οι κηπουροι τησ αυγησ

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

"...Κρίνω εντελώς απαραίτητη την επαρκή γνωριμία των μαθητών και των μαθητριών ήδη από το Γυμνάσιο και με κείμενα γραμμένα στην καθαρεύουσα, επίσημη μορφή της νέας ελληνικής μέχρι το 1976. Και τούτο για τρεις λόγους: Ο πρώτος είναι ότι θα καθιστούσε ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη την εξοικείωσή τους με τα αρχαιόκλιτα ή άλλες λόγιες λέξεις που έχουν επιβιώσει στη σημερινή γλώσσα μας. Ο δεύτερος είναι ότι θα τους επέτρεπε να διαβάζουν και να κατανοούν όχι μόνο κορυφαία λογοτεχνήματα, όπως του Ροΐδη, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη ή του Εμπειρίκου, αλλά και επιστημονικά συγγράμματα, δοκίμια, άρθρα και δημόσια έγγραφα, συνυφασμένα με την πολιτισμική ζωή του τόπου μας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Ο τρίτος είναι ότι, αν η διδασκαλία αυτή άρχιζε από την απλή καθαρεύουσα και προχωρούσε σε πιο αρχαΐζουσες μορφές της, θα διευκόλυνε στο Λύκειο την προσέγγιση κειμένων της αττικής διαλέκτου, αλλά και του αττικισμού των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Θα ήταν βέβαια λάθος να εξοβελιστεί από το Λύκειο η συστηματική διδασκαλία της αρχαίας. Θα έπρεπε όμως, κατά τη γνώμη μου, να παραμείνει ως μάθημα επιλογής για όσους σκοπεύουν να ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές, στις οποίες η πληρέστερη γνώση της είναι πράγματι αναγκαία..."

ΟΙ ΚΗΠΟΥΡΟΙ ΤΗΣ "ΑΥΓΗΣ"-1400(49)
"Η ΑΥΓΗ", 28/09/16
Γιά τη γλώσσα μας και τη διδασκαλία της
Του Σάββα Κονταράτου

Εδώ και κάμποσους μήνες, με αφορμή τις κυβερνητικές εξαγγελίες για τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, έχουν πληθύνει τα δημοσιεύματα που απηχούν μια έντονη ανησυχία για τον ξεπεσμό και την αλλοίωση της γλώσσας μας. Ορισμένα μάλιστα υπαινίσσονται ότι κινδυνεύουμε να καταντήσουμε ένα «άγλωσσο» έθνος. Επειδή ούτε φιλόλογος ούτε γλωσσολόγος είμαι, θα επιχειρήσω απλώς να καταθέσω επί του προκειμένου κάποιες απόψεις που βασίζονται σε εμπειρικές διαπιστώσεις.

Πιστεύω πως αν θέλουμε να αξιολογήσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γλώσσα μας σήμερα, ο προσφορότερος και ασφαλέστερος τρόπος είναι η επιτούτου ανάγνωση έγκριτων εφημερίδων. Και τούτο γιατί οι εφημερίδες, ιδιαίτερα στα κυριακάτικα ή σαββατιάτικα φύλλα τους, συγκεντρώνουν εξαιρετικά ποικίλου περιεχομένου κείμενα, γραμμένα από ανθρώπους με αρκετά διαφορετική επιστημονική κατάρτιση και συχνά, όταν πρόκειται για ειδήσεις ή επίκαιρα σχόλια, με κάποια βιασύνη. Η εντύπωση που έχω αποκομίσει διαβάζοντας εφημερίδες όπως “Η Καθημερινή”, “Το Βήμα της Κυριακής”, “Η Εφημερίδα των Συντακτών” και “Η Αυγή”, είναι ότι οι συντάκτες και οι τακτικοί ή έκτακτοι αρθρογράφοι τους γράφουν πλέον σε μια ενιαία γλώσσα που ακολουθεί βασικά το τυπικό της δημοτικής, αλλά και αξιοποιεί, με μεγαλύτερη άνεση από άλλοτε, λόγιες λέξεις κληροδοτημένες από την καθαρεύουσα, καθώς και πρόσφατα δάνεια από ξένες γλώσσες.

Κατά τη γνώμη μου διανύουμε ίσως την πρώτη περίοδο στην ιστορία της γλώσσας μας κατά την οποία -με ασήμαντες εξαιρέσεις- έχει επικρατήσει, στον γραπτό τουλάχιστον λόγο, μια κοινή νέα ελληνική, ικανή να υπηρετεί όλες τις σύγχρονες επικοινωνιακές μας ανάγκες. Επιπλέον, η γλώσσα αυτή, με το πλούσιο αλλά ποικίλης καταγωγής λεξιλόγιό της και με τη γραμματικο-συντακτική της ευκαμψία, μάλλον διευκολύνει τις διαφοροποιήσεις ύφους, όπως και πάλι μπορεί να διαπιστωθεί από την αρθρογραφία των εφημερίδων.

Στα κείμενα των εφημερίδων μπορούν βεβαίως να επισημανθούν και λάθη: γραμματικά, συντακτικά και σημασιολογικά. Είναι όμως μάλλον σπάνια. Αντίθετα, τα γλωσσικά ολισθήματα αφθονούν στον προφορικό λόγο που εκφέρουν δημόσια, συνήθως σε τηλεοπτικές εκπομπές, κατά τεκμήριο πεπαιδευμένοι ρεπόρτερ, δημοσιολόγοι, πολιτικοί, ενίοτε και πανεπιστημιακοί. Η κακοποίηση των συνθέτων του ρήματος «άγω» (η χώρα μας παραγάγει..., έχει εισάγει..., θα παράξει...), η απόδοση παθητικής σημασίας σε αποθετικά ρήματα (το νομοσχέδιο έχει επεξεργαστεί από την επιτροπή..., η εκμεταλλευόμενη εργατική τάξη), το «συνδράμω» σαν ενεστώτας, το «απαντάται» με τη σημασία του «εμφανίζεται» αντί του ορθού «απαντά», ακυρολεξίες όπως η αδικαιολόγητη υποκατάσταση της «πολιτικής σκηνής» από το «πολιτικό σκηνικό» ή το απίθανο «να καθορίσει την πορεία του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου», βαρβαρισμοί όπως «η διεθνή κατάσταση», «των πληγέντων περιοχών», «του επικεφαλή» και «δεν επιδέχονται καμιάς αμφισβήτησης», το δημοτικοφανές επίρρημα «πιθανά» και το λαϊκότροπο «στις 23 Ιούνη», παντελώς άγνωστα στη δημώδη, είναι τα συνηθέστερα «μαργαριτάρια» που μπορεί κανείς να αλιεύσει. Άλλα οφείλονται σε κακόζηλη χρήση τύπων της καθαρεύουσας και άλλα σε βιασμό της δημοτικής. Όλα πάντως μαρτυρούν ανεπαρκή γλωσσική κατάρτιση.

Προφανώς για την κακομεταχείριση αυτή της γλώσσας μας φταίει προπάντων η λειψή διδασκαλία της στη Μέση Εκπαίδευση. Το περίεργο είναι ότι πολλοί από εκείνους που έχουν διαπιστώσει το πρόβλημα θεωρούν αναγκαία για την άμβλυνσή του τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής, όχι μόνο στο Λύκειο αλλά και στο Γυμνάσιο. Εν προκειμένω, δεν μπορώ παρά να επισημάνω ότι αρκετοί από τους αυτουργούς γλωσσικών ολισθημάτων έχουν περατώσει τις εγκύκλιες σπουδές τους όταν τα αρχαία διδάσκονταν ως κύριο και πολύωρο μάθημα επί έξι συναπτά έτη. Και αδυνατώ να κατανοήσω πώς μπορεί να συντελέσει στη γλωσσική καλλιέργεια της νεολαίας μας η αποστήθιση της κλίσης ανώμαλων αρχαίων ρημάτων (π.χ. φέρω, έφερον, οίσω, ήνεγκα και ήνεγκον, ενήνοχα, ενηνόχειν), στην οποία είδα να εξαναγκάζονται τα εγγόνια μου όταν φοιτούσαν στη Γ' Γυμνασίου. Το μόνο σίγουρο αποτέλεσμα ενός τέτοιου εξαναγκασμού είναι η απέχθεια των σημερινών εφήβων για το μάθημα των αρχαίων. Το μάθημα αυτό θα μπορούσε, ελπίζω, να κερδίσει το ενδιαφέρον τους και να συμβάλει ουσιαστικά στη μόρφωσή τους, αν επιδίωκε πρωτίστως τη γνωριμία τους με επίλεκτα έργα της της αρχαιοελληνικής γραμματείας από δόκιμες μεταφράσεις.

Αντίθετα, κρίνω εντελώς απαραίτητη την επαρκή γνωριμία των μαθητών και των μαθητριών ήδη από το Γυμνάσιο και με κείμενα γραμμένα στην καθαρεύουσα, επίσημη μορφή της νέας ελληνικής μέχρι το 1976. Και τούτο για τρεις λόγους: Ο πρώτος είναι ότι θα καθιστούσε ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη την εξοικείωσή τους με τα αρχαιόκλιτα ή άλλες λόγιες λέξεις που έχουν επιβιώσει στη σημερινή γλώσσα μας. Ο δεύτερος είναι ότι θα τους επέτρεπε να διαβάζουν και να κατανοούν όχι μόνο κορυφαία λογοτεχνήματα, όπως του Ροΐδη, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη ή του Εμπειρίκου, αλλά και επιστημονικά συγγράμματα, δοκίμια, άρθρα και δημόσια έγγραφα, συνυφασμένα με την πολιτισμική ζωή του τόπου μας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Ο τρίτος είναι ότι, αν η διδασκαλία αυτή άρχιζε από την απλή καθαρεύουσα και προχωρούσε σε πιο αρχαΐζουσες μορφές της, θα διευκόλυνε στο Λύκειο την προσέγγιση κειμένων της αττικής διαλέκτου, αλλά και του αττικισμού των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Θα ήταν βέβαια λάθος να εξοβελιστεί από το Λύκειο η συστηματική διδασκαλία της αρχαίας. Θα έπρεπε όμως, κατά τη γνώμη μου, να παραμείνει ως μάθημα επιλογής για όσους σκοπεύουν να ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές, στις οποίες η πληρέστερη γνώση της είναι πράγματι αναγκαία.

Φυσικά, τα όσα προτείνω δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια ερασιτεχνική απόπειρα συμβολής στον διεξαγόμενο περί Παιδείας διάλογο. Άλλοι ειδικότεροι από εμένα, απαλλαγμένοι όμως από ξεπερασμένες στις μέρες μας εμμονές, μπορούν να καταθέσουν πιο εύστοχες και πιο εξειδικευμένες προτάσεις. Το μόνο βέβαιο είναι πως χρειάζεται επειγόντως μια τολμηρή μεταρρύθμιση της γλωσσικής διδασκαλίας στη Μέση Εκπαίδευση. Εξίσου βέβαιο είναι πως η εφαρμογή της θα απαιτήσει αναπροσαρμογή του ισχύοντος προγράμματος, νέα διδακτικά βιβλία και, προπάντων, επιμόρφωση των διδασκόντων. Σε όλα τούτα όμως θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπ' όψιν η δεκτικότητα, οι εμπειρίες και η νοοτροπία της σημερινής γενιάς διδασκομένων που αναπτύσσεται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον εντελώς διαφορετικό από εκείνο το οποίο είχαμε συνηθίσει εμείς οι παλαιότεροι. Και επειδή καμιάς καινοτομίας το αποτέλεσμα δεν είναι εκ των προτέρων εγγυημένο, η αξιολόγηση του όποιου νέου προγράμματος προϋποθέτει την παρακολούθηση της εφαρμογής του στη σχολική πράξη με στόχο τον έλεγχο της αποδοτικότητάς του και τη συνεχή βελτίωσή της. Και η αξιολόγηση αυτή θα είναι ουσιαστική μόνο αν το πρόγραμμα παρέχει στους διδάσκοντες αρκετά περιθώρια αυτενέργειας σε επιλογές και δοκιμές.

-Ο Σάββας Κονταράτος, ομότιμος καθηγητής ΑΣΚΤ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου