Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" και τον κλώνο της "Ε"
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 30/11/16
ΘΑΝΟΣ Π. ΝΤΟΚΟΣ*
Τι λύση θέλουμε στο Κυπριακό;
Ως αποτέλεσμα λανθασμένων εκτιμήσεων, εγκλημάτων και θηριωδιών, διαστρεβλωμένων αντιλήψεων και στερεοτύπων, εξωτερικών παρεμβάσεων και κατεστημένων συμφερόντων, το Κυπριακό έχει σταδιακά μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο και περίπλοκο πρόβλημα. Η πιθανή λύση του, ωστόσο, βασίζεται σε μια απλή εκτίμηση κόστους-οφέλους μεταξύ δύο επιλογών: επανένωση ή μη επανένωση της νήσου. Στην πρώτη περίπτωση, η όποια λύση χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένους περιορισμούς, καθώς η σημερινή δυσμενής για τον ελληνισμό κατάσταση είναι αποτέλεσμα ήττας σε πολεμική σύγκρουση και, ως γνωστόν, οι απώλειες στο πεδίο των μαχών δεν αποκαθίστανται πλήρως στο τραπέζι των διπλωματικών διαπραγματεύσεων. Οποιασδήποτε μορφής επανένωση της νήσου δεν θα επιτρέψει την εξαφάνιση της τουρκικής επιρροής, αλλά μπορεί ενδεχομένως να επιτύχει τη σημαντική μείωσή της. Θα υπάρχουν εδαφικά οφέλη, αλλά η πλήρης κατάργηση των εγγυήσεων καθώς και η άμεση απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων είναι βεβαίως επιθυμητή, ωστόσο δεν θεωρείται ιδιαίτερα ρεαλιστική επιδίωξη. Αντίθετα, μπορούν να υιοθετηθούν λιγότερο μαξιμαλιστικές θέσεις όσον αφορά την «απονεύρωση» του συστήματος εγγυήσεων και την πρόβλεψη για σταδιακή κατάργηση, καθώς και για την άμεση αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των κατοχικών στρατευμάτων και την ένταξη των υπολοίπων σε πολυεθνική δύναμη, με πρόβλεψη πλήρους αποχώρησης στη βάση χρονοδιαγράμματος.
Θα πρέπει, ωστόσο, να είναι ξεκάθαρο ότι η λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας έχει ουσιαστικά πιθανά οφέλη (εδαφικά, μείωση της τουρκικής παρουσίας και επιρροής, οικονομική ανάπτυξη), αλλά εμπεριέχει και σημαντικούς κινδύνους σε περίπτωση που η διαμορφωθείσα κατάσταση αποδειχθεί δυσλειτουργική και μη βιώσιμη, με αποτέλεσμα την πρόκληση εντάσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων αλλά ενδεχομένως και μεταξύ των δύο «μητέρων-πατρίδων». Η μετατροπή της ενιαίας Κύπρου σε Βοσνία-Ερζεγοβίνη επί το «θερμότερον», είτε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, είτε και λόγω τουρκικής υπονόμευσης της κατάστασης μετά μια ενδεχόμενη λύση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εναλλακτικά, μπορεί να επιλεγεί η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης σε αναμονή ευνοϊκότερης συγκυρίας και συσχετισμού δυνάμεων. Ωστόσο, το πέρασμα του χρόνου δεν έχει ευνοήσει τη δική μας πλευρά και κάθε νέο σχέδιο λύσης ήταν χειρότερο από το προηγούμενο. Το πιθανότερο είναι ότι η μη λύση θα παγιώσει τη διχοτόμηση.
Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός ρόλος θα πρέπει να είναι επικουρικός και υποστηρικτικός (ιδιαίτερα σε περίπτωση ισχυρών και μονομερών διεθνών πιέσεων), στηρίζοντας τις επιλογές της Λευκωσίας και συμβάλλοντας στη συζήτηση για θέματα ασφαλείας (όπου η Ελλάδα οφείλει να έχει άποψη ως, επί της ουσίας, εγγυήτρια της ασφάλειας του κυπριακού ελληνισμού). Η τελική απόφαση, όμως, ανήκει στους Ελληνοκυπρίους που θα σταθμίσουν τα πιθανά οφέλη και κινδύνους κάθε επιλογής. Θα πρέπει, όμως, να αποφευχθεί το χειρότερο δυνατό σενάριο, δηλαδή η απόρριψη μιας λύσης στο δημοψήφισμα, γιατί έτσι θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για αναγνώριση των Κατεχομένων από αριθμό χωρών. Αν δεν υπάρχει επαρκής λαϊκή υποστήριξη, η διαπραγμάτευση πρέπει να διακοπεί εγκαίρως. Και ίσως τότε θα είναι ώρα να συζητηθεί σοβαρά το «βελούδινο διαζύγιο» (έδαφος έναντι αναγνώρισης).
* Γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ
Το Κυπριακό στην κόψη του ξυραφιού
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 30/11/16
ΘΑΝΟΣ Π. ΝΤΟΚΟΣ*
Τι λύση θέλουμε στο Κυπριακό;
Ως αποτέλεσμα λανθασμένων εκτιμήσεων, εγκλημάτων και θηριωδιών, διαστρεβλωμένων αντιλήψεων και στερεοτύπων, εξωτερικών παρεμβάσεων και κατεστημένων συμφερόντων, το Κυπριακό έχει σταδιακά μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο και περίπλοκο πρόβλημα. Η πιθανή λύση του, ωστόσο, βασίζεται σε μια απλή εκτίμηση κόστους-οφέλους μεταξύ δύο επιλογών: επανένωση ή μη επανένωση της νήσου. Στην πρώτη περίπτωση, η όποια λύση χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένους περιορισμούς, καθώς η σημερινή δυσμενής για τον ελληνισμό κατάσταση είναι αποτέλεσμα ήττας σε πολεμική σύγκρουση και, ως γνωστόν, οι απώλειες στο πεδίο των μαχών δεν αποκαθίστανται πλήρως στο τραπέζι των διπλωματικών διαπραγματεύσεων. Οποιασδήποτε μορφής επανένωση της νήσου δεν θα επιτρέψει την εξαφάνιση της τουρκικής επιρροής, αλλά μπορεί ενδεχομένως να επιτύχει τη σημαντική μείωσή της. Θα υπάρχουν εδαφικά οφέλη, αλλά η πλήρης κατάργηση των εγγυήσεων καθώς και η άμεση απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων είναι βεβαίως επιθυμητή, ωστόσο δεν θεωρείται ιδιαίτερα ρεαλιστική επιδίωξη. Αντίθετα, μπορούν να υιοθετηθούν λιγότερο μαξιμαλιστικές θέσεις όσον αφορά την «απονεύρωση» του συστήματος εγγυήσεων και την πρόβλεψη για σταδιακή κατάργηση, καθώς και για την άμεση αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των κατοχικών στρατευμάτων και την ένταξη των υπολοίπων σε πολυεθνική δύναμη, με πρόβλεψη πλήρους αποχώρησης στη βάση χρονοδιαγράμματος.
Θα πρέπει, ωστόσο, να είναι ξεκάθαρο ότι η λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας έχει ουσιαστικά πιθανά οφέλη (εδαφικά, μείωση της τουρκικής παρουσίας και επιρροής, οικονομική ανάπτυξη), αλλά εμπεριέχει και σημαντικούς κινδύνους σε περίπτωση που η διαμορφωθείσα κατάσταση αποδειχθεί δυσλειτουργική και μη βιώσιμη, με αποτέλεσμα την πρόκληση εντάσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων αλλά ενδεχομένως και μεταξύ των δύο «μητέρων-πατρίδων». Η μετατροπή της ενιαίας Κύπρου σε Βοσνία-Ερζεγοβίνη επί το «θερμότερον», είτε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, είτε και λόγω τουρκικής υπονόμευσης της κατάστασης μετά μια ενδεχόμενη λύση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Εναλλακτικά, μπορεί να επιλεγεί η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης σε αναμονή ευνοϊκότερης συγκυρίας και συσχετισμού δυνάμεων. Ωστόσο, το πέρασμα του χρόνου δεν έχει ευνοήσει τη δική μας πλευρά και κάθε νέο σχέδιο λύσης ήταν χειρότερο από το προηγούμενο. Το πιθανότερο είναι ότι η μη λύση θα παγιώσει τη διχοτόμηση.
Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικός ρόλος θα πρέπει να είναι επικουρικός και υποστηρικτικός (ιδιαίτερα σε περίπτωση ισχυρών και μονομερών διεθνών πιέσεων), στηρίζοντας τις επιλογές της Λευκωσίας και συμβάλλοντας στη συζήτηση για θέματα ασφαλείας (όπου η Ελλάδα οφείλει να έχει άποψη ως, επί της ουσίας, εγγυήτρια της ασφάλειας του κυπριακού ελληνισμού). Η τελική απόφαση, όμως, ανήκει στους Ελληνοκυπρίους που θα σταθμίσουν τα πιθανά οφέλη και κινδύνους κάθε επιλογής. Θα πρέπει, όμως, να αποφευχθεί το χειρότερο δυνατό σενάριο, δηλαδή η απόρριψη μιας λύσης στο δημοψήφισμα, γιατί έτσι θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για αναγνώριση των Κατεχομένων από αριθμό χωρών. Αν δεν υπάρχει επαρκής λαϊκή υποστήριξη, η διαπραγμάτευση πρέπει να διακοπεί εγκαίρως. Και ίσως τότε θα είναι ώρα να συζητηθεί σοβαρά το «βελούδινο διαζύγιο» (έδαφος έναντι αναγνώρισης).
* Γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ
"Εφ.Συν", 30/11/16 |
Του Αλέξη Ηρακλείδη*
Εχει περάσει μία βδομάδα από το σοκ της αποτυχίας της δεύτερης συνάντησης Αναστασιάδη-Ακιντζί στο Μον Πελερέν της Ελβετίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, συνάντηση που ασχολήθηκε με ένα από τα πλέον ακανθώδη εκκρεμούντα ζητήματα για την επίλυση του Κυπριακού, το εδαφικό.
Το σοκ ήταν ακόμη μεγαλύτερο γιατί είχε δημιουργηθεί η εντύπωση στην Κύπρο και διεθνώς ότι θα είχαμε διέξοδο, που θα άνοιγε την αυλαία για τελική επίλυση (με ομοσπονδιακή λύση) ίσως μέχρι το τέλος του 2016.
Τώρα που έπεσε ο κουρνιαχτός από τη συνάντηση Μον Πελερέν-2 είναι καιρός για μια αποτίμηση: (1) πώς επιμερίζονται οι ευθύνες των δύο κύριων πρωταγωνιστών, (2) ο ρόλος της Τουρκίας, αλλά αυτή τη φορά, ως μη έδει, και της Ελλάδας σε ρόλο spoiler, (3) τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα;
1. Σε ό,τι αφορά τις ευθύνες των δύο κύριων πρωταγωνιστών, η ελληνοκυπριακή πλευρά τονίζει ότι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης υπαναχώρησε σε σχέση με τη θέση του στο Μον Πελερέν-1, τόσο ως προς το ποσοστό του εδάφους όσο και στο ποσοστό των προσφύγων που θα επέστρεφαν στα εδάφη που θα περιέρχονταν στο ελληνοκυπριακό ομόσπονδο κράτος.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά αντιτείνει ότι η ελληνοκυπριακή ήρθε με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις.
Η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου στη μέση, με την ευθύνη να βαραίνει και τις δύο πλευρές, αλλά μάλλον, στη συγκεκριμένη συγκυρία, βαραίνει κυρίως τους Τουρκοκύπριους.
Μπορεί η στάση τους να οφείλεται στην κριτική που υφίσταται τον τελευταίο καιρό ο αντιεθνικιστής Ακιντζί, η οποία προέρχεται από δεξιούς αλλά ακόμη και από αριστερούς Τουρκοκύπριους, ότι δηλαδή παραείναι υποχωρητικός.
2. Οσο για τις τυχόν ευθύνες των κυβερνήσεων των «μητέρων-πατρίδων» για το ναυάγιο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε δάκτυλος της Αγκυρας στην τελική στάση του Ακιντζί στην Ελβετία.
Πώς όμως προέκυψε ο αρνητικός ρόλος της Τουρκίας που αποφάσισε την τελευταία στιγμή να τραβήξει τα γκέμια στον Ακιντζί;
Ο έγκυρος ελληνοκυπριακός Τύπος, τα άλλα ΜΜΕ και οι σοβαροί Ελληνοκύπριοι σχολιαστές του Κυπριακού που επιθυμούν την ευόδωση των συνομιλιών και την άρση της de facto διχοτόμησης, είναι πεπεισμένοι για το τι συνέβη.
Γι' αυτούς είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι «απειλές» του Ελληνα ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά (τέλος στις εγγυήσεις εδώ και τώρα και απομάκρυνση όλων των τουρκικών στρατευμάτων) εξόργισαν την Αγκυρα και εξώθησαν τον Ερντογάν να επιβάλει την υπαναχώρηση Ακιντζί στο Μον Πελερέν-2.
Προφανώς η Τουρκία δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί λύση που θα την έθετε εκτός του συστήματος ασφάλειας το οποίο της δίνει εγγυητικά δικαιώματα και στρατιωτική παρουσία στη βάση των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας (άρθρο 181 του Συντάγματος του 1960, το οποίο, σημειωτέον, δεν έχει εξαιρεθεί από τη Συνθήκη Προσχώρησης στην Ε.Ε. το 2003).
Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να δεχθώ τέτοια εσκεμμένη υπονόμευση της διαδικασίας εκ μέρους της Αθήνας, η οποία μάλιστα θα είχε και την έγκριση του Αλέξη Τσίπρα.
Υποπτεύομαι ότι πρόκειται για μια άτσαλη κίνηση στην εθνικιστική λογική που επικρατεί σε ορισμένους κύκλους της συγκυβέρνησης, λογική που ισχύει και με τους εθνικιστές σε όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και βέβαια μεταξύ των απορριπτικών Ελληνοκυπρίων με τους οποίους συνομιλεί ο κ. Κοτζιάς.
Εξυπακούεται ότι η λογική αυτή βέβαια εξοβελίζει την ομοσπονδιακή επίλυση και συμβάλλει στην εδραίωση της οριστικής διχοτόμησης και των τετελεσμένων του «Αττίλα» (με τον Ραούφ Ντενκτάς να πανηγυρίζει στον τάφο του).
Υποπτεύομαι ότι από ορισμένους εθνικιστές σε Ελλάδα και Κύπρο αυτό γίνεται ασυνείδητα (στο πλαίσιο των ευσεβών πόθων ενός άκρατου εθνοκεντρισμού που αυτο-ορίζεται, λανθασμένα, ως πατριωτισμός), αλλά από άλλους γίνεται σαφώς συνειδητά, με το σκεπτικό ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες, μια λύση σε «βάθος χρόνου» που θα ευνοεί περισσότερο την ελληνοκυπριακή πλευρά, η σχολή του Τάσσου Παπαδόπουλου (που πρόσφατα υποστήριξε στην «Καθημερινή» και ο πρέσβης Ζαχαράκις), κοντολογίς μια ενιαία ελληνοκρατούμενη Κύπρος, πράγμα που, εννοείται, είναι εντελώς αδύνατον να πραγματοποιηθεί (παρεκτός αν… ο Θεός είναι Ελληνας ή έχει σύμβουλό του τον Μακάριο).
3. Ως προς το τι μέλλει γενέσθαι, επισήμως και οι δύο πλευρές δήλωσαν ότι οι συνομιλίες θα συνεχιστούν, ο Ακιντζί μάλιστα είπε ότι επίλυση θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά το πρόσφατο ναυάγιο, ακόμη και πριν από το τέλος του έτους.
Ο δε Τούρκος ΥΠΕΞ στο πρόσφατο ταξίδι του στη βόρεια Κύπρο δήλωσε ότι ακόμη βρισκόμαστε στο πλαίσιο του Plan A (δηλαδή στην επανένωση με διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία) και δεν ήρθε ακόμη η στιγμή για το Plan B (φαντάζομαι, θα εννοούσε το βελούδινο διαζύγιο) ή το Plan C (μάλλον το ανταγωνιστικό οριστικό διαζύγιο).
Αλλωστε οι αποκλίσεις δεν είναι αγεφύρωτες ούτε στο εδαφικό ούτε στο περιουσιακό.
Στο πρώτο είναι 28,2% (Ε/Κ θέση) έναντι 29,2% (Τ/Κ) στο τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος από το σχεδόν 37% που κατέχουν τώρα, με την επακόλουθη επιστροφή προσφύγων 75.000-90.000 (Ε/Κ θέση) και 50.000-65.000 (Τ/Κ θέση στο Μον Πελερέν-2 και άνω των 70.000 στο Μον Πελερέν-1) αντιστοίχως.
Στο δε περιουσιακό έχουν πέσει στο τραπέζι εδώ και πολύ καιρό τρεις επιλογές για όσους έχουν περιουσία (επιστροφή της περιουσίας, αποζημίωση και ανταλλαγή).
Συμπερασματικά, οι συνομιλίες δεν έχουν ναυαγήσει παρά τις επιθυμίες των εκατέρωθεν απορριπτικών στην Κύπρο, και ορισμένων σε υπεύθυνες θέσεις στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Ισως μάλιστα το «ατόπημα» της Αθήνας (εσκεμμένο ή γκάφα πρώτου μεγέθους) και η σκληρή αντίδραση της Αγκυρας να δράσουν θετικά, να κάνουν αυτούς που επιθυμούν την επανένωση και την ομοσπονδιακή λύση, οι οποίοι ευτυχώς στην παρούσα φάση του Κυπριακού έχουν τα ηνία, να μην πτοηθούν, να γίνουν πιο τολμηροί και γενναιόδωροι στην εξεύρεση μιας μέσης λύσης «θετικού αθροίσματος», δηλαδή χωρίς κερδισμένους και χαμένους, αφήνοντας σύξυλους την Αθήνα και την Αγκυρα, που άλλωστε δεν τους πέφτει λόγος ως προς την ουσία της λύσης.
* Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας δύο βιβλίων για το Κυπριακό και την επίλυσή του
Εχει περάσει μία βδομάδα από το σοκ της αποτυχίας της δεύτερης συνάντησης Αναστασιάδη-Ακιντζί στο Μον Πελερέν της Ελβετίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, συνάντηση που ασχολήθηκε με ένα από τα πλέον ακανθώδη εκκρεμούντα ζητήματα για την επίλυση του Κυπριακού, το εδαφικό.
Το σοκ ήταν ακόμη μεγαλύτερο γιατί είχε δημιουργηθεί η εντύπωση στην Κύπρο και διεθνώς ότι θα είχαμε διέξοδο, που θα άνοιγε την αυλαία για τελική επίλυση (με ομοσπονδιακή λύση) ίσως μέχρι το τέλος του 2016.
Τώρα που έπεσε ο κουρνιαχτός από τη συνάντηση Μον Πελερέν-2 είναι καιρός για μια αποτίμηση: (1) πώς επιμερίζονται οι ευθύνες των δύο κύριων πρωταγωνιστών, (2) ο ρόλος της Τουρκίας, αλλά αυτή τη φορά, ως μη έδει, και της Ελλάδας σε ρόλο spoiler, (3) τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα;
1. Σε ό,τι αφορά τις ευθύνες των δύο κύριων πρωταγωνιστών, η ελληνοκυπριακή πλευρά τονίζει ότι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης υπαναχώρησε σε σχέση με τη θέση του στο Μον Πελερέν-1, τόσο ως προς το ποσοστό του εδάφους όσο και στο ποσοστό των προσφύγων που θα επέστρεφαν στα εδάφη που θα περιέρχονταν στο ελληνοκυπριακό ομόσπονδο κράτος.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά αντιτείνει ότι η ελληνοκυπριακή ήρθε με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις.
Η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου στη μέση, με την ευθύνη να βαραίνει και τις δύο πλευρές, αλλά μάλλον, στη συγκεκριμένη συγκυρία, βαραίνει κυρίως τους Τουρκοκύπριους.
Μπορεί η στάση τους να οφείλεται στην κριτική που υφίσταται τον τελευταίο καιρό ο αντιεθνικιστής Ακιντζί, η οποία προέρχεται από δεξιούς αλλά ακόμη και από αριστερούς Τουρκοκύπριους, ότι δηλαδή παραείναι υποχωρητικός.
2. Οσο για τις τυχόν ευθύνες των κυβερνήσεων των «μητέρων-πατρίδων» για το ναυάγιο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε δάκτυλος της Αγκυρας στην τελική στάση του Ακιντζί στην Ελβετία.
Πώς όμως προέκυψε ο αρνητικός ρόλος της Τουρκίας που αποφάσισε την τελευταία στιγμή να τραβήξει τα γκέμια στον Ακιντζί;
Ο έγκυρος ελληνοκυπριακός Τύπος, τα άλλα ΜΜΕ και οι σοβαροί Ελληνοκύπριοι σχολιαστές του Κυπριακού που επιθυμούν την ευόδωση των συνομιλιών και την άρση της de facto διχοτόμησης, είναι πεπεισμένοι για το τι συνέβη.
Γι' αυτούς είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι «απειλές» του Ελληνα ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά (τέλος στις εγγυήσεις εδώ και τώρα και απομάκρυνση όλων των τουρκικών στρατευμάτων) εξόργισαν την Αγκυρα και εξώθησαν τον Ερντογάν να επιβάλει την υπαναχώρηση Ακιντζί στο Μον Πελερέν-2.
Προφανώς η Τουρκία δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί λύση που θα την έθετε εκτός του συστήματος ασφάλειας το οποίο της δίνει εγγυητικά δικαιώματα και στρατιωτική παρουσία στη βάση των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας (άρθρο 181 του Συντάγματος του 1960, το οποίο, σημειωτέον, δεν έχει εξαιρεθεί από τη Συνθήκη Προσχώρησης στην Ε.Ε. το 2003).
Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να δεχθώ τέτοια εσκεμμένη υπονόμευση της διαδικασίας εκ μέρους της Αθήνας, η οποία μάλιστα θα είχε και την έγκριση του Αλέξη Τσίπρα.
Υποπτεύομαι ότι πρόκειται για μια άτσαλη κίνηση στην εθνικιστική λογική που επικρατεί σε ορισμένους κύκλους της συγκυβέρνησης, λογική που ισχύει και με τους εθνικιστές σε όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και βέβαια μεταξύ των απορριπτικών Ελληνοκυπρίων με τους οποίους συνομιλεί ο κ. Κοτζιάς.
Εξυπακούεται ότι η λογική αυτή βέβαια εξοβελίζει την ομοσπονδιακή επίλυση και συμβάλλει στην εδραίωση της οριστικής διχοτόμησης και των τετελεσμένων του «Αττίλα» (με τον Ραούφ Ντενκτάς να πανηγυρίζει στον τάφο του).
Υποπτεύομαι ότι από ορισμένους εθνικιστές σε Ελλάδα και Κύπρο αυτό γίνεται ασυνείδητα (στο πλαίσιο των ευσεβών πόθων ενός άκρατου εθνοκεντρισμού που αυτο-ορίζεται, λανθασμένα, ως πατριωτισμός), αλλά από άλλους γίνεται σαφώς συνειδητά, με το σκεπτικό ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες, μια λύση σε «βάθος χρόνου» που θα ευνοεί περισσότερο την ελληνοκυπριακή πλευρά, η σχολή του Τάσσου Παπαδόπουλου (που πρόσφατα υποστήριξε στην «Καθημερινή» και ο πρέσβης Ζαχαράκις), κοντολογίς μια ενιαία ελληνοκρατούμενη Κύπρος, πράγμα που, εννοείται, είναι εντελώς αδύνατον να πραγματοποιηθεί (παρεκτός αν… ο Θεός είναι Ελληνας ή έχει σύμβουλό του τον Μακάριο).
3. Ως προς το τι μέλλει γενέσθαι, επισήμως και οι δύο πλευρές δήλωσαν ότι οι συνομιλίες θα συνεχιστούν, ο Ακιντζί μάλιστα είπε ότι επίλυση θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά το πρόσφατο ναυάγιο, ακόμη και πριν από το τέλος του έτους.
Ο δε Τούρκος ΥΠΕΞ στο πρόσφατο ταξίδι του στη βόρεια Κύπρο δήλωσε ότι ακόμη βρισκόμαστε στο πλαίσιο του Plan A (δηλαδή στην επανένωση με διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία) και δεν ήρθε ακόμη η στιγμή για το Plan B (φαντάζομαι, θα εννοούσε το βελούδινο διαζύγιο) ή το Plan C (μάλλον το ανταγωνιστικό οριστικό διαζύγιο).
Αλλωστε οι αποκλίσεις δεν είναι αγεφύρωτες ούτε στο εδαφικό ούτε στο περιουσιακό.
Στο πρώτο είναι 28,2% (Ε/Κ θέση) έναντι 29,2% (Τ/Κ) στο τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος από το σχεδόν 37% που κατέχουν τώρα, με την επακόλουθη επιστροφή προσφύγων 75.000-90.000 (Ε/Κ θέση) και 50.000-65.000 (Τ/Κ θέση στο Μον Πελερέν-2 και άνω των 70.000 στο Μον Πελερέν-1) αντιστοίχως.
Στο δε περιουσιακό έχουν πέσει στο τραπέζι εδώ και πολύ καιρό τρεις επιλογές για όσους έχουν περιουσία (επιστροφή της περιουσίας, αποζημίωση και ανταλλαγή).
Συμπερασματικά, οι συνομιλίες δεν έχουν ναυαγήσει παρά τις επιθυμίες των εκατέρωθεν απορριπτικών στην Κύπρο, και ορισμένων σε υπεύθυνες θέσεις στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Ισως μάλιστα το «ατόπημα» της Αθήνας (εσκεμμένο ή γκάφα πρώτου μεγέθους) και η σκληρή αντίδραση της Αγκυρας να δράσουν θετικά, να κάνουν αυτούς που επιθυμούν την επανένωση και την ομοσπονδιακή λύση, οι οποίοι ευτυχώς στην παρούσα φάση του Κυπριακού έχουν τα ηνία, να μην πτοηθούν, να γίνουν πιο τολμηροί και γενναιόδωροι στην εξεύρεση μιας μέσης λύσης «θετικού αθροίσματος», δηλαδή χωρίς κερδισμένους και χαμένους, αφήνοντας σύξυλους την Αθήνα και την Αγκυρα, που άλλωστε δεν τους πέφτει λόγος ως προς την ουσία της λύσης.
* Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας δύο βιβλίων για το Κυπριακό και την επίλυσή του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου