"Εφ.Συν", 30/04/20
Γιώργος Πολυμενέας*, Δημήτρης Σεράφης**
Αν κοιτάξουμε πίσω από επίθετα όπως «αυστηρός» ή «στιβαρός» θα εντοπίσουμε γλωσσικές στρατηγικές με τις οποίες νομιμοποιούνται πολιτικές περιστολής και ελέγχου.
Σε κάθε κρίση τα ερωτήματα σχετικά με την αντιμετώπισή της είναι ανοιχτά. Μια κρίση, όπως αυτή της εξάπλωσης της πανδημίας και της κρατικής αντιμετώπισης του Covid-19, έχει καταφέρει να αναδείξει τη δομική ροπή του κράτους προς τον περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών και τη δίψα ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας που φαίνεται να παραχωρεί πειθήνια μια σειρά κεκτημένων.
Στην Ελλάδα, η παραπάνω τάση αντανακλάται σε πέντε λέξεις: «Καλησπέρα από την Πολιτική Προστασία». Με αυτές τις λέξεις ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας, Νίκος Χαρδαλιάς, ξεκινά τις καθημερινές ενημερώσεις. Το ύφος του έχει γίνει αντικείμενου σχολιασμού και, επανειλημμένα, ο ίδιος έχει δηλώσει ότι «δεν έχει προσωπικά με κανέναν». Κι όμως, ο τρόπος με τον οποίο νομιμοποιεί γλωσσικά της αποφάσεις της κυβέρνησης είναι απόλυτα προσωπικός, καθώς στηρίζεται στις δικές του ερμηνείες σχετικά με το πώς είναι κατάλληλο και αποδεκτό να μιλήσει ένας κυβερνητικός αξιωματούχος.
Προκύπτει το ερώτημα «και πώς να μιλήσει δηλαδή;». Σίγουρα όχι όπως εκείνος ο Αξιωματικός Υπηρεσίας Διανυκτερεύσεως Μονάδος που έκανε βραδινή αναφορά. Κάθε ενημέρωση του υφυπουργού απαντά σε ένα υπόρρητο «γιατί η κυβέρνηση πρέπει να πάρει το τάδε ή το δείνα μέτρο;». Η θέση του είναι ομολογουμένως ευνοϊκή, διότι οι συγκεκριμένες δράσεις δεν τίθενται προς έγκριση ή ψήφιση -ανακοινώνονται και εφαρμόζονται. Ουσιαστικά, ο υφυπουργός πράττει σε κάθε ενημέρωση. Ωστόσο, παρά τη φαινομενική συναίνεση της πλειονότητας της κοινωνίας είναι απαραίτητο να νομιμοποιήσει αυτές τις δράσεις, να απαντήσει στο υπόρρητο «γιατί».
Η ρητή αναφορά στην Πολιτική Προστασία γίνεται προκειμένου να τονιστεί η ταύτιση του κυρίου Χαρδαλιά με τον πολιτικό οργανισμό του οποίου προΐσταται και για να καταστεί σαφές ότι ενεργεί εξ ονόματος της κυβέρνησης, ενδυναμώνοντας έτσι τη συμβολική ισχύ του λόγου του. Τα μέτρα λαμβάνονται επειδή το λέει η κυβέρνηση.
Ταυτόχρονα, ο υφυπουργός χτίζει και τη δική του αυτονομία, όπως προκύπτει από την επιλογή του α΄ ενικού προσώπου σε εκείνα τα σημεία των τοποθετήσεών του όπου αφορούν την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων.
Η συγκεκριμένη επιλογή σε συνδυασμό με τη συστηματική χρήση της γραφειοκρατικής υπηρεσιακής ορολογίας, τις επαναλαμβανόμενες αναφορές σε νομικές, υπηρεσιακές διαδικασίες, καθώς και η λεπτομερής έκθεση αριθμητικών στοιχείων με τα οποία υποτίθεται ότι ενισχύεται η αντικειμενικότητα του λόγου του, συμβάλλουν από κοινού στη γλωσσική κατασκευή της εικόνας ενός αξιόπιστου πολιτικού προϊσταμένου που λαμβάνει έγκαιρα τις αποφάσεις που πρέπει.
Σε πολλούς, οι παραπάνω επιλογές θα φέρουν στο μυαλό στιγμές από την καθημερινότητα της στρατιωτικής θητείας -όχι άδικα. Η νομιμοποίηση των στρατιωτικής εξουσίας επιτυγχάνεται με τις ίδιες γλωσσικές στρατηγικές. Σε αυτό ίσως αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο.
Ο υφυπουργός δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση για όσα οφείλουν οι πολίτες να κάνουν. Αποφεύγει τη -με πολιτικούς όρους- τεκμηρίωση των μέτρων, επιλέγοντας έναν τόνο πατερναλιστικό: θα πάρει από το χέρι το ακροατήριο, θα κάνουν μαζί έναν περίπατο στον κήπο των (υποτίθεται) κοινών μα σιωπηρών αξιακών παραδοχών για το τι είναι δέον να γίνει και, λίγο πιο πέρα, από τον πάγκο με το μαλλί της γριάς, όταν εύλογα θα προκύψει το ερώτημα «γιατί πρέπει να κάνουμε αυτό κι όχι κάτι άλλο;» η απάντηση θα είναι «γιατί το λέει η κυβέρνηση».
Αλλωστε, πάνω σε αυτές τις ηθικές παραδοχές στηρίζεται τόσο η διάκριση ανάμεσα στην ατομική και πολιτική ευθύνη για την αντιμετώπιση της πανδημίας όσο και η διάκριση ανάμεσα στους «υπεύθυνους» πολίτες που τηρούν τα μέτρα και εκείνους που λειτουργούν με «ανευθυνότητα», η οποία κατασκευάζεται γλωσσικά μέσω του σχήματος «Εμείς VS Αυτοί».
Οταν ο κύριος Χαρδαλιάς χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό δεν είναι πάντοτε σαφές αν αυτό το «εμείς» περιλαμβάνει μόνο την κυβέρνηση ή και τμήμα του ακροατηρίου. Πολλές φορές αυτό που υπονοείται είναι πως όσοι τηρούν τα μέτρα στηρίζουν και τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Φυσικά, δεν θα ήταν δυνατόν να υποστηριχτεί ρητά κάτι τέτοιο, ωστόσο το ασαφές «εμείς» επιτρέπει αυτές τις ακροβασίες.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» του εκάστοτε υφυπουργού να κατασκευάζει γλωσσικά την πραγματικότητα. Τα ερωτήματα είναι ανοιχτά στην κρίση και η γλώσσα αποτελεί ένα συμβολικό πεδίο όπου αναπτύσσονται καθόλου συμβολικές αντιστάσεις.
* Δημοσιογράφος και διδάκτορας του Universitat Pompeu Fabra (Βαρκελώνη). Η διατριβή του αφορά την κριτική ανάλυση του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα (2010-2012)
** Διδάσκων και ακαδημαϊκός ερευνητής στο Ινστιτούτο Επιχειρηματολογίας, Γλωσσολογίας και Σημειωτικής του USI – Università della Svizzera italiana (Λουγκάνο) με ειδίκευση στην Κριτική Ανάλυση Λόγου
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου