Από τις "νέες εποχές" για "ΤΟ ΒΗΜΑ "
και τη συνέχιση της φωνής του
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/12/16 |
Του Γιώργη Γιατρομανωλάκη
Ο Τύπος (τυπωμένος ή ηλεκτρονικός) δεν είναι απλώς και μόνο ένας άγγελος, ένας αγγελιαφόρος που έρχεται να κοινοποιήσει τα συμβάντα, καλά κάποτε, άσχημα και εφιαλτικά συνηθέστερα. Δεν φταίει ο αγγελιαφόρος για το φονικό. Ο ρόλος του είναι να αγγέλλει, να κοινοποιεί. Είτε μας αρέσουν τα αγγελλόμενα είτε όχι. Υπό την έννοια αυτή, ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, αιώνες τώρα, σε όλο τον κόσμο συνιστά ένα «βήμα», μια θέση, έναν τόπο από όπου αγγέλλονται συμβάντα με παγκόσμιο ή εθνικό ενδιαφέρον. Ομως, την ίδια ώρα, από αυτό το βήμα προβάλλονται ιδέες και απόψεις, αναδεικνύονται θέματα παιδείας, πολιτισμού, τέχνης, τίθενται ζητήματα και προβλήματα εθνικά, ιδεολογικά, πολιτικά και, το δίχως άλλο, κομματικά. Ο Τύπος, παιδί της τυπογραφίας, αποτυπώνει το παρόν, διερευνά το παρελθόν, ανιχνεύει, οσμίζεται το μελλούμενο.
Αυτός ο πολλαπλός ρόλος του Τύπου, αγαθός αλλά και δαιμονικός κάποτε (και οι άγγελοι/αγγελιαφόροι έχουν πολλές φορές εκπέσει σε όντα δαιμονικά) ο ρόλος, λοιπόν, του Τύπου είναι για την πορεία ενός έθνους καθοριστικός. Ο λόγος και ο ρόλος του είναι κύριος για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική, για την ιδεολογική και γλωσσική πορεία του έθνους. «Το Βήμα» (αναφέρω την εφημερίδα ως βασικό και εμβληματικό όργανο της ελληνικής δημοσιογραφίας) συνιστά όχι απλώς έναν Μεγάλο Χάρτη (μια άλλη Magna Charta) στον οποίο καταγράφεται και προβάλλεται το καθημερινό, το τρέχον. Ταυτόχρονα προβάλλεται η ιστορία, το παντοτινό. Σχεδόν έναν αιώνα τώρα «Το Βήμα» επιτελεί, σε καθημερινή βάση, μέσα σε δυσκολίες, προσκόμματα ποικίλα, ολοκληρωτικές εκτροπές, πολέμους κ.λπ. τον εθνικό ρόλο του: ενημερώνει, ασκεί πολιτικό έλεγχο, παιδαγωγεί, διασκεδάζει, μορφώνει.
Οι σημερινές πολιτικές αθλιότητες, οι εκβιασμοί, οι φασιστικού τύπου επεμβάσεις (όλα είναι πλέον γνωστά), δεν πρόκειται να σταματήσουν την ιστορία του «Βήματος». Δεν πρόκειται να σταματήσουν την πληροφόρηση, την κριτική, τη μορφωτική και πολιτιστική πορεία του «Βήματος» και των υπόλοιπων εντύπων του ΔΟΛ, του ραδιοφώνου κ.λπ.
«Το Βήμα» είμαστε όλοι εμείς. Εργαζόμενοι και αναγνώστες του «Βήματος». Εχουμε πίσω μας μια μεγάλη, αγαθή παράδοση. Προσβλέπουμε σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον για τη χώρα. Αγωνιζόμαστε για αυτό. «Το Βήμα» (ας το καταλάβουν οι άφρονες) είμαστε εμείς, οι πολλοί. Μέτοχοι του «Βήματος» είναι όλοι οι έλληνες πολίτες.
-Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/12/16
Γιατί πρέπει να συνεχίσει
Του Μιχάλη Α. Τιβέριου
Αν και ο πεσιμιστής Αρθούρος Σοπενχάουερ θεωρούσε ότι οι εφημερίδες είναι «εθνική συμφορά», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνιστούν έναν βασικό μοχλό πολυσχιδούς ενημέρωσης και κοινωνικοποίησης των λαών, ένα όργανο διαπαιδαγώγησης αλλά και χειραφέτησης της κοινωνίας, έναν από τους στυλοβάτες των δημοκρατικών αξιών· με άλλα λόγια, μια κινητήριο δύναμη που επενεργεί δυναμικά στην κοινωνική, πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου. Εξυπακούεται ότι η αποτελεσματικότητα στη μετάδοση των αξιών και μηνυμάτων εξαρτάται πρωτίστως από την ποιότητα και την «εντιμότητα» των ίδιων των εντύπων, ενώ και ο βαθμός πρόσληψης και αφομοίωσής τους συναρτάται άμεσα από το μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο του ίδιου του αναγνωστικού κοινού.
Επομένως το άκουσμα της είδησης ότι ενδέχεται η ιστορική εφημερίδα «Το Βήμα» να αναστείλει την έκδοσή της, όπως συνέβη ήδη με ορισμένες παλιές και γνωστές εφημερίδες του τόπου, συνέπεια σε μεγάλο βαθμό της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τα τελευταία χρόνια τη χώρα, προκαλεί θλίψη και ανησυχία για την περαιτέρω πορεία μας, ως ευνομούμενης δημοκρατικής χώρας. Η σημασία και σοβαρότητα της παραπάνω είδησης επιβεβαιώνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι απασχόλησε και τον διεθνή Τύπο, όπως το γνωστό γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» και την αυστριακή εφημερίδα «Der Standard». Βέβαια, καθώς εμείς οι Ελληνες πολύ συχνά για σοβαρά ζητήματα της χώρας αποφασίζουμε με την καρδιά - το μυαλό το χρησιμοποιούμε κυρίως για προσωπικά μας θέματα -, υπήρξαν ήδη κάποιοι, και πιθανόν να υπάρξουν και άλλοι, που ωθούμενοι από πολιτικά πάθη και προσωπικά βιώματα, πανηγύρισαν για την παραπάνω είδηση. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι «Το Βήμα», με τη συνολική έως σήμερα μακρόχρονη πορεία του, απέκτησε επάξια τη φήμη ενός από τα πιο έγκυρα και σοβαρά έντυπα της χώρας, έχοντας αφήσει το στίγμα του σε κάθε περίοδο της κυκλοφορίας του.
Στην πολύχρονη πορεία της εφημερίδας υπήρξαν βέβαια και περιπτώσεις στις οποίες οι θέσεις και οι απόψεις που πρόβαλλαν τα φύλλα της δεν βρήκαν τη σύμφωνη γνώμη μικρής ή και μεγάλης μερίδας του αναγνωστικού κοινού και γενικότερα του κόσμου. Αυτό είναι φαινόμενο πολύ φυσικό σε δημοκρατικές κοινωνίες. Ωστόσο, οι αναγνώστες της εφημερίδας είχαν, κατά κανόνα τουλάχιστον, τις προϋποθέσεις και τη θέληση να περνούν μια είδηση ή ένα σχόλιο από τον ηθμό του δικού τους μυαλού. Οι πολίτες εκείνοι που δεν διακατέχονται από προκαταλήψεις διαθέτουν τις ασφαλιστικές δικλίδες όταν πρόκειται να διαχωρίσουν μια σωστή και «καθαρή» είδηση από μια λαθεμένη ή και «ύποπτη». Οι χαλκευμένες ειδήσεις δεν αντέχουν στον χρόνο και η απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών δεν μπορεί να διαρκέσει επίσης για μεγάλο διάστημα, ως εκ τούτου αναγνώστες με κρίση και μνήμη θα τιμωρήσουν το «κίτρινο» έντυπο που εφαρμόζει μεθόδους αυτού του είδους απορρίπτοντάς το αργά ή γρήγορα. Ενας από τους δείκτες σοβαρότητας ενός εντύπου, όχι βέβαια αποκλειστικής αλλά ενδεικτικής σημασίας, αποτελεί και ο αριθμός των αναγνωστών του. «Το Βήμα της Κυριακής» βρισκόταν πάντοτε σε μια από τις πρώτες θέσεις κυκλοφορίας των εφημερίδων στη χώρα, ενώ υπήρξαν και μεγάλα χρονικά διαστήματα στα οποία κατείχε την πρώτη θέση.
Για το επαπειλούμενο κλείσιμο της ιστορικής εφημερίδας πιθανόν δεν ευθύνεται αποκλειστικά η δυσμενής οικονομική κατάσταση της χώρας. Ευθύνες υπάρχουν πιθανόν και στο εσωτερικό της. Δεν πρέπει πάντως να μας διαφεύγει ότι στις μέρες μας η κρίση στον Τύπο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο αλλά σχεδόν παγκόσμιο και σε αυτό έχουν συμβάλει πολλοί παράγοντες. Οι κρατούντες σε ορισμένες χώρες, όπως π.χ. στη γειτονική μας Ιταλία, αναγνωρίζοντας ότι ο υγιής τύπος αποτελεί πυλώνα της δημοκρατίας, ανέλαβαν σοβαρές πρωτοβουλίες στήριξής του. Στη χώρα μας, κάτω από τις σημερινές οικονομικές συνθήκες, ανάλογες πρωτοβουλίες είναι δύσκολο να αναληφθούν, αυτό δεν είναι όμως, πιστεύω, αδύνατον. Εμπόδιο σε ένα τέτοιο εγχείρημα συνιστά οπωσδήποτε το όλο πολιτικό κλίμα των τελευταίων χρόνων, σε συνδυασμό και με τα κρατούντα ήθη και τεκταινόμενα στα ίδια τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ολα όμως μπορούν να μπουν σε μια κανονική ροή, αρκεί να υπάρχουν γνώση, βούληση, ειλικρίνεια, εντιμότητα και πολιτικό θάρρος. Δυστυχώς οι έλληνες πολιτικοί συνηθίζουν να ταυτίζουν το συμφέρον της χώρας με τις δικές τους πολιτικές βλέψεις και φιλοδοξίες, με τα δογματικού τύπου πιστεύω τους, με το κομματικό τους συμφέρον. Δεν έχουμε καθόλου διδαχθεί από τις πολλές ως σήμερα πτωχεύσεις μας και από τους συχνούς εμφυλίους που έχουμε διεξαγάγει στα διακόσια περίπου χρόνια του ελεύθερου βίου μας. Αλλά πώς να διδαχθούμε, αφού τα παραπάνω «ενοχλητικά» συμβάντα εντέχνως αποσιωπώνται από τα βιβλία της Ιστορίας μας, μιας Ιστορίας τη σημασία της οποίας θέλουμε μάλιστα σήμερα και να υποβαθμίσουμε;
-Ο Μιχάλης Τιβέριος είναι ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/12/16 |
Του Γεράσιμου Βώκου
Ανάμεσα στις δημόσιες καταστροφές που πλήττουν τον τελευταίο καιρό τη χώρα και τις προσωπικές που πλήττουν πολλούς από εμάς, υπάρχουν και εκείνες που είναι δύσκολο να τις κατατάξεις: δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο κατηγορίες ή, ακριβέστερα, για όσους είχαν την τύχη να συνεργάζονται - και μάλιστα για πολλά χρόνια - με τις εφημερίδες του ΔΟΛ, ανήκουν και στις δύο κατηγορίες. Ετσι υποδέχθηκα τις δυσάρεστες εξελίξεις για «Το Βήμα της Κυριακής» και για «ΤΑ ΝΕΑ», γιατί στην προκειμένη περίπτωση το δημόσιο και το προσωπικό βαδίζουν χέρι χέρι. Οχι πως το πλήγμα ήταν εντελώς αναπάντεχο: για καιρό τώρα κυκλοφορούσαν διάφορες ανησυχητικές φήμες, που οι περισσότεροι όμως δεν θέλαμε να πιστέψουμε, γιατί τόσο μας φαινόταν λειψή η καθημερινότητα χωρίς αυτές τις εφημερίδες και ιδιαίτερα, σε ό,τι με αφορά, χωρίς «Το Βήμα».
Θυμάμαι πως όταν άρχισα να διαβάζω «Το Βήμα», τότε καθημερινό φύλλο, η εντύπωσή μου ήταν ότι είχα να κάνω με μια διαφορετική εφημερίδα, που λίγο ενδιαφερόταν για τις πολιτικές μου απόψεις ή τις πεποιθήσεις μου γενικότερα· αυτό που ήθελε δεν ήταν να με εντυπωσιάσει ή να με καταπλήξει, αλλά να με πείσει ότι έλεγε πράγματα που άξιζαν την προσοχή μου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται οπωσδήποτε τη συμφωνία μου με τα λεγόμενά της. Με τρόπο ψύχραιμο, χωρίς εξάρσεις που θα κολάκευαν τους πολλούς, επιδίωκε τη σωστή είδηση και την ακρίβεια στη διατύπωσή της. Ειδικότερα η γλώσσα της ήταν αξιοσημείωτη: δημοτική χωρίς δημοτικισμούς, εμπνεόταν από τα παραδείγματα μεγάλων δασκάλων της γραφής, που πολλοί ήταν εξάλλου συνεργάτες της. Η δημοσιογραφική πολιτική που ακολουθούσε δεν ήταν ακριβώς η παράθεση όλων των απόψεων, αλλά η δημοσιοποίηση εκείνων που είχαν ειδικό βάρος, αυτών δηλαδή που αν απουσίαζαν κάτι θα έλειπε από την εφημερίδα. Δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι έμεινε πάντα πιστή στη σωστή αυτή πολιτική, αλλά οι λοξοδρομήσεις δεν άλλαξαν αισθητά την ορθή κατεύθυνση.
Η σχέση των συνεργατών με «Το Βήμα» υπάκουε σε απλούς κανόνες που σχετίζονταν με το ήθος που καλλιεργούσε η εφημερίδα. Οπως θα το επιβεβαιώσουν όλοι, υποθέτω, ο συνεργάτης των «Νέων Εποχών» ήταν απολύτως ελεύθερος να γράφει αυτό που πίστευε σωστό. Η λογοκρισία ήταν άγνωστο είδος, ακόμη και σε εποχές επικίνδυνες, όπου η άσκησή της θα μπορούσε να είναι χρήσιμη. Οι υπεύθυνοι συντάκτες, αν κρίνω από τη δική μου περίπτωση, επικοινωνούσαν με τους συνεργάτες μόνο όταν έκριναν ότι μια φράση χρειαζόταν διόρθωση ή μια λέξη έπρεπε να αντικατασταθεί. Και το δίκιο ήταν με το μέρος τους.
Πολιτική εφημερίδα, «Το Βήμα της Κυριακής» γνώριζε καλά την επίδραση που ασκούσε στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Πολλοί ήταν εκείνοι ωστόσο που θεωρούσαν την επίδραση αυτή επιζήμια, γιατί πίστευαν ότι η εφημερίδα τη χρησιμοποιούσε για ίδιον όφελος. Η πολύχρονη πορεία της εφημερίδας στη νεοελληνική ιστορία δείχνει ότι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτό ισχύει: πώς είναι δυνατόν, παραμένοντας αταλάντευτος στα κελεύσματα της δημοκρατίας, να εργάζεσαι με επιτυχία μόνο για το συμφέρον σου; Μοιάζει κάπως παράδοξο στους πολιτικούς άρχοντες, και μάλιστα σε αυτούς της πιο πρόσφατης κοπής, το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να κάνει πολιτική αδιαφορώντας συχνά για τις επιλογές των κομματικών ορδών. Θύμα αυτής της νοοτροπίας που βασανίζει όλη τη χώρα είναι και «Το Βήμα της Κυριακής». Καλό θα ήταν όμως οι προσωρινοί θριαμβευτές, υπόδουλοι του φθόνου και της κακίας, να μην ξεχνούν ότι οι δημοσιογράφοι είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν την εφημερίδα τους όρθια.
-Ο Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/12/16 |
Του Νάσου Βαγενά
Το πρώτο όνομα του «Βήματος» ήταν «Ελεύθερον Βήμα». Η αφαίρεση του επιθετικού προσδιορισμού επιβλήθηκε προφανώς εκ των πραγμάτων: ο κόσμος για λόγους συντομίας ζητούσε «Το Βήμα», με το επίθετο εννοούμενο, καθιστώντας το όνομα ελλειπτικό. Γιατί «Το Βήμα» ήταν πάντα ένα βήμα από όπου οι συνεργάτες του, εσωτερικοί και εξωτερικοί, μπορούσαν να διατυπώσουν τις απόψεις τους ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς. Στα περίπου 600 κείμενά μου (επιφυλλίδες ή άλλης φύσεως) που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του τα τελευταία τριάντα χρόνια, ουδέποτε μου ζητήθηκε να αποσύρω κάποιο, να παραλείψω κάποια παράγραφο ή έστω μία γραμμή. Και τα περισσότερα ήταν κείμενα μαχητικής αρθρογραφίας: λογοτεχνικής ή πολιτισμικής κριτικής, ή πολιτικά, που μπορούσαν να προκαλέσουν αντιδράσεις (και συχνά προκαλούσαν).
Είναι θλιβερό ότι «Το Βήμα» μετά από σχεδόν έναν αιώνα ζωής βρίσκεται αντιμέτωπο ίσως και με κλείσιμο. Και αυτό όχι γιατί είχε περιέλθει σε κατάσταση παρακμής - απεναντίας, βρίσκεται σε πλήρη ρώμη -, αλλά γιατί η ψηφιακή πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την παρούσα οικονομική δυσπραγία μας, κάνουν τη συνέχισή του δύσκολη. Εξίσου θλιβερό είναι ότι στη σημερινή στρατιά των ανέργων θα προστεθούν, πιθανόν, και οι δημοσιογράφοι του. Για τους εξωτερικούς συνεργάτες (πανεπιστημιακούς ή άλλους διανοουμένους) η απώλεια είναι άλλης τάξεως: η στέρηση ενός σπουδαίου μέσου έκφρασης απόψεων και ιδεών.
Ωστόσο, τη θλίψη των τελευταίων θα μετριάζει η ικανοποίηση ότι έγραφαν σε μιαν εφημερίδα όπως «Το Βήμα»· και η σκέψη ότι η ανάγκη επικοινωνίας με ένα κοινό ευρύτερο από εκείνο της ειδικότητάς τους υπήρξε για αυτούς μια συνεχής συγγραφική άσκηση, που έκανε και τα υπόλοιπα κείμενά τους οικονομικότερα και διαυγέστερα.
Εύχομαι τελικά «Το Βήμα» να βρει τρόπο να μην κλείσει. Να κατορθώσει να συνεχίσει τη γόνιμη παρουσία του.
-Ο Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/12/16 |
Του Αντώνη Λιάκου
Η τύχη μιας ιστορικής εφημερίδας, όπως «Το Βήμα», αφορά τη συγκρότηση του ίδιου του δημόσιου χώρου. Επομένως δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορους τους πολίτες. Σε ό,τι αφορά τον γράφοντα, για έναν λόγο παραπάνω. Αρχισα να γράφω τακτικά, άρθρα γνώμης και επιφυλλίδες, με πρόσκληση του Δ. Ν. Μαρωνίτη από το 1992. Η συνεργασία με την εφημερίδα υπήρξε πάντοτε χωρίς προσκόμματα, παρά τις πολιτικές συγκλίσεις - αποκλίσεις. Κανείς, ποτέ, δεν μου ζήτησε να γράψω ή να μη γράψω κάτι. Ενα μεγάλο μέρος των σκέψεών μου τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια διαμορφώθηκε μέσα από τις δυνατότητες δημόσιας παρέμβασης που παρείχε η εφημερίδα και βρίσκεται αποτυπωμένο στο ιστορικό σώμα της. Μου είναι δύσκολο να γράψω αποχαιρετιστήριο κείμενο, χωρίς μια μικρή ελπίδα.
«Το Βήμα» υπήρξε μια εφημερίδα υψηλού κύρους. Δημιουργήθηκε το 1922, σε μια εποχή που είχαν χαθεί τα μεγάλα διακυβεύματα του Διχασμού. Στην περίοδο αυτή η φιλελεύθερη παράταξη συγκροτούσε την ταυτότητά της στο περιθώριο των πολιτικών αντιπαραθέσεων και παθών του μεσοπολέμου, με βάση τα νέα ερωτήματα που ανέκυπταν από τον χαρακτήρα εκμοντερνισμού σε όλους τους τομείς (από τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό έως την αποκατάσταση των προσφύγων και τις γεωργικές μεταρρυθμίσεις), από την κρίση στην οικονομία αλλά και στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, και από τους πειραματισμούς με μορφές αυταρχικής ή και δικτατορικής διακυβέρνησης. Από την άποψη αυτή συγκέντρωνε κείμενα εμβάθυνσης, πέραν της τρέχουσας πολιτικής ρητορείας. Εγινε βήμα ανάδειξης της προοδευτικής αστικής διανόησης, με επιδίωξη να αποτελέσει μια ευρεία κοίτη στην οποία θα κυλούσαν διαφορετικά ρεύματα. Η Γενιά του '30 εκφράστηκε μέσα από «Το Βήμα», που υπήρξε ταυτόχρονα και όχημα ανάδειξής της. Επίσης το περιοδικό «Εποχές» (1963-1967) στη δεκαετία του 1960 ανέδειξε τη νέα ελληνική φιλολογία και τη νέα ιστορία. Οι εβδομαδιαίες επιφυλλίδες του Κ. Θ. Δημαρά, του Μάριου Πλωρίτη, οι βιβλιοκρισίες του Βάσου Βαρίκα και οι θεατρικές κριτικές του Κώστα Νίτσου (στα «Νέα»), μετά το '74 του Ν. Σβορώνου, του Μαρωνίτη, του Θ. Κακριδή, του Μ. Ανδρόνικου κ.ά., ακόμη και οι διαμάχες (σε μερικές από τις οποίες είχα λάβει ενεργό μέρος), καθιστούσαν αυτόν τον δημοσιογραφικό - εκδοτικό οργανισμό έναν μορφωτικό θεσμό. Στη δεκαετία του '90, οι «Νέες Εποχές», στις οποίες έγραφα, ήταν μια επανάληψη του εγχειρήματος των «Εποχών» σε ένθετο, στο κυριακάτικο φύλλο, με στόχο μια δεύτερη ανάγνωση του παρόντος χρόνου, με στόχο να αναδειχθούν καινούργιες πλευρές και προσεγγίσεις της πραγματικότητας ή καινούργια ζητήματα. Πράγματι, ο εθνικισμός την εποχή του «νέου μακεδονικού», το ζήτημα των ταυτοτήτων, των δικαιωμάτων, της παγκοσμιοποίησης, του μεταναστευτικού, των αλλαγών που υφίστατο η Ευρώπη, ο μεταμοντερνισμός, γίνονταν θέματα κυριακάτικης συζήτησης.
Δεν έχω βέβαια την πρόθεση να εξιστορήσω την εφημερίδα. Μια εφημερίδα και ένας δημοσιογραφικός οργανισμός είναι πολλά μαζί. Είναι πρώτα-πρώτα οι δημοσιογράφοι, οι εξωτερικοί συνεργάτες του, αλλά και η παράδοσή του. Είναι επιχείρηση, έχει τα οικονομικά της, και βεβαίως είναι μηχανισμός εξουσίας που φιλοδοξεί να επηρεάσει τις κατευθύνσεις της χώρας. Είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, δομικό στοιχείο της δημόσιας σφαίρας. Οι ρόλοι αυτοί αλλάζουν ασύμμετρα με τον χρόνο. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής τηλεόρασης στη δεκαετία του '90, και ταυτόχρονα η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή είχαν αντιφατικές συνέπειες. Η δημιουργία υπερ-ομίλων με τηλεοπτικούς σταθμούς και έντυπα δημιούργησε «φούσκες», όπως οι χρηματιστηριακές, σε μια εποχή όπου η ψηφιακή τεχνολογία άνοιγε δυνατότητες πληροφόρησης και επικοινωνίας που θα υπονόμευαν ανεπιστρεπτί τις έντυπες εφημερίδες. Ολα αυτά οδηγούσαν σε μια φαραωνική και άφρονα επέκταση, αλλά και σε ένα ύφος που χαρακτηριζόταν από αλαζονεία και οίηση, όχι μόνο απέναντι στο κοινό, αλλά και σε πολιτικούς ηγέτες - μετριοπαθείς και συγκρατημένους. Εγκαθιδρύθηκε ένα είδος εξουσίας που δεν είναι η γνωστή τέταρτη, εγγυητική και ελεγκτική, αλλά που διεκδικεί η ίδια να υπαγορεύει κανόνες στην πολιτική εξουσία.
Η κρίση στην Ελλάδα έδειξε ότι και τα ΜΜΕ αποτελούν μέρος της. Η πληροφορία και η γνώμη εργαλειοποιήθηκαν στο έπακρον. Οι εφημερίδες συρρίκνωσαν τον μορφωτικό και τον πλουραλιστικό τους χαρακτήρα για να μετατραπούν σε εργαλεία μιας διαμάχης, η οποία από την αρχή της κρίσης έχει πάρει διαστάσεις ενός έρποντος ιδεολογικού εμφυλίου. Εμφανίστηκαν πειρατές της πληροφόρησης, βιρτουόζοι της εκβιαστικής δημοσιογραφίας, εργολάβοι κατεδάφισης υπολήψεων και συνειδήσεων που άλλαξαν το δημοσιογραφικό τοπίο της χώρας. Και το νέο περιβάλλον δημιούργησε δυστυχώς νέα στάνταρτ ενημέρωσης και δημοσιογραφίας.
Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η κατεύθυνση; Μπορούν, έστω, να υπάρξουν στη χώρα σοβαρές εφημερίδες, και πώς; Υπάρχει η δυνατότητα ανεξαρτησίας, διαφάνειας και έντιμης διαχείρισης; Είναι η επιβίωση του Τύπου δυνατή χωρίς πολιτικό ή άλλο χρήμα; Η απάντηση είναι δύσκολη κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, πολιτικές και οικονομικές. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη ένα αναγνωστικό κοινό που έχει ανάγκη από έντυπα κύρους με τα οποία να μπορεί να αναπτύξει δεσμούς εμπιστοσύνης. Υπάρχει ένα νοήμον κοινό που έχει κουραστεί από την παραπληροφόρηση, τους υπαινιγμούς και τα παραπολιτικά, από τις επανειλημμένες απόπειρες χειραγώγησης της πολιτικής, που είναι αλλεργικό στις γάτες Ιμαλαΐων. Σε έναν κόσμο σύνθετο, όπου η παραπλάνηση, η δημιουργία ηθικού πανικού, ο πολιτικός κανιβαλισμός, και τα πλαστά διλήμματα αποτελούν στρατηγικές ενός ακήρυκτου πολέμου, υπάρχουν ακόμη πολίτες που αναζητούν μια νησίδα εγκυρότητας, νηφαλιότητας, έντιμης και ακριβούς πληροφόρησης και ανάλυσης. Είναι αρκετοί αυτοί για να στηρίξουν τον σοβαρό Τύπο; Ισως. Με ενάρετη διαχείριση, χωρίς μεγάλα κέρδη, αλλά αξιοπρεπώς κάτι τέτοιο είναι δυνατό.
«Το Βήμα» υπήρξε μια ιστορική εφημερίδα με παράδοση, έχει μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων που συνέχισαν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και διαθέτει δεσμούς με έναν ευρύ κύκλο δημόσιων διανοουμένων που θα μπορούσαν να συνδράμουν. Ισως είναι αυτά τα στοιχεία που μπορούν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να το διασώσουν, ακόμη και στην ύστατη στιγμή.
-Ο Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/12/16 |
Του Διόδωρου Κυψελιώτη
Πηγαινέλα στην κόλαση
Σαν να γύρισα από την κόλαση, ημερολόγιό μου. Κλείνουν τα «Νέα», «Το Βήμα», το in.gr, ο Βήμα FM, τα περιοδικά, όλος ο ΔΟΛ, διάβαζα τη Δευτέρα: οι εργαζόμενοι κάνουν απεργία γιατί κοντεύουν πέντε μήνες απλήρωτοι - και όπως διδάσκει η ιστορία της μακαρίτισσας «Ελευθεροτυπίας», όταν κάποια εφημερίδα δεν εκδοθεί για λίγες ημέρες, πάει, τελειώνει, κλείνει, εξαφανίζεται.
Μα αν κλείσουν «Το Βήμα» και τα «Νέα», δύο από τις ελάχιστες σοβαρές «εφημερίδες γνώμης» που έχουν απομείνει, πώς θα είναι η καθημερινότητά μου και κυρίως οι Κυριακές μου; Πώς είναι δυνατόν να εξαφανιστεί αυτός ο πλούτος ειδήσεων και απόψεων; Δεν είναι σαν να καίμε στην πυρά τα φύλλα τους που θα εκδίδονταν; Σαν να λογοκρίνουμε προληπτικά αυτά που θα έγραφαν οι δημοσιογράφοι και οι αρθρογράφοι; Και τι θα απογίνουν οι 600 τόσοι άνθρωποι που εργάζονται εκεί;
Και αν κλείσουν αυτές, ποια εφημερίδα έχει μετά σειρά; Θα απομείνουν μόνο τα κομματικά φύλλα, τα συνοπτικά τηλεοπτικά δελτία και το χάος του ίντερνετ όπου κυκλοφορούν πολλαπλασιαζόμενα με αντιγραφές με ταχύτητα κακοήθων μικροβίων ως ειδήσεις τα πλέον απίθανα ψεύδη, που μπορεί να τα καταλάβει μόνο όποιος ενημερώνεται από σοβαρούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς;
Τι θα γράφω στις σελίδες σου, αν δεν διαβάζω «Βήμα» και «Νέα»; Να περιοριστώ στη μόνη άλλη εφημερίδα που εμπιστεύομαι, την «Καθημερινή»; Μα με αυτή μόνο θα είναι φτωχότερος ο κόσμος μου - δεν μου φτάνει η υλική φτώχεια που μου έφερε η κρίση; Πρέπει να γίνει και διανοητική; Κόλαση θα γίνει η ζωή μου.
Την Τετάρτη, γύρισα από την κόλαση: οι τράπεζες επέτρεψαν να καταβληθεί τουλάχιστον το δώρο των Χριστουγέννων, ξανάπιασαν δουλειά συντάκτες, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό, κυκλοφόρησαν τα «Νέα» την Τετάρτη, αλλά πήγα αργά να τα πάρω και δεν τα βρήκα σε κανένα περίπτερο (ενθαρρυντικό σημάδι), το Σάββατο θα κυκλοφορήσει και «Το Βήμα».
Μα αφού είναι χρεοκοπημένη επιχείρηση ο ΔΟΛ, γιατί να μην κλείσει, διαβάζω εδώ και εκεί - αντιπαρέρχομαι την κρυφή χαρά αυτών που τον θεωρούν εμπόδιο στα σχέδιά τους και τον αναγορεύουν σε τερατώδες κέντρο πολιτικών μηχανορραφιών. Δεν πρέπει να κλείσει για τους ίδιους λόγους που δεν πέταξαν οι εταίροι τη χρεοκοπημένη Ελλάδα έξω από την ευρωζώνη: θα αποκτούσε η Ευρώπη ξανά μαύρη τρύπα, σαν αυτήν της πρώην Γιουγκοσλαβίας πριν από 20 χρόνια. Τέτοια μαύρη τρύπα θα δημιουργηθεί στην ενημέρωση και στον πολιτισμό μας αν κλείσουν οι δύο ιστορικές εφημερίδες, με 95 χρόνια ζωής «Το Βήμα» και 85 τα «Νέα».
Και δεν είναι υπόθεση του πρωθυπουργού το αν θα κλείσουν ή όχι, δεν δικαιούται ο Αλέξης Τσίπρας να λέει ότι «αρνήθηκε αυτή η κυβέρνηση να τους κάνει τη χάρη και να συνεχίζει να τους χαρίζει δάνεια» - δεν τα έχει δώσει η κυβέρνηση τα δάνεια, οι τράπεζες τα έχουν δώσει που ανακεφαλαιώθηκαν με χρήματα των φορολογουμένων, αυτές θα πάρουν την απόφαση για το αν ο ΔΟΛ πρέπει να κλείσει ή όχι.
Αν κλείσει, χάνουν όλα τα δάνεια που έχουν δώσει. Αν εξυγιανθεί και λειτουργήσει, κάτι θα πάρουν πίσω από τα 160 εκατομμύρια που έχουν δώσει. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όλα τα άλλα μεγάλα μεντιακά «μαγαζιά» που όλα είναι υπερχρεωμένα - και για τούτο αναρωτήθηκα «ποιος έχει σειρά;», ημερολόγιό μου.
Οπως είναι υπερχρεωμένες όλες σχεδόν οι ελληνικές επιχειρήσεις, είτε τα δάνειά τους έχουν γίνει «κόκκινα» είτε όχι. Μόνος τρόπος να σωθούν κάποιες και μαζί τους και οι τράπεζες είναι να υπάρξει πολιτική ηρεμία και να τελειώσει η δεύτερη αξιολόγηση - το λέει ξανά και ξανά ο Γιάννης Στουρνάρας, έχει μαλλιάσει η γλώσσα του· αλλά πού να ακούσουν τα φαλακρά μυαλά των κυβερνώντων.
Είναι απασχολημένα με το τι θα λέει η «επιστολή Τσακαλώτου» προς τους θεσμούς. Πριν από δύο χρόνια τέτοια εποχή ακριβώς είχαμε το ημέιλ Χαρδούβελη για να κλείσει εκείνη η επί Αντώνη Σαμαρά τρίτη ή πέμπτη ή έκτη αξιολόγηση, δεν θυμάμαι, έχω χάσει τον λογαριασμό πια. Τώρα έχουμε την επιστολή Τσακαλώτου - για κάτι ακόμη λιγότερο: να δεσμευθεί η κυβέρνηση πως δεν θα συνεχίσει τα ψηφοθηρικά δωράκια.
Ξανά στην κόλαση;
Και ανησυχώ για το αν θα φύγει ποτέ η επιστολή, ημερολόγιό μου: όταν ο πρωθυπουργός της χώρας, μιλώντας σε ξένα παιδιά, ασυνόδευτα προσφυγάκια, τους λέει ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε ωραίοι, φιλάνθρωποι, σπουδαίοι, «έχουμε μεγάλο πλεόνασμα ψυχής ενώ οι άλλοι έχουν μόνο μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα και μη μας κουνάνε το δάχτυλο... και να είναι ευτυχισμένοι στην ψυχή τους. Οσοι δεν είναι καλά στην ψυχή τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας τους, ούτε της Ευρώπης ούτε του κόσμου».
Οταν διαβάζω τέτοια, τέτοια εμφανή επίθεση στη Γερμανία γενικά και στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ειδικότερα, αναρωτιέμαι: μήπως είμαι ακόμη στην κόλαση; Στην περυσινή καλοκαιρινή κόλαση του Grexit;
Γιατί αρχίζω να φοβάμαι πως η οριστική ρήξη Ελλάδας - κουαρτέτου έχει ήδη γίνει: διάβασα πως η Ανγκελα Μέρκελ (μετά τις συζητήσεις που είχε στις 16 Δεκεμβρίου με τον Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο) είχε δηλώσει «οι συζητήσεις μας δεν είναι πάντα εύκολες, αλλά είναι πάντα ειλικρινείς».
Οταν ύστερα από τέτοιες συναντήσεις κορυφής οι συνομιλητές δηλώνουν ότι οι συζητήσεις ήσαν «ειλικρινείς», στη διπλωματική γλώσσα σημαίνει ότι όχι μόνο δεν υπήρξε συμφωνία αλλά υπήρξε σαφής διαφωνία. Μάλιστα κατά κανόνα λένε ότι «οι συζητήσεις έγιναν σε καλό κλίμα και ήσαν ειλικρινείς» - η Μέρκελ εξήγησε πως έγιναν και σε κακό κλίμα, αφού «δεν ήσαν εύκολες». Τι χειρότερο να πει;
Μήπως μας πάει για συγκρουσιακές εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας; Εγώ δεν τις θέλω τις εκλογές, το έχω γράψει και ξαναγράψει. Θέλω η κυβέρνηση να εξαντλήσει την τετραετία, δεν αντέχουμε άλλες μείζονες πολιτικές συγκρούσεις. Αλλά δεν ξέρω αν η ίδια το θέλει, και ας λέει το αντίθετο. Αν όμως σκέπτονται εκλογές, είναι προφανές πως πολύ το θέλει να κλείσουν «Το Βήμα» και τα «Νέα» η κυβέρνηση και θα κάνει ό,τι μπορεί για να το πετύχει
Αλλά είναι θέμα των τραπεζών το αν θα κλείσουν ή όχι ο ΔΟΛ και άλλες μεντιακές επιχειρήσεις, αν θα τις κρατήσουν στη ζωή για να πάρουν πίσω μέρος των χρημάτων των φορολογουμένων - αλλά πρέπει ίσως να το κάνουν όχι μόνο για οικονομικούς λόγους: οι μεγάλες τράπεζες ή έχουν πολιτιστικά ιδρύματα οι ίδιες (Εθνική, Πειραιώς), με σπουδαίο έργο, ή χρηματοδοτούν (Eurobank, Alpha) ιδρύματα και συλλογές. Ας συνυπολογίσουν λοιπόν, εκτός από χρηματικό, και το πολιτιστικό κεφάλαιο που αντιπροσωπεύουν τα μεγάλα μεντιακά συγκροτήματα της χώρας, με πρώτο μάλλον τον ΔΟΛ.
Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι εύκολα, ημερολόγιό μου: όλες οι σοβαρές εφημερίδες στον κόσμο έχουν μεγάλα προβλήματα παρ' όλο που ποτέ δεν είχαν τόσο πολλούς αναγνώστες όσους σήμερα - γιατί τις διαβάζουν από το δίκτυο πολύ περισσότεροι από όσους διάβαζαν ποτέ τις έντυπες εκδόσεις τους. Μόνο που η ψηφιακή ανάγνωση, ακόμα και όταν είναι συνδρομητική, δεν αναπληρώνει τα διαφημιστικά έσοδα που χάνουν οι εφημερίδες λόγω της μείωσης της κυκλοφορίας τους - την ιντερνετική διαφήμιση την καρπώνονται η Google, το facebook και άλλοι παρόμοιοι.
Για τούτο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (τις Σκανδιναβικές, τη Γαλλία, την Ιταλία, ίσως και σε άλλες) οι εφημερίδες επιχορηγούνται από τα κράτη. Στη χρεοκοπημένη Ελλάδα, μόνο οι δύο κομματικές, η «Αυγή» και ο «Ριζοσπάστης», χρηματοδοτούνται επισήμως από το κράτος, μέσω της επιχορήγησης που παίρνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.
Ανεπισήμως βεβαίως, επιχορηγούνται με διαφημίσεις από τους φορείς και τις επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κράτος όσες είναι αρεστές στην εκάστοτε κυβέρνηση. Δεκάδες εφημερίδες με ελάχιστη κυκλοφορία και μηδαμινή εγκυρότητα έχουν εισπράξει συνολικά πολύ περισσότερα χρήματα από τα δάνεια του ΔΟΛ.
Αλλά ο ΔΟΛ πρέπει να κλείσει γιατί ήταν «φούσκα» και χρεοκόπησε - μεθυσμένο από αλαζονεία καράβι το πολιτικό σύστημα, θα μας κρατήσει ολόκληρη εποχή στην κόλαση, ημερολόγιό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου