οι κηπουροι τησ αυγησ

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Πολλές φορές στο παρελθόν οι πολιτικές δυνάμεις μίλησαν στους πολίτες λες και ήταν παιδιά που εξαπατήθηκαν - εξαγνίζοντάς τους από οποιαδήποτε λάθος επιλογή έγινε πάνω από την κάλπη. Οι ευθύνες της κοινωνίας υπάρχουν, ακόμα κι αν αποδίδονται σπάνια. Δεν αφαιρούν όμως από τις ευθύνες των αντιπροσώπων της. Η επιτυχία της επόμενης φάσης στη μάχη με τον κορωνοϊό, επομένως, βασίζεται σε όλους - και η κυβέρνηση, αναπόφευκτα, θα έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην κριτική, ακόμα κι αν «η πειθαρχία του κάθε πολίτη είναι αυτή που θα κρίνει την επιτυχία» του σχεδίου....

Από "ΤΑ ΝΕΑ", και...

"ΤΑ ΝΕΑ", 30/04/20

Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, «η σύγχρονη κοινωνία είναι θεμελιωδώς άφρων». Από την αρχή της πανδημίας, όμως, ο πολιτικός κόσμος βασίστηκε όχι στην αμυαλοσύνη, αλλά στην υπευθυνότητά της. Το «Μένουμε σπίτι» δεν θα είχε τα ίδια αποτελέσματα αν η κοινωνία δεν αποφάσιζε, έστω και με το ζόρι, να το εφαρμόσει. Η καμπάνια του προηγούμενου μήνα, βέβαια, ήταν κατά κύριο λόγο έργο των λοιμωξιολόγων. Για την επιστροφή, οι ειδικοί κάνουν ένα βήμα πίσω - παρότι συνεχίζουν να συμβουλεύουν, τον πρώτο λόγο έχει πλέον η πολιτική. Ως εκ τούτου, η ατομική ευθύνη, η υπεύθυνη συμπεριφορά του καθενός, γίνεται εύκολα όπλο τόσο στα χέρια της κυβέρνησης όσο και σε αυτά της αντιπολίτευσης.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο διάγγελμα της Τρίτης το είπε όσο πιο αυστηρά μπορούσε: «Οποιος σε λίγο θα κλείνει πίσω του την πόρτα του σπιτιού, ταυτόχρονα θα ανοίγει την πόρτα της ευθύνης». Η επιτυχία του σχεδίου της σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα βασίζεται στις επιλογές του κάθε πολίτη ξεχωριστά - επομένως, και μια ενδεχόμενη αποτυχία του δεν θα πέσει ολόκληρη στους ώμους της κυβέρνησης, αλλά θα διαμοιραστεί σε όλους εκείνους που δεν ακολούθησαν, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, τις οδηγίες. Και η αντιπολίτευση διέκρινε τι σημαίνει η μετάβαση σ' αυτή τη νέα φάση. Σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Μητσοτάκης «αγνοεί την πρώτιστη ευθύνη της πολιτείας, δείχνοντας με το δάχτυλο τους πολίτες για την "ατομική ευθύνη"». Η Φώφη Γεννηματά επισήμανε πως πέρα από την υπεύθυνη ανταπόκριση των πολιτών, τη μεγάλη ευθύνη για να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις ασφαλείας συνεχίζει να την έχει η κυβέρνηση. «Μετακυλίει την ευθύνη στον λαό, αρνούμενη στην πράξη την κρατική ευθύνη για την πραγματική θωράκιση του δημόσιου συστήματος υγείας και την προστασία των εργαζομένων», τόνισε και το ΚΚΕ. Τα επιτελεία των κομμάτων γνωρίζουν πως, στην πράξη, η ευθύνη όντως μοιράζεται ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες. Ομως, αν δεν είναι η κυβέρνηση αυτή που ευθύνεται για τις αποτυχίες, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η κριτική - πώς τσακώνεται κανείς με το εκλογικό του ακροατήριο;

Η πολιτική ευθύνη. Και, τελικά, ποιος είναι ο αρμόδιος; Στην πραγματικότητα, το ερώτημα θυμίζει τη γνωστή αναπάντητη απορία με το αβγό και την κότα. Μια κοινωνιολογική ανάγνωση θέλει την κυβέρνηση, τη Βουλή και την κοινωνία κομμάτια της πολιτείας, του ευρύτερου συνόλου που πρέπει να λειτουργήσει συνεκτικά για να μπορέσει η μεγάλη έξοδος να έχει τις λιγότερες απώλειες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν θα πάρει τα εύσημα, αν όλα πάνε καλά. Ούτε όμως ότι η αντιπολίτευση δεν πρέπει να αντιδρά μπροστά στα κακώς κείμενα. Η πολιτική ευθύνη, άλλωστε, σε περίοδο κρίσης, εξαπλώνεται πέρα από τα κυβερνητικά έδρανα.

Πολλές φορές στο παρελθόν οι πολιτικές δυνάμεις μίλησαν στους πολίτες λες και ήταν παιδιά που εξαπατήθηκαν - εξαγνίζοντάς τους από οποιαδήποτε λάθος επιλογή έγινε πάνω από την κάλπη. Οι ευθύνες της κοινωνίας υπάρχουν, ακόμα κι αν αποδίδονται σπάνια. Δεν αφαιρούν όμως από τις ευθύνες των αντιπροσώπων της. Η επιτυχία της επόμενης φάσης στη μάχη με τον κορωνοϊό, επομένως, βασίζεται σε όλους - και η κυβέρνηση, αναπόφευκτα, θα έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην κριτική, ακόμα κι αν «η πειθαρχία του κάθε πολίτη είναι αυτή που θα κρίνει την επιτυχία» του σχεδίου.


...από τη ΣΥΡΙΖΑίϊκη "Εφ.Συν"


"Εφ.Συν", 30/04/20


Γιώργος Πολυμενέας*, Δημήτρης Σεράφης**



Αν κοιτάξουμε πίσω από επίθετα όπως «αυστηρός» ή «στιβαρός» θα εντοπίσουμε γλωσσικές στρατηγικές με τις οποίες νομιμοποιούνται πολιτικές περιστολής και ελέγχου.

Σε κάθε κρίση τα ερωτήματα σχετικά με την αντιμετώπισή της είναι ανοιχτά. Μια κρίση, όπως αυτή της εξάπλωσης της πανδημίας και της κρατικής αντιμετώπισης του Covid-19, έχει καταφέρει να αναδείξει τη δομική ροπή του κράτους προς τον περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών και τη δίψα ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας που φαίνεται να παραχωρεί πειθήνια μια σειρά κεκτημένων.

Στην Ελλάδα, η παραπάνω τάση αντανακλάται σε πέντε λέξεις: «Καλησπέρα από την Πολιτική Προστασία». Με αυτές τις λέξεις ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας, Νίκος Χαρδαλιάς, ξεκινά τις καθημερινές ενημερώσεις. Το ύφος του έχει γίνει αντικείμενου σχολιασμού και, επανειλημμένα, ο ίδιος έχει δηλώσει ότι «δεν έχει προσωπικά με κανέναν». Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο νομιμοποιεί γλωσσικά της αποφάσεις της κυβέρνησης είναι απόλυτα προσωπικός, καθώς στηρίζεται στις δικές του ερμηνείες σχετικά με το πώς είναι κατάλληλο και αποδεκτό να μιλήσει ένας κυβερνητικός αξιωματούχος.

Προκύπτει το ερώτημα «και πώς να μιλήσει δηλαδή;». Σίγουρα όχι όπως εκείνος ο Αξιωματικός Υπηρεσίας Διανυκτερεύσεως Μονάδος που έκανε βραδινή αναφορά. Κάθε ενημέρωση του υφυπουργού απαντά σε ένα υπόρρητο «γιατί η κυβέρνηση πρέπει να πάρει το τάδε ή το δείνα μέτρο;». Η θέση του είναι ομολογουμένως ευνοϊκή, διότι οι συγκεκριμένες δράσεις δεν τίθενται προς έγκριση ή ψήφιση -ανακοινώνονται και εφαρμόζονται. Ουσιαστικά, ο υφυπουργός πράττει σε κάθε ενημέρωση. Ωστόσο, παρά τη φαινομενική συναίνεση της πλειονότητας της κοινωνίας είναι απαραίτητο να νομιμοποιήσει αυτές τις δράσεις, να απαντήσει στο υπόρρητο «γιατί».

Η ρητή αναφορά στην Πολιτική Προστασία γίνεται προκειμένου να τονιστεί η ταύτιση του κυρίου Χαρδαλιά με τον πολιτικό οργανισμό του οποίου προΐσταται και για να καταστεί σαφές ότι ενεργεί εξ ονόματος της κυβέρνησης, ενδυναμώνοντας έτσι τη συμβολική ισχύ του λόγου του. Τα μέτρα λαμβάνονται επειδή το λέει η κυβέρνηση.

Ταυτόχρονα, ο υφυπουργός χτίζει και τη δική του αυτονομία, όπως προκύπτει από την επιλογή του α΄ ενικού προσώπου σε εκείνα τα σημεία των τοποθετήσεών του όπου αφορούν την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων.

Η συγκεκριμένη επιλογή σε συνδυασμό με τη συστηματική χρήση της γραφειοκρατικής υπηρεσιακής ορολογίας, τις επαναλαμβανόμενες αναφορές σε νομικές, υπηρεσιακές διαδικασίες, καθώς και η λεπτομερής έκθεση αριθμητικών στοιχείων με τα οποία υποτίθεται ότι ενισχύεται η αντικειμενικότητα του λόγου του, συμβάλλουν από κοινού στη γλωσσική κατασκευή της εικόνας ενός αξιόπιστου πολιτικού προϊσταμένου που λαμβάνει έγκαιρα τις αποφάσεις που πρέπει.

Σε πολλούς, οι παραπάνω επιλογές θα φέρουν στο μυαλό στιγμές από την καθημερινότητα της στρατιωτικής θητείας -όχι άδικα. Η νομιμοποίηση των στρατιωτικής εξουσίας επιτυγχάνεται με τις ίδιες γλωσσικές στρατηγικές. Σε αυτό ίσως αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο.

Ο υφυπουργός δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση για όσα οφείλουν οι πολίτες να κάνουν. Αποφεύγει τη -με πολιτικούς όρους- τεκμηρίωση των μέτρων, επιλέγοντας έναν τόνο πατερναλιστικό: θα πάρει από το χέρι το ακροατήριο, θα κάνουν μαζί έναν περίπατο στον κήπο των (υποτίθεται) κοινών μα σιωπηρών αξιακών παραδοχών για το τι είναι δέον να γίνει και, λίγο πιο πέρα, από τον πάγκο με το μαλλί της γριάς, όταν εύλογα θα προκύψει το ερώτημα «γιατί πρέπει να κάνουμε αυτό κι όχι κάτι άλλο;» η απάντηση θα είναι «γιατί το λέει η κυβέρνηση».

Αλλωστε, πάνω σε αυτές τις ηθικές παραδοχές στηρίζεται τόσο η διάκριση ανάμεσα στην ατομική και πολιτική ευθύνη για την αντιμετώπιση της πανδημίας όσο και η διάκριση ανάμεσα στους «υπεύθυνους» πολίτες που τηρούν τα μέτρα και εκείνους που λειτουργούν με «ανευθυνότητα», η οποία κατασκευάζεται γλωσσικά μέσω του σχήματος «Εμείς VS Αυτοί».

Οταν ο κύριος Χαρδαλιάς χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό δεν είναι πάντοτε σαφές αν αυτό το «εμείς» περιλαμβάνει μόνο την κυβέρνηση ή και τμήμα του ακροατηρίου. Πολλές φορές αυτό που υπονοείται είναι πως όσοι τηρούν τα μέτρα στηρίζουν και τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Φυσικά, δεν θα ήταν δυνατόν να υποστηριχτεί ρητά κάτι τέτοιο, ωστόσο το ασαφές «εμείς» επιτρέπει αυτές τις ακροβασίες.

Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» του εκάστοτε υφυπουργού να κατασκευάζει γλωσσικά την πραγματικότητα. Τα ερωτήματα είναι ανοιχτά στην κρίση και η γλώσσα αποτελεί ένα συμβολικό πεδίο όπου αναπτύσσονται καθόλου συμβολικές αντιστάσεις.

* Δημοσιογράφος και διδάκτορας του Universitat Pompeu Fabra (Βαρκελώνη). Η διατριβή του αφορά την κριτική ανάλυση του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα (2010-2012)

** Διδάσκων και ακαδημαϊκός ερευνητής στο Ινστιτούτο Επιχειρηματολογίας, Γλωσσολογίας και Σημειωτικής του USI – Università della Svizzera italiana (Λουγκάνο) με ειδίκευση στην Κριτική Ανάλυση Λόγου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου