"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 04/01/20
1. Ατυχής ανάγκη η επίσκεψη στα WC
Κύριε διευθυντά,
Καλό είναι τέτοιες μέρες να μην γκρινιάζουμε. Αυτό όμως που αντίκρισα σε πρόσφατο ταξίδι μου με την ΤΡΑΙΝΟΣΕ προς Θεσσαλονίκη, πράγματι με ξεπερνάει ως άνθρωπο, αλλά και με θίγει ως πολίτη ενός κατά τα άλλα ευρωπαϊκού κράτους. Και μιλάω για την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στις τουαλέτες και των δύο σταθμών (σταθμός Λαρίσης και σταθμός Θεσσαλονίκης). Μια απλή επίσκεψη θα πείσει και τον πλέον κακόπιστο ότι συνθήκες ζούγκλας είναι απείρως καλύτερες από τις επικρατούσες στους χώρους που προανέφερα. Αποτελεί κυριολεκτικά ντροπή για μια χώρα, η οποία ισχυρίζεται ότι ο τουρισμός αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της, να υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις.
Βέβαια, απέχουμε παρασάγγας από το να θεωρούμε βαριά βιομηχανία τον τουρισμό, όπως προανέφερα. Πρέπει πρώτα να θεωρήσουμε την προστασία της δημόσιας υγείας αυτονόητη και μετά ας ακολουθήσουν όλα τα άλλα. Με τη σιγουριά ότι τίποτα δεν πρόκειται να διορθωθεί (δυστυχώς), σας εύχομαι τα καλύτερα για τη νέα χρονιά.
Βασίλης Τσούτσος, Ειδικός πνευμονολόγος - φυματιολόγος, MD, MSc Δημόσιας υγείας
2. Διοικητές νοσοκομείων και περί αξιολόγησης
Πολύς λόγος γίνεται αυτές τις ημέρες –και όχι μόνο τώρα, πάντα έτσι ήταν– για τη στελέχωση των νοσοκομείων σε επίπεδο διοικητών και αναπληρωτών διοικητων. Για πρώτη φορά αξιολόγηση των αιτήσεων των υποψηφίων, από ό,τι τουλάχιστον ενθυμούμαι, έγινε την τετραετία 2000-2004 όταν υπουργός Υγείας ήταν ο Αλέκος Παπαδόπουλος.
Θεσμικά τότε, σε μια 5μελή επιτροπή συμμετείχαν ο πρόεδρος του ΚΕΣΥ, που προήδρευε της επιτροπής, ένας καθηγητής, εκπρόσωπος του παν/μίου, η γενική διευθύντρια του υπουργείου Υγείας, ένας υψηλόβαθμος δικαστικός και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Δημόσιας Διοίκησης. Θα αναφερθώ και σε ονοματεπώνυμα: Την παραπάνω περίοδο, ήμουν πρόεδρος του ΚΕΣΥ και προήδρευα της επιτροπής. Από πλευράς παν/μίου ήταν ο καθηγητής Νιάκας Δημήτρης, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω συμμετείχε και στην επιτροπή αξιολόγησης επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Γενική διευθύντρια του υπουργείου ήταν η Βασιλική Φλουρή. Τα ονόματα των υπολοίπων δύο στελεχών δεν τα έχω συγκρατήσει. Πεποίθησή μου είναι ότι η επιτροπή λειτούργησε απολύτως αξιοκρατικά και θα το αιτιολογήσω.
Ο υπουργός μάς είχε δώσει ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές.
Πρώτον: Θέλω να λειτουργήσετε αξιοκρατικά, σε αυστηρό (αυταρχικό ίσως) τόνο.
Δεύτερον: Θέλω νέους ανθρώπους. Αλλά όπως φάνηκε εκ των υστέρων, θα έπρεπε να προβλέπεται στην προκήρυξη.
Τρίτον: Απαραιτήτως με συνέντευξη, θα επισημαίνετε στους υποψηφίους πως θα επιβάλουν τον περιορισμό της σπατάλης και της διαφθοράς. Υποβλήθηκαν περί τις 1.800 αιτήσεις για 140, νομίζω, θέσεις. Τα βιογραφικά τους ήταν όλα αξιόλογα;
Ασφαλώς όχι. Ορισμένες φορές, μάλιστα, προτείναμε κάποιον γιατί δεν είχαμε άλλον υποψήφιο με καλύτερο βιογραφικό. Σε λίγες περιπτώσεις εισηγηθήκαμε επαναπροκήρυξη. Κάτι που νομίζω πολύ σπάνια έγινε, γιατί τα νοσοκομεία ήταν χωρίς διοικήσεις. Η επιτροπή μας κατάταξη των υποψηφίων έκανε, όχι τοποθετήσεις στα νοσοκομεία. Αυτό ήταν αρμοδιότητα του υπουργού.
Μετά την αξιολόγηση οι υποψήφιοι είχαν το δικαίωμα ένστασης. Ομως, πάρα πολλοί υποψήφιοι, από ό,τι τότε συζητείτο, ήταν από τον κυβερνητικό χώρο – αυτό σημαίνει ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει διαχρονικά και στις μετέπειτα κυβερνήσεις.
Από τις 1.800 αιτήσεις πέντε υπέβαλαν ένσταση και προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια. Από τους πέντε, ένας δικαιώθηκε, και ήταν μάλιστα στέλεχος του τότε κυβερνώντος κόμματος, του ΠΑΣΟΚ.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται όλα τα χρόνια, το ένα δημοσίευμα διαδέχεται το άλλο. Οταν ένα κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση κατηγορεί το κυβερνών και αντίστροφα, όταν αναστραφούν οι όροι.
Οι παραπάνω διοικητές ποτέ δεν αξιολογήθηκαν. Τελείωνε η 3ετής θητεία τους και απεχώρησαν γιατί άλλαξε και η κυβέρνηση, οπότε σιγά σιγά έπρεπε να αντικατασταθούν χωρίς να αξιολογηθούν.
Ο ένας είναι μεγάλος στην ηλικία. Ο επόμενος είναι νέος και άπειρος. Ο επόμενος είναι κουμπάρος και αν είναι ακατάλληλος επιβεβλημένη η κριτική, αν όμως είναι ικανός πρέπει να αποκλειστεί; Να αναφέρεται λοιπόν στην προκήρυξη ότι απαγορεύεται να είσαι κουμπάρος κάποιου κομματικού στελέχους... Ο μεθεπόμενος υπήρξε κάποτε υποψήφιος βουλευτής κάποιου κόμματος ή νομάρχης ή περιφερειάρχης. Αφού όμως δεν εξελέγη, διότι ο συνυποψήφιός του μπορεί να ήταν και καταφερτζής, λέω μπορεί να ήταν, αμέσως χαρακτηρίζεται αποτυχημένος και ακατάλληλος προς πάσαν εργασίαν και ας έχει πολύ καλό βιογραφικό, ας γνωρίζει και πολύ καλά το αντικείμενο. Το ζητούμενο είναι να μην επιλέγεται επειδή είναι κουμπάρος κάποιου παράγοντα, επειδή ήταν υποψήφιος πολιτευτής ή βουλευτής, ή αν κατείχε κάποιο άλλο δημόσιο αξίωμα. Η επιτροπή όλα αυτά δεν μπορεί να τα γνωρίζει, αλλά και αν ακόμη τα γνωρίζει, όλους αυτούς πρέπει να τους αποκλείει;
Προτείνεται από ορισμένους να διορίζονται μόνο μάνατζερ – σωστό είναι αυτό, αλλά πού θα βρεθούν; Πρέπει πρώτα να εκπαιδευθούν, και μέχρι τότε; Και όταν εκπαιδευθούν, θα παραμείνουν; Ή θα μεταπηδήσουν με μεγάλες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα; Μια τέτοια προσπάθεια είχε γίνει παλαιότερα από τον τότε υπουργό Δημήτρη Κρεμαστινό. Από τους 30 που είχε επιλέξει για εκπαίδευση στην Αγγλία, 13 επέστρεψαν και όταν άλλαξε η κυβέρνηση έφυγαν και αυτοί. Αυτό που γίνεται σήμερα είναι λάθος. Η κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίζει τα τρία Α: αξιολόγηση, αξιοκρατία, αποτελεσματικότητα, κάνοντας το αυτονόητο. Μια λύση ίσως θα ήταν να λειτουργήσει μια ειδική επιτροπή ή υποεπιτροπή στο ΑΣΕΠ. Πρέπει, επιτέλους, να σταματήσουν οι αμφισβητήσεις και οι αλληλοκατηγορίες. Η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει και να είναι και να φαίνεται τίμια.
Ηλίας Λαμπίρης, Ομ. καθηγητής Ιατρικής Παν/μίου Πατρών,
πρώην πρόεδρος ΚΕΣΥ
3. Το δικαστικό ένσημο, οι εκκρεμείς υποθέσεις
Κύριε διευθυντά,
Στο κύριο άρθρο της «Καθημερινής» της 12.12.19 υποστηρίζεται ότι η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές άνω των 250.000 ευρώ κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτή της αποσυμφόρησης των υπερφορτωμένων δικαστηρίων από «περιττό βάρος», με μομφή σε όσους αντιδρούν (τον δικηγορικό κόσμο, δηλαδή) για κοντόφθαλμο «συντεχνιακό αυτοματισμό».
Η άποψη αδικεί –ή αγνοεί– τη νομική πραγματικότητα. Το μόνο που το μέτρο θα εισφέρει είναι η μη εκδίκαση των πλέον σοβαρών υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων, με ό,τι μπορείτε ευκόλως να εικάσετε ως προς τα συμφέροντα που επιχαίρουν για αυτό. Διότι η αποσυμφόρηση της Δικαιοσύνης είναι μόνον πρόσχημα, όταν το μέτρο δεν αφορά τα μονομελή δικαστήρια, όπου και ο μεγάλος όγκος των υποθέσεων. Για τους λοιπούς, η δυσκολία να προκαταβάλουν το ένσημο –χιλιάδων ευρώ– για να ακουστούν από το δικαστήριο καθιστά «περιττό βάρος» τον ανάπηρο έπειτα από τροχαίο, τον ανίατο ασθενή έπειτα από ιατρικό σφάλμα, το θύμα υπεξαίρεσης ή απάτης μεγάλης αξίας, την επιχείρηση που εξοβέλισε ανταγωνιστής.
Στη Διοικητική Δικαιοσύνη, παρόμοια οικονομικά βάρη ως προϋπόθεση της δίκης κατά του κράτους έχουν κριθεί αντισυνταγματικά. Στην Πολιτική Δικαιοσύνη, όπου οι αξιώσεις στρέφονται κατά ιδιωτών, εφαρμόζονται δύο μέτρα και σταθμά. Αλλά και η αναδρομική εφαρμογή του μέτρου, καθώς καταλαμβάνει αγωγές ασκηθείσες προ πολλού, που έρχονται προς συζήτηση από 1ης του έτους, πριν μάλιστα τεθεί σε εφαρμογή η υποχρεωτική διαμεσολάβηση, όπως και η εν κρυπτώ εισαγωγή προς ψήφιση ενός επαχθέστατου για χιλιάδες διαδίκους μέτρου χωρίς διαβούλευση –διατυπωμένο έτσι ώστε όσοι το υπερψήφισαν, μάλλον δεν κατάλαβαν τι ψήφιζαν–, παραβιάζουν κατάφωρα τις αρχές χρηστής νομοθέτησης και κράτους δικαίου.
Αθηνά A. Δημοπούλου, Δ.Ν., Αν. Καθηγήτρια
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου