οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

"...Μπορεί σε αυτό το έδαφος να διαμορφωθεί η συναίνεση; Για πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, η απάντηση θα μπορούσε να είναι καταφατική. Κρατώ δύο φράσεις του Αλέξη Τσίπρα, από τη συζήτηση στη Βουλή, που δικαιολογούν, νομίζω, την αισιοδοξία. Η πρώτη: «Η Ελλάδα του 2020 δεν πρέπει να ακολουθήσει την Τουρκία στην κατηφόρα προς τον 20ό αιώνα». Ο Βενιζέλος είπε το ίδιο, με πιο αιχμηρό τρόπο, όταν ζήτησε να εγκαταλειφθεί ο «ρητορικός πατριωτισμός» και η «ροπή προς την εθνικολαϊκιστική ευκολία». Και η δεύτερη φράση Τσίπρα, που συμπληρώνει και εξηγεί την πρώτη: «Η Ελλάδα πρέπει να μείνει σταθερή στην ευρωπαϊκή πυξίδα και τις αξίες που επέλεξε στη χαραυγή του 21ου αιώνα για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών, μετά από μια καταστροφική δεκαετία που μας έφερε, για άλλη μια φορά, στα πρόθυρα του πολέμου». Αλλά ποιες είναι αυτές οι «αξίες»; Δύσκολο να φανταστεί κανείς κάτι άλλο, από το περιλάλητο και αμφιλεγόμενο Ελσίνκι. Αυτό για το οποίο έγραψε το περασμένο Σάββατο, σ' αυτήν την εφημερίδα, ο Κ. Σημίτης και προκάλεσε τα κοινά, υβριστικά ανακλαστικά μιας «λαϊκής» Δεξιάς και μιας «πολακικής» Αριστεράς...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", και...

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 21-22/12/19 

ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Την κοινοβουλευτική συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2020 δεν θα έχουμε και πολλούς λόγους να τη θυμόμαστε. Iσως μόνον έναν. Εκείνη τη σύντομη και έμμεση - απέφυγαν και οι δύο τις δευτερολογίες - ανταλλαγή ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Η οποία επικυρώθηκε από έναν ασυνήθιστο έπαινο του Κυριάκου Μητσοτάκη για τον Αλέξη Τσίπρα: «Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης εγκατέλειψε το ακραίο ύφος, το οποίο χρησιμοποίησε όταν μίλησε για τον προϋπολογισμό, κατέβασε τους τόνους και μίλησε για την ανάγκη εθνικής ενότητας στα εξωτερικά ζητήματα. Προσυπογράφω απόλυτα αυτήν την προσέγγιση».

Το κλίμα είχε διαμορφωθεί μέρες τώρα. Με ελάχιστες, ασήμαντες παραφωνίες, ο πολιτικός κόσμος είχε δείξει σωστά ανακλαστικά. Το «λιβυκό επεισόδιο» αναγνωρίστηκε ως μια σοβαρή και επικίνδυνη εξέλιξη που επιβάλλει χαμηλούς τόνους και δεν αφήνει περιθώρια για τις συνηθισμένες μικροκομματικές επιπολαιότητες. Με μια έννοια, ο πολιτικός κόσμος συντονίστηκε με το κοινό αίσθημα. Η προχθεσινή δημοσκόπηση της Pulse, άλλωστε, έδειξε ότι μόνον ένα 15% των πολιτών δηλώνει πως δεν ανησυχεί - ανησυχεί «λίγο ή καθόλου» - για τις πρόσφατες κινήσεις της Τουρκίας.

Αλλά τι ακριβώς έχουμε εδώ; Μια πολιτική αυτοσυγκράτηση ενόψει της κρισιμότητας των περιστάσεων; Ή μια ουσιαστικότερη προσέγγιση των απόψεων; Την αρχή, έστω, μιας συνεννόησης, μιας σύμπτωσης ως προς την εθνική στρατηγική;

Αν υπάρχει στον ορίζοντα τέτοια σύμπτωση, αυτή δεν μπορεί να βρει έδαφος άλλο από εκείνο που η Ντόρα Μπακογιάννη περιέγραψε ως «βασική σταθερά της εξωτερικής μας πολιτικής», από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από το 1975. Την από κοινού με την Τουρκία προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Μόνο που αυτή η «σταθερά» αποσταθεροποιήθηκε ή παραμερίστηκε, επί πολλά χρόνια. Στην πιο ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση των ημερών για το θέμα -την περασμένη Δευτέρα, ανάμεσα στον Βενιζέλο, την Μπακογιάννη και δύο εμπειρότατους διπλωμάτες, τον Γιώργο Σαββαΐδη και τον Παύλο Αποστολίδη - υπογραμμίστηκε, ίσως πιο καθαρά παρά ποτέ, πως πρέπει επειγόντως να επιστρέψουμε στη «σταθερά». Πως η Ελλάδα πρέπει - δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι θα υπερασπιστεί την κυριαρχία της και κάνοντας πειστικότερη την αποτρεπτική της δύναμη - να πάρει την πρωτοβουλία, με τρόπο επίσημο και πανηγυρικό, της επιστροφής στο τραπέζι του διαλόγου, με την προοπτική της Χάγης.

Και πως πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να σχηματιστεί μια ισχυρή διεθνής πίεση που είτε θα υποχρεώσει την Τουρκία να δεχθεί αυτό που από το 1975 επίμονα αρνείται, είτε θα καταστήσει πολύ ακριβό το διπλωματικό, πολιτικό κόστος της άρνησής της να δεχθεί τη Χάγη.

Μπορεί σε αυτό το έδαφος να διαμορφωθεί η συναίνεση; Για πρώτη φορά, εδώ και χρόνια, η απάντηση θα μπορούσε να είναι καταφατική.

Κρατώ δύο φράσεις του Αλέξη Τσίπρα, από τη συζήτηση στη Βουλή, που δικαιολογούν, νομίζω, την αισιοδοξία. Η πρώτη: «Η Ελλάδα του 2020 δεν πρέπει να ακολουθήσει την Τουρκία στην κατηφόρα προς τον 20ό αιώνα». Ο Βενιζέλος είπε το ίδιο, με πιο αιχμηρό τρόπο, όταν ζήτησε να εγκαταλειφθεί ο «ρητορικός πατριωτισμός» και η «ροπή προς την εθνικολαϊκιστική ευκολία». Και η δεύτερη φράση Τσίπρα, που συμπληρώνει και εξηγεί την πρώτη: «Η Ελλάδα πρέπει να μείνει σταθερή στην ευρωπαϊκή πυξίδα και τις αξίες που επέλεξε στη χαραυγή του 21ου αιώνα για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών, μετά από μια καταστροφική δεκαετία που μας έφερε, για άλλη μια φορά, στα πρόθυρα του πολέμου». Αλλά ποιες είναι αυτές οι «αξίες»; Δύσκολο να φανταστεί κανείς κάτι άλλο, από το περιλάλητο και αμφιλεγόμενο Ελσίνκι. Αυτό για το οποίο έγραψε το περασμένο Σάββατο, σ' αυτήν την εφημερίδα, ο Κ. Σημίτης και προκάλεσε τα κοινά, υβριστικά ανακλαστικά μιας «λαϊκής» Δεξιάς και μιας «πολακικής» Αριστεράς.


Στην ευρωπαϊκή σύνοδο του Ελσίνκι, το 1999, στην αυγή του αιώνα, η ελληνική διπλωματία δημιούργησε μια ευκαιρία και την εκμεταλλεύθηκε. Καθώς η Ευρώπη ενδιαφερόταν ακόμη ενεργά για την πρόσδεση της Τουρκίας και η Τουρκία ενδιαφερόταν ακόμη για την ευρωπαϊκή της προοπτική, η Ελλάδα πέτυχε να εγγράψει σε ευρωπαϊκό πλαίσιο τις τουρκικές διεκδικήσεις και να επιβάλει στην Τουρκία την επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα, με διάλογο ή προσφυγή στη Χάγη, ως προϋπόθεση των ενταξιακών της φιλοδοξιών.

Κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί αν είχαμε επιμείνει το 2004 - όταν ακόμη ο Ερντογάν, που δεν είχε ακόμη επικρατήσει, εσωτερικά, στη μάχη του με το «βαθύ κράτος», ενδιαφερόταν για την Ευρώπη. Και, ολοφάνερα, οι δύο προϋποθέσεις του Ελσίνκι - το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την Τουρκία και το τουρκικό ενδιαφέρον για την Ευρώπη - δεν υπάρχουν πια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η στρατηγική του Ελσίνκι δεν ήταν σωστή στον καιρό της ή ότι η εγκατάλειψή της δεν ήταν λάθος. Σημαίνει ότι πρέπει να αναζητηθούν νέα «μέσα» για να υπηρετηθεί ο ίδιος σκοπός. Να δημιουργηθεί ένα νέο περιβάλλον ευκαιρίας. Με αυτήν την έννοια, η αναφορά στο Ελσίνκι δεν ήταν μια περιττή ανάξεση παλαιών παθών. Ηταν μια χρήσιμη ανακίνηση μιας συζήτησης για το μέλλον.

Αν τώρα από τη μεγάλη σκηνή της διπλωματίας κατέβουμε στο παρασκήνιο της μικροπολιτικής, το ενδιαφέρον είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας, χωρίς να αποδοκιμάσει το ύφος του Πολάκη, επί της ουσίας συμφώνησε, διά των συμφραζομένων έστω, με τον Σημίτη. Αφήνοντας μια χαραμάδα αμφιβολίας περί του εάν ο ΣΥΡΙΖΑ, εξελισσόμενος, μπορεί να διαψεύσει τη δηλητηριωδώς εύστοχη παρατήρηση του Πέτρου Ευθυμίου, πως τυχόν επικράτησή του στον χώρο της Κεντροαριστεράς θα ήταν σαν να επιστρέφαμε στο 1996 και την εσωκομματική αναμέτρηση στο ΠΑΣΟΚ να την είχε κερδίσει ο Ακης.
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 21-22/12/19

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΖΕΛΗ


Μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με την κριτική του πρόσφατου άρθρου του Κώστα Σημίτη στα «ΝΕΑ». Αρθρο που σχετίζεται με τη Συμφωνία του Ελσίνκι. Ως γνωστόν, μεταξύ των άλλων επιτυχιών της συμφωνίας (όπως η είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ) υπήρξε σημαντική πρόοδος στα θέματα της υφαλοκρηπίδας και άλλων σχετικών προβλημάτων. Ο πρώην πρωθυπουργός ήταν θετικός στην προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Τάσο Γιαννίτση «μια απόφαση με βάση το διεθνές δίκαιο, ακόμα και αν δεν ικανοποιούσε το σύνολο των θέσεων της Ελλάδας, θα ήταν ένα προτιμότερο αποτέλεσμα από ό,τι να παραμένουν οι εξελίξεις ανοιχτές» («Η Καθημερινή», 18/12/2019).

Αυτή η πολύ καλή εξέλιξη σταμάτησε με την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή που προτίμησε να μη συνεχίσει την πολιτική Σημίτη. Με τη λογική πως η προσφυγή στη Χάγη θα μπορούσε να βλάψει μια σειρά εθνικών συμφερόντων αφού η στασιμότητα και η διατήρηση του status quo ήταν προτιμότερη λύση, εφόσον μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα υποχρέωνε σίγουρα τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να κάνουν πίσω στις εκατέρωθεν διεκδικήσεις τους. Αυτό θα οδηγούσε στην Ελλάδα τους υπερπατριώτες/εθνικιστές εντός και εκτός του κόμματος να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για «προδοσία» (όπως έκανε η ΝΔ στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών - για μικροκομματικούς λόγους).

Το άρθρο του Κώστα Σημίτη θεωρήθηκε κριτική της κυβέρνησης. Σαν ένα άρθρο που υποσκάπτει τις προσπάθειές της να πείσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ να στηρίξουν πιο ενεργά τη χώρα κυρίως μετά το μνημόνιο Λιβύης - Τουρκίας. Θα μπορούσε όμως να δει κανείς την επιχειρηματολογία Σημίτη όχι σαν υπόσκαψη της κυβέρνησης και της μέχρι τώρα πολιτικής της σε ό,τι αφορά τη συνεχώς εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας. Ούτε βέβαια ήταν κριτική για τον κυβερνητικό στόχο να ενισχυθούν οι αποτρεπτικές ικανότητες των ενόπλων δυνάμεων.

Εάν ερμηνεύω σωστά το άρθρο, ο πρώην πρωθυπουργός θέλησε να τονίσει πως επιπλέον των δύο παραπάνω κυβερνητικών στόχων, η προσφυγή στη Χάγη θα οδηγούσε σε συμβιβασμούς που θα απέκλειαν όμως την όποια θερμή κρίση. Βέβαια με την προϋπόθεση πως η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να συζητήσει και προβλήματα πέρα από τις διαφορές στον χώρο της υφαλοκρηπίδας. Αυτό όμως δεν φαίνεται να είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης.

Ο Γιώργος Κουμουτσάκος αναφέρθηκε στην πιθανότητα προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο. Αλλά με την προϋπόθεση πως θα τεθεί μόνο το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας και όχι άλλων ελληνοτουρκικών διαφορών. Αφού οι άλλες τουρκικές απαιτήσεις δεν έχουν σοβαρή νομική βάση. Αυτού του είδους η προσφυγή σίγουρα δεν θα γινόταν δεκτή από τη γείτονα χώρα. Με άλλα λόγια, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποτελεί μέρος της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό όμως, όπως σωστά υποστήριξε ο Χρήστος Ροζάκης στο κυριακάτικο φύλλο της «Καθημερινής» (8/12/2019), είναι ο μόνος τρόπος να λυθούν οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.


Κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς υποστηρίζει το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού. Μπορεί βέβαια κανείς να αμφισβητήσει αυτή τη θέση. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απαίτηση να μπει αυτή η πρόταση για συζήτηση στον δημόσιο χώρο. Το αντίθετο θα ήταν μια συσκότιση της σημερινής πραγματικότητας.

Συμπέρασμα. Το Ελσίνκι δεν πέθανε, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Είναι χρήσιμο για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποια είναι η πολιτική της τωρινής κυβέρνησης. Μια κυβέρνηση που ακολουθεί πιστά την αναβλητική στάση του Κώστα Καραμανλή. Από αυτή τη σκοπιά, το άρθρο Σημίτη είναι απαραίτητο για να αντιληφθούμε τις σημερινές προκλήσεις και τη στρατηγική που η χώρα οφείλει να ακολουθήσει.

-Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE


"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 21-22/12/19


ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΝΟΥ


Στις 14 Δεκεμβρίου, «ΤΑ ΝΕΑ» δημοσίευσαν το άρθρο του κ. Σημίτη «Μια επιτυχία που δεν ολοκληρώθηκε» που αναφερόταν στην προ εικοσαετίας συμφωνία του Ελσίνκι. Ενα επετειακό άρθρο που θύμισε μερικές από τις δυσκολίες του 1999 και κυρίως την αλλαγή (τη στροφή) της εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από τον κ. Καραμανλή το 2004.

Για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών, «ΤΑ ΝΕΑ» αποφάσισαν να τιτλοφορήσουν το φύλλο του Σαββάτου που φιλοξένησε το άρθρο του κ. Σημίτη: «ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ Ο ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ». Ο τίτλος και όχι το άρθρο ξύπνησαν ευτελή κομματικά ανακλαστικά και έτσι ελάχιστοι ασχολήθηκαν με την ουσία όσων σημαντικών και σωστών, αλλά με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, έγραψε ο κ. Σημίτης.

Το 1999 ο κ. Σημίτης, πρωθυπουργός, αντιμετώπιζε ένα δίλημμα για τη στάση που έπρεπε να τηρήσει σε ό,τι αφορά την υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών του φαίνεται ότι έτρεμαν τις ενδοκομματικές πιέσεις και το πολιτικό κόστος που με βεβαιότητα θα προκαλούσε η ελληνική συναίνεση στην υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ετοιμαζόταν να κάνει ένα ακόμα λάθος. Ενα λάθος, πολύ μεγαλύτερο από αυτό που είχε κάνει πριν από μερικά χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τα Σκόπια. Τότε η πολιτική ηγεσία της χώρας, δείλιασε, δεν εξήγησε έγκαιρα και δυναμικά στην κοινή γνώμη τι και πώς εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον, με αποτέλεσμα η χώρα να αυτοπαγιδευθεί και να απομονωθεί σε μια λάθος πολιτική.

Για να ενισχύσω τον κ. Σημίτη έγραψα άρθρο στα «ΝΕΑ» 4.12.1999 με τίτλο «Κύριε Σημίτη, μην επαναλάβετε με την Τουρκία, το λάθος Μητσοτάκη με τα Σκόπια». Δύο μέρες μετά, 6.12.1999, έγραψε και ο Μίκης Θεοδωράκης στα «ΝΕΑ» «Οχι βέτο για Τουρκία».

Δεν θυμάμαι αν κάποιος πολιτικός του ΠΑΣΟΚ στήριξε δημοσίως τον πρωθυπουργό της Ελλάδας. Οταν επέστρεψε από το Ελσίνκι ο κ. Σημίτης, στις 10.12.1999, εγώ ως πρόεδρος των Φιλελευθέρων, δήλωσα ότι: «Με την απόφαση της Ευρώπης να δεχθεί την υποψηφιότητα της Τουρκίας εξυπηρετούνται όλα τα εθνικά μας συμφέροντα και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να ξαναβρεί ο ελληνισμός τα ιστορικά του όρια δράσης.
Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από τη στάση της κυβέρνησης. Επικράτησε το εθνικό συμφέρον και η λογική».

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης όμως, κ. Καραμανλής, κατηγόρησε τον κ. Σημίτη για εθνική ανεπάρκεια! Ακόμη και η κεντροδεξιά «Εστία» αγανάκτησε. Το πρωτοσέλιδό της 14.12.1999 ήταν: «Η μικροψυχία τιμωρείται. Ο κ. Καραμανλής δεν το καταλαβαίνει;».

Τον Μάρτιο του 2004 αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο κ. Καραμανλής και καθιερώνει την πολιτική της αδράνειας (επάνοδος στην προ Ιμίων εποχή) στα ελληνοτουρκικά, του status quo. Πάγωσε την κρίσιμη πρόβλεψη περί υποχρεωτικής παραπομπής των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Γιατί; Επειδή προϋπόθεση για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας είναι ο προηγούμενος καθορισμός των χωρικών υδάτων. Η υφαλοκρηπίδα αρχίζει εκεί όπου τελειώνουν τα χωρικά ύδατα. Επικαλούμαστε το Δίκαιο της Θάλασσας που μας δίνει δικαίωμα 12 ν.μ. και η Τουρκία απαντά ότι αν το ασκήσουμε θα είναι αιτία πολέμου. Αδράνεια λοιπόν. Αν δεχθούμε οτιδήποτε ενδιάμεσο, π.χ. 12 ν.μ. στις περισσότερες περιοχές, αλλά 6 ν.μ. ή 10 ν.μ. σε μερικές, αυτό θα ερμηνευτεί ως εθνική υποχώρηση. Ούτε μπορούμε να δεχτούμε τη δικαιοδοσία της Χάγης, διότι ποιος ξέρει τι απόφαση θα βγάλει το δικαστήριο. Αδράνεια λοιπόν, μετάθεση στο μέλλον και αποφυγή ευθυνών. Η κυβέρνηση Καραμανλή επανέφερε το 2004 το δόγμα της αδράνειας. «Δεν βιαζόμαστε!». Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ολιγόλογη δήλωση του κ. Καραμανλή για τη συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία ο πρώην πρωθυπουργός επεσήμανε ότι «Αλλοι είναι εκείνοι που επείγονται για τη διευθέτηση του θέματος. Οπωσδήποτε όμως όχι η Ελλάδα». Στην πραγματικότητα, όπως το βλέπω εγώ, είναι και μια πολιτική αποφυγής ευθυνών. Σημειώστε ότι για τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο δεν ενδιαφέρονται μόνον οι Ελληνες και οι Τούρκοι, αλλά και Ρώσοι και Ουκρανοί και Αμερικανοί και σίγουρα και άλλοι που χρησιμοποιούν το Αιγαίο.

Μήπως έχουμε συμφέρον να περιμένουμε στο μέλλον καλύτερες συνθήκες; Κατηγορηματικά όχι. Η Τουρκία είναι ισχυρότερη από εμάς. Από κάθε άποψη. Στρατιωτικά, οικονομικά, γεωπολιτικά. Από το 2004 που επανήλθαμε στη λογική της αδράνειας, η δύναμη της Τουρκίας συγκριτικά με τη δική μας αυξήθηκε εντυπωσιακά.

Υποχρέωσή μας και εθνικό καθήκον είναι να σταματήσουμε να αεροβατούμε και να ανασυγκροτήσουμε την οικονομία μας και την κοινωνία μας ώστε να καταστήσουμε υπολογίσιμες τις ανά την υφήλιο δυνάμεις μας.

Αυτά μπορούν να ειπωθούν σήμερα και λέγονται από εμένα τουλάχιστον σε ομιλίες μου και άρθρα τα τελευταία χρόνια. Δεν κατανοώ όμως για ποιον λόγο άφησε ο κ. Σημίτης να περάσουν 15 ολόκληρα χρόνια πριν μιλήσει για την ολιγωρία(;) της κυβέρνησης Καραμανλή το 2004. Γιατί δεν στήριξε ο κ. Σημίτης την πολιτική του; Γιατί δεν αγωνίστηκε γι' αυτήν;

Παραδόξως, πάλι εγώ και μόνον εγώ, με κύριο άρθρο στην «Εστία» 8.12.2004 έθεσα κρίσιμα ερωτήματα για τη στάση της Ελλάδας στη Σύνοδο Κορυφής της 17ης Δεκεμβρίου 2004. Κατέληγα: «Εδώ πάντως παύω να κατανοώ την ασκούμενη πολιτική. Αφήνουμε να περάσει η καλύτερη, διαπραγματευτικά, στιγμή για να επιτύχουμε τι; Να περάσουν τα χρόνια και να αυξηθεί συγκριτικά με εμάς η τουρκική γεωστρατηγική σημασία; Δεν μας ενδιαφέρει η επίλυση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα που όσο συνεχίζεται στερεί την Ελλάδα από τα πετρέλαια του Αιγαίου (τώρα που είναι ακριβά και θα παραμείνουν ακριβά για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα); Πώς είναι δυνατόν δύο μήνες μετά την τελευταία έκθεση της Επιτροπής, που καλεί την Τουρκία να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, να προεξοφλείται σχεδόν από όλους ότι η Τουρκία αφενός δεν θα την αναγνωρίσει και αφετέρου αναμένει να λάβει οριστική ημερομηνία για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη σύμφωνη γνώμη και του κράτους που δεν αναγνωρίζει; Δεν ανησυχεί την Τουρκία ότι το 80% τουλάχιστον του κυπριακού λαού δεν θα δικαιολογούσε τη θετική ψήφο της Κυπριακής Δημοκρατίας αν προηγουμένως δεν υπάρξει αναγνώρισή της;».

Το επετειακό άρθρο του κ. Σημίτη εκτός των πολλών συμπληρωματικών δημοσιευμάτων προκάλεσε και την υπόμνηση παλαιοτέρων «ηρωικών» στιγμών του ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου. Εγραψε ο κ. Παπαχρήστος στις 16.12 στα «ΝΕΑ» για το σκάφος «Σισμίκ» τον Μάρτιο του 1987 με πρωθυπουργό τον Α. Παπανδρέου και στην Τουρκία τον Τ. Οζάλ και τον μη-πόλεμο χάρη στην αποφασιστικότητα και θέληση των πρωταγωνιστών. Λησμόνησε ο κ. Παπαχρήστος τον Δημοσθένη: «Προς γαρ το τελευταίον εκβάν, έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται». Ετσι λίγους μήνες μετά τον «ηρωικό» μη-πόλεμο, ο Α. Παπανδρέου, στο Νταβός, έθεσε ολόκληρο το πέραν των 6 μιλίων Αιγαίο εκτός διαπραγμάτευσης για την Ελλάδα προς τεράστια εθνική ζημία. Οταν κατάλαβε τι έκανε περιορίστηκε σε ένα ντροπαλό mea culpa που έγινε κατανοητό από τους πολυπληθείς λατινομαθείς οπαδούς του. Τις συνέπειες του Νταβός εξακολουθούμε να υφιστάμεθα. Αν είχε συνεχιστεί και ολοκληρωθεί η πολιτική που χαράχτηκε το 1999, πιθανολογώ ότι θα είχαμε ξεπεράσει τα προβλήματα που μας δημιούργησε ο Α. Παπανδρέου.


"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 21-22/12/19
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΛΩΡΙΔΗ


Ήταν αναμενόμενο ότι ο Ερντογάν, αφού έκλεισε το μέτωπο προς ανατολάς με την αποτροπή δημιουργίας κουρδικού κράτους, θα κινούνταν προς δυσμάς, δηλαδή επιθετικά προς την Ελλάδα. Και το ευθύ ερώτημα στα χείλη όλων: Υπάρχει κάποια εξωτερική δύναμη, κάποιος άλλος παράγων που θα μπορούσε να σταματήσει τον Ερντογάν στην πορεία του προς την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Καστελλόριζο και την Κρήτη, με την εμπράγματη αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων; Οι εκτιμήσεις των περισσοτέρων συγκλίνουν στο ότι δεν υπάρχει.

Οι ΗΠΑ του Τραμπ ανέχονται τις ενέργειες της Τουρκίας, το ΝΑΤΟ δηλώνει ουδέτερο και η Ευρωπαϊκή Ενωση μοιάζει ανήμπορη, πέραν της διπλωματικής υποστήριξης. Συνιστούν κάτι τα παραπάνω δεδομένα, όσον αφορά στο ζητούμενο που είναι η ασφάλεια της χώρας μας; Σαφώς και συνιστούν υποστήριξη οι ευρωπαϊκές θέσεις, αλλά δεν είναι αρκετές για να τη διασφαλίσουν.

Ισχυρίζονται κάποιοι ότι η Ελλάδα δεν διάβασε έγκαιρα, την από καιρό εξελισσόμενη επιθετική πολιτική της Τουρκίας.

Το βέβαιο είναι ότι δεν αλλάξαμε έγκαιρα πορεία και η αιτία είναι σταθερά η ίδια: o εγκατεστημένος πολιτικός, οικονομικός και κοινωνικός παρασιτισμός, που δεν μας επιτρέπει να συγκροτήσουμε μια αυτόνομη και ισχυρή στρατηγική επιβίωσης και ανάπτυξης του Ελληνισμού.

Ενδεχομένως πολύ σύντομα θα βρεθούμε μπροστά, όχι απλώς σε μία τουρκική παρενόχληση, αλλά στην αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην πράξη. Υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι απέναντι σε κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει ελληνική αναδίπλωση; Φαντάζομαι πως όχι. Η Ελλάδα από το 1974 έχει διακηρύξει ότι είναι έτοιμη να συζητήσει με την Τουρκία τη μοναδική διαφορά που αναγνωρίζει, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η προτροπή, όμως, που ακούγεται τελευταία περί Χάγης, με τον τρόπο που ακούγεται, μπορεί να εκληφθεί ως αδυναμία ή κατάσταση πανικού. Το θέμα της παραπομπής στη Χάγη προϋποθέτει τη σύμπραξη της Τουρκίας, άρα και αλλαγή της θέσης της. Μακάρι. Αν, όμως, δεν συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα πράξει το εθνικώς αυτονόητο, σε ό,τι αφορά πράξεις παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, δηλαδή στη με κάθε τρόπο και μέσο υπεράσπισή τους. Μόνο τότε μπορεί και οι διεθνείς παράγοντες που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, να δράσουν σε συμμαχία με την Ελλάδα και αποτρεπτικά απέναντι στην Τουρκία. Χώρα που αποφεύγει ή εναποθέτει την πρωτοβουλία υπεράσπισης των εθνικών της συμφερόντων σε άλλους, δεν έχει καμία τύχη. Η Ελλάδα, δηλώνοντας αποφασισμένη να υπερασπιστεί παντί τρόπω τα κυριαρχικά της δικαιώματα, πρέπει γρήγορα να προχωρήσει σε νέες, πέρα από τα καθιερωμένα, συμμαχίες.

Σε κάθε περίπτωση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να συνειδητοποιήσουμε και, κυρίως, να κάνουμε πράξη, την μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική επιβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει οριστικά να εγκαταλείψουμε τον παρασιτισμό και να περάσουμε σε αέναη προσπάθεια πολιτισμικής αφύπνισης και παραγωγικής αναδιάρθρωσης. Αυτή θα οδηγήσει σε μια συνειδητή κοινωνία ευθύνης και προσφοράς απέναντι στην ιστορία και το έθνος μας και σε μια ισχυρή οικονομία, ώστε η χώρα να γίνει αυτόνομος παράγοντας διασφάλισης της πορείας της.

Ακόμη κι αν αποφευχθεί η τωρινή σύγκρουση, η απειλή θα επανέρχεται λόγω της γεωπολιτικής δυναμικής και φύσης της Τουρκίας. Ο μόνος τρόπος να υπερβούμε το δίλημμα «συντριβή ή υποταγή» είναι η συνειδητή και οργανωμένη προσπάθεια να μετατραπούμε σε αποτρεπτικό και παραγωγικό ευρωπαϊκό κράτος. Ανατολικό σύνορο της Μεγάλης Ευρώπης, που με τη δυνατότητά του θα επιβάλει σε κάθε αναθεωρητική πρόκληση τους κανόνες φιλίας, καλής γειτονίας και ειρήνης.


...από την "ΕΣΤΙΑ" (Σαββάτου-Κυριακής)


1/2

2/2

"ΕΣΤΙΑ", 21-22/12/19



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου