Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
και την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 25-26/01/20 |
Οι προκλήσεις της Αγκυρας συνεχίζονται. Σε προχθεσινές δηλώσεις του ο υπουργός Αμυνας της γειτονικής μας χώρας αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει εθνικό εναέριο χώρο 10 ν.μ. ενώ έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ. και ότι δεν τηρεί τους όρους της αποστρατιωτικοποίησης, όπως προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάννης και Παρισίων του 1923 και 1947.
Και σχετικά με τη διαφορά για την αιγιαλίτιδα ζώνη, είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα διατηρεί αυτό το παράδοξο καθεστώς να έχει διαφορετική αιγιαλίτιδα από τον εθνικό εναέριο χώρο, τη στιγμή που το Διεθνές Δίκαιο επιτάσσει την ταυτότητα του χώρου αυτού στον αέρα με τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας. Αυτή είναι μια αμαρτία του Μεσοπολέμου, την οποία η Ελλάδα οφείλει να τροποποιήσει με την ευθυγράμμιση της αιγιαλίτιδας με τον εθνικό εναέριο χώρο της. Πάντως οφείλουμε να πούμε ότι το νέο Δίκαιο της Θάλασσας δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να επεκτείνει τα όρια της αιγιαλίτιδας στα 12 ν.μ., και συνεπώς τα 10 ν.μ. θα περιλαμβάνονταν στη νέα αιγιαλίτιδα. Αν και στις συνθήκες του Αιγαίου (μιας ημίκλειστης θάλασσας) είναι δυσχερές για κάποιον να ισχυριστεί ότι μπορεί να εφαρμοστεί το νέο καθεστώς, γιατί η πλήρης εφαρμογή του θα το μετέτρεπε σε ελληνική λίμνη - πράγμα που θα μας έφερνε σε σύγκρουση όχι μόνο με την Τουρκία, αλλά και με όλους τους χρήστες της θάλασσας αυτής -, το θεωρητικό μας δικαίωμα μας καλύπτει ως προς τα 10 ν.μ. του εθνικού εναέριου χώρου.
Αλλά εκεί που ο τούρκος υπουργός έχει αδιαμφισβήτητα άδικο είναι η κριτική που ασκεί για την επαναστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Η Ελλάδα δεσμευόταν από σχετικές διατάξεις της Λωζάννης για αποστρατιωτικοποίηση των βόρειων νησιών του Αιγαίου. Παρά τη μεταγενέστερη Συνθήκη του Montreux (1936), που επαναστρατιωτικοποιούσε τα τουρκικά νησιά του Αιγαίου, τα εν λόγω ελληνικά νησιά δεν απέκτησαν αυτό το προνόμιο. Στα Δωδεκάνησα υπήρξε πρόβλεψη αποστρατιωτικοποίησης με βάση τη Συνθήκη των Παρισίων, στην οποία η Τουρκία δεν μετείχε. Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης είναι ένα καθεστώς που επιβάλλεται ως προσωρινό μέτρο, έως ότου οι σχέσεις των πρώην εμπολέμων αποκατασταθούν και επικρατήσει ειρήνη στην περιοχή. Οι σχέσεις των δυο κρατών έχουν περάσει από περιόδους ειρήνης και φιλίας, θα έλεγα, που δεν δικαιολογούν, εκατό περίπου χρόνια μετά, τη διατήρηση αυτού του άκρως περιοριστικού καθεστώτος, το οποίο εμποδίζει το κράτος στο να αναπτύξει στρατεύματα, σύμφωνα με τον θεμελιώδη κανόνα του Διεθνούς Δικαίου περί νόμιμης άμυνας. Ούτε η πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση δικαιολογεί τη συνέχιση της αποστρατιωτικοποίησης, γιατί στο μεσοδιάστημα υπήρξαν περίοδοι προσέγγισης που ουσιαστικά διέκοψαν τη λειτουργία του καθεστώτος αυτού. Και φυσικά δεν αναβιώνει με την ύπαρξη κρίσης, γιατί, όπως υπαινιχθήκαμε, συνδέεται με μια συγκεκριμένη περίοδο έντασης και δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα έχει την υποχρέωση, ασκώντας το δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της (το οποίο είναι δικαίωμα μονομερές) να προχωρήσει σε μια λογική επέκταση και ταυτόχρονα να ευθυγραμμίσει και τον εθνικό εναέριο χώρο, πράγμα που είναι απαραίτητο και για την οριοθέτηση των δυο άλλων θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, που αν και δεν μετρώνται από τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας, ωστόσο τα όρια αυτά αποτελούν τα εσωτερικά όριά τους. Να αγνοήσει δε οποιεσδήποτε αιτιάσεις σχετικές με την επαναστρατιωτικοποίηση των νησιών, διότι στο σημείο αυτό η Τουρκία βρίσκεται σαφώς εν αδίκω. Οπως και στις περισσότερες διεκδικήσεις της.
-Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα ψύχραιμα πρέπει να γίνουν ορισμένες διαπιστώσεις, οι οποίες δυστυχώς δεν είναι πάντα αυτονόητες. Για ορισμένους η Ελλάδα πρέπει να είναι ψύχραιμη, διότι το τουρκολιβυκό σύμφωνο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μέρος της στρατηγικής της Τουρκίας σε ένα ευρύτερο περιβάλλον αλλαγής του χάρτη στη Μέση Ανατολή (Συρία - Ιράκ) και στη Βόρεια Αφρική (Λιβύη). Μπορεί αυτού του είδους οι εκτιμήσεις να είναι εν γένει σωστές και φαινομενικά ψύχραιμες, ωστόσο το υποκείμενο (εν προκειμένω η Ελλάδα) αφορά άμεσα.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η «Γαλάζια Πατρίδα» δεν είναι ένα αφηρημένο ιδεολόγημα. Είναι μια πολύ καλά επεξεργασμένη ιδέα, με σκοπό την υποβάθμιση του περιφερειακού ρόλου της Ελλάδας. Οι Τούρκοι ιθύνοντες γνωρίζουν πολύ καλά, ίσως καλύτερα από τους Ελληνες ειδικούς, ότι η Ελλάδα δίχως τη θάλασσα δεν είναι παρά ένα ακόμα μικρό και αδύναμο κράτος της Βαλκανικής. Το τουρκολιβυκό σύμφωνο είναι η δεύτερη πράξη επέκτασης της τουρκικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πρώτη εξελίσσεται εδώ και δύο χρόνια περί την Κύπρο, η οποία μπορεί να μην είναι διεθνώς απομονωμένη, αλλά μοιάζει ολοένα και περισσότερο με νησί περικυκλωμένο σε μόνιμη βάση από το τουρκικό ναυτικό. Η πραγματικότητα, λοιπόν, όσο και αν είναι δυσάρεστη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.
Θέλει, λοιπόν, ο κ. Ερντογάν μια Τουρκία με ευρύτερη επιρροή προς όλες τις κατευθύνσεις. Με αποτύπωμα το οποίο θα καθιστά τις περισσότερες γειτνιάζουσες με την Τουρκία χώρες συμπληρωματικές στην περιφερειακή στρατηγική της. Υπάρχει κάποιου είδους οραματική απάντηση σε μια τέτοια πιθανή εξέλιξη ή απλώς η διολίσθηση είναι αναπόφευκτη; Δυσάρεστα ερωτήματα, τα οποία ωστόσο πρέπει να απαντηθούν.
Μπορεί να καταλογίσει κανείς πολλά στην Ελλάδα. Ενα όμως όχι: ότι είναι χώρα επιθετική. Ουδέποτε έχει ακουστεί. Η Ελλάδα όχι απλώς δεν είναι επιθετική, αλλά, αντιθέτως, υπήρξε πολύ περισσότερο ήπια από όσο θα έπρεπε, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες. Ουσιαστικά ενθαρρύνοντας, άθελά της, την τουρκική επιθετικότητα. Και εδώ ξεκινά μία μεγάλη παρανόηση των Τούρκων που αντιμετωπίζουν τη χώρα περίπου ως άμαχο πληθυσμό. Ξεχνώντας ότι αν απαιτηθεί για την άμυνά της έχει και η Ελλάδα σκληρά σχέδια απάντησης: καθολική άμυνα δεν σημαίνει μόνον αυτό που υπονοεί η λέξη, αλλά πολλά περισσότερα.
Μετά τη χούντα και την εθνική καταστροφή της Κύπρου που αυτή επέφερε, δύο τάσεις κατέστησαν κυρίαρχες για τα επόμενα πολλά χρόνια. Η μία ήταν ο φόβος της ήττας. Η άλλη ήταν η απαξίωση του στρατεύματος. Και οι δύο λογικές. Ομως, και οι δύο αφενός επιφανειακές και, αφετέρου, βλαπτικές για τη χώρα. Κυρίως, όμως, σήμερα πια ξεπερασμένες.
Ως προς την πρώτη: στην Κύπρο δεν υπήρξε ήττα με τη στρατιωτική έννοια του όρου. Υπήρξε με την εθνική, με τη διπλωματική, με την πολιτική. Αλλά όχι με τη στρατιωτική. Γιατί; Επειδή, πολύ απλά, η Ελλάδα της χούντας δεν πολέμησε. Μάλιστα, όσους αψήφησαν τις παρανοϊκές αντιφατικές εντολές της, η χούντα τους άφησε μόνους έναντι του εχθρού. Υπάρχει εδώ και μία ακόμη αλήθεια που ουδέποτε ομολογείται: η διάλυση που ερχόταν από την Αθήνα συνέτεινε και στη διάλυση των κυπριακών σωμάτων που περίπου σκόρπισαν στο άκουσμα και μόνο του εχθρού, λόγω, πιθανώς, της ελληνικής κατάρρευσης σε επίπεδο εντολών, σχεδιασμών, αποφάσεων, υποστήριξης. Σε αυτό το περιβάλλον όσες δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν μόνες και αποκομμένες κατήγαγαν νίκες, παρά το τελικό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η αλήθεια: στρατιωτική ήττα δεν υπήρξε, γιατί δεν υπήρξε πόλεμος. Υπήρξε προέλαση χωρίς αντίπαλο σε επίπεδο οργανωμένου στρατεύματος. Παράδειγμα: στο σημείο της εισβολής το 1964 υπήρχαν πλήρως στελεχωμένες και ετοιμοπόλεμες στρατιωτικές δυνάμεις. Ηταν εντελώς αδύνατον να περάσει ακόμα και κουνούπι από την Τουρκία. Στο ίδιο ακριβώς σημείο το 1974 περίπου όλες αυτές οι οχυρώσεις ήταν άδειες! Δεν υπήρχε στρατός πια εκεί: για τους Τούρκους δεν ήταν απόβαση αλλά περίπατος. Αυτό ήταν το μέγα έγκλημα της χούντας - και ίσως όχι μόνον αυτής.
Ως προς τη δεύτερη τάση: στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ακριβώς λόγω όλων των παραπάνω, οι Ενοπλες Δυνάμεις είχαν απαξιωθεί βαθιά και σε όλα τα επίπεδα. Οχι μόνον στην ελληνική κοινωνία, ούτε απλώς στη σημασία τους για την άμυνα της χώρας. Είχαν απαξιωθεί και εσωτερικά: τα ίδια τα στελέχη τους ένιωθαν αμήχανα γι' αυτές. Η αίσθηση της τιμής που για τους αξιωματικούς ήταν, όπως και θα έπρεπε, το Α και το Ω, είχε πλήρως απολεσθεί. Και αυτό κράτησε πάρα πολύ καιρό. Και επέδρασε εξαιρετικά αρνητικά στην εθνική άμυνα της χώρας.
Σήμερα όλα αυτά δεν υπάρχουν πια. Τα σημάδια τους έχουν σβηστεί πλήρως και οριστικά. Και εδώ ακριβώς είναι που οι Τούρκοι κάνουν το μεγάλο λάθος. Φαντάζονται ότι θα βρουν απέναντί τους τη διαλυμένη από τη χούντα Ελλάδα του '74, ή τη φοβική και καχύποπτη για τον στρατό της Ελλάδας των επόμενων ετών. Οπως φαντάζονται ότι θα βρουν μια ελλειμματική άμυνα λόγω της πτώχευσης. Και κάτι ακόμα: νομίζουν ότι θα βρουν μία Ελλάδα αποκομμένη από τη Δύση, όπως το 1922. Το αντίθετο: θα τη βρουν συμμαχικά τοποθετημένη περίπου όπως το 1912-13. Μα, το κυριότερο όλων είναι ότι φαντάζονται μία Ελλάδα χωρίς ηθικό, χωρίς αποφασιστικότητα. Αδυνατούν να συλλάβουν ότι τους περιμένει μία εντελώς διαφορετική Ελλάδα. Θα το αντιληφθούν, αν επιχειρήσουν όσα απειλούν. Θα εκπλαγούν. Ομως, θα είναι αργά γι' αυτούς.
Μετά τη χούντα και την εθνική καταστροφή της Κύπρου που αυτή επέφερε, δύο τάσεις κατέστησαν κυρίαρχες για τα επόμενα πολλά χρόνια. Η μία ήταν ο φόβος της ήττας. Η άλλη ήταν η απαξίωση του στρατεύματος. Και οι δύο λογικές. Ομως, και οι δύο αφενός επιφανειακές και, αφετέρου, βλαπτικές για τη χώρα. Κυρίως, όμως, σήμερα πια ξεπερασμένες.
Ως προς την πρώτη: στην Κύπρο δεν υπήρξε ήττα με τη στρατιωτική έννοια του όρου. Υπήρξε με την εθνική, με τη διπλωματική, με την πολιτική. Αλλά όχι με τη στρατιωτική. Γιατί; Επειδή, πολύ απλά, η Ελλάδα της χούντας δεν πολέμησε. Μάλιστα, όσους αψήφησαν τις παρανοϊκές αντιφατικές εντολές της, η χούντα τους άφησε μόνους έναντι του εχθρού. Υπάρχει εδώ και μία ακόμη αλήθεια που ουδέποτε ομολογείται: η διάλυση που ερχόταν από την Αθήνα συνέτεινε και στη διάλυση των κυπριακών σωμάτων που περίπου σκόρπισαν στο άκουσμα και μόνο του εχθρού, λόγω, πιθανώς, της ελληνικής κατάρρευσης σε επίπεδο εντολών, σχεδιασμών, αποφάσεων, υποστήριξης. Σε αυτό το περιβάλλον όσες δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ πολέμησαν μόνες και αποκομμένες κατήγαγαν νίκες, παρά το τελικό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η αλήθεια: στρατιωτική ήττα δεν υπήρξε, γιατί δεν υπήρξε πόλεμος. Υπήρξε προέλαση χωρίς αντίπαλο σε επίπεδο οργανωμένου στρατεύματος. Παράδειγμα: στο σημείο της εισβολής το 1964 υπήρχαν πλήρως στελεχωμένες και ετοιμοπόλεμες στρατιωτικές δυνάμεις. Ηταν εντελώς αδύνατον να περάσει ακόμα και κουνούπι από την Τουρκία. Στο ίδιο ακριβώς σημείο το 1974 περίπου όλες αυτές οι οχυρώσεις ήταν άδειες! Δεν υπήρχε στρατός πια εκεί: για τους Τούρκους δεν ήταν απόβαση αλλά περίπατος. Αυτό ήταν το μέγα έγκλημα της χούντας - και ίσως όχι μόνον αυτής.
Ως προς τη δεύτερη τάση: στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ακριβώς λόγω όλων των παραπάνω, οι Ενοπλες Δυνάμεις είχαν απαξιωθεί βαθιά και σε όλα τα επίπεδα. Οχι μόνον στην ελληνική κοινωνία, ούτε απλώς στη σημασία τους για την άμυνα της χώρας. Είχαν απαξιωθεί και εσωτερικά: τα ίδια τα στελέχη τους ένιωθαν αμήχανα γι' αυτές. Η αίσθηση της τιμής που για τους αξιωματικούς ήταν, όπως και θα έπρεπε, το Α και το Ω, είχε πλήρως απολεσθεί. Και αυτό κράτησε πάρα πολύ καιρό. Και επέδρασε εξαιρετικά αρνητικά στην εθνική άμυνα της χώρας.
Σήμερα όλα αυτά δεν υπάρχουν πια. Τα σημάδια τους έχουν σβηστεί πλήρως και οριστικά. Και εδώ ακριβώς είναι που οι Τούρκοι κάνουν το μεγάλο λάθος. Φαντάζονται ότι θα βρουν απέναντί τους τη διαλυμένη από τη χούντα Ελλάδα του '74, ή τη φοβική και καχύποπτη για τον στρατό της Ελλάδας των επόμενων ετών. Οπως φαντάζονται ότι θα βρουν μια ελλειμματική άμυνα λόγω της πτώχευσης. Και κάτι ακόμα: νομίζουν ότι θα βρουν μία Ελλάδα αποκομμένη από τη Δύση, όπως το 1922. Το αντίθετο: θα τη βρουν συμμαχικά τοποθετημένη περίπου όπως το 1912-13. Μα, το κυριότερο όλων είναι ότι φαντάζονται μία Ελλάδα χωρίς ηθικό, χωρίς αποφασιστικότητα. Αδυνατούν να συλλάβουν ότι τους περιμένει μία εντελώς διαφορετική Ελλάδα. Θα το αντιληφθούν, αν επιχειρήσουν όσα απειλούν. Θα εκπλαγούν. Ομως, θα είναι αργά γι' αυτούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου