οι κηπουροι τησ αυγησ

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΕΝΟΥ "ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ" , ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΘΑ ΦΘΑΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ" ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ, ΩΣ ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ; ΠΛΑΚΑ ΘΑ ΕΧΕΙ, ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΕ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ...




 


Μια ιστορική απόφαση
Το σκεπτικό του Πρωτο­δικείου Φλώρινας για το Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας αναγνώρισε, επιτέλους, το αυτονόητο

ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Τελικά, τούτη την εποχή δεν υπάρχουν μόνο κακές ειδήσεις. Οι αναγνώστες της στήλης θα θυμούνται το αφιέρωμά μας πριν από τρεις εβδομάδες σχετικά με τις κινήσεις των εγχώριων εθνικοφρόνων και της εισαγγελίας της Φλώρινας για δικαστική απαγόρευση του σωματείου «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα» (εφεξής: ΚΜΓ), που το έχουν ιδρύσει Ελληνες πολίτες από τέσσερις νομούς της ελληνικής Μακεδονίας κι αναγνωρίστηκε δικαστικά από το εκεί ειρηνοδικείο το περασμένο καλοκαίρι. Ε, λοιπόν, δυο αποφάσεις του πρωτοδικείου Φλώρινας (41/2023 και 42/2023) που εκδόθηκαν στις 16 Μαρτίου, πάνω στην εισαγγελική ανακοπή, τις τριτανακοπές των σωματείων «Παμμακεδονική Ενωση Μακεδονικού Αγώνα Ελλάδος-Αυστραλίας» και «Πανελλήνιος Σύλλογος Απογόνων Μακεδονομάχων “Ο Παύλος Μελάς”» και τις πρόσθετες παρεμβάσεις της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και των σωματείων «Σύνδεσμος Προάσπισης Μακεδονίας-Θράκης», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Φ.Σ.Φ. «Αριστοτέλης» της Φλώρινας και «Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού», έκρινε τελικά καθόλα νόμιμη την ίδρυση του Κέντρου.

«Σήμερα σκότωσαν τη Μακεδονία!» | Κυριάκος Βελόπουλος (16.3.2023)

Για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας η ελληνική Δικαιοσύνη εναρμονίζεται έτσι με το ευρωπαϊκό κεκτημένο όσον αφορά τον σεβασμό των ελευθεριών της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι, σε ζητήματα που θεωρούνται «εθνικά ευαίσθητα» από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης και των πάσης φύσεως υπηρεσιακών μηχανισμών.

Μολονότι η είδηση έχει ήδη δημοσιευτεί, προκαλώντας τις αναμενόμενες αντιδράσεις της βαθιάς εθνικοφροσύνης, αξίζει ν’ ασχοληθούμε κάπως αναλυτικότερα με το κείμενο της ιστορικής αυτής απόφασης αλλά και με το περιεχόμενο των αντιδράσεων όσων επιδιώκουν το φωτεινό αυτό δεδικασμένο να αποδειχτεί βραχύβιο.

Ελευθερίες για όλους


Η πρωτοδίκης Ελένη Τσιμέρογλου απέρριψε την ανακοπή της εισαγγελέως, την πρόσθετη παρέμβαση της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και τις τριτανακοπές της «Παμμακεδονικής Ενωσης» και του «Παύλου Μελά» ως «ουσιαστικώς αβάσιμες», για λόγους που εκτίθενται αναλυτικά στις 50 σελίδες της πρώτης απόφασης και στις 35 σελίδες της δεύτερης. Ταυτόχρονα, απέρριψε «ως απαραδέκτως ασκηθείσες» τις πρόσθετες παρεμβάσεις του «Συνδέσμου Προάσπισης Μακεδονίας-Θράκης», της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, του φλωρινιώτικου «Αριστοτέλη» και της «Ενωσης Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού» – τη μεν πρώτη για δικονομικούς λόγους, ενώ τις υπόλοιπες με τη διαπίστωση ότι «δεν στοιχειοθετείται άμεσο έννομο συμφέρον» των παρεμβαινόντων.

Με άλλα λόγια, το δικαστήριο έκρινε πως η εθνικοφροσύνη δεν συνιστά από μόνη της επαρκή και ουσιώδη λόγο για να ζητάς την απαγόρευση όσων δεν συμφωνείς μαζί τους στα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Απόφαση εξαιρετικά σημαντική, αν λάβουμε υπόψη ότι στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν η ελληνική Δικαιοσύνη είχε επιστρατεύσει ακόμη και τον πατέρα Πλεύρη σαν «εμπειρογνώμονα» σε περιπτώσεις δίωξης «αντεθνικών» απόψεων, με μοναδικό κριτήριο την ιδιάζουσα ενασχόλησή του μ’ αυτά τα ζητήματα…

Ας έρθουμε, τώρα, στην ουσία: τους λόγους για τους οποίους κηρύχθηκαν «ουσιαστικώς αβάσιμες» οι ενστάσεις των ανακοπτόντων στη λειτουργία ενός Κέντρου με καταστατικό σκοπό «τη διατήρηση και καλλιέργεια της Μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα» και την «υποστήριξη της εισαγωγής της ως προαιρετικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια» (όπως συμβαίνει προ πολλού με τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και –σε επίπεδο ΑΕΙ– με μια σειρά άλλες σλαβικές γλώσσες).

Κατ’ αρχάς, το δικαστήριο υπενθύμισε –παραπέμποντας στη σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου– πως η μη αναγνώριση ή διάλυση σωματείου «δικαιολογείται όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβίασης και του σκοπού στον οποίο αποβλέπει» και πως η σχετική ανάγκη «πρέπει να είναι άμεση και πειστικώς αποδεικνυόμενη», να μη στηρίζεται δηλαδή απλά και μόνο σε «υπόνοιες ή εντυπώσεις για τις προθέσεις ή τις τυχόν σκοπούμενες δραστηριότητες του σωματείου ως παράνομες ή αντικείμενες στη δημόσια τάξη».

Ακολουθεί η υπενθύμιση πως οι ελευθερίες της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι προστατεύονται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ιδίως όσον αφορά τις μειοψηφικές εκείνες απόψεις και συλλογικότητες που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικής αποδοχής: «Ενας από τους σκοπούς της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι είναι η προστασία και άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, με αποτέλεσμα να υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ των [σχετικών] άρθρων 10 και 11 της ΕΣΔΑ, ιδίως σε ό,τι αφορά “μη αρεστές” στην πλειονότητα ιδέες και απόψεις. Υπό το φως του ανωτέρω συνδέσμου, μόνο πειστικοί και επιτακτικοί λόγοι δύνανται να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, η δε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αναγνωρίζει ένα περιορισμένο περιθώριο εκτίμησης στις εθνικές Αρχές, παρέχοντας ένα υψηλό επίπεδο προστασίας στη δυνατότητα ύπαρξης και τη δράση κάθε είδους οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών».

Παραπέμποντας σταθερά στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η απόφαση ξεκαθαρίζει στη συνέχεια πως, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι σκοπός του Κέντρου είναι η προβολή και καλλιέργεια μειονοτικής ταυτότητας, αυτό αποτελεί νόμιμο δικαίωμα των ιδρυτών του ως Ελλήνων πολιτών:

«Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η δυνατότητα για τους πολίτες να συνιστούν νομικό πρόσωπο, προκειμένου να ενεργούν συλλογικώς σε έναν τομέα κοινού ενδιαφέροντος, αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές όψεις της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, χωρίς την οποία το εν λόγω δικαίωμα θα στερείτο οιουδήποτε νοήματος. Τα σωματεία που συστήνονται για σκοπούς, όπως λ.χ. για την επιδίωξη διαφόρων κοινωνικών ή οικονομικών σκοπών, την προστασία της πολιτιστικής ή πνευματικής κληρονομίας, την αναζήτηση εθνικής ταυτότητας ή την επιβεβαίωση μιας μειοψηφικής συνείδησης, είναι σημαντικά για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας. Ο τρόπος με τον οποίο η εκάστοτε εθνική νομοθεσία καθιερώνει την ελευθερία αυτήν και την εφαρμογή της στην πράξη από τις Αρχές αποκαλύπτει την κατάσταση της δημοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας. Η άρνηση λ.χ. της εγγραφής σωματείου, με την αιτιολογία να δοθεί τέλος στην εικαζόμενη πρόθεση των ιδρυτών του να διαδώσουν την ιδέα ότι υφίσταται μία εθνική μειονότητα και ότι τα δικαιώματα των μελών της δεν τυγχάνουν πλήρους σεβασμού, δεν κρίνεται αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο, καθόσον, ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι η ανωτέρω εικαζόμενη πρόθεση είναι πραγματικός σκοπός του σωματείου, τούτο δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με ορισμένη απειλή προς μία δημοκρατική κοινωνία. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο όταν στο καταστατικό του εκάστοτε σωματείου ουδόλως υπονοείται ότι τα μέλη του θα υπερασπισθούν τη χρήση βίας ή αντιδημοκρατικών ή αντισυνταγματικών μέσων. […] Τούτο ισχύει ακόμη και εάν αυτές οι ιδέες προκαλούν αντιπαραθέσεις και βασίζονται σε ιστορικές ερμηνείες απαράδεκτες για τις αρχές και την πλειονότητα του πληθυσμού. […] Η διάλυση του σωματείου για λόγους που ανάγονται στην προβολή απόψεων περί εθνικής ταυτότητας, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την επίσημη κρατική ιδεολογία, όπως αυτή αποτυπώνεται στη νομοθεσία της εκάστοτε χώρας, ή στην επιλογή μιας επωνυμίας που προκαλεί και εγείρει τα εχθρικά συναισθήματα της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού, δεν δικαιολογείται στο μέτρο που δεν συνιστούν πραγματική απειλή για την κοινωνία στο εκάστοτε κράτος».

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, διευκρινίζεται φυσικά πως «από την ελευθερία που απολαμβάνουν τα άτομα να προβάλλουν μία μειονοτική ταυτότητα και να δραστηριοποιούνται συλλογικώς για την προώθησή της, δεν πηγάζει νομική υποχρέωση για το εκάστοτε κράτος να αναγνωρίσει την ύπαρξη της μειονότητας». Από κει και πέρα, «εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των εκάστοτε (φυσικών ή νομικών) προσώπων να ιδρύσουν ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο, στο πλαίσιο επίτευξης των καταστατικών σκοπών του οποίου να περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η οργάνωση της διδασκαλίας μιας αλλοδαπής γλώσσας, όπως αποδείχθηκε ότι συντρέχει και στην ένδικη υπόθεση».

Εξίσου σημαντική είναι η διάλυση της σύγχυσης που επιχειρήθηκε να καλλιεργηθεί σε σχέση με την υποτιθέμενη «απαγόρευση», από τη Συμφωνία των Πρεσπών, κάθε αναφοράς στη σλαβοφωνία μερίδας κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας: «Ο όρος μακεδονική γλώσσα, όπως αυτός χρησιμοποιείται τόσο στην επωνυμία όσο και στο άρθρο 2 του καταστατικού του καθ’ ου σωματείου, αποδείχθηκε ότι αναφέρεται στον αντίστοιχο και σαφώς προσδιοριζόμενο στο άρθρο 1 παρ. 3 περ. γ’ και 7 του Ν. 4588/2019 όρο, όπου ρητώς ορίζεται ότι η επίσημη γλώσσα του όμορου της Ελλάδος κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, ήτοι η “μακεδονική γλώσσα”, ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών […]. Από καμία διάταξη του Ν. 4588 [δεν] συνάγεται ότι η εν λόγω ειδικότερα οριζόμενη “μακεδονική γλώσσα” ομιλείται ή πρέπει να ομιλείται αποκλειστικώς εντός των εδαφικών ορίων του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, όπως αβασίμως αντιτείνουν το τριτανακόπτον σωματείο, η ανακόπτουσα Εισαγγελέας Πρωτοδικών Φλώρινας και η προσθέτως παρεμβαίνουσα Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. […] Το ότι η ελληνική γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους δεν αποκλείει αυτομάτως τη δυνατότητα ομιλίας, χρήσης, κατανόησης ή εκμάθησης αυτής εκτός των ελληνικών συνόρων, όπως και τανάπαλιν ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα ομιλίας, χρήσης, κατανόησης ή εκμάθησης ετέρων αλλογενών γλωσσών, διαλέκτων ή ιδιωμάτων εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας».

Το δικαστήριο ξεκαθάρισε επίσης πως η επίμαχη σλαβοφωνία δεν συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια ούτε δικαιολογεί τη λήψη απαγορευτικών μέτρων: «Το εάν και σε ποιον βαθμό ομιλείται ή έστω κατανοείται (και) η “μακεδονική γλώσσα” από απροσδιόριστο αριθμό ελλήνων πολιτών της Βόρειας Ελλάδας, και δη εντός των Περιφερειών Φλώρινας, Πέλλας, Καστοριάς, Κοζάνης, Θεσσαλονίκης, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας και Δράμας, ουδόλως ασκεί ουσιώδη έννομη επιρροή στην έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης», καθώς «ουδεμία σύνδεση αποδείχθηκε των (ιδρυτικών) μελών του καθ’ ου σωματείου με έκνομες, αλυτρωτικές, ανατρεπτικές ή αποσχιστικές ενέργειες, συνιστάμενες απειλή εις βάρος της εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας ή της εδαφικής ακεραιότητας του ελληνικού κράτους. […] Αλλωστε, σύμφωνα και με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα από το Δικαστήριο διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός δεν συνδέεται αποκλειστικώς με τη γνώση, ομιλία, χρήση ή κατανόηση μιας γλώσσας, διαλέκτου ή ενός ιδιώματος, αλλά με ένα σύνολο στοιχείων (συνείδηση, παιδεία, θρησκεία, κουλτούρα, πολιτισμός, τέχνες, ήθη και έθιμα, παραδόσεις κ.λπ.), τα οποία προσδίδουν συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα σε ορισμένα άτομα ή ομάδα ατόμων».

Στο σημείο αυτό, η απόφαση παραθέτει αναλυτικά τις καταθέσεις των δυο μαρτύρων που υποστήριξαν την απαγόρευση του σωματείου – διευκρινίζοντας πως αυτές «ουδόλως αναίρεσαν, ούτε καν κλόνισαν» την «πλήρη και ασφαλή δικανική πεποίθηση» του δικαστηρίου για την υπόθεση. Το περιεχόμενό τους αποδεικνύεται αληθινό περιβόλι, αποκαλυπτικό της σοβαρότητας της εθνικόφρονος επιχειρηματολογίας.

Ο ένας από τους μάρτυρες, παλιός συνεργάτης του πατρός Πλεύρη στην «4η Αυγούστου» επί χούντας (ως φοιτητής) και στέλεχος του μεταξικού ΕΝΕΚ μετά τη Μεταπολίτευση, ισχυρίστηκε πως ενδεχόμενη διδασκαλία της επίσημης μακεδονικής θα ισοδυναμούσε με «πολιτισμική γενοκτονία» των τοπικών σλαβομακεδονικών ιδιωμάτων. (Να απαγορευτεί, λοιπόν, η διδασκαλία και χρήση της λόγιας ελληνικής, για να μη «γενοκτονηθούν» τα κρητικά, τα ποντιακά και τα ρουμελιώτικα!). Ο δεύτερος, Φλωρινιώτης, παρότρυνε όσους συμπολίτες του «θέλουν να μάθουν» την επίμαχη γλώσσα να το κάνουν εκτός Ελλάδας: «Είναι βουλγαροσερβικό ιδίωμα το οποίο έχει αναγνωριστεί μόνο για χρήση εντός των συνόρων της γειτονικής χώρας. Φυσικά, άμα θέλουν να μάθουν, 10 χλμ. είναι τα Σκόπια, ας πάνε να μάθουνε»…
Θάνου και Υιός



Στην πραγματικότητα, η πρωτοπόρα αυτή απόφαση απαντά όχι μόνο στην ανακοπή της τοπικής εισαγγελέως (που, σύμφωνα με διάφορα ΜΜΕ, προκλήθηκε με εντολή του Ισίδωρου Ντογιάκου – εξ ου και οι περισσότεροι προεξοφλούσαν την επιτυχή έκβασή της, κρίνοντας από τη συνήθη πρακτική της ελληνικής Δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο πεδίο), αλλά και στις απόψεις που διατύπωσε με δυο άρθρα της στη «Ναυτεμπορική» (15/12/2022 και 14/1/2013) η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου (2014-2017), νομική σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα (2017-2019) και υπηρεσιακή πρωθυπουργός το 2015, Βασιλική Θάνου. Οπως προκύπτει από τη διασταύρωση των δυο κειμένων, η εισαγγελική ανακοπή ουσιαστικά αναπαρήγαγε ουσιαστικά την επιχειρηματολογία της κυρίας Θάνου. Για μια εύστοχη κριτική αυτής της τελευταίας, παραπέμπουμε δε στην εμπεριστατωμένη ανάλυση του καθηγητή Σωτήρη Βαλντέν.

Μικρή αλλά ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: εκτός από εισηγήτρια μιας παρόμοιας παλιότερης απαγόρευσης (της «Στέγης Μακεδονικού Πολιτισμού») από τον Αρειο Πάγο, που επέφερε καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η κυρία Θάνου τυγχάνει επίσης μητέρα του δικηγόρου Σπύρου Χριστόφιλου, που υποστήριξε την (ομόδικη με την ανακοπή της εισαγγελέως) τριτανακοπή της «Παμμακεδονικής Ελλάδας-Αυστραλίας». Βέβαια, αν κάποια οργάνωση έπρεπε να απαγορευτεί στη χώρα μας με βάση την πρόβλεψη της συμφωνίας των Πρεσπών για «αποθάρρυνση και αποτροπή πράξεων από ιδιωτικές οντότητες που υποδαυλίζουν τον αλυτρωτισμό και τον αναθεωρητισμό σε βάρος του άλλου Μέρους» (άρθρο 6§3 του Ν. 4588/2019), αυτοί είναι οι εντολείς του κ. Χριστόφιλου, ο ιστότοπος των οποίων «διεκδικεί» ρητά ένα τμήμα της γειτονικής μας χώρας σαν δήθεν ελληνικό.

Τέλος καλό, όλα καλά; Ας μη βιαζόμαστε. Το μέλλον θα δείξει αν η (από κάθε άποψη) ιστορική αυτή απόφαση θ’ αποτελέσει τομή στην ελληνική έννομη τάξη, όσον αφορά την προσαρμογή της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο του σεβασμού της διαφορετικότητας και βασικών ελευθεριών, ή αν θα επιστρέψουμε στον θεσμικό κορσέ της παραδοσιακής εθνικοφροσύνης. Υπενθυμίζοντας ότι ενώπιον του ίδιου πρωτοδικείου εκκρεμούν ακόμη ουκ ολίγες τριτανακοπές άλλων εθνικών σωματείων, ένας δικηγόρος - θεολόγος της συμπρωτεύουσας (αποτυχημένος υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος του Ζέρβα και γιος παλαίμαχου προέδρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών) προανήγγειλε πάντως την περασμένη Κυριακή μακροχρόνιο αγώνα για την πάταξη του εσωτερικού εχθρού: «Ραντεβού στο Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, εκτός αν αλλάξει στο εντωμεταξύ [sic] κάτι στο Πρωτοδικείο Φλώρινας. Και στο βάθος Αρειος Πάγος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου