οι κηπουροι τησ αυγησ

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι πολύ θετική και υπερβαίνει τον συντηρητισμό της ελληνικής δεξιάς παράταξης. Η αρνητική στάση των κομμάτων στα δεξιά της Ν.Δ. είναι συνεκτική με τα σκληρά αντι-γκέι αντανακλαστικά του ευρωπαϊκού υπερσυντηρητισμού και της άκρας Δεξιάς. Εξίσου συνεκτική είναι η καταρχήν θετική αντίδραση των κομμάτων της νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, ΜΈΡΑ25). Η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά βρίσκεται, εδώ και δεκαετίες, μαζί με τα πράσινα κόμματα, στην εμπροσθοφυλακή του πολιτισμικού φιλελευθερισμού. Η στάση του ΚΚΕ δεν εκπλήσσει. Κόμματα «ορθόδοξα», όπως το ΚΚΕ, επηρεάζονται σημαντικά από το βάρος μιας μη ελευθεριακής παράδοσης και είναι ενστικτωδώς δύσπιστα προς τον «πολιτισμικό αριστερισμό». Η επιφυλακτική στάση αρκετών βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, υπό το φως της συμβολής του κόμματος στον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου και υπό το φως του επιτρεπτικού φιλελευθερισμού των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, μάλλον εντυπωσιάζει....

Aπό την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 04/02/24


Σεξουαλικός μπολσεβικισμός

Του ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΟΣΧΟΝΑ

Με το τέλος της «μετασχηματιστικής» πλημμυρίδας του 1919-1923, η αρχική επανάσταση στα θέματα σεξουαλικής ηθικής σταδιακά ανατράπηκε.

Η κατάργηση των αντιγκέι νόμων στη Δυτική Ευρώπη έγινε συνήθως από κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικές, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970.

Τη δεκαετία του 1920, τα σοβιετικά δικαστήρια αποδέχτηκαν γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου ως« νόμιμους ». Το 1934, ο Στάλιν 
επαναποινικοποίησε την ομοφυλοφιλία και την αναθεμάτισε ως «φασιστική διαστροφή». Το 2024, η στάση του ΚΚΕ δεν εκπλήσσει, όσο αυτή ορισμένων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ.

Η ιστορική σοσιαλδημοκρατία, αυτή της περιόδου θεμελίωσης (Δεύτερη Διεθνής, 1889-1914), δεν ήταν απλώς δύναμη οικονομικού μετασχηματισμού. Συγκροτήθηκε ως φορέας μεγάλης πολιτισμικής αλλαγής. Η προώθηση ενός αστερισμού μεταρρυθμίσεων που υπερέβαιναν τις κληρονομημένες κοινωνικές ιεραρχίες και τα ήθη του «παλαιού καθεστώτος» ήταν τμήμα του προγραμματικού σχεδίου της Αριστεράς του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού. Χαρακτηριστικά αιτήματα αυτής της κατηγορίας ήταν η ενίσχυση του ρόλου της γυναίκας, η αστική ισότητα των δύο φύλων, το δικαίωμα ψήφου και στις γυναίκες, ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους, η αντιμετώπιση της θρησκείας ως υπόθεσης που αφορά την ιδιωτική σφαίρα, η απελευθέρωση της παιδείας από την Εκκλησία. Είναι βέβαιο ότι κρίσιμο στοιχείο της μεγάλης «ambition des fondateurs» δεν ήταν απλώς η αλλαγή των υλικών συνθηκών υπέρ των πιο αδύναμων, αλλά και ο πολιτισμικός μετασχηματισμός των κοινωνιών.

Το έχουμε σήμερα λίγο ξεχάσει, αλλά κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες έχουν κοινές ρίζες – μέχρι το 1914 ανήκαν συνήθως στο ίδιο κόμμα και ήταν όλοι «σοσιαλδημοκράτες». Ο Λένιν, ειδικά, υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Κάουτσκι (πριν αυτός θεωρηθεί «αποστάτης»). Γιατί τα προηγούμενα; Διότι έχουν μεγάλη σημασία για την κατανόηση του θέματος της ομοφυλοφιλίας από πολιτική σκοπιά.

Στη Ρωσία των πρώτων χρόνων της επανάστασης, προωθήθηκε ένας βαθύς μετασχηματισμός της οικογένειας, του ρόλου των γυναικών, της σεξουαλικότητας και των ομόφυλων σχέσεων. Αυτός ο μετασχηματισμός επηρεάστηκε και από αναλύσεις Γερμανών σοσιαλδημοκρατών ειδικών, γεγονός που διατηρούσε ζωντανό το πολιτισμικό νήμα ανάμεσα στη γερμανική ερφουρτιανή σοσιαλδημοκρατία και στους ρηξικέλευθους πολιτισμικά μπολσεβίκους – νήμα που όμως πολιτικά (όχι πολιτισμικά) είχε πλήρως σπάσει μετά την επανάσταση του 1917. Οι αρχικές ιδέες του μπολσεβίκικου κόμματος επικοινωνούν με τη Δύση. Δεν συγκροτούν ένα ρεύμα σκέψης ανατολικού τύπου, εθνοκεντρικά ρωσικού και μη μοντέρνου.

Γάμοι ομοφύλων; Από το 1920!

Η modernity αυτή βρήκε την πιο μεγαλειώδη έκφρασή της στα πρώτα χρόνια –τα ρομαντικά– οικοδόμησης όχι απλώς ενός νέου καθεστώτος, αλλά μιας νέας κοινωνίας. Κάθε τι στη «χώρα του σοσιαλισμού» διεκδικούσε να είναι νέο, από την οργάνωση της βιομηχανίας και τα καλλιτεχνικά ρεύματα μέχρι την αγροτική παραγωγή και την παιδεία, μέχρι ακόμη τη ροή των ποταμών και τη γεωγραφία του εδάφους. Η στάση απέναντι στην ισότητα ανδρών - γυναικών και απέναντι στην ομοφυλοφιλία συνδύαζε το αριστερό αίτημα της ισότητας και την αμφισβήτηση παραδοσιακών προτύπων με ένα μήνυμα μοντερνισμού, οικουμενικότητας, αλλά και «ανωτερότητας» απέναντι στην καπιταλιστική συντηρητική Δύση.

Οι γυναίκες στη Σοβιετική Ρωσία απέκτησαν «πλήρη νομικά και πολιτικά δικαιώματα», συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να κατέχουν περιουσία, να ενεργούν ως επικεφαλής του νοικοκυριού, να εγκαταλείπουν τη συζυγική στέγη και να παίρνουν διαζύγιο. Η σοβιετική νομοθεσία εγγυήθηκε πλήρη δικαιώματα για τα παιδιά που γεννιούνται εκτός γάμου. Η δε άμβλωση έγινε νόμιμη και δωρεάν το 1920. Σύμφωνα με τον Mαζάουερ, οι μπολσεβίκοι άνοιξαν προοπτικές στις σχέσεις των δύο φύλων χωρίς αντίστοιχο πουθενά αλλού στην Ευρώπη, προοπτικές «που έκοβαν την ανάσα».

Ταυτόχρονα, σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση, νομιμοποιήθηκαν οι συναινετικές ομοφυλοφιλικές σχέσεις και, το 1922, ο νέος ποινικός κώδικας κατάργησε όλους τους νομικούς περιορισμούς που ρύθμιζαν τη σεξουαλική δραστηριότητα. Τα σεξουαλικά εγκλήματα ορίζονταν ως παραβίαση της «ζωής, της υγείας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας» ενός ατόμου – δεν προέκυπταν από τον χαρακτήρα της σεξουαλικής πράξης αυτής καθεαυτήν.

Η πολιτική των μπολσεβίκων, πέραν της νομικής της διάστασης, η οποία αποτελούσε σημαντική πρόοδο σε μια εποχή που στη Δύση οι ποινές φυλάκισης για «σοδομισμό» ήταν βαριές, κατανοούνταν από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ως μία «συνειδητά χειραφετητική πολιτική, μέρος της σεξουαλικής επανάστασης» (δήλωση, το 1923, του επιτρόπου Υγείας N. A. Σεμάσκο σε επίσκεψή του στο περίφημο βερολινέζικο –και φιλικό στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD)– Ινστιτούτο για τη Σεξουαλική Ερευνα του Μάγκνους Χίρσφελντ). Δύο χρόνια αργότερα, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Υγιεινής της Μόσχας, Γκριγκόρι Μπάτκις, περιέγραψε τη σοβιετική πολιτική ως «την απόλυτη μη ανάμειξη του κράτους και της κοινωνίας σε σεξουαλικά ζητήματα, εφόσον κανείς δεν βλάπτεται».

Το πιο εντυπωσιακό, και απίστευτα επίκαιρο, είναι το εξής: σε αρκετές περιπτώσεις στη δεκαετία του 1920, τα σοβιετικά δικαστήρια αποδέχτηκαν γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου [...] ως «νόμιμους», διότι συνήφθησαν με «αμοιβαία συναίνεση», μια πρακτική για την οποία κανείς στο αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων «δεν είχε αντίρρηση» (Drucker, 2015).

Τη δεκαετία του 1920, το Βερολίνο εθεωρείτο το «δεύτερο κέντρο του κομμουνισμού» μετά τη Μόσχα. Στην πόλη αυτή, λόγω του επιτρεπτικού κλίματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, παρά τις σκληρές ποινές για την ομοφυλοφιλία, τα μπαρ και τα κλαμπ για λεσβίες και ομοφυλόφιλους άνδρες είχαν πολλαπλασιαστεί. Στα θέματα «φιλελεύθερων ηθών», το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) υπήρξε πρωτοπόρο. Με μεγαλύτερη συνέπεια από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, το KPD, το οποίο, ας σημειωθεί, είχε το πιο «ανδρικό» εκλογικό προφίλ στο γερμανικό κομματικό σύστημα, είχε ταχθεί υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών (μεταξύ πολλών άλλων υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση). Πολυάριθμες οργανώσεις φεμινιστριών, σοσιαλιστών, φιλελεύθερων μεταρρυθμιστών και πολλοί γιατροί συμμάχησαν με το KPD στην προώθηση του γυναικείου ζητήματος. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί κομμουνιστές ήταν «οι καλύτεροι σύμμαχοι του κινήματος των ομοφυλοφίλων» (Drucker, 2015). Για ένα κόμμα που υπερτόνιζε την προλεταριακή του ταυτότητα, το γεγονός εντυπωσιάζει. Οι θέσεις του δε ήταν πολύ πιο προωθημένες από τις αντίστοιχες του SPD (το οποίο περιοριζόταν στο αίτημα της αποποινικοποίησης). Μάλιστα, τα δύο κόμματα σε ορισμένες περιπτώσεις έδρασαν από κοινού, σύγκλιση σπάνια για την ακραία διαιρεμένη γερμανική Αριστερά εκείνης της περιόδου. Τη δεκαετία του 1920, ο «σεξουαλικός μπολσεβικισμός» (Μαζάουερ) βρέθηκε στην πρωτοπορία. Επιχείρησε να ανοίξει μια νέα εποχή στις σχέσεις των δύο φύλων και στο εσωτερικό του ιδίου φύλου.

Wrong lovers: επιστροφή στην κόλαση

Αν οι κομμουνιστές (εν μέρει και οι σοσιαλιστές) ωστόσο είναι φορείς πολιτισμικής ανανέωσης και απελευθερωτικής ορμής είναι ταυτόχρονα δέσμιοι των αντιλήψεων που κυριαρχούν στην εποχή τους. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, με πρώτο τον ηγέτη τους Μπέμπελ, στηρίζουν την κατάργηση του περίφημου άρθρου 175 (που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία), ακριβώς γιατί αυτή η κατάργηση είναι σύμφωνη με τις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Ταυτόχρονα, αρκετοί σοσιαλδημοκράτες βουλευτές θεωρούν την ομοφυλοφιλία παθολογική μορφή εκφυλισμού (ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στις ελίτ).

Αντίστοιχοι είναι οι προβληματισμοί στη Ρωσία. Ο Λένιν δεν θεωρήθηκε ποτέ, από κανέναν ερευνητή, «ελευθεριακός». Μάλλον το αντίθετο ίσχυε. Και σίγουρα αισθανόταν απέχθεια για το «σκάλισμα σε σεξουαλικά θέματα». Ωστόσο, όποιες και αν ήταν οι διαφορές ανάμεσα σε ελευθεριακούς και μη, μέχρι το 1934 η σοβιετική νομοθεσία δεν επιδίωξε να ελέγξει τις σεξουαλικές επιλογές ή να στιγματίσει τους ομοφυλόφιλους.

Με το τέλος της «μετασχηματιστικής» πλημμυρίδας του 1919-1923, με το τέλος κάθε έννοιας δημοκρατικής οργάνωσης, η αρχική επανάσταση στα θέματα σεξουαλικής ηθικής σταδιακά ανατράπηκε. Παραδοσιακές προσεγγίσεις που ενέτασσαν το γυναικείο ζήτημα στην ευρύτερη πάλη του εργατικού κινήματος, εμφανείς σε κείμενα της Κομιντέρν ήδη από το 1921, κυριάρχησαν. Καθώς στο σύνολο της Ευρώπης αναπτυσσόταν μια νέα λατρεία για την οικογένεια, οι επιλογές του Στάλιν ήταν ξεκάθαρα υπέρ της παράδοσης. Η εκ νέου ποινικοποίηση της αντρικής ομοφυλοφιλίας το 1934 (τρία έως πέντε έτη καταναγκαστικής εργασίας για κάθε άνδρα που καταδικάζεται για σεξουαλική επαφή με άλλον άνδρα), όπως και της άμβλωσης το 1936, αποτύπωσαν με τελικό τρόπο κάτι που ήταν σε εξέλιξη: το οριστικό τέλος του «σεξουαλικού μπολσεβικισμού». Η ομοφυλοφιλία ξαναγίνεται «σεξουαλική διαστροφή», επαίσχυντη και εγκληματική.

Η ίδια τάση κυριαρχεί και στα Κ.Κ. της Δύσης. Τα κόμματα αυτά, παρά την αρχική εικονοκλαστική ορμή, επίσης υιοθέτησαν απόψεις κοντινές στον πλειοψηφικό κομφορμισμό των κοινωνιών τους. Αρθρα που καταδίκαζαν την ομοφυλοφιλία ως «μη προλεταριακή» είχαν εμφανιστεί στον Τύπο του KPD ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Το δε 1934, η ομοφυλοφιλία ημιεπίσημα χαρακτηρίστηκε «φασιστική διαστροφή». Από τότε, η σύνδεση της ομοφυλοφιλίας και του φασισμού αποτέλεσε κεντρική διάσταση της σταλινικής προπαγάνδας παγκοσμίως. Το άσπρο έγινε μαύρο. Τελείως μαύρο. Και μάλιστα σε μια εποχή που ο νέος ναζιστικός νόμος ποινικοποιούσε ακόμη και το φλερτ μεταξύ ανδρών. Λίγο αργότερα, χιλιάδες άνθρωποι εστάλησαν σε γερμανικές φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω των σεξουαλικών προτιμήσεών τους. Με το διακριτικό Α (από το Arschficker) στο περιβραχιόνιο. Δεν θα μεταφράσω τη λέξη.

Ενα παλιό μοντέρνο θέμα

Η γοητευτική δεκαετία του 1920 άνοιξε πρωτόγνωρες προοπτικές στις σχέσεις των δύο φύλων και εντός του ιδίου φύλου. Η δεκαετία του 1930 δημιούργησε συνθήκες κόλασης για την ελεύθερη έκφραση των σεξουαλικών μειονοτήτων. Η μαύρη περίοδος έμελλε να διαρκέσει πολύ, μέχρι σχεδόν και τη δεκαετία του 1960. Η μακρά οπισθοδρόμηση έλαβε χώρα τόσο στα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού όσο, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, και στη Δύση. Η κατάργηση των αντι-γκέι νόμων στη Δυτική Ευρώπη έγινε συνήθως από κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικές, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970. Σήμερα, οι νόμοι κατά των ομοφυλοφίλων ανήκουν στο παρελθόν.

Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι πολύ θετική και υπερβαίνει τον συντηρητισμό της ελληνικής δεξιάς παράταξης. Η αρνητική στάση των κομμάτων στα δεξιά της Ν.Δ. είναι συνεκτική με τα σκληρά αντι-γκέι αντανακλαστικά του ευρωπαϊκού υπερσυντηρητισμού και της άκρας Δεξιάς. Εξίσου συνεκτική είναι η καταρχήν θετική αντίδραση των κομμάτων της νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, ΜΈΡΑ25). Η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά βρίσκεται, εδώ και δεκαετίες, μαζί με τα πράσινα κόμματα, στην εμπροσθοφυλακή του πολιτισμικού φιλελευθερισμού.

Η στάση του ΚΚΕ δεν εκπλήσσει. Κόμματα «ορθόδοξα», όπως το ΚΚΕ, επηρεάζονται σημαντικά από το βάρος μιας μη ελευθεριακής παράδοσης και είναι ενστικτωδώς δύσπιστα προς τον «πολιτισμικό αριστερισμό». Η επιφυλακτική στάση αρκετών βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, υπό το φως της συμβολής του κόμματος στον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου και υπό το φως του επιτρεπτικού φιλελευθερισμού των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, μάλλον εντυπωσιάζει.

Ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών έχει μακρά ιστορία. Στα θέματα σεξουαλικής ηθικής, ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός έχει μεγάλο ιστορικό βάθος, όπως μεγάλο ιστορικό βάθος έχει και ο πολιτισμικός συντηρητισμός. Και συχνά τα παλαιά επιχειρήματα επαναλαμβάνονται. Τα κόμματά μας, είτε το γνωρίζουν είτε όχι, συνομιλούν με αυτή τη μακρά ιστορία.

*Καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.









     

Εκκλησία και ΚΚΕ: Η ανατομία
μιάς παράδοξης ταύτισης

Του ΗΛΙΑ ΝΤΙΝΑ*

Η συζήτηση για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών έφερε κοντά δύο θεσμούς που συνηθίζουν να εμφανίζονται ως διαμετρικά αντίθετοι: την Εκκλησία από τη μια πλευρά και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος από την άλλη. Αμφότεροι δήλωσαν την αντίθεσή τους στο νομοσχέδιο. Κι αν για την Εκκλησία μια τέτοια απόφαση είναι σε κάποιον βαθμό προβλέψιμη, η στάση του ΚΚΕ δεν μπορεί παρά να προκαλεί ερωτηματικά. Γιατί συμπορεύεται το ΚΚΕ με την Εκκλησία ενάντια στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών;

Εκ πρώτης όψεως η απάντηση φαντάζει εύκολη: οι ηγεσίες και στις δύο περιπτώσεις ακολουθούν τις προτιμήσεις του «ποιμνίου». Τόσο ο εκκλησιασμός όσο και η ψήφος στο ΚΚΕ απαντώνται συχνότερα στις μεγαλύτερες ηλικίες και στα χαμηλότερα εισοδήματα. Ο συνδυασμός των δύο φτιάχνει ένα προφίλ με χαμηλό προσδοκώμενο δείκτη μεταϋλιστικών αξιών. 

Κι όμως: αν όντως αυτό ισχύει στην περίπτωση της Εκκλησίας, δεν φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση του ΚΚΕ. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τα στοιχεία από την έρευνα της διανεοσις του 2022. Το 60% των ψηφοφόρων του ΚΚΕ συμφωνεί με τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, ενώ το ποσοστό πέφτει μόνο λίγο (55%) όταν η ερώτηση αφορά την τεκνοθεσία. Για να έχουμε μια βάση σύγκρισης, τα αντίστοιχα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά τι μεγαλύτερα ως προς τον γάμο (66%) και λίγο χαμηλότερα ως προς την τεκνοθεσία (52%). Τα δε ποσοστά των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. είναι αρκετά έως πολύ χαμηλότερα.

Μια άλλη πιθανή εξήγηση θα μπορούσε να είναι πως η στάση της Εκκλησίας επηρεάζει τη στάση του ΚΚΕ. Μια τέτοια θα υποστήριζε ότι, μολονότι υπήρξε δύναμη ριζοσπαστισμού και νεωτερικότητας στην ελληνική πολιτική ζωή, το κομμουνιστικό κίνημα συνεχίζει να διατηρεί τους δεσμούς με την Εκκλησία του παρελθόντος. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και η συμπόρευση κατά τόπους του κλήρου με το ΕΑΜ κατά την περίοδο της Κατοχής. Η περίπτωση του παπα-δημήτρη (Κουτσούμπα), παππού του σημερινού γενικού γραμματέα του κόμματος, που ήταν καθοδηγητής της Εαμικής Εθνικής Αλληλεγγύης στον Δομοκό, είναι ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα συμμετοχής του κλήρου στην Εαμική αντίσταση. Θα έλεγε, λοιπόν, κανείς πως αυτή η σύμπραξη κρατάει το
ΚΚΕ δέσμιο μιας μακράς παράδοσης συνύπαρξης με την Εκκλησία. Και πάλι, όμως, τα στοιχεία δείχνουν να διαφωνούν. Στην ίδια προαναφερθείσα έρευνα και στην ερώτηση «κατά πόσο βρίσκεστε κοντά στη θρησκεία», οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ εμφανίζονται ως πιο άθρησκοι από κάθε άλλο κόμμα εντός της Βουλής. Τουλάχιστον οι ψηφοφόροι του δεν φαίνεται να νιώθουν δεσμευμένοι απέναντι στην Εκκλησία.
Τι, όμως, καθιστά το ΚΚΕ και την Εκκλησία κλειστές κοινωνικές ομάδες; Εδώ ίσως εμφανίζεται και η μεγαλύτερή τους ομοιότητα: η μεταφυσική πίστη σε μια ιδέα που συνιστά και τη συνεκτική ουσία της ομάδας. Στην περίπτωση της Εκκλησίας η απάντηση σε όλα τα προβλήματα είναι η πίστη. Στην περίπτωση του ΚΚΕ η απάντηση σε όλα τα προβλήματα είναι η εργατική πάλη. Μοιάζουν και οι δύο ως φάρμακα που εφευρέθηκαν, όχι μόνο για να καταπολεμήσουν τις υπάρχουσες αρρώστιες, αλλά και όποιες άλλες προκύψουν στο μέλλον. Αν η λύση είναι μία, οτιδήποτε δεν στοιχίζεται πίσω της είναι εμπόδιο.
Μια τρίτη εξήγηση, που ίσως μας φέρνει εγγύτερα στην απάντηση, είναι πως οι δύο αυτοί θεσμοί συνδέονται με τρόπο ενδημικό, μέσα από την κοινή τους αποστροφή στην αλλαγή. Η δυσπιστία απέναντι σε καινούργιες ιδέες, ανεξάρτητα πολλές φορές από το περιεχόμενό τους, είναι χαρακτηριστικό κλειστών κοινωνιών που διέπονται από ισχυρές νόρμες. Η πεποίθηση πως ο εναγκαλισμός νέων αξιών μπορεί να αλλοιώσει τον χαρακτήρα της ομάδας ή να υποδαυλίσει τη συνοχή της δημιουργεί μια στάση αδράνειας. Ως αποτέλεσμα, οι κλειστές κοινωνίες τείνουν να είναι ουραγοί κοινωνικών αλλαγών. Η υιοθέτηση νέων ιδεών γίνεται μόνο αφότου αυτές έχουν σταματήσει να είναι νέες.

Τι, όμως, καθιστά το ΚΚΕ και την Εκκλησία κλειστές κοινωνικές ομάδες; Εδώ ίσως εμφανίζεται και η μεγαλύτερή τους ομοιότητα: η μεταφυσική πίστη σε μια ιδέα που συνιστά και τη συνεκτική ουσία της ομάδας. Στην περίπτωση της Εκκλησίας η απάντηση σε όλα τα προβλήματα είναι η πίστη. Στην περίπτωση του ΚΚΕ η απάντηση σε όλα τα προβλήματα είναι η εργατική πάλη. Μοιάζουν και οι δύο ως φάρμακα που εφευρέθηκαν, όχι μόνο για να καταπολεμήσουν τις υπάρχουσες αρρώστιες, αλλά και όποιες άλλες προκύψουν στο μέλλον. Αν η λύση είναι μία, οτιδήποτε δεν στοιχίζεται πίσω της είναι εμπόδιο.

Προσπαθώντας να αποδώσει στη Σοσιαλδημοκρατία το σημαντικό μερίδιο που θεωρεί πως είχε στη διαμόρφωση των πολιτικών ιδεών του 20ού αιώνα, η Σέρι Μπέρμαν υποστηρίζει πως η Σοσιαλδημοκρατία επικράτησε απέναντι στα άλλα δύο μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα –τον κλασικό φιλελευθερισμό και τον ιστορικό υλισμό– εξαιτίας της ικανότητάς της να υποτάσσει τις μεγάλες ιδέες στα προβλήματα της εποχής. Απέναντι στο φιλελεύθερο χέρι της αγοράς, από τη μια, και την ντετερμινιστική λογική του ιστορικού υλισμού από την άλλη, η Σοσιαλδημοκρατία αντέταξε την ίδια την πολιτική πράξη – την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής. Αυτή η στάση είχε ως αποτέλεσμα να γίνει και ο βασικός κρίκος που κατέστησε τη δημοκρατία συμβατή με τον καπιταλισμό. 

Η καθολική ψήφος για τους φιλελευθέρους του 19ου αιώνα φάνταζε ως τροχοπέδη αποτελεσματικών πολιτικών, με κίνδυνο την τυραννία μιας αμόρφωτης πλειοψηφίας. Για τους ορθόδοξους μαρξιστές, καμιά πολιτική πράξη δεν ήταν έτσι κι αλλιώς αναγκαία, καθώς οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού καθιστούν την ανατροπή του αναπόφευκτη. Κι όμως. Ο κόσμος δεν άλλαξε μέσα από την υποταγή στις υπέρτατες και αέναες μεγάλες ιδέες, αλλά μέσα από την αναγνώριση πως οι θεσμοί γύρω μας είναι δυναμικοί και πως για να λειτουργήσουν σωστά χρειάζονται πολιτικές παρεμβάσεις. Για να γίνουν αυτές, όμως, πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε τις νέες ιδέες ως εν δυνάμει απειλή.

*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και κάτοχος της ελβετικής έδρας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου