οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

ΦΡΙΚΗ: Αυτή, όμως, η μεταφορά με το «Ματαρόα» φαντάζει ως πολυτελής κρουαζιέρα, εν σχέσει με τη συλλήβδην και βίαιη μεταφορά χωρικών των χωριών του «διχασμένου βουνού» της Μουργκάνας, που τους απήγαγε από τις εστίες τους ο λεγόμενος ΔΣΕ, δηλαδή ο κομματικός στρατός του ΚΚΕ, για να τους μεταφέρει, παρά τη θέλησή τους, στις λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες», με το πολωνικό φορτηγό πλοίο «Κοσιούσκο» τον Νοέμβριο του 1949. Η χωρητικότητα του «Κοσιούσκο» ήταν 1.500 άτομα. Με απαίτηση, όμως, της ηγεσίας του Κ.Κ. προσετέθησαν άλλα 1.500 άτομα, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του Πολωνού πλοιάρχου. Η αναχώρηση του «Κοσιούσκο» έγινε από το Δυρράχιο της Αλβανίας, κατευθύνθηκε δυτικά, διήλθε νύχτα από το Γιβραλτάρ, διέβη τα στενά της Μάγχης, έστριψε ανατολικά στη Βαλτική Θάλασσα, για να μας αποβιβάσει στο λιμάνι Γκντανσκ (Ντάντσιχ) της Πολωνίας. Το ταξίδι κράτησε 12 μερόνυχτα, ήμασταν στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες στα αμπάρια του πλοίου. Αφόρητες συνθήκες. Επιγραμματικά: πείνα και δίψα, βρώμα και δυσωδία, ζάλη και ναυτία, χωρίς να γνωρίζουμε πού πάμε. Στο αναφερόμενο δημοσίευμα της «Κ», ο συντελεστής της παράστασης δήλωσε ότι το ταξίδι του «Ματαρόα» «αποτελεί καμπή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας»! Κλασική περίπτωση κατά την οποία ασήμαντα περιστατικά μεγεθύνονται, με την αμετροέπεια που χαρακτηρίζει την αριστερά... Τα γράφω αυτά γιατί ακούσιος επιβάτης του «Κοσιούσκο», ηλικίας 5 ετών, υπήρξα κι εγώ, όπως και ο συνομήλικός μου, γνωστός ποιητής, Μιχάλης Γκανάς, που απεβίωσε πρόσφατα. Ηταν ένα ταξίδι μοναδικό, ίσως, στα παγκόσμια χρονικά. Το «Κοσιούσκο» μετέφερε βιαίως, και παρά τη θέλησή τους, Ελληνες ομήρους των ανταρτών, και δράστες ήσαν όχι αλλοεθνείς, αλλά ομοεθνείς που τους μετέφεραν σε ξένες χώρες. Το αναφερόμενο δημοσίευμα της «Κ» χαρακτηρίζει τους 125 επιβάτες, «το καλύτερο κομμάτι του Ελληνισμού». Προφανώς, εμείς οι χωριάτες της Μουργκάνας για την ελίτ της Αριστεράς ήμασταν αμελητέα περίπτωση, γι’ αυτό καταχώνιασαν το ταξίδι μας με το «Κοσιούσκο», που ο Αρθούρος Ρεμπώ θα το χαρακτήριζε ταξίδι στην Κόλαση, στα αζήτητα της Ιστορίας... Κάπως έτσι, οι ανυποψίαστοι χωριάτες της Μουργκάνας βρέθηκαν από τα βουνά της Ηπείρου στους κάμπους της «Λαϊκής Δημοκρατίας» της Ουγγαρίας. Και, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Μιχάλης Γκανάς, συνεπιβάτης μου του «Κοσιούσκο», «καράβι βγήκε στη στεριά».

 Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (φύλλο 29/03/25)


«Η τράπεζα αυτή ου μόνον αισθητή, αλλά και πνευματική. Μετά γαρ το όψον λέγεται ψαλμός και μετά το πόμα ύμνος» – το στιγμιότυπο από την «αυστηρή» και στην παραμικρή λεπτομέρεια φροντίδα του χώρου. Δεξιά, ο πατέρας Φιλωνίδης, υπεύθυνος κουζίνας στη Μονή Βατοπαιδίου, όπου καθημερινά μαγειρεύονται σχεδόν 500 μερίδες φαγητού. Οι φωτογραφίες είναι από το τελευταίο τεύχος (Μαρτίου) του «Γαστρονόμου» της «Καθημερινής» που ήταν αφιερωμένο «στα μυστικά της κουζίνας των μοναχών» του Αγίου Ορους.

Το διακόνημα του μαγείρου 
και η πνευματική θρέψη

Κύριε διευθυντά,

Πλούσιο, εξαιρετικά επιμελημένο και κυριολεκτικά χορταστικό το τελευταίο τεύχος του «Γαστρονόμου», αφιερωμένο στη μοναστηριακή μαγειρική. Καταφανές επίκεντρο του τεύχους, η ανάδειξη της εκπλήσσουσας ευρηματικότητας των μαγείρων της. Συμπληρωματικά, η επιστολή μου επικεντρώνεται στα επακολουθούντα, τα λαμβάνοντα χώραν στην «τράπεζα», την τραπεζαρία της μονής. Οπου η μοναστηριακή «εθιμοταξία» επιφυλάσσει βαθύτατη περιφρόνηση προς την πιο αρχετυπική και πρώτη των ανθρωπίνων αναγκών, την τροφή και την εξ αυτής τέρψη. Αυτό, σύμφωνα με αντιπροσωπευτικές πηγές παλαιοτέρων εποχών, καθότι, προσωπικά, δεν έχω εντύπωση των τρεχόντως ισχυόντων, εν προκειμένω.

H παραγγελία είναι σαφής: «Η τράπεζα αυτή ου μόνον αισθητή, αλλά και πνευματική. Μετά γαρ το όψον λέγεται ψαλμός και μετά το πόμα ύμνος». Από την εποχή του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (9ος αιώνας), ο οποίος σε κατήχησή του αναφέρει: «Τρέμετε και δεδιάτε και επ’ αυτοίς τοις προκειμένοις τη τραπέζη. Ου λέγω, ότε όψοι και τυροί και βρωμάτια και τηγανίσματα και λαγανίσματα, αλλά επί μόνω άρτω και ελαιωμένω λαχάνω και κυάμω, οσπρίοις άλλοις και οπώραις και μια κρασί ή δύο οίνου, ότι και αυτή μεγάλη παράκλησις (παρηγοριά)».

Είχε προηγηθεί ο Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ου τραπέζας φλεγμαινούσας, ουδέ όψων ποικιλίας, οψοποιών μαγγανείας και αρτοποιών επινοίας». Και, όμως, κατά διάχυτη παραδοχή, το καλομαγειρεμένο, νόστιμο φαγητό δεν απαγορεύεται στα μοναστήρια. Το αντίθετο, αυτό επιβάλλεται. Εκτός, βέβαια, από τις περιπτώσεις των «μοναστών», οι οποίοι διήγον βίον «άπυρον», δηλαδή χωρίς φωτιά και άρα χωρίς μαγειρική.

Μερικές, εξοβελιστικές της γαστρονομικής τέρψης, λεπτομέρειες από το πομπώδες τελετουργικό της κοινοβιακής εστίασης, το οποίο, ορισμένως, προσλαμβάνει μορφήν θεατρικής παράστασης. Με θέσεις, στάσεις, ρόλους υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του ηγούμενου, και το άγρυπνο βλέμμα του τραπεζάρη. Οι πατέρες προσέρχονται στην τράπεζα κατηφείς και κάθονται με σκεπασμένο το κεφάλι στην ορισμένη του θέση ο καθένας. Η διάρκεια των γευμάτων είναι επιδεικτικά σύντομη. Απαγορεύονται αυστηρά οι συζητήσεις, οι φωνασκίες, οι χαριεντισμοί. Αν κανείς μιλήσει ή γελάσει πρέπει να «μετανοήσει» και επιτοπίως να επιτιμηθεί.

Ενώ, ο αναγνώστης της ημέρας διαβάζει αποσπάσματα βίων Αγίων από το Λαυσαϊκό του Παλλαδίου, με προφανή σκοπό την απόσπαση της προσοχής των συνδαιτυμόνων από αυτή καθαυτήν τη λειτουργία της στιγμής, τη θρέψη.

Και όλα αυτά, παρόλο που το διακόνημα του μαγείρου τιμάται δεόντως, με διακρίσεις, όπως η ιδιαίτερη ευλογία από τον ηγούμενο ή επαίνους, όπως εκείνος του Αγίου Θεοδώρου, προς τους «εν λοπάσι (πήλινο μαγειρικό σκεύος) και χύτραις πεπνιγμένους» οψοποιούς: «Τον οψοποιόν τις σε, τέκνον, ου στρέφει, πολύν φέροντα τον κόπον καθ’ ημέραν». Κι ακόμα με την προβεβλημένη παμπάλαια συνήθεια, όπου ο μάγειρος, μετά το πέρας της τράπεζας «εξαιτείται κεκυφώς (σκύβοντας) συγχώρησιν διά τυχόν κακήν μαγειρείαν, η οποία δεν ανέπαυσεν επαρκώς τους πατέρας». Αραγε περί ποίας επαρκούς «αναπαύσεως» ο λόγος, της τελευταίας φράσης (!;):

Αρκούντως αντιφατικά, απορητικά και απαξιωτικά, όλα τα παραπάνω, προς την ευλογημένη βρώση και πόση της θρησκείας μας, εγείρουν, έστω και διστακτικά, το υπαρξιακής τάξεως θεολογικό ερώτημα: Πώς εξηγείται, από το ένα μέρος, ο δίκην θανάσιμου αμαρτήματος εξοστρακισμός της τροφής, στην ελάχιστη αυτής λειτουργία, και από το άλλο, η γονιδιακή ανθρώπινη φυσιολογία να μάς έχει προικίσει με τέτοιες ψυχωφελείς ανταμοιβές, όπως αυτές της όρεξης και της συνακόλουθης, αν μη τι άλλο εν ηρεμία, απόλαυσης ενός υγιεινού, καλομαγειρεμένου και γευστικού πιάτου φαγητού (;!). 

Το λες και, όπως το βρήκα κάπου αναφερόμενο, «θεϊκό καψόνι». Αναφορές: Αρχιμ. Δοσιθέου, Καλογηρική μαγειρική, Επτάλοφος

Χρίστος Ζουράρις - Δειπνοσοφιστής, Ικαρος Ματθαίος Μουντές, Ενας Αθωνίτης μοναχός τον 12ο αιώνα, Σχολή Μωραΐτη

ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ 
Βούλα



Ars gratia artis και περί ακτιβισμών

Κύριε διευθυντά,

Πολλές οι βαθυστόχαστες αναλύσεις με αφορμή το επεισόδιο στην Εθνική Πινακοθήκη. Πλην όμως, ο κόσμος βλέπει σ’ αυτό έναν sui generis ακτιβισμό μεταξύ δράστου και θύματος με αμοιβαία τα οφέλη. Ο πρώτος φαίνεται να έχει «κλειδώσει» την εκλογή του ως βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου και ο δεύτερος να έχει κερδίσει την αναγνωρισιμότητα πέραν του στενού κύκλου των αξιακών του ιδιαιτεροτήτων.

Είναι ο ίδιος ακτιβισμός που είδαμε και στο Λούβρο, όπου καλοβαλμένα κοριτσάκια εξειδικευμένα σε «below the line activities», εισέβαλαν ανενόχλητα, προφανώς με το αζημίωτο και άρχισαν να ρυπαίνουν με σπρέι σπάνια εκθέματα, προστατευμένα «βεβαίως βεβαίως», όπως θα έλεγε και ο μοναδικός Τσαγανέας, από το τζάμι της κορνίζας. Και η Τζοκόντα γαρ χρειάζεται από καιρού εις καιρόν τη διαφήμισή της.

Ο Σερ Λόρενς Ολιβιέ το είχε πει. «Σήμερα, πρώτα γίνεσαι σταρ και μετά ηθοποιός». Προσωπικότητες εκ πρώτης όψεως αμφιλεγόμενες, όπως ο Πικάσο και ο Νταλί, δεν αναιρούν την ειρωνεία του Ολιβιέ. Λέγεται ότι ο ιδιόρρυθμος Πικάσο δεν έπαιρνε ιδιαίτερες προφυλάξεις για τα έργα που είχε στην αποθήκη του, σχεδόν ξεκλείδωτη, γιατί ήσαν ανυπόγραφα. «Χωρίς την υπογραφή μου δεν αξίζουν μία», έλεγε. Την υπογραφή αγοράζεις. Τη γνησιότητα του έργου. Το σήμα, τη φήμη του μέσου. Ομως στο σήμα της «Metro» με το λιοντάρι που βρυχάται, αναγράφεται η φράση «Ars Gratia Artis» (η Τέχνη για την Τέχνη). Ερωτηθείς κάποτε ο Ορσον Ουέλς αν συμφωνεί με τη θέση αυτή, απήντησε κατηγορηματικώς, ότι υπάρχουν σοβαρότερα θέματα να αναδείξει ο καλλιτέχνης από την προβολή του «εγώ» του.

Αλλά και η Εθνική Πινακοθήκη οφείλει να απαντήσει εάν η φιλοξενία εκθετών λειτουργεί βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων και εάν, ως φημολογείται, δεσμεύεται από προγράμματα «διαφορετικότητας».

Προσέτι, εάν είναι διατεθειμένη να γίνει το αλεξικέραυνο της κοινωνικής οργής και του θρησκευτικού φανατισμού, ή ο σάκος του μποξ, αν μη τι χειρότερο, συνεπεία εκθεμάτων που προσβάλλουν κοινωνικές ή/και θρησκευτικές αξίες γνωστού ή αγνώστου θρησκεύματος. Ολα τα άλλα που προαναγγέλλουν προκλητικότερες εκθέσεις, «όταν ηρεμήσουν τα πνεύματα», θέλω να πιστεύω ότι είναι διαφημιστικοί λεονταρισμοί, εφάμιλλοι αυτών της «Metro-goldwyn-mayer».

ΧΑΡΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Βριλήσσια



Στ’ αμπάρια του «Κοσιούσκο»...

Κύριε διευθυντά,

Στην «Κ» της 29/12/2024 δημοσιεύθηκε μια σύντομη κριτική, μάλλον παρουσίαση, της μουσικοθεατρικής παράστασης, αναφερόμενη στο πλοίο «Ματαρόα», το οποίο τον Δεκέμβριο του 1945, με πρωτοβουλία της εν Αθήναις Γαλλικής Πρεσβείας, μετέφερε 125 καλλιτέχνες, διανοούμενους, κ.λπ., νεαρούς και αριστερούς κατά το πλείστον, στη Γαλλία. Ετσι απέφυγαν τις συνέπειες της τρομερής εμφύλιας διαμάχης των ετών 1946-1949.

Η μεταφορά αυτή από την αριστερά έλαβε μυθικές διαστάσεις και μετεφέρθη πρόσφατα από την εναλλακτική σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο ΚΠΙΣΝ.

Αυτή, όμως, η μεταφορά με το «Ματαρόα» φαντάζει ως πολυτελής κρουαζιέρα, εν σχέσει με τη συλλήβδην και βίαιη μεταφορά χωρικών των χωριών του «διχασμένου βουνού» της Μουργκάνας, που τους απήγαγε από τις εστίες τους ο λεγόμενος ΔΣΕ, δηλαδή ο κομματικός στρατός του ΚΚΕ, για να τους μεταφέρει, παρά τη θέλησή τους, στις λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες», με το πολωνικό φορτηγό πλοίο «Κοσιούσκο» τον Νοέμβριο του 1949. Η χωρητικότητα του «Κοσιούσκο» ήταν 1.500 άτομα. Με απαίτηση, όμως, της ηγεσίας του Κ.Κ. προσετέθησαν άλλα 1.500 άτομα, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του Πολωνού πλοιάρχου.

Η αναχώρηση του «Κοσιούσκο» έγινε από το Δυρράχιο της Αλβανίας, κατευθύνθηκε δυτικά, διήλθε νύχτα από το Γιβραλτάρ, διέβη τα στενά της Μάγχης, έστριψε ανατολικά στη Βαλτική Θάλασσα, για να μας αποβιβάσει στο λιμάνι Γκντανσκ (Ντάντσιχ) της Πολωνίας. Το ταξίδι κράτησε 12 μερόνυχτα, ήμασταν στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες στα αμπάρια του πλοίου. Αφόρητες συνθήκες. Επιγραμματικά: πείνα και δίψα, βρώμα και δυσωδία, ζάλη και ναυτία, χωρίς να γνωρίζουμε πού πάμε.

Στο αναφερόμενο δημοσίευμα της «Κ», ο συντελεστής της παράστασης δήλωσε ότι το ταξίδι του «Ματαρόα» «αποτελεί καμπή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας»! Κλασική περίπτωση κατά την οποία ασήμαντα περιστατικά μεγεθύνονται, με την αμετροέπεια που χαρακτηρίζει την αριστερά...

Τα γράφω αυτά γιατί ακούσιος επιβάτης του «Κοσιούσκο», ηλικίας 5 ετών, υπήρξα κι εγώ, όπως και ο συνομήλικός μου, γνωστός ποιητής, Μιχάλης Γκανάς, που απεβίωσε πρόσφατα.

Ηταν ένα ταξίδι μοναδικό, ίσως, στα παγκόσμια χρονικά. Το «Κοσιούσκο» μετέφερε βιαίως, και παρά τη θέλησή τους, Ελληνες ομήρους των ανταρτών, και δράστες ήσαν όχι αλλοεθνείς, αλλά ομοεθνείς που τους μετέφεραν σε ξένες χώρες. Το αναφερόμενο δημοσίευμα της «Κ» χαρακτηρίζει τους 125 επιβάτες, «το καλύτερο κομμάτι του Ελληνισμού». Προφανώς, εμείς οι χωριάτες της Μουργκάνας για την ελίτ της Αριστεράς ήμασταν αμελητέα περίπτωση, γι’ αυτό καταχώνιασαν το ταξίδι μας με το «Κοσιούσκο», που ο Αρθούρος Ρεμπώ θα το χαρακτήριζε ταξίδι στην Κόλαση, στα αζήτητα της Ιστορίας... Κάπως έτσι, οι ανυποψίαστοι χωριάτες της Μουργκάνας βρέθηκαν από τα βουνά της Ηπείρου στους κάμπους της «Λαϊκής Δημοκρατίας» της Ουγγαρίας. Και, όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Μιχάλης Γκανάς, συνεπιβάτης μου του «Κοσιούσκο», «καράβι βγήκε στη στεριά».

ΑΝΤΩΝΗΣ Ν. ΒΕΝΕΤΗΣ 
Μοναστηράκι Δωρίδος


Ο Τραμπ, ο ΠΟΥ και 
οι γαργάρες με χλωρίνη

Κύριε διευθυντά,

Το καλογραμμένο κείμενο του κ. Δημήτρη Ρηγόπουλου για την επέτειο της πανδημίας («Η Καθημερινή της Κυριακής», 23/3/2025) φέρνει στο προσκήνιο την ταραγμένη σχέση του Τραμπ με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Πράγματι, όταν ο Τραμπ ξαναπήρε την εξουσία τον περασμένο Ιανουάριο, την πρώτη κιόλας μέρα απέσυρε τη χώρα του από τον ΠΟΥ και απείλησε να διακόψει την ετήσια χρηματοδότηση (απαιτείται προειδοποίηση δύο ετών). Αυτό το έκανε εκδικητικά, επειδή κατά την προηγούμενη θητεία του για να δικαιολογήσει τα χιλιάδες θύματα του κορωνοϊού στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατηγόρησε τον ΠΟΥ για καθυστερημένη και ελλιπή ενημέρωση. Ελεγε όμως ψέματα, αφού ο ΠΟΥ ήδη από τον Ιανουάριο του 2020 έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την επικείμενη πανδημία. Αλλά ο υπερφίαλος Τραμπ ήταν ανένδοτος, συνιστώντας γαργάρες με χλωρίνη! Με το ίδιο πνεύμα μικροπρέπειας και εκδικητικότητας διέκοψε την προσωπική ασφάλεια του Αντονι Φάουτσι, κορυφαίου επιστήμονα με μακροχρόνια προσφορά στην ιατρική. Οι υπηρεσίες του ΠΟΥ συνεργάζονται στενά με επιστήμονες και ερευνητικά κέντρα, νοσοκομεία, εργαστήρια κ.λπ. στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, για διάφορα νοσήματα που δεν αφορούν μόνο απομονωμένες γεωγραφικές περιοχές, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. Η προσφορά του ΠΟΥ φάνηκε σε παλιές και πρόσφατες επιδημίες και πανδημίες: AIDS, COVID, γρίπη των πτηνών, φυματίωση, ελονοσία, Εμπολα, ιλαρά, πολιομυελίτιδα κ.λπ. κ.λπ. Πρόκειται δηλαδή για μια υπηρεσία όχι απλώς χρήσιμη, αλλά κρίσιμη. Η ετήσια συμμετοχή των ΗΠΑ στη χρηματοδότηση του ΠΟΥ είναι περίπου 1,5 δισ. (το 20% του προϋπολογισμού).

Μπορεί το επιτελείο Τραμπ να έχει κάνει μερικές σωστές επιμέρους διαπιστώσεις όσον αφορά τις παθογένειες του συστήματος γενικά, αλλά οι θεραπείες που επιχειρεί να εφαρμόσει είναι χειρότερες από αυτά που θέλει να θεραπεύσει.

Β. ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ 
Επιτάλιον Ηλείας



Μας «σφράγισαν» αλλά σας περιμένουμε

Κύριε διευθυντά,

Κυριακάτικη συνήθεια ετών, η παρέα να πίνει τον πρωινό καφέ της σε μια συγκεκριμένη καφετέρια, σε προάστιο των Αθηνών.

Η καφετέρια έχει έναν κλειστό χώρο, όπου είναι το μπαρ και παρασκευάζονται οι καφέδες και άλλα ροφήματα, έναν ανοιχτό ουσιαστικά, μεγάλο χώρο, καλυπτόμενο, ανάλογα με τον καιρό, με πτυσσόμενη τέντα, όπου είναι ανεπτυγμένα όλα σχεδόν τα τραπέζια και τα καθίσματα και έναν άλλο κλειστό χώρο, στην ίδια αυλή αλλά έξω από τον κύριο χώρο της καφετέριας, ο οποίος διαθέτει και τραπέζια αλλά και χώρο όπου παρασκευάζονται, βασικά, τα ελαφριά φαγητά (snacks) των πελατών.

Την Κυριακή 23-3-25 κάτι δεν πήγαινε καλά στο μάτι ενός τακτικού θαμώνα. Ο χώρος παρασκευής των καφέδων ήταν κλειστός και χωρίς φώτα. Τον είχε κλείσει πριν από λίγες ημέρες η αρμόδια υπηρεσία και είχε επιβάλει την αναστολή λειτουργίας της καφετέριας για δέκα ημέρες, για κάποια παράβαση.

Επειδή όμως ζούμε στη χώρα των θαυμάτων, της ασυδοσίας και της κομπίνας, οι υπόλοιποι χώροι της καφετέριας λειτουργούσαν κανονικά! Η καφετέρια γεμάτη, με μόνη διαφορά οι καφέδες και τα ροφήματα να παρασκευάζονται, αντί στον κλειστό, λόγω της ποινής, χώρο, στον διπλανό μαζί με τα σνακ.

Το άλλο που συνέβαινε ήταν ότι, αφού υποτίθεται ότι η καφετέρια ήταν κλειστή, δεν λειτουργούσαν τα συνδεδεμένα με την εφορία POS και η πληρωμή του λογαριασμού γινόταν με μετρητά και με προσωρινές αποδείξεις παραγγελίας, και ο νοών νοείτω.

Αν ήμουν ο ιδιοκτήτης της καφετέριας θα παρακαλούσα, αν ήταν δυνατόν, να την έκλειναν με αυτόν τον τρόπο όλο τον χρόνο, ώστε να καρπούμαι τα έσοδα, χωρίς να πληρώνω σεντ στην εφορία.

Και διερωτάται κανείς, μετά το κλείσιμο της καφετέριας για δέκα ημέρες, πέρασε κάποιος αρμόδιος, στο ενδιάμεσο, να ελέγξει αν πράγματι είναι κλειστή; Σίγουρα όχι.

Η υπηρεσία έκανε το καθήκον της και την έκλεισε και κόλλησε και χαρτί στην πόρτα. Τι άλλο θέλετε; Ελλάς το μεγαλείο σου! 

ΜΑΤΘΑΙΟΣ Μ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πλοίαρχος Π.Ν. ε.α.


Ενέργεια, βορά, και ενεργειοβόρος

Κύριε διευθυντά,

Εδώ και κάποια χρόνια (ενδεχομένως και λίγες δεκαετίες) σχηματίστηκε εκ του «ενέργεια + βορά» ένας εύστοχος νεολογισμός, ένα επίθετο που, συνήθως, αποδίδεται ως «ενεργοβόρος» και όχι ως «ενεργειοβόρος», εις βάρος, πιστεύω μεταξύ άλλων, και της σαφήνειας, αφού η έννοια είναι ότι «βορά» δεν αποτελεί κάτι «ενεργό», αλλά η «ενέργεια» (εν αντιθέσει π.χ. προς το παρεμφερές ρήμα «ενεργο-ποιώ», που αυτό, σωστά και μονοσήμαντα, παραπέμπει ακριβώς σε κάτι που γίνεται «ενεργό»).

Με δεδομένο ότι πρόκειται για λέξη όχι προ πολλού καθιερωμένη αλλά νεοεμφανιζόμενη (τώρα άρχισε να λεξικογραφείται), αναρωτιέμαι τι θα στοίχιζε το να συμβάλουν ίσως λεξικογράφοι κ.ά. και τα ΜΜΕ (με προεξάρχοντα τον Τύπο – «scripta manent») στη χρησιμοποίηση, γιατί όχι και στην επικράτηση του «ενεργειοβόρος». Ο τύπος αυτός είναι συνεπής, νομίζω, και με τον συνήθη σε εμάς σχηματισμό σύνθετων λέξεων με ακέραιο, βασικά, το πρώτο συνθετικό (πρβλ. «σημαιο-φόρος», παραισθησιο-γόνος κ.ά.). Πολλώ μάλλον που έχει ήδη παραδοθεί στα ελληνικά παλαιότερος ανάλογος φιλοσοφικός όρος ως «ενεργειοκρατία». Μάλιστα έτυχε να παρατηρήσω ότι και στα γαλλικά εμφανίστηκε, τελευταία, η λέξη ως «energievore» (κατά το carnivore = σαρκοβόρος) και όχι π.χ. ως «energovore». (Θα μου επιτρέπατε ενδεχομένως να σημειώσω και το ότι η «Κ» ήδη προ 15ετίας –31/10/2010– είχε διαθέσει χώρο στα «Γράμματα αναγνωστών» υπό τον τίτλο «Ενεργειοβόρος» αντί «ενεργοβόρος» σε επιστολή του υπογράφοντος, και τότε, εάν θυμάμαι καλά, είχε χρησιμοποιήσει, για λίγο καιρό, σε δημοσιεύματά της το «ενεργειοβόρος»). 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Σ. ΓΑΡΙΑΣ
Νέο Ψυχικό





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου