οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Το εξώφυλλο της κυριακάτικης έκδοσης των «New York Times» ήρθε να ταράξει τους πάντες. Να θυμίσει ότι πίσω από τους αριθμούς των θυμάτων του κορωνοϊού σε αυτή την περίεργη φάση της ανθρωπότητας, κρύβονται ιστορίες και αγκαλιές, αγάπες και περιπέτειες. Και να σημάνει, ίσως, την ανασυγκρότηση και αντεπίθεση του Τύπου στην εποχή της υπερπληροφόρησης μέσα στην οποία βυθίζονται αύτανδρα ΜΜΕ, συνειδήσεις, πολιτικές απόψεις και η τέχνη του διαλόγου. «Δεν ήταν απλά ονόματα σε έναν κατάλογο. Ηταν εμείς» έγραφε ο τίτλος, θυμίζοντας αυτό το παλιό αξίωμα της δημοσιογραφίας για τη σημασία του λειτουργήματος. Το ότι οι δημοσιογράφοι εκπροσωπούν το σύνολο, ρωτούν αυτά που θέλει να ξέρει ο ενημερωμένος πολίτης και επιμένουν όταν δεν παίρνουν απαντήσεις....

Από "ΤΑ ΝΕΑ"


"ΤΑ ΝΕΑ", 27/05/20

Κι όμως υπάρχει «εμβόλιο» 
για τη σωτηρία του Τύπου
Το εξώφυλλο των κυριακάτικων «New York Times» ήρθε να ταράξει τους πάντες, υπενθυμίζοντας πως μέσα στην πανδημία και στον πυρετό των fake news μπορεί να αναδειχθεί ξανά το δημοσιογραφικό λειτούργημα

ΤΗΣ ΝΑΤΑΣΑ ΜΠΑΣΤΕΑ

Χρειάσθηκε ένα πρωτοσέλιδο. Ενα εμπνευσμένο πρωτοσέλιδο, είναι η αλήθεια. Χρειάσθηκε να σπάσει μια παράδοση. Μια παράδοση αρκετών δεκαετιών που ήθελε τα πρωτοσέλιδα να έχουν πάντα γραφήματα ή φωτογραφίες, εικόνες που να κατανοούνται εύκολα από τον αναγνώστη χωρίς να υποχρεωθεί να διαβάσει. Αυτή τη φορά έπρεπε να διαβάσει. Ονόματα, ηλικίες, κάποιες τελευταίες λέξεις όπως «ευχαριστώ», αγαπημένες ασχολίες και μερικές λέξεις ακόμα που έδιναν το άρωμα της ζωής του ανθρώπου. Χίλια ονόματα, χίλια βλέμματα, χίλιες ζωές που χάθηκαν από τον κορωνοϊό, ανάμεσα στα 100.000 θύματα του Covid-19 στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το εξώφυλλο της κυριακάτικης έκδοσης των «New York Times» ήρθε να ταράξει τους πάντες. Να θυμίσει ότι πίσω από τους αριθμούς των θυμάτων του κορωνοϊού σε αυτή την περίεργη φάση της ανθρωπότητας, κρύβονται ιστορίες και αγκαλιές, αγάπες και περιπέτειες. Και να σημάνει, ίσως, την ανασυγκρότηση και αντεπίθεση του Τύπου στην εποχή της υπερπληροφόρησης μέσα στην οποία βυθίζονται αύτανδρα ΜΜΕ, συνειδήσεις, πολιτικές απόψεις και η τέχνη του διαλόγου. «Δεν ήταν απλά ονόματα σε έναν κατάλογο. Ηταν εμείς» έγραφε ο τίτλος, θυμίζοντας αυτό το παλιό αξίωμα της δημοσιογραφίας για τη σημασία του λειτουργήματος. Το ότι οι δημοσιογράφοι εκπροσωπούν το σύνολο, ρωτούν αυτά που θέλει να ξέρει ο ενημερωμένος πολίτης και επιμένουν όταν δεν παίρνουν απαντήσεις.

Ο Ιαν Μπόιντ είναι καθηγητής Βιολογίας στο διάσημο πανεπιστήμιο Σεν Αντριους. Τώρα που η σκόνη πάει λίγο να κατακάτσει τόνισε τη μεγάλη σημασία των ΜΜΕ στην κρίση αυτή. «Ο ρόλος τους είναι κρίσιμος για να μεταφέρουν τα σημαντικά μηνύματα. Η επιμονή να παίρνουν απαντήσεις, η διάθεση να τις μεταφέρουν και η αίσθηση ότι είναι εκείνοι για όσους δεν μπορούν να εκφραστούν».

Δεν πέρασαν λίγες ημέρες και μόλις τη Δευτέρα το απόγευμα, στον κήπο της πρωθυπουργικής κατοικίας της Βρετανίας, στην Ντάουνινγκ Στριτ ο Ντόμινικ Κάμινγκς, ο πανίσχυρος σύμβουλος του Μπόρις Τζόνσον, ο άνθρωπος πίσω από την εκστρατεία του Brexit προσπάθησε να δικαιολογήσει γιατί εν μέσω καραντίνας οδήγησε με τη σύζυγό του και τον γιο του 400 χιλιόμετρα μέχρι το Ντάρχαμ στους γονείς του. Και δεν ήταν τόσο οι δικαιολογίες που δεν έδειχναν να στέκουν, ούτε το ότι δεν ζήτησε συγγνώμη, αυτά που έκαναν εντύπωση. Εκείνο που συζητήθηκε περισσότερο ήταν οι δημοσιογράφοι, ο ένας μετά τον άλλον που στέκονταν απέναντί του και του απηύθυναν συνέχεια με ήρεμο αλλά έντονο τρόπο τα ερωτήματα εκ μέρους εκατομμυρίων Βρετανών που έμειναν σπίτι συχνά χωρίς παροχές, χωρίς δουλειές και χωρίς να μπορούν να δουν τους αγαπημένους τους.

Επέλαση των fake news. Μέσα από την πανδημία αναδύεται - τι ειρωνεία - και πάλι το δημοσιογραφικό λειτούργημα. Την ίδια περίοδο που ο αριθμός των fake news εκτοξεύθηκε κάνοντας τους ειδικούς να μιλάνε για μια δεύτερη πανδημία - εκείνη της παραπληροφόρησης.

Μόλις προχθές ερευνητές του Carnegie Mellon University ανακοίνωσαν ότι σύμφωνα με μελέτη τους το 45% των tweets των τελευταίων τριών μηνών που αναφέρονται στην πανδημία αποτελούν fake news. Εξέτασαν περισσότερα από 200 εκατομμύρια tweets με κοινό σημείο αναφοράς τον Covid-19 και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πολλά δεν έχουν συνταχθεί από ανθρώπους αλλά από υπολογιστές - προφανώς με ανθρώπινες εντολές με στόχο τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνωμοσίας. Και στην Ελλάδα, έρευνα που έκανε το Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έδειξε ότι 3 στους 5 πολίτες έπεσαν θύματα παραπληροφόρησης στη διάρκεια της πανδημίας, κυρίως μέσω ηλεκτρονικών αναρτήσεων.

Σωστή ενημέρωση. Και κάπως έτσι η ανάγκη για έγκυρη και εξακριβωμένη ενημέρωση αυξάνεται. Ομως μια ενημέρωση όχι μόνο με στοιχεία και αριθμούς αλλά και ενσυναίσθηση. Οπως αυτή που επέδειξαν οι «New York Times» με το πρωτοσέλιδό τους. Μια δημοσιογραφία που αποτυπώνει τα αμείλικτα στοιχεία τόσων χιλιάδων θανάτων, δίνοντας πινελιές ανθρωπιάς, μυρωδιές ζωής, δίνοντας πρόσωπο στους αριθμούς που συνεχίζουν να αυξάνονται. Και κυρίως μια δημοσιογραφία που φέρνει την εξουσία προ των ευθυνών της.

Ολος ο πλανήτης συζητούσε το πρωτοσέλιδο της έγκυρης αμερικανικής εφημερίδας, την ώρα που ο πρόεδρος της πιο πληττόμενης χώρας στον κόσμο από την πανδημία έπαιζε γκολφ σε ένα από τα ξενοδοχεία του στο Στέρλινγκ της Βιρτζίνια. Οι αντιδράσεις στα social media ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, με κάποιους χρήστες να κάνουν λόγο ακόμα και για μια στάση που μοιάζει με «εγκληματική αμέλεια».

Η προετοιμασία. Σε έναν κόσμο συνηθισμένο πια στις διαρκείς κορόνες, ποια ήταν η διαφορά αυτής της κραυγής; Ηταν η διαφορά της ποιοτικής δημοσιογραφίας από εκείνης του εντυπωσιασμού και του λαϊκισμού. Ηταν το γεγονός πως οι εργαζόμενοι στους «New York Times» αφιέρωσαν πολύ χρόνο και σκέψεις γι' αυτό το αποτέλεσμα. Η Σιμόν Λάντον, υπεύθυνη του τμήματος γραφημάτων της εφημερίδας, ήθελε να αναδείξει τον αριθμό με έναν τρόπο που περιέγραφε τόσο τις χιλιάδες απώλειες ζωών αλλά και την ποικιλία αυτών των ζωών που χάθηκαν. «Στο τμήμα συζητούσαμε πως οι αναγνώστες αλλά ακόμα και εμείς οι ίδιοι, έχουμε αρχίσει να κουραζόμαστε με τη συνεχή παράθεση τόσων αριθμών». Πώς θα μπορούσαμε να δείξουμε όλη αυτή την καταστροφή με όρους όχι μόνο αριθμητικούς αλλά και ουσιαστικούς; αναρωτήθηκαν. «Απλά 100.000 τελείες ή γραμμές δεν θα περιέγραφαν το ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, τι είδους ζωές βίωσαν, τι σημαίνει η απώλειά τους για τον κύκλο τους αλλά και για τη χώρα», εξηγεί η Λάντον. Η ομάδα των γραφιστών εξέτασαν αρκετές εκδοχές του πρωτοσέλιδου - μια με μικρές φωτογραφίες των θυμάτων που θα κάλυπταν όλη τη σελίδα, άλλη με τελείες ή παύλες όσες και οι νεκροί. Τελικά κατέληξαν σε κάτι που δεν είχε τολμήσει η εφημερίδα εδώ και 40 χρόνια: Μόνο ονόματα και λέξεις, χωρίς γραφήματα ή φωτογραφίες. Τότε, ρίχτηκαν στη μάχη οι δημοσιογράφοι. Σάρωσαν όλες τις εφημερίδες της χώρας, βρήκαν νεκρολογίες και αφηγήσεις συγγενών, ξεχώρισαν φράσεις που περιέγραφαν τη ζωή του κάθε θύματος και κατέληξαν σε αυτή την τόσο δυνατή εικόνα του πρωτοσέλιδου - χωρίς καμία εικόνα.

Μπορεί τέτοιου είδους εξαιρετικές παρεμβάσεις από έγκυρες εφημερίδες να σώσουν τον Τύπο; Μπορεί το σφυροκόπημα του Κάμινγκς από τους δημοσιογράφους να ξαναχτίσει τον δεσμό που είχαν κάποτε οι αναγνώστες και οι γραφιάδες; Μπορεί, λένε οι ειδικοί. Η πανδημία έχει φέρει τα πάνω κάτω σε πολλούς τομείς και όπως παρατηρεί ο Μπρένταν Κίπερ, καθηγητής Δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, ο πολίτης μέσα στην κρίση αναλογίζεται ποιους πρέπει να πιστέψει, ποιους πρέπει να εμπιστευθεί. Και το αποτύπωμα των σοβαρών εντύπων παραμένει βαθύ στη συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας.

Μάχη επιβίωσης. Χρειάζεται, βέβαια, να επιβεβαιώνεται διαρκώς. Τα έντυπα δίνουν τη δική τους μάχη επιβίωσης, με τις κυκλοφορίες να δέχονται πίεση. Κάποιοι όμιλοι στη Βρετανία αποφάσισαν σε τοπικό επίπεδο να μοιράζουν δωρεάν τις εφημερίδες στα σπίτια των συνδρομητών και άλλοι να χρεώνουν για συγκεκριμένο περιεχόμενο, σε μια προσπάθεια να αυξηθούν τα έσοδα ώστε να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας. Η κρίση που, ούτως ή άλλως, πλήττει τη βιομηχανία του Τύπου επιστρέφει με νέα ένταση. Υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης; Ναι, επιμένουν οι αναλυτές.

Οι εφημερίδες δεν προσφέρουν πια απλή ενημέρωση - αυτό το κάνουν τα ηλεκτρονικά μέσα που έχουν μεγαλύτερη αμεσότητα. Οι εφημερίδες προσφέρουν βάθος στην ενημέρωση, απόψεις, διαφωνίες και κυρίως εγκυρότητα, κάτι που εξασφαλίζει τόσο η εργασιακή κουλτούρα τους, όσο και ο χρόνος που μεσολαβεί από τα μεγάλα γεγονότα μέχρι την ανάδειξη της σχετικής έρευνας. Η δύναμη της ποιοτικής δημοσιογραφίας δεν μπορεί να χαθεί. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκεί όπου η επιδημία είναι μάλλον απίθανο να τελειώσει πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου. Οι αποκαλύψεις και η έρευνα στα πεπραγμένα ή την ολιγωρία της κυβέρνησης θα συνεχίσει να απασχολεί τα πρωτοσέλιδα των έγκυρων εφημερίδων, διαμορφώνοντας απόψεις. Ταυτόχρονα, υποχρέωση των δημοσιογράφων, παρατηρεί η Λι Ρέγκβιλ του Κέντρου Ερευνών στο Λος Αντζελες, είναι η ανάδειξη των όσων θετικών γίνονται στην κοινωνία, των λύσεων που βρίσκονται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. «Ο ρόλος του Τύπου είναι να αναδεικνύει τα κοινά σε μια κοινωνία που διασπάται και εγκλωβίζεται, είναι να προβάλλει τις κοινές αξίες και να ελέγχει τη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας. Ο ρόλος του Τύπου είναι να παραμένει μια αξιόπιστη σταθερά σε ένα τοπίο που διαρκώς αλλάζει».

Ο νέος ρόλος των εφημερίδων
ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Το πρωτοσέλιδο της έντυπης έκδοσης των «New York Times» χρησιμοποίησε τη λογική των νεκρώσιμων αγγελιών για να τιμήσει τους περίπου 100.000 Αμερικανούς που έχουν πεθάνει έως σήμερα από την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό το πρωτοσέλιδο, όπως κι άλλα αντίστοιχα στο παρελθόν άλλων εφημερίδων, σηματοδοτεί τη δύναμη του Τύπου, ακόμη και στην εποχή του Γαλαξία του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.


Σηματοδοτεί επίσης τον σημαίνοντα ρόλο της έντυπης δημοσιογραφίας στη ζωή μας. Παρά το γεγονός ότι οι εφημερίδες κι οι δημοσιογράφοι τους έχουν αμφισβητηθεί τόσο από τις τεχνολογικές εξελίξεις, όσο κι από την αποδυνάμωση των κάποτε επικερδών επιχειρηματικών μοντέλων και τον νέο κατακερματισμό του κοινού, συνεχίζουν να θέτουν τη δημόσια συζήτηση, ακόμη κι όταν δεν μπορούν ή δεν έχουν πλέον λόγο να παρακολουθούν τα δρώμενα κατά την εξέλιξή τους.

Η δύναμη του Τύπου έγκειται στην ικανότητα των δημοσιογράφων να ελέγχουν την εκάστοτε κυβέρνηση, να κινητοποιούν την κοινή γνώμη για θέματα που είναι σημαντικά για την κοινωνία και να παρέχουν εμπεριστατωμένη ενημέρωση. Γι' αυτό και η βασική κρίση της δημοσιογραφίας δεν έχει να κάνει με τα επιχειρηματικά μοντέλα, την ποιότητα, την ηθική ή την αξιοπιστία. Εχει να κάνει με το γεγονός ότι η είδηση, η καρδιά της δημοσιογραφίας χάνει τη σημασία της μετά από σχεδόν δύο αιώνες - και επομένως την εμπορική της αξία. Οι διεθνείς ειδήσεις λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων όλο και μειώνονται, ενώ σε λίγα χρόνια θα γράφονται αποκλειστικά από μεταφραστές, ενός ή δύο ειδησεογραφικών πρακτορείων. Οι εσωτερικές ειδήσεις όλο και περισσότερο (ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) αρχίζουν να εξισώνονται με τις selfies και ιστορίες από τους φίλους και την οικογένεια (ή από διασημότητες που είναι σαν συγγενείς μας) αντί της πόλης ή της πολιτικής σκηνής.

Οι ειδήσεις κάποτε αποτελούσαν την κύρια πηγή των καθημερινών δρώμενών μας και την ανάγκη της ανάγνωσης. Οι εφημερίδες ήταν το εργαλείο που πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για να επικοινωνούν με τους συνεργάτες, τους συναδέλφους και τους φίλους τους. Αλλά σταδιακά με την έλευση του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, των βιντεοπαιχνιδιών, του YouTube, του Twitter και του Netflix υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα εκτός από τις ειδήσεις για να συζητήσουμε στις παρέες με τους φίλους.

Το αποτέλεσμα είναι η ανάδυση μιας δημοσιογραφίας ελάσσονος μορφής, η οποία παράγεται ολοένα και περισσότερο από τις πηγές παρά από τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης (tweets πολιτικών ή τοπικών αστυνομικών ή τοπικών Αρχών και δελτία Τύπου γραφείων δημοσίων σχέσεων) όπου ελάχιστοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για την παροχή τους και σε τελική ανάλυση η είδηση να χάνει την εμπορική της αξία.


Οι εφημερίδες στις μέρες μας επιτελούν ένα είδος κοινωνικής υπηρεσίας κι αυτό ακριβώς έκανε το πρωτοσέλιδο των «NYT». Ενδεχομένως έχουν ωριμάσει οι καιροί ώστε να αρχίσουμε να συζητάμε για την έλευση και στήριξη των εφημερίδων όπως στηρίζουμε τη δημόσια τηλεόραση. Απλώς και μόνον αναλογιστείτε ότι με τη μείωση των κυκλοφοριών έχουν αυξηθεί όχι μόνον οι «λειτουργικά αναλφάβητοι», αλλά και πολιτικοί σχηματισμοί που απορρίπτουν δημοκρατικές αξίες και ιδεώδη. Εάν η έντυπη δημοσιογραφία και η δημοκρατία είναι συνώνυμες με τον δημόσιο διάλογο, η κρίση των εφημερίδων δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει την κρίση της δημοκρατικής κοινωνίας.

-Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Δημοσιογραφικών Σπουδών στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου