οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

"...Ηταν πολύ παραπάνω από αναγεννησιακός διανοούμενος ο Αγγελος Δεληβορριάς. Ηταν ένας δημιουργικός εργάτης που αφιέρωσε τη δουλειά του στο κοινωνικό σύνολο - κάτι που δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ, αν μπορούσε, η αγοραφοβική ελληνική πολιτική και πολιτιστική ζωή. Κι ήταν ανένταχτος, ελεύθερος, ωραίος. Αριστοκράτης. Χωρίς προσωπικότητες σαν τον Δεληβορριά, η Ελλάδα θα ήταν αυτό που πολλοί προσπαθούν να τη μετατρέψουν: ένας άθλιος βαλκανικός βάλτος. Δεν είναι αυτή η μοίρα της..."

ΔΥΟ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΙΝ ΜΕΜΟRIAM 
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΛΙΠΟΝΤΑ
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 28-29/04/18

"ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ",
του Χρήστου Χωμενίδη


Πώς αντιμετώπισε η ελληνική κοινωνία τον θάνατο του Αντώνη Μπενάκη τον Μάιο του 1954; Παρόμοια με την εκδημία του διαδόχου του Αγγελου Δεληβορριά.
Οι άνθρωποι που γνώριζαν εκείνους και το έργο τους τούς θρήνησαν. Στάθηκαν πλάι στο ξόδι τους, μίλησαν κι έγραψαν για την προσωπικότητα, για την προσφορά τους, θυμήθηκαν στιγμιότυπα που αποδεικνύουν πόσο ξεχωριστοί, πόσο φωτεινοί υπήρξαν οι δύο μεγάλοι τιμονιέρηδες του Μουσείου Μπενάκη. Πώς ένιωθαν τη ζωή τους ως δώρο και απλόχερα τη χάριζαν, κάθε ώρα.

Η κοινή ωστόσο γνώμη; Στα μάτια πολλών ο Μπενάκης ήταν ένας παραλής, που από παραξενιά ή από ματαιοδοξία ή κατά τον συρμό της τάξης του έφτιαξε κι ένα μουσείο για να τον γράψει η Ιστορία. Τον ταύτιζαν καν με τον «Τρελλαντώνη», τον πρώτο και εμβληματικότερο ήρωα της παιδικής μας λογοτεχνίας; Αμφιβάλλω... Ο δε Αγγελος Δεληβορριάς; Κάποιος απλώς που πέθανε και το έγραψαν οι εφημερίδες. Καθηγητής; Παλιός πολιτικός; Ζωγράφος; Θα σας γελάσω...

Ο Αντώνης Μπενάκης άφησε τον κόσμο σε μια εποχή που οι Ελληνες στην πλειονότητά τους ήταν απερίγραπτα φτωχοί, με πληγές χαίνουσες ακόμα από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Συνωθούνταν στην Αθήνα για να επιβιώσουν, στριμώχνονταν σε τρένα κι έφευγαν μετανάστες στη Γερμανία, είχαν φάει πάρα πολύ ξύλο κυριολεκτικά και μεταφορικά, το τελευταίο πράγμα που τους ενδιέφερε ήταν η τέχνη και η διάσωση της λαϊκής παράδοσης.


Οι απόγονοί τους, εξήντα πέντε χρόνια αργότερα, έχουν μέχρις αποβλακώσεως εθιστεί στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο. Αναζητούν τους ήρωές τους στα ριάλιτι σόου. Αναπαράγουν ακατάπαυστα εξωφρενικές δήθεν ειδήσεις. Ποζάρουν στα κινητά τους κι ανεβάζουν σέλφις, κορδωμένοι, κεφάτοι, σέξι κατά τη γνώμη τους... Τα πολιτικά πάθη των προηγούμενων ετών έχουν σχετικά υποχωρήσει, έχουν αφήσει όμως πίσω τους μια περιρρέουσα μισαλλοδοξία. Την αίσθηση ότι όποιος ξεχωρίζει σε οποιονδήποτε τομέα έχει λερωμένη τη φωλιά του. Μετριοκρατία λέγεται. Και αποτελεί το αντίθετο της τέχνης. 

Ο Αγγελος Δεληβορριάς - όπως και ο Αντώνης Μπενάκης στον καιρό του - κάθε άλλο παρά φιλοδοξούσε να απευθύνεται αποκλειστικά σε μια καλλιεργημένη, ευαίσθητη ελίτ. Ανθρωπος στο μεδούλι του λαϊκός, πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός δεν συνιστά είδος πολυτελείας προοριζόμενο για όσους μονάχα έχουν λύσει τα ακανθώδη τους προβλήματα. Το ακριβώς αντίθετο. Εκείνοι που αγκομαχούν καθημερινά ώστε να εξασφαλίσουν τον επιούσιο εκείνοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα βιβλία, τα εικαστικά. Για να θυμούνται ότι ο κόσμος είναι κόσμημα. Η επίγεια διαδρομή μας ευλογία και όχι αγγαρεία.


Ανοιχτός από ιδιοσυγκρασία ο ίδιος σε κάθε συναναστροφή - μια τεράστια ζεστή αγκαλιά για όποιον κι αν συναντούσε στον δρόμο του - ο Αγγελος Δεληβορριάς αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις να ανοίξει και το μουσείο. Να το κάνει εξωστρεφές και πολυσύχναστο, ηλιόλουστο κομμάτι τού δημόσιου χώρου. Και όχι κάστρο άξενο, προσπελάσιμο μόνο στους μυημένους.

«Θυμάσαι» μού είχε πει κάποτε «μια σκηνή από το «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι; Χωρικοί αναγγέλλουν κλαίγοντας τον θάνατο του Τζουζέπε Βέρντι. Ο μέγιστος μουσικός ενσαρκώνει το εθνικό ιδανικό, το «Risorgimento», την Ενωση της Ιταλίας. Η υψηλή τέχνη σμίγει με το λαϊκό αίσθημα. Το μπολιάζει και μπολιάζεται από αυτό. Εκεί ακριβώς αποσκοπούμε, όσο ουτοπικό και αν μοιάζει...».

Η παρακαταθήκη του Αγγελου Δεληβορριά - που πέθανε νεότατος στα ογδόντα ένα του, στην ίδια ακριβώς ηλικία με τον Αντώνη Μπενάκη - είναι να αποτελεί το μουσείο κοινό κτήμα εσαεί. Κιβωτό και μπούσουλα για την Ελλάδα.

Καθένας που θα διαβαίνει το κατώφλι του θα ανάβει νοερά ένα κερί στη μνήμη του.

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 28-29/04/18

"ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ",
του Ηλία Κανέλλη


Χάθηκε το σημείο αναφοράς μας. Με αυτήν τη φράση περιέγραψε την απώλεια του Αγγελου Δεληβορριά, αναμορφωτή και επί 41 χρόνια διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, μια συνεργάτριά του. Μια άλλη συνεργάτριά του, υπεύθυνη ενός από τα δημιουργικά τμήματα του Μουσείου, έκανε λόγο για μια προσωπικότητα με ιδιαίτερο συνδυασμό χαρισμάτων. Ακέραιος, βαθιά ανθρωπιστής και ξεροκέφαλος - επίμονος δηλαδή στους στόχους του, χωρίς να λογαριάζει το προσωπικό κόστος.

Αλλά ήταν και πολλά άλλα ο Αγγελος Δεληβορριάς. Ηταν ένας βαθύτατα καταρτισμένος αρχαιολόγος, με σημαντική διαδρομή στην αρχαιολογική υπηρεσία, με εργασίες και με ανασκαφική δραστηριότητα. Αλλά, πρωτίστως, θα μείνει στη μνήμη μας ως ο άνθρωπος που εξοικείωσε τους Ελληνες με τη σύγχρονη αντίληψη για τα μουσεία.

Ώς τον Δεληβορριά, οι Ελληνες πίστευαν για τα μουσεία ό,τι και ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. Οτι είναι αποθήκες παλιών πραγμάτων, που αφορούν μόνο όσους ασχολούνται με τα παλιά πράγματα. Εμείς ειδικά πιστεύαμε ότι τα μουσεία χρειάζονται για να αποθηκεύουμε τα τεκμήρια ενός ένδοξου παρελθόντος, τα οποία επισκεπτόμαστε μια φορά ως μαθητές και στα οποία πηγαίνουν οι τουρίστες για να θαυμάζουν τι τζιμάνια προγόνους είχαμε.

Μετά τον Δεληβορριά, ο οποίος κλήθηκε να διαχειριστεί τη συλλογή ενός κληροδοτήματος με ένα ωραίο ακίνητο στο κέντρο της Αθήνας, η αντίληψη αυτή άλλαξε αργά και βασανιστικά. Ο Δεληβορριάς άλλαξε την ιδέα που είχαμε για τα μουσεία. Δεν είναι απλές κιβωτοί μνήμης, αλλά τεκμήρια σεβασμού, ταξινόμησης και ανάδειξης του παρελθόντος, των πολιτιστικών επιτευγμάτων του, αλλά και φυτώρια αισθητικής και πνευματικής καλλιέργειας, και κελύφη ζωής, και χώροι όπου το παρελθόν συναντάει το σήμερα. Κάπως έτσι το Μουσείο Μπενάκη έγινε σημείο αναφοράς, και μεγάλωσε, με παραρτήματα όπως το κτίριο της οδού Πειραιώς, το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης και, εσχάτως, η οικία του Νίκου Χατζηκυριάκου - Γκίκα που μετατράπηκε σε μουσείο της «γενιάς του '30» - της πιο δυτικόφρονος και εξωστρεφούς πνευματικής ελίτ της χώρας.


Για να γίνουν όλα αυτά κατορθωτά, ο Δεληβορριάς έπρεπε να πολεμήσει ουσιαστικά την Ελλάδα της ακινησίας. Το έκανε με κέφι, με πείσμα και, συχνά, με σαρκασμό. Και για να γίνει ακόμα πιο αποτελεσματικός, μεταμορφωνόταν εύκολα, αυτός, παιδί μιας ελίτ, σε λαϊκό - για να διεκδικήσει μια δωρεά, μια επιχορήγηση, μια διεθνή συνεργασία. Συνδύαζε, εξίσου, τον πρακτικό χειρώνακτα και τον καταρτισμένο ρέκτη του πνευματικού και καλλιτεχνικού παρελθόντος - κι αυτό δεν είναι εύκολο, προϋποθέτει στέρεη γνώση και σεμνότητα. Αλλά όλα αυτά ο Δεληβορριάς τα διέθετε. Και του έδιναν σιγουριά. Δεν οχυρώθηκε λοιπόν πίσω από μια δημόσια εικόνα, δεν έπαιξε τον κουλτουριάρη, τον σνομπ, τον απόμακρο, τον νεφεληγερέτη. Δεν χρειαζόταν. Ηταν εκεί, ήξερε - κι αν δεν ήξερε, γνώριζε πού να ρωτήσει.

Ηταν πολύ παραπάνω από αναγεννησιακός διανοούμενος ο Αγγελος Δεληβορριάς. Ηταν ένας δημιουργικός εργάτης που αφιέρωσε τη δουλειά του στο κοινωνικό σύνολο - κάτι που δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ, αν μπορούσε, η αγοραφοβική ελληνική πολιτική και πολιτιστική ζωή. Κι ήταν ανένταχτος, ελεύθερος, ωραίος. Αριστοκράτης.

Χωρίς προσωπικότητες σαν τον Δεληβορριά, η Ελλάδα θα ήταν αυτό που πολλοί προσπαθούν να τη μετατρέψουν: ένας άθλιος βαλκανικός βάλτος. Δεν είναι αυτή η μοίρα της.

                                                     "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 28-29/04/18ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ


Το τσιγάρο έτρεμε ανάμεσα στα δυο λεπτά του δάχτυλα, που θα μπορούσαν να ανήκουν και σε πιανίστα. Το παράθυρο πίσω του ανοιχτό. Τα παραθυρόφυλλα κουφωμένα κι ας έλαμπε ο ήλιος εκείνο το πρωινό της Καθαράς Δευτέρας. Μάταια όμως επιχειρούσε να τρυπώσει στο υπόγειο γραφείο της οδού Κουμπάρη και να υπενθυμίσει τον ερχομό της ανοιξης. Για τον Αγγελο Δεληβορριά δεν υπήρχαν καθημερινές, Σαββατοκύριακα και αργίες. Υπήρχαν μόνο ομιλίες που έπρεπε να ολοκληρώσει, μελέτες που έπρεπε να προχωρήσουν, πρόλογοι που περίμεναν να πάρουν τη θέση τους στους καταλόγους των επόμενων εκθέσεων, έγγραφα που ήταν επείγουσα ανάγκη να συμπληρωθούν για κάποια υπόθεση του μουσείου. Δεν είχε ελεύθερο χρόνο για να μου δώσει τη συνέντευξη που του είχα ζητήσει. Δεν ήθελε όμως και να μου την αρνηθεί. Κι έτσι κάναμε Κούλουμα μαζί. Μόνο που στο τραπέζι δεν είχαμε τα παραδοσιακά νηστίσιμα εδέσματα, αλλά νέες εκθέσεις, αγωνία για το μέλλον του μουσείου, πολιτική.


«Οταν το παρέλαβα, ήταν το 1/3 του σημερινού κεντρικού Μουσείου και τίποτε άλλο. Κι έχω κατηγορηθεί για το μεγάλωμά του διότι αυτή τη στιγμή έχει πολλά παραρτήματα και αρχεία», άφησε κάποια στιγμή το παράπονό του να βγει αυθόρμητα. «Αυτά θα γράψω και στο βιβλίο μου «Ενας απολογισμός και μια απολογία»», συνέχισε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του όπως συνήθιζε να κάνει όταν φορτιζόταν. Το πρόσωπό του συναγωνιζόταν σε χρώμα το κατακόκκινο κασκόλ που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του (σχεδόν πάντα φορούσε κάτι κόκκινο: ένα κασκόλ, ένα μπουφάν, ένα πουκάμισο, λες και πίστευε ότι θα ξόρκιζε έτσι κάποιο κακό). «Τους βλέπεις αυτούς τους φακέλους; Θα το έχω έτοιμο του χρόνου. Και θα τα πω όλα εκεί μέσα». Στη βιβλιοθήκη πράγματι ξεχώριζαν δυο ασφυκτικά γεμάτοι γαλάζιοι φάκελοι με χειρόγραφα. Το βιβλίο ωστόσο δεν πρόλαβε να βγει. Κι ας έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε. Κι ας ήταν εκείνος άφευγος από το υπόγειο της οδού Κουμπάρη, ακόμη κι όταν αποχώρησε από τη θέση του διευθυντή το 2014. Μετακόμισε απλώς από το γραφείο του στη βιβλιοθήκη. Κι ας μη διέθετε τον ελάχιστο χρόνο στην τηλεόραση, καθώς εδώ και χρόνια είχε επιλέξει να μην έχει τηλεοπτική συσκευή. Κι ας σήκωνε τα μάτια του από τα χαρτιά του μόνο για χάρη λίγων καλών του φίλων των οποίων απολάμβανε τη συντροφιά ή για χάρη της όπερας, την οποία αγαπούσε με πάθος και ήταν σταθερά παρών στις πρεμιέρες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.


Τι θα έγραφε άραγε στις σελίδες αυτού του βιβλίου; Ισως και να μην το μάθουμε ποτέ. 

Από την περασμένη Τρίτη, άλλωστε, που πέθανε ώς σήμερα πολλοί επιχείρησαν να κάνουν έναν απολογισμό του έργου του μακροβιότερου ίσως και ενός από τους τολμηρότερους διεθνώς διευθυντές, που χώρεσε ολόκληρη την Ελλάδα σε ένα μουσείο. Του αρχαιολόγου, οι μελέτες του οποίου σχετικά με την κλασική γλυπτική θεωρούνται κορυφαίες. Του ακούραστου μάνατζερ που κινούσε όλα τα νήματα με απίστευτη μαεστρία και κοιτούσε τον συνομιλητή του στα μάτια. Της προσωπικότητας που κατάφερνε να σταθεί - και συχνά να επισκιάσει - τους συνομιλητές του ανεξαρτήτως εθνικότητας ή ιδιότητας, αλλά κυρίως του ανθρώπου με την πάντα ανοιχτή αγκαλιά, που έλεγε έξω από τα δόντια όσα ένιωθε αδιαφορώντας για τη σύνθεση του ακροατηρίου, που μοίραζε απλόχερα γνώσεις και ιδέες, παρότρυνε, υποστήριζε και ενθάρρυνε τους νεότερους όχι απλώς αφήνοντάς τους χώρο, αλλά συχνά δημιουργώντας ειδικό χώρο γι' αυτούς και που νοιαζόταν ειλικρινά για τους συνεργάτες του.


Οσο για την απολογία; Δεν θα καταλάμβανε μάλλον πολλές σελίδες. Σίγουρα κάπου εκεί θα ήθελε να απολογηθεί στους δικούς του ανθρώπους. Στους εργαζομένους τους οποίους έβλεπε καθημερινά για δεκαετίες και ορισμένους εκ των οποίων αναγκάστηκε να απολύσει ή να τους περικόψει τους μισθούς, κάτι που έφερνε βαρέως μέχρι τώρα. Ισως να απαντούσε σε όσους τον κατηγορούσαν ότι εμμένει σε έννοιες όπως της ελληνικότητας και της παράδοσης. Κι ίσως να είχε και ένα λόγο για την οικογένεια του - τη σύζυγό του επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες Μαρία, που στεκόταν διακριτικά στο πλευρό του, στα δυο του παιδιά και τα εγγόνια του, από τους οποίους είχε κλέψει πολύτιμο χρόνο για να προλαβαίνει όλες εκείνες τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη θέση του διευθυντή, του αρχαιολόγου και προσφάτως του ακαδημαϊκού. Την τελευταία ιδιότητα την πόθησε πολύ, αλλά δεν πρόλαβε να την χαρεί. Μια ένσταση από συνυποψήφιά του καθυστέρησε τις διαδικασίες για δύο χρόνια. Η επικύρωση της εκλογής του στις τάξεις των «αθανάτων» θα ολοκληρωνόταν και τυπικά με την επίσημη υποδοχή του την Τρίτη. Την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή.


Ηταν Μεγάλη Δευτέρα όταν το γνωστό «λέγε» ακούστηκε από τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του στην άλλη άκρη της γραμμής. Αν και είχα εισπράξει αναρίθμητες φορές αυτή την κοφτή απάντηση - χωρίς καν καλημέρα κάποιες φορές - πάντα μου δημιουργούσε αμηχανία, την αίσθηση ότι ενοχλώ. Το ήξερε, το θυμήθηκε που του το είχα εκμυστηρευτεί και σχεδόν ταυτόχρονα έβαλε τα γέλια. «Πες βρε τι θέλεις...». Συζητήσαμε για λίγο και πριν κλείσει μού είπε. «Λοιπόν, σε περιμένω αμέσως μετά το Πάσχα. Να 'χω τελειώσει και με αυτή την ομιλία της Ακαδημίας...». Το ραντεβού δεν έγινε ποτέ. Μεγάλη Πέμπτη μπήκε στο νοσοκομείο με πνευμονικό οίδημα. Η πρόσκληση για την τελετή υποδοχής στην Ακαδημία βρίσκεται ακόμη πάνω στο γραφείο. Καθώς την κοιτάζω αναδύεται μια γνώριμη εικόνα. Κάπου στη Βασιλίσσης Σοφίας, συνοδηγός πάνω σε ένα μηχανάκι. Καθώς με προσπερνά, ο αέρας τού παίρνει το κασκόλ κι εκείνος κουνάει με εφηβικό ενθουσιασμό το χέρι για να με χαιρετήσει. Αντίο Αγγελε Δεληβορριά. Σε ευχαριστούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου