Από "ΤΑ ΝΕΑ", και...
"ΤΑ ΝΕΑ", 28/04/20 |
Η εκδίκηση του τραγουδιού
Το ελληνικό τραγούδι έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην ελληνική χρεοκοπία και στις επιπτώσεις της, μετά το 2010. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (κυρίως τον Νίκο Πορτοκάλογλου με τα τραγούδια του και τον Διονύση Σαββόπουλο με τη στάση του), οι περισσότεροι τραγουδιστές στρατεύθηκαν με τις δυνάμεις της διαμαρτυρίας στα Μνημόνια. Με τους στίχους και με τη στάση τους, όχι μόνο οι λεγόμενοι έντεχνοι, αλλά ακόμα και αστέρια της πίστας, έσπευσαν να συνταχθούν με το αντιμνημονιακό ρεύμα. Η στάση εκείνη θεωρήθηκε «προοδευτική», είχε λοιπόν σχεδόν αυτομάτως «λαϊκή» και «ηθική» νομιμοποίηση - άλλωστε, η ηθικολογία όρισε τις επιλογές μεγάλου μέρους των πολιτών που αρνούνταν στις τότε συνθήκες να σκεφτούν λογικά.
Τα τραγούδια της κρίσης, που παρήγαγε εκείνη η εποχή (ο καθηγητής Βασίλης Βαμβακάς τα θεωρεί έκφραση «του τραυματισμένου ατομικισμού της μεταπολιτευτικής περιόδου» και πεδίο κατανόησης «της διακινδύνευσης του γενικευμένου ναρκισσισμού της ύστερης νεωτερικότητας στην ελλάδα»), πολιτικοποιήθηκαν μέσα στο γενικό πλαίσιο του εθνολαϊκισμού που κυριάρχησε. Το 2012, στον απόηχο της δραστηριότητας των «Αγανακτισμένων» του Συντάγματος, καθρεφτίζονται στα τραγούδια δυο κυρίαρχες τάσεις. Η συνωμοσιολογική προσέγγιση ενός δήθεν διατεταγμένου αυταρχικού μονόδρομου («Mιλάνε για ένα τέλος που είναι αίσιο / για όνειρα που γίνονται εξατμίσεις / κοπάδι που μας κλείνουν σ' ένα πλαίσιο / και πυρ σε όποιον έχει αντιρρήσεις», Νότης Σφακιανάκης) συναντά τον παραδοσιακό αντιευρωπαϊσμό («Είναι τα αδέλφια μας οι Ευρωπαίοι / και την Ακρόπολη έχουν βάλει στο χέρι / όπως η γάτα το ποντίκι στο κλουβί / σε παίζουν καρότο και μαχαίρι») και την απλούστατη ρητορική που κάνει λόγο για εξαπάτηση, για υποκλοπή της λαϊκής συναίνεσης από φασίστες («Ανάθεμα στο Facebook / που πάταγα το like / που ψήφισα σοσιαλισμό και βγήκε Τρίτο Ράιχ», Κραουνάκης). Αυτά ήταν τα κλισέ ανάμεσα στα οποία κατά βάσιν κινήθηκε η τραγουδοποιία της δεκαετίας που κλείνει.
Στο πλαίσιο αυτό, αναδείχτηκαν όχι μόνο σουξέ, αλλά και πολιτικοί ρόλοι από φορείς των σουξέ. Η Χάρις Αλεξίου, π.χ., μετατράπηκε σε ηγερία των αδιόριστων καθαριστριών, ο (επιδοτούμενος τα προηγούμενα χρόνια) Κραουνάκης έγινε το απύλωτο στόμα του αριστερού εθνολαϊκισμού, ένα σύνολο τραγουδιστών εργάστηκε για την επιστροφή του κομματισμού στην κρατική τηλεόραση - συμβολικά, μάλιστα, καλλιτέχνες της μουσικής βρέθηκαν στα ηνία του ραδιοτηλεοπτικού μονοφωνικού μοντέλου της εποχής των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Για τους ίδιους συμβολικούς λόγους, άλλωστε, η Αλκηστις Πρωτοψάλτη έγινε αναπληρώτρια υπουργός Τουρισμού στην υπηρεσιακή κυβέρνηση της Βασιλικής Θάνου, που έκανε τις εκλογές μετά το δημοψήφισμα και την κωλοτούμπα Τσίπρα.
Το τραγούδι περιείχε πάντα μεγάλο συμβολικό κεφάλαιο. Δεν είμαι βέβαιος ότι στόχευε το κεφάλαιο αυτό ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης όταν κάλεσε την Πρωτοψάλτη στην κινούμενη συναυλία με το φορτηγό. Στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, εξέλαβαν αυτό το καλλιτεχνικό συμβάν ως κλοπή όχι μιας τραγουδίστριας αλλά ενός μείζονος συμβόλου εκ μέρους της σημερινής Κεντροδεξιάς. Μια τραγουδίστρια που υπηρέτησε το άλλοτε «προοδευτικό» αφήγημα σήμερα στρατεύεται σε έναν άλλο προοδευτισμό με ηθική (αλλά όχι ηθικολογική) βάση, τα χαρακτηριστικά του οποίου δεν ωφελούν τη ριζοσπαστική Αριστερά, δεν υπηρετούν καμία κουλτούρα διαμαρτυρίας, ενώ υπηρετούν το αντίθετο της «αντιμνημονιακής» γκρίνιας: την επιστροφή του ατομικισμού, είτε κατά μόνας είτε ως συλλογική, και μάλιστα εθνική, πράξη.
Ευνόητη λοιπόν η γκρίνια. Τους πήραν την κυβέρνηση. Τους πήραν το ηθικό πλεονέκτημα. Αν τους πάρουν και τα σύμβολα, τι θα τους μείνει; Ο Κραουνάκης
Δυο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο Παύλος Πολάκης και ο Γιώργος Κυρίτσης, υποστηρίζουν τον πολιτευτή του κόμματος που χυδαιολογούσε κατά του πρωθυπουργού και πολιτικών του αντιπάλων και απειλούσε να εξαχνώσει δημοσιογράφους. Αναμενόμενο; Αδιανόητο. Οταν όμως γίνεται θέμα η απαξίωση ενός χυδαίου υβριστή, τα πράγματα δεν είναι τόσο ανέφελα όσο φαντάζουν στην αξιωματική αντιπολίτευση. Πόσο μακριά μπορεί να πάει ο Τσίπρας όταν στελέχη του αθωώνουν ή και επιβραβεύουν την εχθροπάθεια
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει
Σήμερα θα μιλήσουμε για γλώσσα - αφενός επειδή είναι προσφιλές θέμα που το ξεχάσαμε λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων, αφετέρου διότι κάποια απ' αυτές τις μέρες είναι (ή ήταν) η Παγκόσμια Ημέρα Γλώσσας και στο παρελθόν την τίμησαν διάφοροι έλληνες κοινοβουλευτικοί, που ακόμα πιστεύουν ότι η ελληνική γλώσσα είναι η σπουδαιότερη γλώσσα του κόσμου (κάτι που μας επιτρέπει να κάνουμε χοντρές πλάκες).
Διάβασα χθες στην πρώτη σελίδα των «ΝΕΩΝ» τη μέτρηση της διαΝΕΟσης, ή της διαΝΕΟσεως, που πάντα λαμβάνουμε υπόψη τις καίριες έρευνές της - αλλά τη διάβασα τυπομένη ανορθόγραφα, της διαΝΕΟσις. Με γιώτα. Ξέρω το επιχείρημα. Είναι brand, ως επινοημένη λέξη λοιπόν δεν γίνεται να υπακούει στους κανόνες της ορθογραφίας. Επιχείρημα απολύτως λάθος. Μια λέξη, ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους, που κατασκευάζεται από συστατικά της ελληνικής γλώσσας (από την πρόθεση διά και το ΝΕΟ με μια κατάληξη καθαρευουσιάνικη), δεν γίνεται να μην υπακούει στους γλωσσικούς κανόνες - και ένας από τους κανόνες είναι η κλήση των ονομάτων. Αν γράψεις «της διαΝΕΟσις» γράφεις μια ελληνικούρα. Κρίμα δεν είναι, με τόσο ουσαστικές παρεμβάσεις;
Παλαιότερα, το ίδιο λάθος έκανε και ο Δήμος Αθηναίων, που αρνούνταν την κλίση της Τεχνόπολης - στην πορεία όμως το διόρθωσαν. Συστηματικά, το κάνει η ελληνική αγραμματοσύνη - τις προάλλες, τα ΜΜΕ μετέδιδαν κρούσματα κορωνοϊού στους Ταξιάρχαι του Περιστερίου. Επρεπε, προφανώς, να πουν και να γράψουν στους Ταξιάρχες, ή στους Ταξιάρχας, ή έστω στην κλινική Ταξιάρχαι.
Τέτοια σημειώματα, συνήθως, συνοδεύονται με τη φράση: «αλλά δεν πειράζει, η ευθανασία της χώρας μπορεί να αρχίσει από τη γλώσσα». Η φράση αυτή σήμερα δεν ταιριάζει, επειδή στην κρίση της πανδημίας η χώρα έδειξε ότι μπορεί, όταν θέλει, να είναι σοβαρή. Μαζί με τη χώρα, λοιπόν, ας σώσουμε και τη γλώσσα.
Σήμερα θα μιλήσουμε για γλώσσα - αφενός επειδή είναι προσφιλές θέμα που το ξεχάσαμε λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων, αφετέρου διότι κάποια απ' αυτές τις μέρες είναι (ή ήταν) η Παγκόσμια Ημέρα Γλώσσας και στο παρελθόν την τίμησαν διάφοροι έλληνες κοινοβουλευτικοί, που ακόμα πιστεύουν ότι η ελληνική γλώσσα είναι η σπουδαιότερη γλώσσα του κόσμου (κάτι που μας επιτρέπει να κάνουμε χοντρές πλάκες).
Διάβασα χθες στην πρώτη σελίδα των «ΝΕΩΝ» τη μέτρηση της διαΝΕΟσης, ή της διαΝΕΟσεως, που πάντα λαμβάνουμε υπόψη τις καίριες έρευνές της - αλλά τη διάβασα τυπομένη ανορθόγραφα, της διαΝΕΟσις. Με γιώτα. Ξέρω το επιχείρημα. Είναι brand, ως επινοημένη λέξη λοιπόν δεν γίνεται να υπακούει στους κανόνες της ορθογραφίας. Επιχείρημα απολύτως λάθος. Μια λέξη, ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους, που κατασκευάζεται από συστατικά της ελληνικής γλώσσας (από την πρόθεση διά και το ΝΕΟ με μια κατάληξη καθαρευουσιάνικη), δεν γίνεται να μην υπακούει στους γλωσσικούς κανόνες - και ένας από τους κανόνες είναι η κλήση των ονομάτων. Αν γράψεις «της διαΝΕΟσις» γράφεις μια ελληνικούρα. Κρίμα δεν είναι, με τόσο ουσαστικές παρεμβάσεις;
Παλαιότερα, το ίδιο λάθος έκανε και ο Δήμος Αθηναίων, που αρνούνταν την κλίση της Τεχνόπολης - στην πορεία όμως το διόρθωσαν. Συστηματικά, το κάνει η ελληνική αγραμματοσύνη - τις προάλλες, τα ΜΜΕ μετέδιδαν κρούσματα κορωνοϊού στους Ταξιάρχαι του Περιστερίου. Επρεπε, προφανώς, να πουν και να γράψουν στους Ταξιάρχες, ή στους Ταξιάρχας, ή έστω στην κλινική Ταξιάρχαι.
Τέτοια σημειώματα, συνήθως, συνοδεύονται με τη φράση: «αλλά δεν πειράζει, η ευθανασία της χώρας μπορεί να αρχίσει από τη γλώσσα». Η φράση αυτή σήμερα δεν ταιριάζει, επειδή στην κρίση της πανδημίας η χώρα έδειξε ότι μπορεί, όταν θέλει, να είναι σοβαρή. Μαζί με τη χώρα, λοιπόν, ας σώσουμε και τη γλώσσα.
...από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", και..
....από την "ΕΣΤΙΑ"
"ΕΣΤΙΑ", 28/04/20 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου