"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 25-26/04/20
ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ,
του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Τώρα με το μπουζούριασμα, αυτό που λέμε εγκλεισμό, ξυπνώντας το πρωί πίνω έναν διπλό ελληνικό και καπνίζω δύο ΙΚΟS, σαν φλώρος. Κατόπιν, για να μου φύγει η κατάθλιψη των ημερών, βάζω κι ακούω δυο θρακιώτικες μπαϊντούσκες με τον Χρόνη Αηδονίδη και μετά τρία τσάμικα με τον Πετρολούκα Χαλκιά που έχει την καλύτερη φύσα. Στη συνέχεια διαβάζω μερικά ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου - ω, υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις, κι είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ' στην καρδιά μου.
Ετσι στανιάρω κάπως. Αυτή είναι η συνταγή - δοκίμασέ τη. Φεύγουνε τα κακά πρωινά δαιμόνια. Υστερα σπάω ακόμα ένα δοντάκι απ' τη χτένα - είχα πάρει μια τσατσάρα για να μετράω τις μέρες, μου τελείωσε, και τώρα ψώνισα μια δεύτερη. Εκανα restart. Λες να τελειώσουνε κι αυτής τα δοντάκια και να 'μαστε ακόμα μπαλαούρο; Θεός φυλάξοι.
Αυτές τις κλειστές μέρες θυμήθηκα τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, που είπε τη μεγάλη κουβέντα: «Ξέρω πως αύριο θα πεθάνω, όμως σήμερα αρχίζω ισπανικά». Οπότε συνεχίζω κι εγώ τα ισπανικά με την ευκαιρία - πάω μια χαρά, διαβάζω, πια, καθημερινώς και λιγότερο δύσκολα την «El Pais» και τις αργεντίνικες «La Nation» και «La Prensa». Συν τις ιταλικές και τις γαλλοαμερικανικές, για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε. Μετά, έντεκα με δώδεκα, κάνω μάθημα μπουζούκι. Τώρα μαθαίνω του Μάρκου το «Πολλά είδανε τα μάτια μου» - δύσκολο και λιτό κομμάτι με ασκητικό στίχο για την ξενιτιά, που δείχνει πόσο λάθος ήτανε η κατοπινή λυγμική αισθηματολογία του Καζαντζίδη.
Κατόπιν, κατά τη μία το μεσημέρι βγαίνω βόλτα στο βουνό, εδώ δίπλα, με τα δυο σκυλιά, τον Πάκο, ιδιοφυές κόκερ σπάνιελ, και τον Αλμπέρτο, σέτερ, που τον βρήκαμε παρατημένο και ημιθανή. Ο Αλμπέρτος είναι τυφλός απ' το ένα μάτι, επιληπτικός, είχε λεϊσμανίαση κι άλλες δέκα αρρώστιες, αλλά τώρα, ύστερα από τρία χρόνια στους γιατρούς, είναι αρκετά καλά - φυσικά, παρότι κυνηγόσκυλο απ' τη φύση του, δεν μπορεί να πιάσει ούτε κουτσή χελώνα σε λιβάδι. Βαριέται, είναι ζαβός και δεν βλέπει κιόλας. Αλλά τον λατρεύουμε.
Και αφού κατουρήσουνε οι σκύλοι όλο το βουνό κι όλα τα λιανοχορταρούδια και αφού γεμίσουνε τις κρεμαστές αφτάρες τους με μπιμπίλια, γυρίζουμε στο σπίτι λαχανιασμένοι - πριν μπούμε προηγείται απολύμανση: η γυναίκα μου τούς περνάει με αντισηπτικό τα πατούνια σχολαστικά, γύρω απ' τις μουσούδες απαλά και γύρω απ' τα μάτια, μην τυχόν κουβαλήσουνε κανέναν κορωνέο (όπως τον λένε στη Χαλκιδική) μέσα στο σπίτι κι έχουμε ντράβαλα. Τους ξεσκαλώνει και τα άγανα που κόλλησαν στα παντοφλέ αφτιά τους. Εγώ αφήνω τα παπούτσια έξω, στον ήλιο, για να ψοφήσει απ' την ζέστη το κακό, αν κόλλησε σε καμιά σόλα. Μπαίνω μέσα και πλένω εμμονικά τα χέρια και το πρόσωπο. Μόνο που δεν κάνω και ντους με καυστική ποτάσα.
Διαβάζω καμιά ωρίτσα πριν από το φαγητό που είναι σταθερά στις δυόμισι, πασκίζοντας εις μάτην να ελέγξω το τσιγάρο - αυτές τις μέρες ξανάνοιξα τα βιβλία του Χιλιανού Σεπούλβεδα που δυστυχώς πέθανε, πριν από λίγες ημέρες, από τον «κορωνέο» στην Ισπανία, στη Χιχόν των Αστούριας. Εχει γράψει και πολύ καλές ιστορίες, αλλά τα μισά βιβλία του είναι μέτρια. Μου φαίνεται σαν μυθοποιημένος με το ζόρι - τον βοήθησε και η ιδεολογία. Ως συνήθως, μας λείπει το μέτρο. Και βέβαια, δεν μπορώ να μη σκεφτώ την ειρωνεία της μοίρας: ο Σεπούλβεδα, περιπλανώμενος επαναστάτης και ενδιαφέρων συγγραφέας, να χαθεί άδοξα, στα εβδομήντα του, από έναν γελοίο κινεζικό ιό. Τα λέει ο Καβάφης, αλλά τα ξεχνάμε μέσα στο σύνδρομο μεγαλείου που μας δέρνει: «Τα εβδομήντα χρόνια να φοβάσαι».
Μετά το φαγητό και τα δυο τσίπουρα βλέπω λίγο τις ιστοσελίδες - στην Πτολεμαΐδα, διαβάζω, κάνανε περιφορά τον Επιτάφιο φορτωμένο σε ένα Ντάτσουν, ενώ ο ιερέας έψελνε ανεβασμένος κι αυτός στην καρότσα. Αν επανέλθει το κακό και του χρόνου, ίσως βρεθεί καλύτερη λύση, δηλαδή με κοτσαδόρο, ενώ στον Επιτάφιο θα μπούνε και περιστρεφόμενα τρεχούλια - η πίστη δεν ορρωδεί προ ουδενός και πάντα βρίσκει τις καλύτερες πατέντες, όπως κι ο έρωτας. Διάβαζα προ μηνός για έναν αγιορείτη καλόγερο, υπέργηρο, που για να μπορεί να συνεχίσει να κάνει μετάνοιες, έδεσε ένα σκοινί στο ταβάνι του κελιού του, έπεφτε στα γόνατα και ξανασηκωνόταν τραβώντας το σκοινί.
Τηλεόραση δεν βλέπω. Μόνο λίγο το απόγευμα, για τον Τσιόδρα. Είναι ένα φαινόμενο - όποιο κανάλι, αργότερα, αφού περάσουν τα δεινά, θα μπορούσε να τον προσλάβει να λέει τις ειδήσεις θα έσκιζε σε θεαματικότητα. Γιατί ο κ. Τσιόδρας ενσαρκώνει πλέον κάτι πέραν του εαυτού του αυτού καθαυτόν. Καταρχήν επανέφερε τον Λόγο σε αντιστοιχία με το νόημά του, χωρίς τη δυνάμει απατεωνία της πολιτικής, την κωλοτούμπα και το ψεύδος. Είναι αληθινός, αυστηρός και τρυφερός συνάμα. Δεν είναι πολιτικός, είναι κανονικός άνθρωπος με συγκατάβαση και γνώση, κι αυτό μας έλειπε. Ο Τσιόδρας είναι μια θεραπεία για όλους μας. Επουλώνει την κενολογία, τον εξωτισμό και τη φενάκη που μας τάισε η πολιτική τα τελευταία χρόνια. Δύσκολο να τον συγκρίνεις με τον Κυρίτση.
Μετά ξαναρχίζω το διάβασμα και τα γραψίματα - κατά τις έντεκα το βράδυ σκαντζάρω κι ανοίγω το Netflix στο κομπιούτερ. Αμερικανιές τα περισσότερα φιλμ, αφρόλουτρα, αυτιστικά, αλλά έχει και λίγες καλές ταινίες και σειρές: ξαναβλέπω αποξαρχής το «Homeland». Εχει μερικές σεναριακές αναγούλες και αφηγηματικά κλισέ, αλλά γενικώς είναι αρκετά καλοφτιαγμένη σειρά. Εξαιρετική, κάποιες στιγμές.
Η ώρα πήγε δώδεκα. Πείνασαν τα σκυλιά και οι γάτες. Τα ταΐζω και ξαναγυρνώ στο Netflix ως τη μία το πρωί. Μετά ξαπλώνω, διαβάζοντας το «Κάιρο» του Νικόλα Καλόγηρου, ενός νέου, προικισμένου πεζογράφου απ' τα Τρίκαλα. Το μαξιλάρι μου είναι μαλακό - δεν είναι το συριζαίικο. Και είμαστε ακόμα καλά. Γλιτώσαμε και σήμερα τον αναπνευστήρα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου