οι κηπουροι τησ αυγησ

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΘΑ ΘΕΛΗΣΟΥΝ ΕΣΤΩ ΟΙ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ;-ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΘΕΛΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΑΝ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΜΑ ΚΛΕΒΟΥΝ ΠΙΟ ΚΥΝΙΚΑ ΚΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ;

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
 "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 30/12-01/1/17


Διαπραγματεύεται τον εαυτό του

Του Γιάννη Βούλγαρη

Το 2016 ήταν η χρονιά που το διεθνές σύστημα μπήκε σε μια νέα και επικίνδυνη φάση. Ηταν επίσης η χρονιά που στην Ελλάδα απομυθοποιήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Είχε προηγηθεί βεβαίως το ολέθριο 2015 με την εγκληματική διαχείριση Βαρουφάκη και την κουτοπόνηρη ελαφρότητα της Χριστοδουλοπούλου. Με τα γνωστά πια αποτελέσματα: παράταση της ύφεσης, εξαέρωση του τραπεζικού συστήματος, capital controls, ανθρωπιστική κρίση με τους πρόσφυγες που αντί να λιάζονται ξεπαγιάζουν εγκλωβισμένοι στα νησιά, πολιτική περιθωριοποίηση της χώρας. Θα περίμενε κανείς ότι η τραγική εκείνη εμπειρία θα είχε διδάξει τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και ότι ο Τσίπρας, αφού αποφάσισε να μετατρέψει με πρωτοφανή κυνισμό το Οχι σε Ναι, θα επέβαλλε μια διαφορετική, περισσότερο δυναμική και αποφασιστική πορεία στην κυβέρνηση και τη χώρα. Και όμως, επικράτησαν η στασιμότητα και η αμφιθυμία. Είναι πράγματι εντυπωσιακό. Σε μια χώρα που έχει χάσει το 25% του ΑΕΠ της, σε μια χώρα που είδε τη θέση της στη διεθνή αγορά να υποβαθμίζεται, σε μια χώρα που η οικονομική επιβίωσή της εξαρτάται από τους δανειστές, θα περίμενε κανείς ο κυβερνητικός λόγος το 2016 να πάλλεται από λέξεις όπως «να ανασκουμπωθούμε», «να επενδύσουμε», «να ανασυνταχθούμε», «να ανασυγκροτηθούμε». Αντ' αυτών, ο κυβερνητικός λόγος αρχίζει και τελειώνει με τη λέξη «διαπραγμάτευση». Κερδίζει μήπως κάτι η χώρα; Οπως και το 2015, έτσι και το 2016 η «διαπραγμάτευση» έχει αποσυνδεθεί από την αποτελεσματικότητα. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μετά το θέατρο και τους κακούς υπολογισμούς των συσχετισμών, υπογράφουν ό,τι τους δίνουν οι δανειστές και οι εταίροι. Μια χώρα που διαπραγματεύεται χωρίς να κυβερνάται. Μια κυβέρνηση που διαπραγματεύεται για να μην κυβερνήσει.

Το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφυγε από την όχθη του αντιμνημονίου, αλλά δεν μπόρεσε να περάσει στην απέναντι όχθη της εθνικής ανασυγκρότησης. Παραμένει στη μέση του ποταμού και κουνάει χέρια - πόδια για να μην πνιγεί - κοντολογίς, «διαπραγματεύεται» αενάως. Η συνεχής και ατελέσφορη «διαπραγμάτευση» αφορά τον εαυτό του, αφορά το κενό της ιδεολογικοπολιτικής φυσιογνωμίας που τον κατατρύχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέτρεξε σε ελάχιστο σχετικά χρόνο μια πορεία συνεχούς μεταμόρφωσης. Ξεκίνησε από ένα μικρό κόμμα της μετακομμουνιστικής Αριστεράς στο οποίο συνυπήρχαν, αντιφάσκοντας, δυνάμεις τής κατεστημένης ιστορικής Αριστεράς, νεαρότερες φωνές αντιπαγκοσμιοποιητικής κινηματικής κουλτούρας, καθώς και αριστερίστικες ομάδες σε «διάλογο» με τον νεοαναρχικό χώρο ή ευθέως με τους λεγόμενους «μπάχαλους». Η χρεοκοπία αποτέλεσε το πεδίο της μετάλλαξής του, της αναβάθμισής του σε μαζικό φορέα, και σε κύριο εκλογικό όχημα του αντιμνημονιακού αισθήματος. Ο εθνικολαϊκιστικός λόγος ήταν το εργαλείο που οργάνωσε ιδεολογικοπολιτικά αυτή τη μετάλλαξη και που συνέχισε να προσανατολίζει την κυβερνητική του πρακτική.

Αλλά ο (εθνικο)λαϊκισμός είναι, κατά τους ειδικούς, μια «ισχνή ιδεολογία» που επικάθεται σε κάποια ουσιωδέστερα χαρακτηριστικά του κομματικού φορέα. Ποια είναι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του φορέα ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; Ας τα αναζητήσουμε όχι στην ιδεολογία, αλλά στον τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθεί. Η ουσία του είναι η συντήρηση του υπάρχοντος, η προσπάθεια διάσωσης των υπολειμμάτων του κρατικιστικού - συντεχνιακού - πελατειακού μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας. Αυτό εξηγεί και την αντιφατική κατάληξη της πολιτικής του. Ενα μείγμα συντηρητισμού, δομικής καθήλωσης και εξεγερτικής ρητορείας. Ενας λεβεντοραγιαδιασμός που θέλει να παρουσιαστεί σαν «αντίσταση», αλλά υποτάσσεται γιατί δεν έχει δικό του εθνικό σχέδιο. Οι μεταρρυθμίσεις που συνυπογράφει με τους θεσμούς μένουν στα χαρτιά ή εφαρμόζονται πιστά μόνο εκείνες που μεταφράζονται σε άμεσες μειώσεις και περικοπές εισοδημάτων. Ακόμα χαρακτηριστικότερο, στους τομείς που δεν άπτονται του Μνημονίου, οι πολιτικές και οι επιλογές που έκανε κινήθηκαν στα όρια της πολιτισμικής οπισθοδρόμησης ή αναπαρήγαγαν τα ξεφτίδια παλαιών συνδικαλιστικών συντεχνιακών αιτημάτων στο μέτρο που αυτά δεν είχαν απαγορευτικό δημοσιονομικό κόστος. Μόνη σταθερά, η προσπάθεια κατάληψης του κράτους και η καθεστωτική νοοτροπία, δυσανάλογα μεγάλη για το μικρό μέγεθος του φορέα. Το όλο αποτέλεσμα επιδεινώθηκε από την εκπληκτική προγραμματική ένδεια που έδειξε ο συγκεκριμένος χώρος και τη θλιβερή πολιτιστική ανεπάρκεια του ηγετικού πολιτικού προσωπικού η οποία εκδηλώνεται συστηματικά.

Τελικά, η μαζική παράταξη που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ διέφερε και υπολείφθηκε των παρατάξεων της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς που εκφράστηκαν από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Εκείνες είχαν μεγαλύτερη εκσυγχρονιστική δυναμική, ο εκσυγχρονιστικός πόλος στο εσωτερικό τους είχε μεγαλύτερη ισχύ και έτσι επηρέαζε καθοριστικά τη διαλεκτική εκσυγχρονισμού - λαϊκισμού που εκτυλισσόταν στο εσωτερικό τους. Αντιθέτως, στον ΣΥΡΙΖΑ εκφράστηκε περισσότερο το εθνικολαϊκιστικό - συντηρητικό ρεύμα της Μεταπολίτευσης. Για τούτο άλλωστε είναι άστοχη η εξομοίωση του ΣΥΡΙΖΑ με το τότε ΠΑΣΟΚ, πόσω μάλλον που ήταν άλλη η εποχή. Εκείνο είχε πιο σύνθετη φυσιογνωμία, γεγονός που επέτρεψε και στις πιο αρνητικές φάσεις του να προωθεί, ακόμα και με λαϊκιστικό τρόπο, φιλελεύθερους - εκσυγχρονιστικούς στόχους.
Εύλογα λοιπόν ο τρόπος διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποδείχτηκε απελπιστικά παραδοσιακός και αδέξιος. Για τούτο εξάλλου η διακυβέρνησή τους τείνει στη στασιμότητα. Παρά τις δομικές αλλαγές που έχουν γίνει από την αρχή της κρίσης και τις οποίες έχει πληρώσει με θυσίες ο ελληνικός λαός, δεν μπορούν να μεταρρυθμίσουν το παλαιό κοινωνικοπολιτικό μπλοκ και να το προσανατολίσουν σε μια παραγωγικότερη κατεύθυνση. Είναι π.χ. εντυπωσιακό και σχεδόν ανεξήγητο πώς αυτή η κυβέρνηση αντιστέκεται μετά μανίας στην προώθηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, μιας καθαρά προοδευτικής δομικής μεταρρύθμισης, και προτιμά να μοιράζει επιδόματα στους συνταξιούχους με «διαγγέλματα» σαν τον κάθε παραδοσιακό πολιτευτή.

Αν τα πιο πάνω εξηγούν τη στασιμότητα και την καθήλωση της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν εξαντλούν το θέμα γιατί αφήνουν απέξω την οπισθοδρόμηση που επήλθε στο ήθος και τις πρακτικές της πολιτικής ζωής. Σε μια χώρα που δεν φημιζόταν για αυτά, ο εθνικολαϊκισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση. Με τη γνωστή συνταγή μετατροπής των αντιπάλων σε εχθρούς, καθιέρωσε μεθόδους που στη μεταπολιτευτική περίοδο παρέπεμπαν στον «αυριανισμό» και την trush TV. Υβριστικοί χαρακτηρισμοί κατά των αντιπάλων - απόδοση σκοτεινών προθέσεων - συνωμοσιολογική προπαγάνδα. Η επούλωση αυτής της βαθύτερης πληγής θα είναι δυσκολότερη και θα χρειαστεί περισσότερη προσπάθεια και χρόνο μετά την πτώση της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Μέχρι τότε η κυβέρνηση θα «διαπραγματεύεται» για να υποκαταστήσει το ιδεολογικό κενό και την πολιτική αμφιθυμία της. Θα «διαπραγματεύεται» πρακτικά τον εαυτό της και με τον εαυτό της. Υποσκάπτοντας σταθερά και μοιραία το μόνο νέο αφήγημα που μπορεί να ωφελήσει και την ίδια και τη χώρα. Να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, να ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση και να βοηθήσει την ανάκαμψη της οικονομίας.

Αυτή θα ήταν και η ευχή που θα δίναμε στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Αλέξη Τσίπρα για το 2017. Αφού δεν μπόρεσες να μείνεις στην Ιστορία ως κυβέρνηση επιτευγμάτων, απόφυγε τουλάχιστον να αποτελέσεις ιστορικό ατύχημα.

-Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα  Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου  Πανεπιστημίου

  "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 30/12-01/1/17


Απ’ το gift στο γύφτ’

Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Αν δεν μπορείς να αλλάξεις την πραγματικότητα, κάνεις κάτι ευκολότερο: αλλάζεις το νόημα των λέξεων. Το Οχι με απαμφίεση γίνεται Ναι. Η περηφάνια γίνεται θεαματικά στητή, πορνογραφικά τουρλωμένη στάση «στα τέσσερα». Η προεκλογική «αξιοπρέπεια» ευκολότατα μετατρέπεται σε σερνάμενη επαιτεία ή σε ποντίκι στη φάκα που βρυχάται - τώρα ακούμε πάλι τα ίδια: να πάμε, λέει, σε «έντιμο συμβιβασμό». Σε λίγο θα ακούσουμε πιθανώς και το εξής: «Να κάνουμε μια ηρωική κίνηση δίνοντας μερικά νησιά στον Ερντογάν». Ή «να κάνουμε μια γενναία πράξη, να υπογράψουμε τέταρτο Μνημόνιο». Σαν να έλεγε ο Λεωνίδας: «Πήραμε την πιο ανδρεία απόφαση, να παραδώσουμε τις Θερμοπύλες στους Πέρσες». Κατά το γνωστό: «Τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα». Λογικό: αν δεν την αγαπούσε, δεν θα τη σκότωνε κιόλας - η αγάπη είναι το πιο φονικό συναίσθημα. Μήπως ο Αλλάχ δεν είναι μεγάλος σε κάθε τρομοκρατικό χτύπημα;

Κατσαπλιάδες των λέξεων. Ο έτερος μας είπε ότι «δεν πειράζει αν χάσουμε μερικά νησιά, αρκεί να κρατήσουμε τη γλώσσα μας» - προφανώς γιατί διαστρέφεται εύκολα. Ξέχασε όμως ότι στην Κατοχή οι Βούλγαροι άλλαζαν βίαια τα ελληνικά ονόματα, ακόμα και αναδρομικά, στους τάφους, τα κάνανε όλα σε «-οφ». Με αυτή τη λογική δεν πειράζει αν οι Τούρκοι πάρουνε και όλη την Κύπρο, αρκεί στη Μεγαλόνησο να συνεχίζουνε να μιλούν ελληνικά με κυπριακή προφορά και να λένε το χαλούμι χαλούμι. Οπότε και να εισέβαλλαν οι Αμερικανοί στην Κούβα και να την καταλάμβαναν, θα ήταν άνευ σημασίας εφόσον οι Κουβανοί θα συνέχιζαν να μιλάνε κουβανέζικα και να χορεύουν ρούμπα. Απ' την άλλη και Ζουράρις να μην υπήρχε ή να τον εξισλάμιζαν οι Τούρκοι, εμείς θα συνεχίζαμε να μιλάμε ελληνικά - οπότε ποιο το θέμα;

Επομένως είναι αφελή όλα τα έθνη που εξοπλίζονται και προασπίζουν την ελευθερία και τα εδάφη τους, ενώ το μόνο που θα έπρεπε να κάνουν είναι να εκδίδουν καινούρια λεξικά και Linguaphone. Γλωσσαμύντορες με μια άλλη έννοια - ίσως να καταργούσαμε και το υπουργείο Αμυνας και να περιοριζόμασταν σε ένα υπουργείο Γλωσσικής Αμύνης. Πολυβόλα οι Τούρκοι, απαρέμφατα εμείς. Αεροπλάνα οι Τούρκοι, υποτακτικές εμείς. Η υποτακτική είναι ο καλύτερος τρόπος να γίνουμε υποτακτικοί.

Εξάλλου είναι προφανές πως πολύ θα ήθελαν να κρατικοποιήσουν και τη γλώσσα - μήπως μέχρι τώρα δεν έχουνε κάνει ένα σωρό πολιτικές παρεμβάσεις σε αυτή με αποτέλεσμα να ακούς περί «τον επικεφαλή» ή διαμάντια του στυλ «η Διεθνή Εκθεση»; Πρόσφατα ακούμε όχι ότι «συμμετείχε μια ομάδα» αλλά ότι «συμμετείχε μια συλλογικότητα», λέξη που αφορά έννοια - σαν να λες ότι υπάρχει η λέξη «σύλλογος» ή «μπουκάλι», αλλά και η λέξη «μπουκαλότητα». Ενα κασόνι μπουκάλια είναι μια μπουκαλότητα.

Η διαστροφή του νοήματος των λέξεων είναι προαιώνια απάτη και πάντα στη μόδα. Την αναφέρει ο Θουκυδίδης (Γ' 82) στον εμφύλιο των Κερκυραίων: «Και την ειωθείαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει». Μπορεί κανείς να θυμηθεί την αισχρή διατύπωση «μικρή, πλην τιμία Ελλάς» - τι θα πει «τιμία» στην πολιτική; Είναι ψευδο-ηθικός προσδιορισμός σαν την προεκλογική «αξιοπρέπεια». Δηλαδή, δεν θα πείραζε αν η Ελλάς έφτανε να είναι μόνο η Πελοπόννησος, αρκεί να ήταν «τιμία». Η τιμία ενός λιμανιού γεμάτου νταβραντισμένους ξένους ναύτες. Αρκεί να μιλούσε ελληνικά, ποντιακά ή στερεολλαδίτικα, εφόσον κατείχε, βέβαια, και το Lower.

Και άλλοι το έκαναν σχετικώς πρόσφατα - να θυμηθούμε την ουδέτερη διατύπωση «τελική λύση» των Ναζί ή τον ευφημισμό τους «ειδική μεταχείριση», που θα μπορούσε να νοηθεί καθαυτό ως περιποίηση, κάτι σαν spa. Και το εξ ευωνύμων μελό υπήρχε πάντα, αλλά τώρα, πρόσφατα, αρχίζει και παίρνει δαιμονολογικά χαρακτηριστικά. Από το «ψυχή βαθιά» του Εμφυλίου φτάσαμε στον «κακόψυχο Σόιμπλε». Δεν είναι ένας πολιτικός που έχει έναν ρόλο στη σκακιέρα, αλλά «άνθρωπος κακός», που «μας μισεί» διότι όλη μέρα δεν έχει άλλη δουλειά κι άλλες έγνοιες. Αμα το πάρεις μαρξιστικά, βγαίνει. Με βάση τις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ» ή την ανάλυση Γκράμσι, ο Σόιμπλε και η πάλη των τάξεων είναι θέμα χαρακτήρος.

Επινοούνε έναν κακό ηθικο-ψυχικά Σόιμπλε (να τη, πάλι, η αστική ηθικολογία στη μέση), τον δαιμονοποιούν για να συσπειρώσουν μελο-εθνικιστικά εναντίον του τον λαό. Δεν μιλούν με όρους πολιτικής, αλλά με ορολογία γουέστερν: ο Καλός, ο Κακός και ο Ασχημος, άσχετα αν έχει πεθάνει μέχρι κι ο Λι Βαν Κλιφ.

Η γλώσσα είναι τα πάντα. Ρώτησαν κάποτε τον Μέγα Ναπολέοντα ποιο είναι το ισχυρότερο στράτευμα. Κι εκείνος απάντησε: «Οι λέξεις. Διότι με αυτές μπορείς μια ήττα να την παρουσιάσεις σαν νίκη κι αντίστροφα». Γι' αυτό κατά καιρούς και κυρίως τώρα γίνεται τέτοιο πλιάτσικο στις λέξεις. Το κάποτε επίδομα απόρων κορασίδων που ειρωνεύονταν τώρα οι ίδιοι το κάνανε «επίδομα αδυνάτων». Τριακόσια ευρώ εναντίον των δανειστών, όπως οι τριακόσιοι του Λεωνίδα κατά των Περσών - ποια η διαφορά; Επειτα ο αρχηγός ξεκίνησε ψυχική προεκλογική εκστρατεία (κατά του «κακού Σόιμπλε»), αλλά τη μετονομάζει πάλι αλλιώς: «ενδιαφέρον για τα προβλήματα των πολιτών». Γύρισε αρκετά μέρη - απ' την Λέσβο πήγε στη Μυτιλήνη, θα πάει από την Κέα στην Τζια κι απ' τον Νομό Ημαθίας στον Νομό Ημιμαθείας.

Απ' την «13η σύνταξη» πήγαμε στο «εφάπαξ» κι απ' το gift στο γύφτ'. Οπότε είναι καιρός να πάρουμε πίσω τις λέξεις που μας έκλεψαν και μας κλέβουν πιο κυνικά κι απ' τις συντάξεις. Πρώτα κάνουν πλιάτσικο στις λέξεις και μετά σε όσα αυτές σημαίνουν.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι συγγραφέας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου