Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
Η εξίσωση της αυτοδυναμίας
Ο νόμος του εκκρεμούς, το μωσαϊκό της αποχής και οι φόβοι για μαύρη τρύπα στις δημοσκοπήσεις
Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Αντιμετωπίζεται πια περίπου σαν νομοτέλεια. Η κυβέρνηση όσο μένει, χάνει. Η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ διαρρέει προς τις κατευθύνσεις: λίγο προς την αποχή, λίγο προς τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς και λίγο απευθείας προς τη ΝΔ. Αυτοί είναι οι κοινοί τόποι των μετρήσεων του τελευταίου διαστήματος. Η ΝΔ βλέπει το προβάδισμά της σε τέτοιο εύρος ώστε να μπορεί πλέον να υπηρετήσει ρεαλιστικά τη στρατηγική της αυτοδυναμίας.
Είναι ένας στόχος που υπηρετείται καλύτερα όταν μένει ανομολόγητος. Η διατύπωση της αξίωσης περί αυτοδυναμίας έχει διαπιστωθεί ότι προκαλεί αμυντικά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώμα. Οχι μόνο επειδή εκλαμβάνεται περίπου ως ένδειξη κομματικής αλαζονείας. Αλλά κι επειδή πυροδοτεί αυτό που στη γλώσσα των εκλογολόγων λέγεται «underdog effect» - την τάση μέρους του εκλογικού σώματος να στηρίζει τον ηττημένο. Αυτό δηλαδή που σε όρους ελληνικής πολιτικής γεωγραφίας θα λέγαμε «αντιδεξιά συσπείρωση».
Μπορεί, για να αποφύγει το ρεφλέξ της αντισυσπείρωσης, να μην το λέει, αλλά σιωπηρά η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται ότι δουλεύει με βάση το σενάριο της αυτοδυναμίας - όχι λόγω φρονήματος αλλά γιατί αυτό της υπαγορεύουν τα στοιχεία.
Το ερώτημα είναι, σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς πια να έχει εμπιστοσύνη σε αυτά που βλέπει στις μετρήσεις; Οι «νομοτέλειες» που σχεδιάζονται στο χαρτί, εκτροχιάζονται από την απροσδόκητη πραγματικότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων. Συνέβη στις ΗΠΑ. Συνέβη και στο Brexit. Συνέβη προηγουμένως στο ελληνικό δημοψήφισμα.
Υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα μαύρη τρύπα στις δημοσκοπήσεις; Υπάρχουν ρεύματα στο εκλογικό σώμα που δεν καταγράφονται από το ραντάρ των μέσων ενημέρωσης και των αναλυτών της κοινής γνώμης; Και πόσο κοντά είμαστε τελικά στην πρώτη μετά το 2009 αυτοδυναμία;
Σύννεφα καχυποψίας
Η απάντηση δεν είναι ομόφωνη. Σύμφωνα με την εκδοχή εκλογικού αναλυτή που βρίσκεται κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, «ξέρουμε ότι από τις μετρήσεις χάνεται κάποιος κόσμος, αλλά δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να αναπληρώσουμε το κενό». Αυτοί που δεν απαντούν δεν είναι ανάλογης σύνθεσης ακροατήριο με αυτούς που απαντούν. Δεν μπορούν να προσδιοριστούν, όπως παλαιότερα. Η απόλυτη ασάφεια ως προς τη σύνθεση των ΔΑ (των «Δεν απαντώ») είναι που καθιστά πολύ δύσκολες τις σταθμίσεις. «Δεν έχεις πια κανένα άλλο κριτήριο» λέει η ίδια πηγή, «παρά τη διαίσθησή σου».
Σύμφωνα, ωστόσο, με την ερμηνεία που δίνει ανεξάρτητος αναλυτής από τον πανεπιστημιακό χώρο, η αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων είναι μεγαλύτερη από ό,τι μας επιτρέπει να πιστέψουμε το κλίμα που έχει δημιουργηθεί μετά τις ανατροπές σε ΗΠΑ και Βρετανία. «Οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν χάσει ποτέ τη σειρά των κομμάτων. Αστοχίες είχαμε μόνο ως προς τη διαφορά» λέει. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην παρούσα συγκυρία πρέπει κανείς να εστιάσει όχι τόσο στα ποσοστά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ όσο στα ποιοτικά στοιχεία: στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, στη δημοτικότητα των πολιτικών αρχηγών, στην αξιολόγηση για την κατάσταση της χώρας. Ολα είναι συντριπτικά εις βάρος της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά. «Σε πρόσφατη μέτρηση, στην ερώτηση για τη βεβαιότητα της ψήφου, το 75% των ερωτηθέντων δήλωνε βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ» λέει.
Τα συγκοινωνούντα δοχεία
Τα ποιοτικά δεδομένα - σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εμφανίζεται από ορισμένες εταιρείες να έχει ξεπεράσει σε μη προεκλογική περίοδο το 30% - βάζουν τη ΝΔ σε τροχιά αυτοδυναμίας. Το ερώτημα είναι σε ποια εκλογικά «ρεζερβουάρ» πρέπει να εστιάσει η αξιωματική αντιπολίτευση, αν θέλει να σπάσει το φράγμα του 37% - 38%;
Συνήθως η σχετική συζήτηση περί εκλογικών αποθεμάτων γίνεται με όρους Αριστεράς - Δεξιάς. Η στρατηγική, ας πούμε, της προηγούμενης ηγεσίας της ΝΔ ήταν να επαναπατρίσει τους απολωλότες συντηρητικούς ψηφοφόρους που είχαν διαρρεύσει δεξιότερα. Οι παραινέσεις προς τον Μητσοτάκη τώρα είναι να επενδύσει στο κεντρώο προφίλ του, προκειμένου να κυριαρχήσει στον μεσαίο χώρο.
Η ανάλυση αυτή απορρίπτεται από ορισμένους δημοσκόπους ως σχηματική και άσχετη με την εκλογική αριθμητική. Για να δημιουργηθούν συνθήκες αυτοδυναμίας πρέπει, όπως λέγεται, να λειτουργήσει το εκκρεμές του δικομματισμού. Πρέπει η Νέα Δημοκρατία να μπορέσει να τραβήξει ψηφοφόρους απευθείας από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να το κάνει ακόμη και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Η χηµεία της αποχής
Η κίνηση του εκκρεμούς είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναμετρήσεων και επί μεγάλου (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ) και επί μικρού (ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ) δικομματισμού. Η «βουβή» μεταβλητή είναι η αποχή, που έφτασε τον Σεπτέμβριο στα υψηλότερά της επίπεδα από τη Μεταπολίτευση, κοντά στο 44%. Με αυτό το δεδομένο, εκτιμάται ότι την αυτοδυναμία μπορεί να τη δώσει στον Μητσοτάκη η αποχή. Θα αρκούσε δηλαδή στη ΝΔ αν ικανό μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ κατευθυνόταν προς την αποχή, σε συνδυασμό με την «αφύπνιση» ψηφοφόρων της ΝΔ, που το 2015 δεν είχαν εμφανιστεί στις κάλπες.
Το δεύτερο κρίσιμο μέγεθος που βρίσκεται στο μικροσκόπιο των νεοδημοκρατικών αναλύσεων - και όχι μόνο - είναι το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων. Υπό τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των μικρών που δεν περνούν το όριο του 3% τόσο χαμηλώνει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Εκτιμάται ότι ένα μέρος των δυσαρεστημένων με τον ΣΥΡΙΖΑ θα μετακινηθεί προς τη ΛΑΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα εξωκοινοβουλευτικό ποσοστό κοντά στο 10%, που σημαίνει ότι το όριο για την αυτοδυναμία πέφτει στο 37%.
Το συμπέρασμα είναι ότι όση σημασία έχει για τη ΝΔ η θετική ψήφος άλλη τόση, αν όχι περισσότερη, έχει και το γενικότερο αντικυβερνητικό ρεύμα. Τα υπόλοιπα - όπως το πώς θα κινηθούν οι ψηφοφόροι των μικρών κομμάτων του Κέντρου - φαίνονται λίγο - πολύ προδιαγεγραμμένα από τη δύναμη της πόλωσης. Τα υπόλοιπα, όπως το λέει ένας από τους παλαιότερους μελετητές των εκλογικών τάσεων, είναι «ψιλολόγια».
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 26-27/11/16 |
Ο νόμος του εκκρεμούς, το μωσαϊκό της αποχής και οι φόβοι για μαύρη τρύπα στις δημοσκοπήσεις
Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Αντιμετωπίζεται πια περίπου σαν νομοτέλεια. Η κυβέρνηση όσο μένει, χάνει. Η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ διαρρέει προς τις κατευθύνσεις: λίγο προς την αποχή, λίγο προς τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς και λίγο απευθείας προς τη ΝΔ. Αυτοί είναι οι κοινοί τόποι των μετρήσεων του τελευταίου διαστήματος. Η ΝΔ βλέπει το προβάδισμά της σε τέτοιο εύρος ώστε να μπορεί πλέον να υπηρετήσει ρεαλιστικά τη στρατηγική της αυτοδυναμίας.
Είναι ένας στόχος που υπηρετείται καλύτερα όταν μένει ανομολόγητος. Η διατύπωση της αξίωσης περί αυτοδυναμίας έχει διαπιστωθεί ότι προκαλεί αμυντικά αντανακλαστικά στο εκλογικό σώμα. Οχι μόνο επειδή εκλαμβάνεται περίπου ως ένδειξη κομματικής αλαζονείας. Αλλά κι επειδή πυροδοτεί αυτό που στη γλώσσα των εκλογολόγων λέγεται «underdog effect» - την τάση μέρους του εκλογικού σώματος να στηρίζει τον ηττημένο. Αυτό δηλαδή που σε όρους ελληνικής πολιτικής γεωγραφίας θα λέγαμε «αντιδεξιά συσπείρωση».
Μπορεί, για να αποφύγει το ρεφλέξ της αντισυσπείρωσης, να μην το λέει, αλλά σιωπηρά η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται ότι δουλεύει με βάση το σενάριο της αυτοδυναμίας - όχι λόγω φρονήματος αλλά γιατί αυτό της υπαγορεύουν τα στοιχεία.
Το ερώτημα είναι, σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς πια να έχει εμπιστοσύνη σε αυτά που βλέπει στις μετρήσεις; Οι «νομοτέλειες» που σχεδιάζονται στο χαρτί, εκτροχιάζονται από την απροσδόκητη πραγματικότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων. Συνέβη στις ΗΠΑ. Συνέβη και στο Brexit. Συνέβη προηγουμένως στο ελληνικό δημοψήφισμα.
Υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα μαύρη τρύπα στις δημοσκοπήσεις; Υπάρχουν ρεύματα στο εκλογικό σώμα που δεν καταγράφονται από το ραντάρ των μέσων ενημέρωσης και των αναλυτών της κοινής γνώμης; Και πόσο κοντά είμαστε τελικά στην πρώτη μετά το 2009 αυτοδυναμία;
Σύννεφα καχυποψίας
Η απάντηση δεν είναι ομόφωνη. Σύμφωνα με την εκδοχή εκλογικού αναλυτή που βρίσκεται κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, «ξέρουμε ότι από τις μετρήσεις χάνεται κάποιος κόσμος, αλλά δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να αναπληρώσουμε το κενό». Αυτοί που δεν απαντούν δεν είναι ανάλογης σύνθεσης ακροατήριο με αυτούς που απαντούν. Δεν μπορούν να προσδιοριστούν, όπως παλαιότερα. Η απόλυτη ασάφεια ως προς τη σύνθεση των ΔΑ (των «Δεν απαντώ») είναι που καθιστά πολύ δύσκολες τις σταθμίσεις. «Δεν έχεις πια κανένα άλλο κριτήριο» λέει η ίδια πηγή, «παρά τη διαίσθησή σου».
Σύμφωνα, ωστόσο, με την ερμηνεία που δίνει ανεξάρτητος αναλυτής από τον πανεπιστημιακό χώρο, η αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων είναι μεγαλύτερη από ό,τι μας επιτρέπει να πιστέψουμε το κλίμα που έχει δημιουργηθεί μετά τις ανατροπές σε ΗΠΑ και Βρετανία. «Οι δημοσκοπήσεις στην Ελλάδα δεν έχουν χάσει ποτέ τη σειρά των κομμάτων. Αστοχίες είχαμε μόνο ως προς τη διαφορά» λέει. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην παρούσα συγκυρία πρέπει κανείς να εστιάσει όχι τόσο στα ποσοστά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ όσο στα ποιοτικά στοιχεία: στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, στη δημοτικότητα των πολιτικών αρχηγών, στην αξιολόγηση για την κατάσταση της χώρας. Ολα είναι συντριπτικά εις βάρος της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά. «Σε πρόσφατη μέτρηση, στην ερώτηση για τη βεβαιότητα της ψήφου, το 75% των ερωτηθέντων δήλωνε βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ» λέει.
Τα συγκοινωνούντα δοχεία
Τα ποιοτικά δεδομένα - σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εμφανίζεται από ορισμένες εταιρείες να έχει ξεπεράσει σε μη προεκλογική περίοδο το 30% - βάζουν τη ΝΔ σε τροχιά αυτοδυναμίας. Το ερώτημα είναι σε ποια εκλογικά «ρεζερβουάρ» πρέπει να εστιάσει η αξιωματική αντιπολίτευση, αν θέλει να σπάσει το φράγμα του 37% - 38%;
Συνήθως η σχετική συζήτηση περί εκλογικών αποθεμάτων γίνεται με όρους Αριστεράς - Δεξιάς. Η στρατηγική, ας πούμε, της προηγούμενης ηγεσίας της ΝΔ ήταν να επαναπατρίσει τους απολωλότες συντηρητικούς ψηφοφόρους που είχαν διαρρεύσει δεξιότερα. Οι παραινέσεις προς τον Μητσοτάκη τώρα είναι να επενδύσει στο κεντρώο προφίλ του, προκειμένου να κυριαρχήσει στον μεσαίο χώρο.
Η ανάλυση αυτή απορρίπτεται από ορισμένους δημοσκόπους ως σχηματική και άσχετη με την εκλογική αριθμητική. Για να δημιουργηθούν συνθήκες αυτοδυναμίας πρέπει, όπως λέγεται, να λειτουργήσει το εκκρεμές του δικομματισμού. Πρέπει η Νέα Δημοκρατία να μπορέσει να τραβήξει ψηφοφόρους απευθείας από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να το κάνει ακόμη και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.
Η χηµεία της αποχής
Η κίνηση του εκκρεμούς είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναμετρήσεων και επί μεγάλου (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ) και επί μικρού (ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ) δικομματισμού. Η «βουβή» μεταβλητή είναι η αποχή, που έφτασε τον Σεπτέμβριο στα υψηλότερά της επίπεδα από τη Μεταπολίτευση, κοντά στο 44%. Με αυτό το δεδομένο, εκτιμάται ότι την αυτοδυναμία μπορεί να τη δώσει στον Μητσοτάκη η αποχή. Θα αρκούσε δηλαδή στη ΝΔ αν ικανό μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ κατευθυνόταν προς την αποχή, σε συνδυασμό με την «αφύπνιση» ψηφοφόρων της ΝΔ, που το 2015 δεν είχαν εμφανιστεί στις κάλπες.
Το δεύτερο κρίσιμο μέγεθος που βρίσκεται στο μικροσκόπιο των νεοδημοκρατικών αναλύσεων - και όχι μόνο - είναι το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων. Υπό τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των μικρών που δεν περνούν το όριο του 3% τόσο χαμηλώνει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Εκτιμάται ότι ένα μέρος των δυσαρεστημένων με τον ΣΥΡΙΖΑ θα μετακινηθεί προς τη ΛΑΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα εξωκοινοβουλευτικό ποσοστό κοντά στο 10%, που σημαίνει ότι το όριο για την αυτοδυναμία πέφτει στο 37%.
Το συμπέρασμα είναι ότι όση σημασία έχει για τη ΝΔ η θετική ψήφος άλλη τόση, αν όχι περισσότερη, έχει και το γενικότερο αντικυβερνητικό ρεύμα. Τα υπόλοιπα - όπως το πώς θα κινηθούν οι ψηφοφόροι των μικρών κομμάτων του Κέντρου - φαίνονται λίγο - πολύ προδιαγεγραμμένα από τη δύναμη της πόλωσης. Τα υπόλοιπα, όπως το λέει ένας από τους παλαιότερους μελετητές των εκλογικών τάσεων, είναι «ψιλολόγια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου