οι κηπουροι τησ αυγησ

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Ο αγροτικός κόσμος (της Γαλλίας αλλά δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι δεν ισχύει το ίδιο για όλη την Ευρώπη) είναι στη μεγάλη πλειονότητά του έτοιμος να κάνει τη μετάβαση. Αφενός γιατί συνειδητοποιεί πως, αν το γεωργικό μοντέλο δεν εξελιχθεί, κινδυνεύει να πληγεί περαιτέρω από την άνοδο της θερμοκρασίας, τους κλιματικούς κινδύνους και την έλλειψη νερού. Αφετέρου γιατί έχει δει, το δίχως άλλο, τις έρευνες που δείχνουν ότι η εισαγωγή της λεγόμενης αγροοικολογίας, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της βιοποικιλότητας και των υδάτινων πόρων και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να είναι συμβατή με ένα καλύτερο εισόδημα και μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τους αγρότες...

Aπό "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 10-11/02/24




























Ζητείται ένα διαφορετικό είδος γεωργίας

Με αντιφατικές εντολές κοινωνία και πολιτικές Aρχές ζητούν από τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους να παράγουν περισσότερο, καλύτερα και φθηνότερα ταυτόχρονα, ενώ το μοντέλο μετάβασης που προωθείται δεν χρηματοδοτείται...


ΤΗΣ ΚΙΤΤΥΣ ΞΕΝΑΚΗ


«Θέλω να διατυπώσω τρία ερωτήματα προς τους αγρότες που κινητοποιούνται.

Το πρώτο είναι: Τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας θα μπορέσουν να αφοσιωθούν στη γεωργία αν τους αφήσετε ως κληρονομιά μια γη χωρίς σκουλήκια, γεμάτη αντιβιοτικά και φυτοφάρμακα, ελάχιστα γόνιμη, με πολύ λίγα βακτήρια που να μπορούν να συνεργαστούν με τις ρίζες των φυτών, χωρίς μέλισσες και έντομα ικανά για γονιμοποίηση; Νομίζω πως γνωρίζετε την απάντηση. Οχι, δεν θα μπορέσουν να ζήσουν από μια τέτοια γη.

Το δεύτερο ερώτημα δεν αφορά το αύριο, αλλά το σήμερα: Θα συνεχίσουν οι καταναλωτές των τροφίμων που πουλάτε να τα αγοράζουν αν έχουν αμφιβολίες για την ποιότητά τους;

Το τρίτο ερώτημα είναι: Με το κλίμα που ζούμε να έχει τρελαθεί, μπορεί να λειτουργήσει η γεωργία όπως γίνεται σήμερα;».

Ο άνθρωπος που θέτει τα ερωτήματα αυτά, μέσω της ισπανικής «El Pais», δεν είναι κάποιος από εκείνους τους κακώς εννοούμενους οικολόγους που αρέσκονται να κουνάνε το δάχτυλο, αδιαφορώντας για τις οικονομικές επιπτώσεις των όσων αξιώνουν. Ο Βίκτορ Βινιουάλες είναι μεν σήμερα γενικός διευθυντής της περιβαλλοντικής οργάνωσης Erodes, όπως λέει όμως το DNA του είναι φορτωμένο με την κληρονομιά γενεών γεωργών και κτηνοτρόφων. Γεννήθηκε σε απόσταση επτά μέτρων από τις 12 αγελάδες που είχαν οι δικοί του. Οι γονείς του και οι θείοι του κέρδιζαν τα προς το ζην καλλιεργώντας τη γη και εκτρέφοντας ζώα. Μεγάλωσε ανάμεσα σε τρακτέρ και άροτρα.

Εχει λοιπόν μια ολοκληρωτική, συναισθηματική σχέση με τη γεωργική και κτηνοτροφική κουλτούρα. Και θεωρεί ότι οι αγρότες της Ευρώπης «έχουν δίκιο να διαμαρτύρονται για τη διαβολεμένη γραφειοκρατία, για τον αθέμιτο ανταγωνισμό από ορισμένα προϊόντα που εισάγονται χωρίς να τηρούν τους ίδιους κανόνες, για τις χαμηλές τιμές – σε γενικές γραμμές – των προϊόντων τους, για τις τρομερές οικονομικές ζημιές που έχουν υποστεί λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων, για την ανεπάρκεια της αγροτικής ασφάλισης, για τη μικρή βοήθεια που τους χορηγείται για να καινοτομούν…». Τον εκπλήσσουν όμως ορισμένες από τις διεκδικήσεις τους που στρέφονται κατά της οικολογίας. Γιατί κατά την άποψή του ο μεγάλος εχθρός της γεωργίας σήμερα είναι η κλιματική αλλαγή.

«Κανείς δεν γνωρίζει ακόμα», έγραφε παράλληλα προ ημερών η «Libération» σε πολυσέλιδο αφιέρωμά της, «πώς θα τελειώσει το κίνημα οργής των αγροτών. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν θα τελειώσει καλά αν η διέξοδος που τελικά βρεθεί καταλήγει σε μια οικολογική μειοδοσία. Γιατί η οικολογία είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερος σύμμαχος των αγροτών στον αγώνα ενάντια στο ανεξέλεγκτο ελεύθερο εμπόριο που τους σπρώχνει στην αγκαλιά όλο και περισσότερων, και όλο και λιγότερο καλών, λιγότερο καλά αμειβόμενων και λιγότερο ποιοτικών προϊόντων».

Δεν είναι προφανώς τυχαίο, επισημαίνει η «Libé», που το κίνημα διαμαρτυρίας στη Γαλλία ξεκίνησε από μια περιοχή, την Οξιτανία, όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πλήττουν πολύ σκληρά τους αγρότες και τους αμπελουργούς. Λίγο καλύτερα να κοιτάξει κανείς, βλέπει πως κάτι αντίστοιχο συνέβη σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη όπου σημειώνονται αγροτικές κινητοποιήσεις. «Αυτή η κρίση είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσουμε» επιμένει η γαλλική εφημερίδα: «να θέσουμε τη γεωργία στο επίκεντρο της οικολογικής μετάβασης». Κι εντούτοις, πολλά από τα μέτρα κατευνασμού που έχει εισηγηθεί η Κομισιόν δείχνουν να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν αυτή η κρίση είναι πράγματι «μια ευκαιρία», τότε μοιάζει να χάνεται κάτω από το βάρος πολιτικών και εκλογικών υπολογισμών – αυτού που οι «Financial Times» αποκαλούν «αγροτικός λαϊκισμός».

Κι όμως, τα πράγματα είναι (σχετικά) απλά. Οπως έλεγε και ο παππούς του Βίκτορ Βινιουάλες, ο Μαρθελίνο, απέναντι σε ένα αντίξοο κλίμα ο αγρότης δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν έχει λοιπόν νόημα η ικανοποίηση των διεκδικήσεών του αν η κλιματική αλλαγή συνεχίσει να προκαλεί πρωτοφανείς ξηρασίες, αφόρητους καύσωνες, επανειλημμένες θύελλες… 

Οι κατεξοχήν ειδικοί, από την πλευρά τους, το έχουν πει ξεκάθαρα: χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία, προειδοποιεί στην τελευταία της έκθεση η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, οι στόχοι της οικολογικής μετάβασης είναι ανέφικτοι. Σύμφωνα με έρευνα που επικαλείται η «Libé», και η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει επισήμως σύντομα, ο αγροτικός κόσμος (της Γαλλίας αλλά δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι δεν ισχύει το ίδιο για όλη την Ευρώπη) είναι στη μεγάλη πλειονότητά του έτοιμος να κάνει τη μετάβαση. Αφενός γιατί συνειδητοποιεί πως, αν το γεωργικό μοντέλο δεν εξελιχθεί, κινδυνεύει να πληγεί περαιτέρω από την άνοδο της θερμοκρασίας, τους κλιματικούς κινδύνους και την έλλειψη νερού. Αφετέρου γιατί έχει δει, το δίχως άλλο, τις έρευνες που δείχνουν ότι η εισαγωγή της λεγόμενης αγροοικολογίας, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της βιοποικιλότητας και των υδάτινων πόρων και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να είναι συμβατή με ένα καλύτερο εισόδημα και μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τους αγρότες.

Τα «αλλά» είναι όμως αρκετά. Το πρώτο είναι οι αντιφατικές εντολές της κοινωνίας και των πολιτικών αρχών, οι οποίες ζητούν από τους αγρότες να παράγουν περισσότερο, καλύτερα και φτηνότερα –ταυτόχρονα. Και το δεύτερο και βασικότερο, όπως σημειώνει ο Ματιέ Κουρζό, αγρότης και συμπρόεδρος της συλλογικότητας Nourrir, ότι «το μοντέλο γεωργικής μετάβασης που προωθείται δεν χρηματοδοτείται. Οι αγρότες δεν μπορούν να το σηκώσουν στους ώμους τους». Ο Πιερ-Μαρί Ομπέρ, διευθυντής του προγράμματος «Αγροτικές και διατροφικές πολιτικές» στο γαλλικό Ινστιτούτο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και τις Διεθνείς Σχέσεις (IDDRI), συμφωνεί: «Εκείνο που καθιστά την ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία δυσκολοχώνευτη, είναι ότι η Επιτροπή υποτίμησε την κλίμακα των οικονομικών προκλήσεων που συνδέονται με τους προτεινόμενους μετασχηματισμούς. Αυτό που βασικά λείπει από τους αγρότες είναι η κατεύθυνση και η σαφήνεια. Πρέπει να επαναφέρουμε την οικονομική πολυπλοκότητα στην οικολογική σκέψη».

Αρκετοί θεωρούν πως η Κομισιόν αρκέστηκε να θέσει στόχους, αφήνοντας τις δυνάμεις της αγοράς να κάνουν τα υπόλοιπα – με τα γνωστά αποτελέσματα. Δεν φρόντισε, για παράδειγμα, να υπάρξουν επαρκείς ποσότητες από άλλα, φιλικά προς το περιβάλλον σκευάσματα ώστε να αντικατασταθούν τα χημικά φυτοφάρμακα, και κατέληξε να κάνει μια θεαματική κωλοτούμπα, αναιρώντας την προτεινόμενη μείωση των τελευταίων. Ας σημειώνει στην «El Pais» ο Βίκτορ Βινιουάλες πως «έχει δει ολόκληρες γεωργικές οικονομίες να καταρρέουν επειδή αυξήθηκε η συχνότητα των ραντισμών».

Για να συνοψίσουμε: ένα διαφορετικό είδος γεωργίας, πιο βιώσιμο και ανθεκτικό, θα μπορούσε να είναι η απάντηση στην κοινωνική και οικονομική κακοδαιμονία του αγροτικού επαγγέλματος. Απαιτείται όμως οικονομική, συνδικαλιστική και πολιτική στήριξη. Ειδάλλως θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε όλοι, μαζί με τους αγρότες, σε έναν δρόμο που οδηγεί στην καταστροφή.


"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 10-11/02/24

 Δύσκολο επάγγελμα

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

Το να είσαι, ή το να γίνεις πολιτικός είναι μια δύσκολη διαδικασία, ένα επάγγελμα βαρύ – χρειάζεται άπειρη υπομονή, μεγάλο στομάχι που ν’ αντέχει τις ανοησίες του καθενός, ευελιξία και αποστήθιση ρεφρέν ως απαντήσεις σε κουπλέ που επανέρχονται απαράλλακτα. Σε κάποιους που δεν το ζούνε, ή βιώνουν την πολιτική έξωθεν, μοιάζει αφόρητα ανιαρή δουλειά τις περισσότερες φορές, κλισαρισμένη, ιδίως για τον τρόπο που αναγκάζεσαι να χειριστείς τη γλώσσα: με τα ίδια στερεότυπα, τον ίδιο τόνο, τον ίδιο στόμφο, την ίδια, αναμενόμενη ρητορική και άποψη ανάλογα με το κόμμα που ανήκεις, και τους σχετικούς λεκτικούς περιορισμούς εφόσον ασκείς δημόσιο λόγο. H καθημερινότητα έρχεται κι επανέρχεται διαρκώς σχεδόν απαράλλακτη ως déjà vu. Ως ξαναπαιγμένο έργο.

Δηλαδή βλέπουμε τώρα πάλι τις κινητοποιήσεις των αγροτών, τα τρακτέρ, τα μπλόκα, τις διεκδικήσεις για το πετρέλαιο και τα λιπάσματα – όλο το πακέτο. Το σκηνικό το έχουμε ξαναδεί πανομοιότυπο, με τις ίδιες εικόνες, τα αγροτικά οχήματα στους κόμβους, τα ίδια λόγια, και τις ίδιες τελετές: γάλατα που χύνονται, καφάσια μήλα που πετιούνται και πάει λέγοντας. Ολόιδια ρητορική διεκδικήσεων, ανάλογες απαντήσεις απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση και επικεφαλής της αντιπολίτευσης να ιππεύουν αδέξια τα τρακτέρ σαν να είναι τετράτροχες γουρούνες, παριστάνοντας τον agricola απ’ το Κακοσάλεσι. Λες και βλέπεις επίκαιρα του ’60, του ’80, ή του ’90, αλλά με νεότερες μάρκες οχημάτων.

Τα ακριβώς ανάλογα συμβαίνουν και με τις καταλήψεις – άλλη κορεσμένη και ανιαρή ιστορία κι αυτή. Κάθε τόσο τα ίδια και τα ίδια, με απαράλλακτα πανό εδώ και πενήντα χρόνια, ανάλογα αν όχι πανομοιότυπα συνθήματα, κουρελέ-μιζεραμπιλισμό, κόκκινες σημαιούλες της διαρκούς αυταπάτης, μούσια, αστυνομίες απέξω και τα λοιπά. Κι εδώ ίδια ρητορική ως ανέκαθεν, ανακυκλούμενες τελετές, ανάλογες απαντήσεις απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση και συμπαράσταση απ’ την αντιπολίτευση – το νιώθεις περίπου σαν ένα είδος ετήσιας εορτής, με παλιούς ρόλους, σαν να είναι των Τριών Ιεραρχών απ’ την ανάποδη. 

Πώς δεν βαριούνται; Να είσαι, λοιπόν, πολιτικός και να αντιμετωπίζεις διαρκώς τα ίδια φαινόμενα, με τα ίδια λόγια, την ίδια θεατρικότητα, τα ίδια ψεύδη και υπερβολές ένθεν κακείθεν, σαν μια παλιά, ξαναπαιγμένη παράσταση όπου οι ρόλοι είναι πάντα οι ίδιοι – ίσως με ελάχιστες διασκευές για να ταιριάζει το έργο στο σήμερα. Να είσαι πρωθυπουργός, ή επικεφαλής κόμματος αντιπολίτευσης και να πρέπει να ψελλίσεις πάλι παλιές πολιτικές ατάκες που ταιριάζουν στην περίσταση. Ε, δεν είναι μια δουλειά που απαιτεί πολλές νέες εμπνεύσεις, αλλά επανάληψη απόλυτων κλισέ εφόσον και τα λόγια των ρόλων είναι προκαθορισμένα – ακόμα κι όσοι βλέπουν απέξω ξέρουν τι θα πει ο κάθε πολιτικός, πώς θα το πει, και τι θα κάνουν σε κάθε περίπτωση οι μεν και οι δε. Βαρεμάρα.
Τα ακριβώς ανάλογα συμβαίνουν και με τις καταλήψεις – άλλη κορεσμένη και ανιαρή ιστορία κι αυτή. Κάθε τόσο τα ίδια και τα ίδια, με απαράλλακτα πανό εδώ και πενήντα χρόνια, ανάλογα αν όχι πανομοιότυπα συνθήματα, κουρελέ-μιζεραμπιλισμό, κόκκινες σημαιούλες της διαρκούς αυταπάτης, μούσια, αστυνομίες απέξω και τα λοιπά. Κι εδώ ίδια ρητορική ως ανέκαθεν, ανακυκλούμενες τελετές, ανάλογες απαντήσεις απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση και συμπαράσταση απ’ την αντιπολίτευση – το νιώθεις περίπου σαν ένα είδος ετήσιας εορτής, με παλιούς ρόλους, σαν να είναι των Τριών Ιεραρχών απ’ την ανάποδη.
Ακόμα και η αναδρομική, νηπιωδώς καθυστερημένη τρομοκρατία έχει γίνει γραφικό στερεότυπο με παμπάλαιους, παραπλανητικούς τίτλους παρμένους απ’ τον εμφύλιο, εκατό χρόνια πριν, όπως «στενή αυτοάμυνα» (που πάντα είναι επίθεση) και απλοϊκές ταξικές αφαιρέσεις που ακόμα εκστασιάζουν κάποιους. Ιδια καθυστέρηση, ίδια χασομέρια, πάλι η λακέρδα μιας ιδεολογίας κακοχωνεμένης και χωρίς να έχουν ακόμα αφομοιωθεί τα κραυγαλέα διδάγματα από τον Κούρτσιο, τον Μορέτι και τους Μπάαντερ, αν όχι απ’ τους δικούς μας λεβέντες κοσμοδιορθωτές που ανακάλυψαν κι εκείνοι καθυστερημένα την Αμερική. 

Και να, πάλι, τώρα, ή ίδια θεατρικότητα επιτέλεσης και ο ίδιος ημιμαθής ιδεολογικός ναρκισσισμός που θέλουν ξανά να μας σώσουν με το ζόρι. Κι άντε, αν είσαι πολιτικός, να απαντάς πάλι σε όλα αυτά τα παλιά ανέκδοτα με νέες λέξεις. Γίνεται; Οχι. Οφείλεις πάλι κι εσύ να ξαναπείς το παλιό ποίημα απ’ την άλλη όχθη – διότι έτσι είναι ενίοτε ο δημόσιος λόγος: εκατέρωθεν ξύλινος, βαρετός, στερεότυπος. Θα υπάρχει πάντα το βραχυκύκλωμα της ψευδοεπαναστατικής νοσταλγίας. (Είναι θέμα ποσόστωσης σε κάθε γενιά). Αν δεν θες να αποδεχτείς ότι ήσουν μια ζωή λάθος, τότε επιμένεις επί τα αυτά ερήμην του χρόνου. 

Κατόπιν, αργά ή γρήγορα, έρχεται πάλι σφοδρότερη η πραγματικότητα και συνεχίζουμε αργά – εν τω μεταξύ, αν επιδίδεσαι, απ’ την άλλη, στο δύσκολο επάγγελμα του επίσημου πολιτικού, είσαι αναγκασμένος κι εσύ να πράττεις και να λες τα ίδια αποξαρχής. Αναπόφευκτα. Να απαντάς στα ήδη απαντηθέντα. Να ξαναλές μηχανιστικά την προπαίδεια. Να έχεις μεγάλο στομάχι, γαϊδουρινή υπομονή, να μη βαριέσαι τα αφόρητα κλισέ και να αντέχεις να μιλάς και να απαντάς με ανάλογο μη-λόγο. Δύσκολο επάγγελμα.

Εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια, οι ίδιες, σχεδόν, εικόνες. Τα ίδια τραβηγμένα χειρόφρενα. Οι παραλλαγές μικρές, παρά την ιλιγγιώδη ανέλιξη του κόσμου – το θέμα είναι, όμως, πως η επανάληψη στα βασικά είναι οικουμενικό φαινόμενο: πόλεμοι, ίδια ψεύδη, ίδιες ρητορικές, αναμενόμενες ανακοινώσεις, βαρετοί ή θανάσιμοι ρόλοι, είτε διαβάζεις τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντος, είτε τη χθεσινή «Ουάσιγκτον Ποστ».

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα, ίσως γιατί είναι φάρσα απ’ την αρχή. Εξάλλου όλα έχουν να κάνουν με την εννοιολόγηση, δηλαδή με τον Λόγο. Που διαρκώς γίνεται μη-Λόγος, όταν πλέον κι αναπόφευκτα, λόγω επανάληψης αποτελείται, πια, από ξύλο απελέκητο. Γι’ αυτό σου λέω: συχνά είναι δύσκολο επάγγελμα να είσαι πολιτικός, να μιλάς ως πολιτικός μη-μιλώντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου