οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

"...Το γραφείο του στη βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη είναι άδειο από τη Μεγάλη Πέμπτη, οπότε και χρειάστηκε να εισαχθεί εσπευσμένα σε ιδιωτικό νοσοκομείο με συμπτώματα πνευμονίας. Κανείς όμως δεν ήθελε να πιστέψει μέχρι χθες ότι η δυνατή φωνή του, το τρανταχτό του γέλιο και οι έντονες χειρονομίες του όταν εκνευριζόταν δεν θα επέστρεφαν στο υπόγειο της οδού Κουμπάρη. Εκεί, στα σπλάχνα του κτιρίου όπου έζησε για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες, «χτίζοντας» έναν από τους μεγαλύτερους και πλέον δραστήριους μουσειακούς οργανισμούς στην Ελλάδα, το Μουσείο Μπενάκη. Ο Αγγελος Δεληβορριάς όμως, αν και έδωσε εδώ και 19 ημέρες μια γενναία μάχη για τη ζωή του, δεν κατάφερε αυτή τη φορά να βγει νικητής. Ηταν 81 ετών. Και έφυγε την ημέρα που οι φίλοι, οι μαθητές του και οι δικοί του άνθρωποι θα συγκεντρώνονταν για να τον τιμήσουν, καθώς χθες το απόγευμα είχε οριστεί η τελετή της επίσημης υποδοχής του από την Ακαδημία Αθηνών...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ" και την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

"ΤΑ ΝΕΑ", 25/04/18


ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΡΙΑΣ 1937 - 2018
Ο άνθρωπος που άνοιξε τα μουσεία στο κοινό
Μια αποτίμηση της πολιτισμικής κληρονομιάς του ακαδημαϊκού, αρχαιολόγου και ιστορικού τέχνης που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, έχοντας διευθύνει το Μουσείο Μπενάκη επί 41 χρόνια και σημαντικές ανασκαφές, όπως το ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα στη Σπάρτη


Tης Μαίρης Αδαμοπούλου

Το γραφείο του στη βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη είναι άδειο από τη Μεγάλη Πέμπτη, οπότε και χρειάστηκε να εισαχθεί εσπευσμένα σε ιδιωτικό νοσοκομείο με συμπτώματα πνευμονίας. Κανείς όμως δεν ήθελε να πιστέψει μέχρι χθες ότι η δυνατή φωνή του, το τρανταχτό του γέλιο και οι έντονες χειρονομίες του όταν εκνευριζόταν δεν θα επέστρεφαν στο υπόγειο της οδού Κουμπάρη. Εκεί, στα σπλάχνα του κτιρίου όπου έζησε για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες, «χτίζοντας» έναν από τους μεγαλύτερους και πλέον δραστήριους μουσειακούς οργανισμούς στην Ελλάδα, το Μουσείο Μπενάκη. Ο Αγγελος Δεληβορριάς όμως, αν και έδωσε εδώ και 19 ημέρες μια γενναία μάχη για τη ζωή του, δεν κατάφερε αυτή τη φορά να βγει νικητής. Ηταν 81 ετών. Και έφυγε την ημέρα που οι φίλοι, οι μαθητές του και οι δικοί του άνθρωποι θα συγκεντρώνονταν για να τον τιμήσουν, καθώς χθες το απόγευμα είχε οριστεί η τελετή της επίσημης υποδοχής του από την Ακαδημία Αθηνών.

Τολμηρός, ευρυμαθής, πολυπράγμων, κοσμοπολίτης, ευθύς, ηγετικός, άοκνος, μα πάνω από όλα παθιασμένος με ό,τι καταπιανόταν, μπορούσε με την ίδια ευκολία να βρεθεί στο σκάμμα και να διευθύνει ως μάχιμος αρχαιολόγος την ανασκαφή στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα (Λακωνία) και ύστερα από λίγο να βυθιστεί στη βιβλιοθήκη για να συγγράψει μια από τις πολλές πρωτότυπες μελέτες του: από μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση της ζωφόρου του Παρθενώνα ώς την ξυλογλυπτική της Πελοποννήσου.

Είναι ο αρχαιολόγος που κατάφερε να κρατήσει το καράβι του Μουσείου Μπενάκη στον αφρό των κυμάτων για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, χωρίς να αμφισβητήσει κανείς το βάθος των γνώσεών του και την πείρα του, ειδικά στον τομέα της γλυπτικής. Αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν άλλωστε που πριν από δύο χρόνια τον οδήγησαν στις τάξεις των ακαδημαϊκών, μια θέση που ίσως και να είχε καθυστερήσει για τον σπουδαίο επιστήμονα με τη χαρισματική προσωπικότητα.

Ενας από τους μακροβιότερους διευθυντές μουσείου παγκοσμίως και ο μόνος που μπορούσε ταυτοχρόνως να ασκεί διοίκηση, να συγκεντρώνει χορηγίες, να ασχολείται με την επιστήμη και να κρατά πολιτικές ισορροπίες, κατάφερε να παρουσιάσει την Ελλάδα εν συνόλω σε έναν μουσειακό χώρο (τον οποίο τριπλασίασε) και σε έναν οργανισμό τον οποίο κατάφερε να γιγαντώσει, όχι χωρίς συνέπειες. Στην περίοδο της κρίσης αναγκάστηκε να πάρει δύσκολες αποφάσεις που είχαν ως συνέπεια απολύσεις και περικοπές μισθών, αλλά και κλείσιμο των μουσειακών χώρων για περισσότερες από μία ημέρα την εβδομάδα.


ΜΠΕΝΑΚΗ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙ ΓΚΙΚΑ. Εργο ζωής του Αγγελου Δεληβορριά για τους περισσότερους ήταν η μεταμόρφωση του Μουσείου Μπενάκη σε έναν σύγχρονων προδιαγραφών εκθεσιακό χώρο, ικανό να ανταποκριθεί στο όραμά του: την αφηγηματική και διαχρονική παρουσίαση της ελληνικής Ιστορίας. Ωστόσο, εκείνος δεν έκρυβε την αγωνία του για τη δημιουργία της Πινακοθήκης Γκίκα. Ηταν η μοναδική περίοδος που είχε εγκαταλείψει το υπόγειο γραφείο του στην οδό Κουμπάρη και είχε μετακομίσει στον τελευταίο όροφο της οδού Κριεζώτου για να παρακολουθεί από κοντά τις εργασίες.

Θεωρούσε χρέος του να παραδώσει στις επόμενες γενιές ένα μουσείο αφιερωμένο στην πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή της γενιάς του '30 και ήταν περήφανος για το συγκεκριμένο έργο. Και αν όλα αυτά είναι μέρος της ανεκτίμητης κληρονομιάς που αφήνει πίσω του μαζί με ένα τεράστιο κενό που δεν μπορεί να πληρωθεί, στις καρδιές όλων όσοι τον γνώρισαν θα μείνει όχι μόνο ως ο λαμπρός επιστήμονας που απλόχερα μοίραζε τις γνώσεις του, ως ο χαρισματικός ομιλητής που ακόμη και η πιο σύντομη συζήτηση μαζί του μπορούσε να αναδειχθεί σε ένα σπουδαίο μάθημα αρχαιολογίας, τέχνης ή και ζωής, αλλά και ως ο οικοδεσπότης που υποδεχόταν με χαμόγελο και μια ζεστή χειραψία τους επισκέπτες των εκδηλώσεων του μουσείου και με μια μεγάλη αγκαλιά εκείνους που γνώριζε και αγαπούσε.

Ειλικρινής, αυθόρμητος, προσιτός, μπορούσε να περνά ακόμη και τις αργίες στο γραφείο του για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, αλλά θα έβρισκε χρόνο για όσους είχαν ανάγκη τη συμβουλή του ή για να πάει τις εγγονές του στο θέατρο.

Γεννημένος το 1937, σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία και στη Γαλλία. Το 1973 ανέλαβε τη θέση του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, από το οποίο αποχώρησε το 2014, ενώ από το 1992 έως το 2005 ήταν εκλεγμένος καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2016 εξελέγη εξελέγη τακτικό μέλος στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογίας - Μουσειολογίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Χρύσα Μαλτέζου, ακαδημαϊκός«Μεγάλο κεφάλαιο για τον τόπο»«Είμαι συγκλονισμένη. Χθες η Ακαδημία Αθηνών θα τον υποδεχόταν στους κόλπους της. Ηταν μεγάλο κεφάλαιο για τον τόπο. Ενας ευαίσθητος άνθρωπος που προσέφερε πολλά και πολλά είχε να προσφέρει. Ο πνευματικός κόσμος κλαίει για τη μεγάλη απώλεια».

Λίλα Μαραγκού, ομότιμη καθηγητρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων«Εκανε φίλους παντού»«Τι να πρωτοπώ για τον Αγγελο; Να μιλήσω για τον χαρισματικό του χαρακτήρα; Για τη βαθιά επιστημοσύνη του; Την αποτελεσματικότητά του; Το εύρος των γνώσεών του και την προσφορά του σε αυτόν τον τόπο; Την καλοσύνη του; Το γεγονός ότι έκανε φίλους όπου κι αν βρισκόταν; Τη διάθεσή του να προσφέρει; Οι χάρες του δεν περιγράφονται. Το κενό που αφήνει πίσω του θα δείξει τη γύμνια μας»
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 25/04/18

Ο πολιτισμός έχασε τον Άγγελό του
Της Μαργαρίτας Πουρνάρα
Η μοίρα –ως πανδαμάτωρ– έχει τις δικές της βουλές. Αν όλα είχαν κυλήσει όπως θα έπρεπε, αυτή η σελίδα της «Κ» θα ήταν αφιερωμένη στην –προγραμματισμένη για χθες– δημόσια συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών κατά την οποίαν θα γινόταν η επίσημη αποδοχή του Αγγέλου Δεληβορριά, τακτικού μέλους από το 2016.

Επειτα από πολλές δεκαετίες καθημερινού αγώνα για το Μουσείο Μπενάκη, από το οποίο έφυγε πριν από τέσσερα χρόνια, ο τίτλος αυτός θα είχε για εκείνον τη σημασία του συμβολικού δάφνινου στεφανιού της τελικής νίκης. Θα στόλιζε τα λευκά του μαλλιά, σηματοδοτώντας την ύψιστη αναγνώριση από την ελληνική πολιτεία για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε. Ηδη από τη Μεγάλη Εβδομάδα είχε διακομιστεί στο νοσοκομείο με οξύ πνευμονικό οίδημα. Μεταφέρθηκε σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι έπρεπε να υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς. Η επέμβαση έγινε επιτυχώς. Παρά την πολυήμερη καταστολή, υπήρξαν ενθαρρυντικά δείγματα από τους γιατρούς. Δυστυχώς, άφησε χθες την τελευταία του πνοή σε ηλικία 81 ετών από λοίμωξη.

Στα εγκαίνια του Μουσείου Μπενάκη το 2000.

Γράφω αυτές τις σειρές αδυνατώντας να πιστέψω πως δεν θα τον ξαναδώ, στο γραφείο του μέσα στη βιβλιοθήκη του υπογείου της Κουμπάρη. Σκυμμένος στα χαρτιά του, να καπνίζει μανιωδώς τσιγάρα slim, να φορά το τζιν του, μια ξεβαμμένη κόκκινη νιτσεράδα και ένα γαλάζιο πουκάμισο. Να νιώθει πως ο χρόνος δεν του φτάνει για τα πολλά που έχει να κάνει, λες και είχε ένα προαίσθημα. Πιο πολύ θα μου λείψουν πολλά μικρά πράγματα: πως όταν σου μιλούσε, σε κοιτούσε ολόισια στα μάτια και συχνά σε κρατούσε από το μπράτσο αν ήθελε να δώσει έμφαση σε κάτι. Τη θεατρικότητά του. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τη γλώσσα μας, με τις λέξεις σοφά διαλεγμένες και τοποθετημένες τη μία δίπλα στην άλλη, σαν αρμολόι μάστορα. Τα λεπτά, μακριά του δάχτυλα και τα δαχτυλίδια με τους σφραγιδόλιθους, που στριφογύριζε όταν είχε αμηχανία. Τα γενναιόδωρα φιλιά και οι αγκαλιές όταν τύχαινε να σε δει ξαφνικά μπροστά του, όπως τις προάλλες στο εστιατόριο Φιλίππου που δειπνούσε με τη σύζυγό του Μαρία και φίλους και με πέτυχε. Κάποια στιγμή, εκείνη του έκανε μια μαλακή παρατήρηση, ψιθυριστή. Μάλλον για το τσιγάρο. «Ξέρεις πόσων χρόνων είμαι; Θα κάνω ό,τι θέλω», της είπε αυτός, με αυτές τις ξαφνικές εξάψεις εκνευρισμού που τον έκαναν κατακόκκινο και έπειτα από λίγο έβρισκε πάλι το χρώμα του.

Η υγεία του δεν τον ένοιαζε. Δεν τη λογάριαζε. Αυτό που τριβέλιζε συνέχεια το μυαλό του ήταν οι ομιλίες, οι υποχρεώσεις, οι εκκρεμότητες. Και αν από το Μουσείο Μπενάκη έφυγε από το τιμόνι, με πλήρες ημερολόγιο καταστρώματος, αισθανόταν πως η Σπάρτη και το αρχαιολογικό του έργο ήταν ημιτελή. Αυτό τον βασάνιζε. Είχα την τύχη να μου δώσει πολλές συνεντεύξεις μέσα σε 20 χρόνια. Και δυστυχώς την τελευταία του. Στη σειρά «Καταθέσεις Πολιτισμού» της Τραπέζης της Ελλάδος, στις 28 Μαρτίου του 2018. Το θέμα είχε να κάνει με τη γενιά του ’30, για την οποίαν έκανε μια πραγματική κιβωτό: το Μουσείο της Κριεζώτου. Πρώτη φορά τον είδα καταβεβλημένο πνευματικά. Το θέμα της Σπάρτης επανερχόταν σαν μια ανοιχτή πληγή που έπρεπε να φροντίσει. Ηταν ένας άνθρωπος του καθήκοντος και παρά το ότι εργάστηκε εξοντωτικά επί τέσσερις δεκαετίες –κάθε μέρα, χωρίς Κυριακή ή σχόλη– πίστευε ότι ως αρχαιολόγος δεν ασχολήθηκε όσο έπρεπε με την επιτόπια του έρευνα.

Στην πρώτη του ανασκαφή ως φοιτητής στη Θράκη.

Θα μου λείψει και για κάτι ακόμη. Ανήκω σε μια γενιά δημοσιογράφων που το επάγγελμά μας είχε ένα τεράστιο προνόμιο: τη μαθητεία κοντά σε σπουδαίους ανθρώπους. Ο Δεληβορριάς ήταν, κατά κάποιον τρόπο, δάσκαλός μου. Χωρίς να το επιδιώκει, ακτινοβολούσε γνώση, ήθος, αγάπη για την πατρίδα. Στα μετέδιδε με το βλέμμα, με τις πράξεις, με το έμπρακτο παράδειγμα του βίου του. Και αισθάνομαι απόλυτα τυχερή που τον γνώρισα, τον συναναστράφηκα και έμαθα τόσο πολλά πράγματα, σαν το πιο ακριβό μάθημα στη ζωή. Η κηδεία του θα γίνει την Παρασκευή στις 2 μ.μ. δημοσία δαπάνη, στο Α΄ Νεκροταφείο.

Καλό ταξίδι, αγαπημένε μας Αγγελε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου