσπάθεια συσπείρωσης των στελεχών, των βουλευτών και των οπαδών, επιστρατεύεται πάλι η επιθετική ρητορική του «τσαμπουκά» απέναντι στους πάντες. Ολα αυτά δείχνουν αδιέξοδο, ίσως και πανικό. Πιθανώς δείχνουν επίσης τη χάραξη δρόμου προς απόδραση μέσω εκλογών. Μπορεί όμως να είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν το καθεστώς τους, ακόμη και με Grexit. Με αυτούς όλα βρίσκονται στο τραπέζι!
3. Αμερικανικά παράδοξα
Και τώρα τι γίνεται; Αγνωστο. Ο ανασχηματισμός είναι πολύ δύσκολος, ενώ παρατηρούνται διάφορα ανησυχητικά. Οπως ότι επαναφέρονται στο φραστικό προσκήνιο «οι κακοί ξένοι» και τα μνημόνια (πρώτο και δεύτερο βεβαίως, όχι το τρίτο που αποκαλείται «συμφωνία»), γίνονται συνεχείς αναφορές στην εσωτερική διαπλοκή, στην οποία πλέον εντάσσουν το ΣτΕ και οι δικαστικοί, υπάρχει μία αγωνιώδης προσπάθεια συσπείρωσης των στελεχών, των βουλευτών και των οπαδών, επιστρατεύεται πάλι η επιθετική ρητορική του «τσαμπουκά» απέναντι στους πάντες. Ολα αυτά δείχνουν αδιέξοδο, ίσως και πανικό. Πιθανώς δείχνουν επίσης τη χάραξη δρόμου προς απόδραση μέσω εκλογών. Μπορεί όμως να είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν το καθεστώς τους, ακόμη και με Grexit. Με αυτούς όλα βρίσκονται στο τραπέζι!
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 29-30/10/16 |
3. Αμερικανικά παράδοξα
Του Κώστα Ιορδανίδη
Η υποψήφια των Δημοκρατικών για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ κ. Χίλαρι Κλίντον δραστηριοποιήθηκε πολιτικώς το 1964 ως ακτιβίστρια του υπερσυντηρητικού Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Μπάρι Γκολντγουότερ. Υπέστη έκτοτε πολιτική μετάλλαξη. Αλλά η τύχη τα έφερε να αναμετράται σήμερα με τον δεξιό Ρεπουμπλικανό κ. Ντόναλντ Τραμπ.
Δεν πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο πολιτικής ανακυκλώσεως. Στη χειραφετημένη Γαλλία, ο κ. Ζακ Σιράκ στα χρόνια της νεότητός του πουλούσε στους παρισινούς δρόμους την κομμουνιστική εφημερίδα «Ουμανιτέ». Ανεδείχθη σε συντηρητικό πρόεδρο της χώρας του. Ο Φρανσουά Μιτεράν ως νέος συνεργάσθηκε με την κυβέρνηση του Βισί και στη συνέχεια εξελέγη ηγέτης των Σοσιαλιστών και πρόεδρος της Γαλλίας.
Ανατροπές αυτού του είδους συμβαίνουν στην πολιτική· αποτελούν στοιχείο της γοητείας της και ίσως της παθογένειάς της.
Η τραχύτητα της αντιπαραθέσεως των δύο υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ, καθ’ όσον αφορά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, αποτελεί εκδήλωση –κατ’ ορισμένους– εκπτώσεως του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Ανθρωποκτόνος, όμως, είναι η κομματική σύγκρουση παντού και η εκτροπή από τις συμβατικές διαδικασίες διαδοχής στην εξουσία τείνει να καταστεί κανόνας.
Ενα σημείο, ωστόσο, στην προεκλογική συμπεριφορά της κ. Κλίντον έχει ευρύτερο ενδιαφέρον και αφορά, όπως επεσήμανε ο αντίπαλός της κ. Τραμπ, στη «δαιμονοποίηση» του Ρώσου προέδρου κ. Βλαντιμίρ Πούτιν, σε συνδυασμό με την εκτίμησή του ότι η πολιτική που έχει εξαγγείλει η αντίπαλός του στο θέμα της Συρίας «θα οδηγήσει σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», πυρηνικό αυτή τη φορά.
Θα ήταν ένδειξη υπεροψίας και επιπολαιότητος εάν η στήλη αυτή επιχειρούσε να σταθμίσει τη βασιμότητα των ανησυχιών του κ. Τραμπ. Αλλά ένα είναι το βέβαιον, όπως προκύπτει από την αμερικανική ιστορία, όλα αυτά τα χρόνια. Οτι οι Δημοκρατικοί στην εξουσία επιδεικνύουν νευρικότητα κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, ωσάν να διεκδικούν πιστοποιητικά πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι Σοβιετικοί προτιμούσαν να διαπραγματεύονται με Ρεπουμπλικανούς προέδρους τις μειώσεις των πυρηνικών.
Ούτε ασφαλώς ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Ερυθρά Κίνα αποκατεστάθησαν επί της προεδρίας του Ρίτσαρντ Νίξον, που επίσης ετερμάτισε τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Δεν είχαν οι Ρεπουμπλικανοί άγνοια του σοβιετικού κινδύνου και ούτε είναι, φυσικά, τυχαίο ότι η ΕΣΣΔ κατέρρευσε επί του Ρόναλντ Ρέιγκαν, που θέτοντας σε εφαρμογή πρόγραμμα χολιγουντιανής εμπνεύσεως –τον Πόλεμο των Αστρων– ώθησε τους Σοβιετικούς σε έναν ολέθριο ανταγωνισμό και συνετρίβη η «Αυτοκρατορία του κακού» δίχως να πέσει πυροβολισμός.
Υπάρχει και μία άλλη αβλεψία πολιτική από την πλευρά της κ. Κλίντον. Ο κ. Τραμπ, ως εκφραστής της νέας Δεξιάς, και αντίστοιχα η κ. Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία δεν δίδουν τη μάχη τους εναντίον του διεθνούς κομμουνισμού που έχει καταρρεύσει, αλλά υπέρ της ανακτήσεως της εθνικής κυριαρχίας, που εκχωρήθηκε, όπως υποστηρίζουν, σε μία διεθνή γραφειοκρατία και οικονομική ολιγαρχία.
Η ριζοσπαστική Δεξιά λειτουργεί πλέον ως δύναμη ανατροπής, η Αριστερά δεν υφίσταται παρά ως αναχρονισμός, πρόθυμη να συμβιβασθεί με τη νέα τάξη πραγμάτων.
Η κ. Κλίντον ανήκει από την άποψη αυτή στο παρελθόν, αλλά και το ενδεχόμενο ανόδου του κ. Τραμπ στη εξουσία προκαλεί τον τρόμο του αγνώστου. Τα υπόλοιπα είναι μάλλον ως εκ του περισσού.
Η υποψήφια των Δημοκρατικών για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ κ. Χίλαρι Κλίντον δραστηριοποιήθηκε πολιτικώς το 1964 ως ακτιβίστρια του υπερσυντηρητικού Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Μπάρι Γκολντγουότερ. Υπέστη έκτοτε πολιτική μετάλλαξη. Αλλά η τύχη τα έφερε να αναμετράται σήμερα με τον δεξιό Ρεπουμπλικανό κ. Ντόναλντ Τραμπ.
Δεν πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο πολιτικής ανακυκλώσεως. Στη χειραφετημένη Γαλλία, ο κ. Ζακ Σιράκ στα χρόνια της νεότητός του πουλούσε στους παρισινούς δρόμους την κομμουνιστική εφημερίδα «Ουμανιτέ». Ανεδείχθη σε συντηρητικό πρόεδρο της χώρας του. Ο Φρανσουά Μιτεράν ως νέος συνεργάσθηκε με την κυβέρνηση του Βισί και στη συνέχεια εξελέγη ηγέτης των Σοσιαλιστών και πρόεδρος της Γαλλίας.
Ανατροπές αυτού του είδους συμβαίνουν στην πολιτική· αποτελούν στοιχείο της γοητείας της και ίσως της παθογένειάς της.
Η τραχύτητα της αντιπαραθέσεως των δύο υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ, καθ’ όσον αφορά στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, αποτελεί εκδήλωση –κατ’ ορισμένους– εκπτώσεως του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Ανθρωποκτόνος, όμως, είναι η κομματική σύγκρουση παντού και η εκτροπή από τις συμβατικές διαδικασίες διαδοχής στην εξουσία τείνει να καταστεί κανόνας.
Ενα σημείο, ωστόσο, στην προεκλογική συμπεριφορά της κ. Κλίντον έχει ευρύτερο ενδιαφέρον και αφορά, όπως επεσήμανε ο αντίπαλός της κ. Τραμπ, στη «δαιμονοποίηση» του Ρώσου προέδρου κ. Βλαντιμίρ Πούτιν, σε συνδυασμό με την εκτίμησή του ότι η πολιτική που έχει εξαγγείλει η αντίπαλός του στο θέμα της Συρίας «θα οδηγήσει σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», πυρηνικό αυτή τη φορά.
Θα ήταν ένδειξη υπεροψίας και επιπολαιότητος εάν η στήλη αυτή επιχειρούσε να σταθμίσει τη βασιμότητα των ανησυχιών του κ. Τραμπ. Αλλά ένα είναι το βέβαιον, όπως προκύπτει από την αμερικανική ιστορία, όλα αυτά τα χρόνια. Οτι οι Δημοκρατικοί στην εξουσία επιδεικνύουν νευρικότητα κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, ωσάν να διεκδικούν πιστοποιητικά πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι Σοβιετικοί προτιμούσαν να διαπραγματεύονται με Ρεπουμπλικανούς προέδρους τις μειώσεις των πυρηνικών.
Ούτε ασφαλώς ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Ερυθρά Κίνα αποκατεστάθησαν επί της προεδρίας του Ρίτσαρντ Νίξον, που επίσης ετερμάτισε τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Δεν είχαν οι Ρεπουμπλικανοί άγνοια του σοβιετικού κινδύνου και ούτε είναι, φυσικά, τυχαίο ότι η ΕΣΣΔ κατέρρευσε επί του Ρόναλντ Ρέιγκαν, που θέτοντας σε εφαρμογή πρόγραμμα χολιγουντιανής εμπνεύσεως –τον Πόλεμο των Αστρων– ώθησε τους Σοβιετικούς σε έναν ολέθριο ανταγωνισμό και συνετρίβη η «Αυτοκρατορία του κακού» δίχως να πέσει πυροβολισμός.
Υπάρχει και μία άλλη αβλεψία πολιτική από την πλευρά της κ. Κλίντον. Ο κ. Τραμπ, ως εκφραστής της νέας Δεξιάς, και αντίστοιχα η κ. Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία δεν δίδουν τη μάχη τους εναντίον του διεθνούς κομμουνισμού που έχει καταρρεύσει, αλλά υπέρ της ανακτήσεως της εθνικής κυριαρχίας, που εκχωρήθηκε, όπως υποστηρίζουν, σε μία διεθνή γραφειοκρατία και οικονομική ολιγαρχία.
Η ριζοσπαστική Δεξιά λειτουργεί πλέον ως δύναμη ανατροπής, η Αριστερά δεν υφίσταται παρά ως αναχρονισμός, πρόθυμη να συμβιβασθεί με τη νέα τάξη πραγμάτων.
Η κ. Κλίντον ανήκει από την άποψη αυτή στο παρελθόν, αλλά και το ενδεχόμενο ανόδου του κ. Τραμπ στη εξουσία προκαλεί τον τρόμο του αγνώστου. Τα υπόλοιπα είναι μάλλον ως εκ του περισσού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου