Από "ΤΑ ΝΕΑ"
"ΤΑ ΝΕΑ", 27/12/19 |
Η σημασία της δημόσιας διπλωματίας
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Σε μια εποχή που οι έλληνες πολίτες αποπροσανατολίζονται από ραγδαίες εξελίξεις, η αναπαραγωγή αρνητικών στερεοτύπων τόσο για «εμάς» όσο και για τους «Αλλους» δεν διευκολύνει τη χάραξη μιας εποικοδομητικής εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχουν πολλές αλήθειες που μάχονται η μία την άλλη με ζητούμενο την αξιοπιστία, γι' αυτό και το σημαντικό τελικά είναι να ακούγεται τουλάχιστον η «αλήθεια» του καθενός. Σήμερα η επικοινωνία με τους πολίτες άλλων κρατών αποτελεί βασικό́ συστατικό́ της εξωτερικής πολιτικής, με τη δημόσια διπλωματία να είναι το «δημόσιο πρόσωπο» της παραδοσιακής διπλωματίας, καθιστώντας την αναπόσπαστο αλλά ταυτοχρόνως διακριτό́ κομμάτι αυτής.
Ως δημόσια διπλωματία ορίζεται η προσπάθεια ενός κράτους να διαμορφώσει το διεθνές περιβάλλον μέσω της επιρροής που ασκεί στην εξωτερική κοινή γνώμη. Η παγκοσμιοποίηση, η ταχύτητα διάδοσης της πληροφορίας και η αυξανόμενη παρουσία μη κρατικών δρώντων συντείνουν στην ολοένα και μεγαλύτερη πολιτική βαρύτητα της κοινής γνώμης. Οι κυβερνήσεις δεν μπορούν πλέον να αρκεστούν στις παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας και αξιοποιούν τις δυνατότητες που παρέχουν τα νέα μέσα επικοινωνίας, προκειμένου να αφουγκραστούν την κοινή γνώμη, να συμμετάσχουν στον διάλογο που διεξάγεται μεταξύ των διαφόρων δρώντων της εξωτερικής πολιτικής και να προβάλλουν, με τη σειρά τους, τις δικές τους ιδέες και θέσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει στη δημιουργία ενός σοβαρού ειδησεογραφικού βαλκανικού δικτύου που να έχει την έδρα του στην Ελλάδα. Επίσης, οφείλουμε να προβληματιστούμε με αυτά που «εμείς» θεωρούμε προτεραιότητες και «εθνικά θέματα», και πώς μπορεί να άπτονται των ζωτικών συμφερόντων της ελίτ και της κοινής γνώμης της χώρας στην οποία απευθυνόμαστε. Για παράδειγμα, όταν μιλάμε για τις διαφορές μας με την Τουρκία στο Αιγαίο είναι πολύ δύσκολο να ενδιαφερθεί η κοινή γνώμη των κρατών - μελών της ΕΕ. Σε περίπτωση, όμως, που επιμείνουμε, από κοινού με την Ισπανία και την Ιταλία, στο ζήτημα της της διαχείρισης της λαθρομετανάστευσης στο Αιγαίο, επισημαίνοντας τα κίνητρα και τα συμφέροντα της Τουρκίας ως κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα, τότε οι εταίροι μας όχι μόνο θα συνδράμουν στην επίλυση του προβλήματος, αλλά́ έμμεσα θα στηρίξουν και τις εθνικές μας θέσεις στο Αιγαίο.
Μία τέτοια στρατηγική μπορεί να δώσει νέες ευκαιρίες στην Ελλάδα να ενδυναμώσει τη θέση της στη διεθνή αρένα, πέραν των ορίων που της επιτρέπει η περιορισμένη σκληρή ισχύς και οικονομική της κατάσταση. Της Ελλάδας που έχοντας επίγνωση του μεγέθους και των ορίων της, μπορεί να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προκειμένου να συμβάλει στην επίλυση και διαχείριση προβλημάτων της παγκόσμιας ατζέντας. Η καλύτερη πηγή πληροφοριών ή ακόμα και ο πιθανότερος καταλύτης πολιτικής αλλαγής σε σειρά σημαντικών ζητημάτων δεν προέρχεται από το κράτος. Τα πανεπιστήμια, οι ΜΚΟ και οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.ά. Τα ελληνικά ΜΜΕ και το πολιτικό μας σύστημα μπορούν και πρέπει να στραφούν προς αυτές τις εναλλακτικές πηγές πληροφοριών και να συμμετέχουν στην παροχή πληροφοριών μέσα από μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια προοπτική. Μια επεξεργασμένη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας πρέπει να μην ακολουθεί ασθμαίνοντας τις εξελίξεις στην εξωτερική πολιτική. Η πολυ-επίπεδη κρίση που επηρέασε τη χώρα μας από το 2010 επέφερε ένα άνευ προηγουμένου πλήγμα στην εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και μία αδιαμφισβήτητη ανάγκη για τον επανακαθορισμό της. Που σημαίνει ότι μέσω ενός ορθολογικού συντονισμού των δράσεων δημόσιας διπλωματίας είναι εφικτό να σημειωθούν επιτυχίες εκεί που η παραδοσιακή διπλωματία έχει αποδεδειγμένα αποτύχει.
-Ο Χρήστος Φραγκονικολόπουλος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και ΜΜΕ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Γιατί αισθανόμαστε ότι είμαστε μόνοι μας;
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΑΚΩΝΑ
Η αίσθηση της απειλής από τη γειτονική Τουρκία δεν είναι νέα. Πράγματι, αν και η ισχυρή αντίληψη της εξωτερικής απειλής πηγάζει κυρίως από τραυματικές ιστορικές εμπειρίες που αφορούν πρωτίστως τη μακρά και ενίοτε επώδυνη (κυρίως κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας) διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης, αναμφίβολα ενισχύθηκε από τη σταθερή - και «εύλογη» τουλάχιστον όσον αφορά την πρόσληψη του στοιχείου της απειλής - επίδειξη αναθεωρητικής συμπεριφοράς από μέρους της γειτονικής Τουρκίας, από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 και μετά.
Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία του στοιχείου της απειλής σε επίπεδο κοινής γνώμης και ελληνικής κοινωνίας - με αντιστοιχία αναφορών στο επίπεδο της επιστημονικής προσέγγισης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής - συνδέθηκε επίσης στενά με το σύνολο σχεδόν των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην έννοια της «κουλτούρας του αδυνάτου» (η οποία αποτέλεσε χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας επί είκοσι χρόνια, 1975-1995): εσωστρέφεια, ξενοφοβία, «νοοτροπία πολιορκίας», προτίμηση σε συνωμοσιολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις και ερμηνείες των διεθνών εξελίξεων. Χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας ήταν ακόμη τα στοιχεία της «αμυντικότητας» και της «ακινησίας» που συνιστούσαν και χαρακτηριστικά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον μέχρι και τα μέσα της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας. Σε σχέση μάλιστα με την Τουρκία, η οποία έχει καταγραφεί στο εθνικό συλλογικό υποσυνείδητο ως μακράν η σημαντικότερη υφιστάμενη απειλή, τόσο για την Ελλάδα όσο και ευρύτερα για τον Ελληνισμό, η ελληνική ταυτότητα οικοδομήθηκε στη βάση συγκεκριμένων αντιλήψεων για τον «εξ Ανατολών» γείτονα, ως αναθεωρητικό, «εγγενώς επιθετικό», βίαιο, κάποτε και «αποτρόπαιο δαίμονα».
Οι αντιλήψεις αυτές συνέτειναν στην ενίσχυση των στοιχείων της εσωστρέφειας και της ομφαλοσκόπησης και δεν άργησαν να προσλάβουν ακόμη και τα χαρακτηριστικά αίσθησης «εθνικής μειονεξίας» ή/και «θυματοποίησης», κυρίως ως αποτέλεσμα της αντίληψης ότι τον Ελληνισμό και τα δίκαιά του καταδιώκουν πότε «οι Αμερικάνοι», πότε η αγνώμων Ευρώπη και πότε η - πανταχού παρούσα - «παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία». Αναμενόμενη ήταν έτσι η ανάπτυξη μιας «σχιζοφρενικής» αντίληψης για τον ρόλο των εξωτερικών δυνάμεων (ΗΠΑ ή ΕΕ) - οι οποίες κατακρίνονται ότι δεν προσφέρουν επαρκή υποστήριξη στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα η έννοια της προστασίας συνιστά δηλητηριώδη και απαράδεκτη παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας - και τελικά μιας αίσθησης «εθνικής μοναξιάς».
Δεν ήθελαν και πολύ αυτά τα χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας να ερεθιστούν και να «ξυπνήσουν» από τη σημερινή επιθετική και εκτός κανόνων του διεθνούς δικαίου συμπεριφορά της Τουρκίας καθιστώντας τον Ερντογάν τον «μέγα χορηγό επικοινωνίας του φόβου». Ετσι για ένα σημαντικό μέρος των ελλήνων πολιτών το μεγάλο και συνεχώς διευρυνόμενο διεθνές διπλωματικό μέτωπο που δημιουργήθηκε καταδικάζοντας την τουρκική συμπεριφορά δεν έχει και τόση σημασία διότι δεν απαντά στον βαθιά ριζωμένο και διάχυτο φόβο του που πλέον «επιβεβαιώνεται» και μεγεθύνεται. Η ευθύνη της πολιτικής και επιστημονικής ελίτ της Ελλάδας αφορά σήμερα την ανάπτυξη και προώθηση - μέσα σε κλίμα συναίνεσης - ενός αφηγήματος και μιας στρατηγικής αντιμετώπισης της Τουρκίας που υποδεικνύει στους έλληνες πολίτες τον τρόπο που με αυτοπεποίθηση στις δυνάμεις της χώρας μπορούν να αντιμετωπίσουν και να νικήσουν τους φόβους τους.
-Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του Προγράμματος Ασφάλειας και Τουρκίας στο ΕΛΙΑΜΕΠ
Συνεργατικός ρεαλισμός προσαρμοσμένος
στα νέα δεδομένα
ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΣΕΡΜΠΟΥ
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια διαρκής εμβάθυνση στο πλέγμα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, με το αποτύπωμα των ΗΠΑ στην Ελλάδα να ενισχύεται και να διευρύνεται. Στην πλέον κρίσιμη συγκυρία για τη θέση της Ελλάδας στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προσέφερε εμπροσθοβαρή γεωπολιτική στήριξη προκειμένου να αποφευχθεί μία ολέθρια εξέλιξη για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι διαδοχικές παρεμβάσεις της αμερικανικής διοίκησης στο τρίγωνο Αθήνα - Βερολίνο - Παρίσι επέδρασαν καταλυτικά έτσι ώστε να επιτευχθούν οι αναγκαίοι συμβιβασμοί. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έκλεισε οριστικά το ιδεολογικό κεφάλαιο του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα και προετοίμασε το έδαφος προκειμένου η ελληνοαμερικανική σχέση να σφυρηλατηθεί με θετικό γεωπολιτικό πρόσημο σε ζητήματα περιφερειακής ασφαλείας και σταθερότητας. Τόσο στα Δυτικά Βαλκάνια (βλ. Συμφωνία των Πρεσπών) όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο (βλ. ενίσχυση της πολυμερούς διπλωματίας και του σχήματος τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ), ο δείκτης αξιοπιστίας της Αθήνας κατέγραψε ιστορικό υψηλό σ' αυτό που αποκαλούμε αμερικανικό κατεστημένο. Η διαδικασία ολοένα και στενότερης συνεργασίας αποτυπώθηκε τόσο στους πέντε πυλώνες του στρατηγικού διαλόγου όσο και στη νέα συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας που υπογράφτηκε τον Οκτώβριο από την κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψής του στον Λευκό Οίκο, ο Πρωθυπουργός, κεφαλαιοποιώντας την εξωτερική νομιμοποίηση που απολαμβάνει η Ελλάδα, θα κληθεί να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες, αλλά και να διαπιστώσει τους περιορισμούς που συνδιαμορφώνουν τη στρατηγική των ΗΠΑ στο επίπεδο της μεγάλης εικόνας. Είναι η τελευταία που εν πολλοίς προσδιορίζει τις περιφερειακές της διαθλάσεις και τον αντίκτυπό τους για τα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Πλέον, στο πλαίσιο της ισορροπίας δυνάμεων ανά παγκόσμια περιφέρεια, το πολιτικο-στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ στην Ασία και την Ευρώπη θα παραμείνει ισχυρό μόνο για την αναχαίτιση και την απαραίτητη εξισορρόπηση της Κίνας και της Ρωσίας. Για τα υπόλοιπα θέματα σε δευτερεύουσες γεωγραφικές ζώνες, τα βάρη των ΗΠΑ μετατοπίζονται σε μεταβαλλόμενες συμμαχικές σχέσεις με περιφερειακούς δρώντες. Οι οποίες και επιτρέπουν ανακατατάξεις μεταξύ των κρατών που καλούνται να πρωταγωνιστήσουν στις εξελίξεις. Το πρόσφατο άρθρο των πρώην αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης Michell και Colby («The Age of Great-Power Competition», Foreign Affairs) είναι ενδεικτικό της προκριθείσας εθνικής στρατηγικής. Η συνέχιση της προσπάθειας προσεταιρισμού της Αγκυρας από την Ουάσιγκτον επιβεβαιώνει την παραπάνω μεθοδολογία.
Επιπλέον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα κληθεί να λάβει υπόψη του τη διάσταση των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων στις ΗΠΑ. Σε μία κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου και με τη διαδικασία καθαίρεσης του Ντόναλντ Τράμπ σε πλήρη εξέλιξη, το αμερικανικό Κογκρέσο παραμένει τοξικά πολωμένο και ο ένοικος του Λευκού Οίκου συνεχίζει να διακρίνεται από ευμετάβλητες θέσεις που έχουν τραυματίσει την υπόληψη και την αξιοπιστία της Αμερικής. Σε μία περίοδο δημοκρατικής οπισθοδρόμησης για τη Δύση, ο Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να προκρίνει τη σύναψη διμερών συνεταιρισμών με συναλλακτικά χαρακτηριστικά (ευνοώντας κατ' αυτό τον τρόπο τη στρατηγική διαπραγμάτευσης εκ μέρους των ηγετών αναδυόμενων δυνάμεων όπως ο τούρκος ομόλογός του) οι οποίες και αποκλίνουν από το κανονιστικό πλαίσιο και τις νόρμες της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης (εκεί όπου εδράζεται η ελληνική στρατηγική). Ο αντίκτυπος των παραπάνω διαπιστώσεων είναι ορατός και στις αλλεπάλληλες αλλαγές στην ανθρωπογεωγραφία της αμερικανικής διοίκησης επί των θεμάτων εθνικής ασφάλειας. Κοντολογίς, προτού ο Πρωθυπουργός τοποθετήσει τον φάκελο «Τουρκία» στο Οβάλ Γραφείο, θα πρέπει να παρουσιάσει το ελληνικό σχέδιο περιφερειακών δράσεων για την ευθυγράμμιση συμφερόντων, πόρων και συντελεστών ισχύος με τους βασικούς άξονες της αμερικανικής στρατηγικής. Μόνοι δεν είμαστε, αλλά θα απαιτηθεί συνεργατικός ρεαλισμός προσαρμοσμένος στα δεδομένα που διαμορφώνει ο νέος κόσμος που αναδύεται.
-Ο Σωτήρης Σέρμπος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Στη Σταθερότητα δεν είμαστε μόνοι...
ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΚΑΡΑΤΡΑΝΤΟΥ
Η αίσθηση του εξαιρετισμού της Ελλάδας, ως μιας χώρας μοναδικής στο παγκόσμιο στερέωμα με όρους ιστορικούς και πολιτισμικούς, έχει και μία κατοπτρική εκδοχή της, αυτή του ανάδελφου έθνους. Αυτά τα δύο στοιχεία της πολιτικής μας κουλτούρας λειτουργούν στο πλαίσιο μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας για τη μοναξιά της χώρας, με αποτέλεσμα η συνεισφορά ξένων χωρών σε σημαντικές στιγμές της Ελλάδας να μη θεωρείται όσο κρίσιμη επί της ουσίας ήταν. Το αντίθετο συμβαίνει με την επίρριψη των ευθυνών στους ξένους για όλα τα μεγάλα δεινά της Ελλάδας. Σε αυτή τη λογική οι ξένοι είναι αυτοί που διχάζουν τους Ελληνες κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας και όχι αυτοί που με τη Ναυμαχία στο Ναβαρίνο κρίνουν καταλυτικά την επιτυχή ολοκλήρωση της επανάστασης. Οι Αγγλοι είναι αυτοί που οδηγούν τους Ελληνες στον Εμφύλιο Πόλεμο από το 1944 και όχι αυτοί που υποστήριξαν κρίσιμα την εθνική αντίσταση και οργάνωσαν το σαμποτάζ στο Γοργοπόταμο. Ενα πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι πως σε έναν βαθμό αισθανόμαστε πως είμαστε μόνοι και σε έναν δεύτερο θέλουμε να είμαστε μόνοι.
Οι πτυχές αυτές της πολιτικής μας κουλτούρας δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη σχέση μας με την Τουρκία. Ισως η χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι αυτή της κρίσης των Ιμίων. Η παρέμβαση των ΗΠΑ ήταν καταλυτική για να μην κλιμακωθεί η κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε ένοπλη σύγκρουση. Ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης μιλώντας στη Βουλή ευχαρίστησε τη συμμαχική κυβέρνηση των ΗΠΑ για την πρωτοβουλία εκτόνωσης. Ωστόσο, τόσο κατά τη διάρκεια της ομιλίας του όσο και για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά, οι ευχαριστίες του θεωρήθηκαν ως πράξη μειοδοσίας και προσβολής της ανεξαρτησίας της χώρας. Μία αντίστοιχη σε επιχειρήματα, αλλά όχι τόσο έντονη, αντίδραση συνάντησαν και οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Σημίτη σε Μαδρίτη και Ελσίνκι για την αλλαγή πολιτικής έναντι της Τουρκίας.
Η Ελλάδα στη δύσκολη σχέση της με την Τουρκία, τις περισσότερες φορές, δεν έχει υπάρξει μόνη. Οι ΗΠΑ, η ΕΕ, αλλά και επιμέρους κράτη - μέλη έχουν στηρίξει τις ελληνικές πρωτοβουλίες και έχουν συνδράμει στην αποκλιμάκωση κρίσεων. Η Κύπρος δεν μπήκε στην ΕΕ μόνη της. Ηταν η σημαντικότερη στιγμή της ελληνικής διπλωματίας και μέρος της στρατηγικής του Ελσίνκι, η οποία είχε τη συνολική στήριξη της ΕΕ. Οσο η Ελλάδα είναι προσηλωμένη στο διεθνές δίκαιο και στη διατήρηση της σταθερότητας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν θα είναι μόνη. Αλλωστε, στον σύγχρονο κόσμο, η προώθηση των εθνικών συμφερόντων γίνεται μέσω της συμμετοχής σε Κοινότητες Ασφάλειας και της δημιουργίας συμμαχιών σε διάφορα επίπεδα.
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 η Τουρκία με τις κινήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή έχει δημιουργήσει μία γενικότερη αναταραχή, όπως με την επέμβαση στη Συρία και την εμπλοκή στη Λιβύη, αλλά και μία παρατεταμένη κρίση χαμηλής έντασης με την Ελλάδα. Οι περιφερειακές συνεργασίες της Ελλάδας και της Κύπρου (με Ισραήλ και Αίγυπτο) λειτουργούν και διαμορφώνουν εξελίξεις, όπως στην περίπτωση του EastMed. Η ΕΕ καταδίκασε ξεκάθαρα το μνημόνιο συνεργασίας για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών Τουρκίας και Λιβύης. Ενώ και χώρες όπως η Γαλλία πρωτίστως, αλλά και η Ιταλία, στηρίζουν τις ελληνικές και τις κυπριακές θέσεις. Οποιος συνδυάζει την προώθηση και την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων του με τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας δεν θα είναι ποτέ μόνος. Οποιος επιδιώκει την ανατροπή με πολεμικές συγκρούσεις θα απομονωθεί.
-Ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι διεθνολόγος, δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου