Από την "ΕΣΤΙΑ", "ΤΑ ΝΕΑ", την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ",
τον "ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ" και "ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ"
"ΕΣΤΙΑ", 01/11/19 |
"ΤΑ ΝΕΑ", 01/11/19 |
ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ηταν αρχές Οκτωβρίου του 1997 όταν ο Στάθης Τραπεζαλίδης αποκαρδιωμένος έβλεπε το περίπτερό του στην Πανεπιστημίου να χάνεται μέσα στην τρύπα του Μετροπόντικα. Το περίπτερο είχε πάρει κλίση μία μέρα νωρίτερα και το τέλος έδειχνε αναπόδραστο. Τις ώρες που ακολούθησαν μέχρι το περίπτερο να εξαφανισθεί μέσα στην τρύπα του μετρό, εκείνη η γωνιά της Πανεπιστημίου είχε γίνει το κέντρο του σύμπαντος για τον ελληνικό μικρόκοσμο. Τα τηλεοπτικά βαν παρατάχθηκαν για απευθείας συνδέσεις αναμένοντας το μοιραίο και οι αναλύσεις έδωσαν και πήραν στα τηλεοπτικά παράθυρα - για τις ευθύνες της κατασκευάστριας εταιρείας, τους κινδύνους που εγκυμονεί η υπόγεια επέλαση του Μετροπόντικα και λοιπά. Οι καταγγελίες έπεφταν βροχή για τις διαβεβαιώσεις που έδινε μέχρι πρότινος η Αττικό Μετρό ότι το έργο ήταν ασφαλές, ενώ οι δεσμεύσεις για πλήρη αποζημίωση του περιπτερά ακούγονταν σαν λόγια κατόπιν εορτής. Το θέμα κάλυψε το δικό του τριήμερο, όπως όλα τα θαύματα, και απέκτησε πανελλήνια διάσταση. Αυτονόητα έγινε και πολιτικό, οδηγώντας την κυβέρνηση σε θέση απολογουμένου. Κάποιοι ζητούσαν και παραιτήσεις υπουργών, καθώς ήταν επιβεβλημένη η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης.
Τις προάλλες, η παρέα των φίλων που καταφέρνουν να συγκεντρώνονται κάποια Σαββατοκύριακα και στα κενά των αργιών ανέτρεξε στη βουτιά του περιπτέρου της Πανεπιστημίου με τη βεβαιότητα ότι όλα τα θέματα εκφράζουν την εποχή τους. Στην εποχή που η χώρα βάδιζε αμέριμνη στον δρόμο μιας - έστω πλασματικής, για πολλούς - ευημερίας κι ενός εκσυγχρονισμού που βελτίωνε τη ζωή και τις προοπτικές, οδηγώντας και σε άλλους μεγαλύτερους εθνικούς στόχους, το εξαφανισμένο περίπτερο θα μπορούσε να ήταν κεντρικό θέμα στο δελτίο ειδήσεων. Τον Οκτώβριο του 1997 η μέση ελληνική οικογένεια αναρωτιόταν για το χρονοδιάγραμμα των μεγάλων έργων, ζούσε ακόμη τη μέθεξη της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 που είχαν ρίξει στο κανναβάτσο τη Ρώμη μόλις έναν μήνα νωρίτερα, αγωνιούσε για το ύψος της ετήσιας αύξησης στις αποδοχές της, ενώ ανακάλυπτε ότι το Χρηματιστήριο της οδού Σοφοκλέους θα μπορούσε να είναι μια πηγή υπεραπόδοσης. Σε μια τέτοια στιγμή, το περίπτερο ήταν μια ανορθογραφία που ενοχλούσε και τροφοδοτούσε τον καταγγελτικό λόγο.
Στη δεκαετία της κρίσης, προφανώς αντίστοιχα προβλήματα θα απασχολούσαν ελάχιστους. Κάπως έτσι το ζύγιζε και η παρέα, αφού είχε καταναλώσει ήδη μία ώρα για τον κινηματογραφικό «Τζόκερ», την ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ και τους ανήλικους που είναι πλέον δακτυλοδεικτούμενοι στις σκοτεινές αίθουσες. Η συζήτηση έφτασε στο φρέσκο εθνικό θέμα, αφού πρώτα είχε περάσει από τα σημάδια του Σκορσέζε στο έργο του Τοντ Φίλιπς που σπάει ταμεία. Κυρίως γιατί προέχουν η σοβαρότητα της κουβέντας και η γνώση για το αντικείμενο... Οντως, ο Τζόκερ μπροστά στον καθρέφτη έφερνε στον νου την κορυφαία σκηνή του «Ταξιτζή» και ο «Βασιλιάς της Κωμωδίας» ήταν εκεί, όχι μόνον επειδή ο συμπρωταγωνιστής ήταν ο Ντε Νίρο. Αλλά το μείζον θέμα παρέμενε το ζήτημα με τους ανήλικους θεατές.
Πρόκειται για μια κουταμάρα, μια αστοχία χωρίς λόγο για περαιτέρω συζήτηση ή βρισκόμαστε μπροστά σε μια κίνηση που έχει πολιτικό υπόβαθρο και αναδεικνύει έναν νέο συντηρητισμό, πρωτίστως στην εξουσία; Πριν προλάβουν να πάρουν όλοι θέση για το καυτό ζήτημα, κάποιοι μετέφεραν την κουβέντα στον διαδικτυακό διχασμό που κορυφωνόταν την ίδια ώρα για την παρέλαση - παρωδία στη Νέα Φιλαδέλφεια. Τα δέκα «στρατιωτάκια της υπο-κριτικής τέχνης» βεβήλωσαν τη μέρα και τον χώρο ή το «κοπιάρισμα» των Monty Python προσέφερε μια «στιγμή μαγείας» που δεν είδε μόνον ο Θανάσης Χειμωνάς; Αν βγήκε άκρη στην ομήγυρη και υπήρξε ένας κοινός τόπος, ήταν αυτό: η ανάδειξη των δύο θεμάτων σε εθνικά ζητήματα θα μπορούσε να σηματοδοτεί κι αυτή μια σταδιακή επιστροφή σε μια κανονικότητα που αφήνει πίσω την κρίση και αντέχει και την ελαφρότητα. Από μια τέτοια οπτική, είναι κι αυτό ένα κέρδος...
"ΤΑ ΝΕΑ", 01/11/19ΤΗΣ ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Να τι θα είχα να πω στα «παιδιά» του silly walk στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου: Όταν παρεμβαίνουμε επιχειρώντας μια μικρή ή μια μεγάλη ρήξη σε ένα συμβατικό πλαίσιο, φροντίζουμε να την οργανώνουμε σωστά· με επιμέλεια· δαπανώντας σκέψη και κόπο. Τα χάπενινγκ είναι ωραία και αποτελεσματικά ως προς τη διάδοση του μηνύματός τους μόνο όταν δεν μπορούν να κρύψουν τη φαντασία και τη μελέτη που χρειάστηκε για να οργανωθούν και να εκτελεστούν. Οι Monty Python αγωνίζονταν με τις λέξεις και τις κινήσεις του σώματος· αφιέρωναν χιλιάδες ανθρωποώρες για να στήσουν τα κωμικά τους σκετς: η σάτιρα είναι δύσκολη δουλειά. Η ρήξη είναι ακόμα δυσκολότερη. Κι όταν γίνεται χωρίς να διακινδυνεύουμε τίποτα, χάνει την αξία που θα μπορούσε να έχει αν φανερώνει την προχειρότητα, την τσαπατσουλιά.
Τούτου λεχθέντος, silly δεν είναι τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι που διανύουν φάση αντίδρασης στο Κατεστημένο - μολονότι, κατά τη γνώμη μου, το Κατεστημένο δεν είναι αυτό στο οποίο επιτίθενται αλλά το ακριβώς αντίθετό του. Silly είναι οι ενήλικες που μεγεθύνουν μια παιδιάστικη χειρονομία και που φτάνουν στο σημείο να την κάνουν πρωτοσέλιδο. Αυτοί οι ενήλικοι είναι το Κατεστημένο που επικροτεί την αμάθεια, τη νηπιοπρέπεια, τα αλλοπρόσαλλα μανιφέστα, τους πολιτικούς και κοινωνικούς μύθους, τα ιστορικά ψέματα. Αυτοί οι ενήλικοι διαπαιδαγωγούν τα παιδιά με το να μην τα διαπαιδαγωγούν· τα κολακεύουν, τα γλείφουν -εν ολίγοις, τα κάνουν νευρικά και δυστυχισμένα.
Όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά σφυροκοπώντας τα με την ιδέα ότι ο κόσμος είναι φρικτός, τίθεται το ερώτημα γιατί τα φέραμε σ' αυτή τη φρικαλεότητα. Κι αν ενθαρρύνουμε την παραβίαση των κανόνων τότε πρέπει να περιμένουμε την κατάλυσή τους στην καθημερινή ζωή και στο πολιτικό οικοδόμημα. Το ότι αριστερές φυλλάδες δίνουν τέτοια έμφαση σε ένα μικρογεγονός που ταιριάζει στην πολιτική τους κουλτούρα (ή στην έλλειψή της) υπογραμμίζει τον λαϊκισμό (την ψηφοθηρία στον χώρο της πρώιμης νεολαίας), τη διεστραμμένη αντίληψη για την αγωγή του πολίτη και, προπάντων, την εκμετάλλευση των παιδιών για πολιτικούς σκοπούς. Με τέτοιους ενήλικες γύρω τους, τα παιδιά νιώθουν στο κέντρο ενός διχασμένου κόσμου, ενός πολέμου στον οποίο γίνονται στρατιωτάκια της πιο μελαγχολικής παράταξης. Αν και, από τη μια πλευρά, η ανθρώπινη κοινωνία αποδεικνύεται υπέροχα επιτρεπτική, εκλαμβάνεται σαν μια παγίδα με σκατά.
Τα κοριτσάκια του silly walk θα αναπολούν αυτή την πλάκα ανάμεσα σε άλλες πλάκες, φάρσες και σκανταλιές: Θυμάσαι το 2019 που εισβάλαμε στην παρέλαση; Χα, χα, χα. Έτσι καταγράφεται στη μνήμη η παιδική και εφηβική ηλικία. Αλλά το πρόβλημά μας στην Ελλάδα είναι ότι πολλοί άνθρωποι ζουν την παιδική και εφηβική τους ηλικία μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑ
Κάθε κράτος για να εμπεδώσει την ενότητα, την ισχύ και την κυριαρχία του χρησιμοποιεί και οργανώνει συν τοις άλλοις και διάφορες τελετουργικές εκδηλώσεις. Τέτοιες είναι και οι στρατιωτικές παρελάσεις. Ημερομηνίες τέλεσής τους είναι συνήθως εκείνες των σημαντικών ιστορικών γεγονότων που έχουν επιλεγεί από την κάθε κρατική εθνογενετική αφήγηση και έχουν αναχθεί σε εθνικές επετείους.
Οι παρελάσεις επιτελούσαν σημαντική ιδεολογική και πολιτική λειτουργία κυρίως στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Στη ναζιστική Γερμανία, για παράδειγμα, οι παρελάσεις του κόμματος αρχικά και του στρατού αργότερα ήταν συχνές, πλήρως σκηνοθετημένες και θεαματικές, με συγκεκριμένη αισθητική και προπαγανδιστική στόχευση. Στη δε Σοβιετική Ενωση, πέρα από την επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος, η ταξιθεσία των ηγετικών στελεχών δίπλα στον εκάστοτε ηγέτη κατά τη διάρκεια της παρέλασης σηματοδοτούσε τους συσχετισμούς στους κόλπους της κομματικής και κρατικής εξουσίας.
Το τυπικό τελετουργικό των παρελάσεων είναι συγκεκριμένο και καθορισμένο. Στρατιωτικά αγήματα και κάθε είδους όπλα, σε αυστηρούς πειθαρχημένους σχηματισμούς, παρελαύνουν υπό τους ήχους εμβατηρίων ενώπιον της πολιτειακής εξουσίας.
Με τον ίδιο τρόπο διεξάγονται οι παρελάσεις και στην Ελλάδα στις επετείους της Επανάστασης του 1821 και του Οχι. Υπάρχει μια ιδιομορφία όμως. Στις εγχώριες παρελάσεις συμμετέχουν και μαθητικά αγήματα. Η συμμετοχή των μαθητών στις επετειακές παρελάσεις σχεδιάστηκε και επιβλήθηκε από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στα πλαίσια των αντιλήψεών του για την πειθάρχηση της νεολαίας και την ένταξή της σε μια μιλιταριστικού τύπου ιδεολογία και οργάνωση.
Παραδόξως οι μαθητικές παρελάσεις, παρά τις πολλές δημοκρατικές αλλαγές, δεν αμφισβητήθηκαν μετά την πτώση της δικτατορίας. Το ίδιο βέβαια δεν αμφισβητήθηκαν και οι στρατιωτικές. Ομως είναι γεγονός ότι οι εγχώριες παρελάσεις είχαν την αποδοχή του κόσμου, ο οποίος συνέρρεε στους δρόμους για να τις παρακολουθήσει. Δεν εκφράστηκε δε εναντίον τους κανένας κριτικός πολιτικός και θεωρητικός λόγος παρά μόνον από κάποιους ριζοσπαστικούς μειοψηφικούς κύκλους, ενώ η παραδοσιακή Αριστερά το μόνο που διεκδικούσε ήταν η συμμετοχή των εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων στο τελετουργικό τους.
Τα χρόνια όμως της κρίσης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα και τη γενικότερη απονομιμοποίηση του κράτους, οι παρελάσεις έγιναν πεδίο διαμαρτυριών και επεισοδίων διαφόρων αγανακτισμένων που έφτασαν έως και την ακύρωσή τους. Σταδιακά όμως και παραδόξως κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ, η διεξαγωγή των παρελάσεων αποκαταστάθηκε.
Παρ' όλα αυτά, ωστόσο, καθ' όλη τη Μεταπολίτευση και μέχρι τώρα, συχνά οι παρελάσεις των μαθητικών τμημάτων εμπεριείχαν την παρώδησή τους και την αθέλητη αμφισβήτηση των ιδεολογικών τους συμπαραδηλώσεων. Η καζούρα και η πλάκα μεταξύ των μαθητών, η αδυναμία μίμησης των στρατιωτικών σχηματισμών, η απουσία ακόμα και ομοιόμορφης ενδυμασίας, οι μίνι φούστες των κοριτσιών, η χαλαρότητα του βαδίσματος των αγοριών κυρίως και άλλα πολλά διακωμωδούσαν μάλλον τον ρόλο και τη λειτουργία των παρελάσεων παρά τον αναδείκνυαν. Σταδιακά δε οι σχολικές παρελάσεις αντανακλούσαν την ολόπλευρη κρίση των εκπαιδευτικών μηχανισμών και την αδυναμία επιτέλεσης των λειτουργιών τους.
Σ' αυτό το πλαίσιο της κρίσης του σχολείου και ενός γενικότερου μεταμοντέρνου επιτρεπτικού σχετικισμού η «συμμετοχή» της κοριτσίστικης ομάδας στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας με τον σατιρικό - παρωδιακό τρόπο των Μόντι Πάιθον ήταν έξυπνη, αλλά, εν τέλει, απλά επεξέτεινε στα άκρα την υπάρχουσα νεανική προδιάθεση και παρά την εκ των υστέρων ιδεολογική της επένδυση δεν σόκαρε ουσιαστικά κανέναν, πέρα από κάποιους «επίσημους». Ως γνωστόν, η σύγχρονη μεταμοντέρνα συνθήκη ενσωματώνει και μετατρέπει τα πάντα σε τηλεοπτικό και διαδικτυακό θέαμα.
-Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός - κριτικός βιβλίου
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 01/11/19
ΤΗΣ ΓΙΟΥΛΗΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ
Προσωπικά στην ξεκούρδιστη παρέλαση της κοριτσίστικης παρέας στη Νέα Φιλαδέλφεια δεν είδα κάποια εμπνευσμένη ακτιβιστική περφόρμανς, ούτε μια ευφάνταστη αντιπολεμική - αντιμιλιταριστική διαμαρτυρία. Επίσης, δεν είδα ούτε προσβολή ούτε γελοιοποίηση της πατρίδας, της σημαίας, της Εθνικής Επετείου της 28ης και όλων αυτών που συμβολίζει.
Αντιθέτως είδα για άλλη μια φορά κραυγαλέα έλλειψη χιούμορ απ’ όλους όσοι έσπευσαν να πάρουν θέση, να ερμηνεύσουν, να αναλύσουν το γεγονός, να το αποθεώσουν ή να το κατακεραυνώσουν. Κι αυτή η έλλειψη χιούμορ εξηγεί πολλά: Τις συχνές συγκρούσεις ακόμη και για ασήμαντες αφορμές, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, την ιδεολογικοποίηση των πάντων, τις ανταλλαγές κατηγοριών, τις οξυμένες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
«Οπου δεν υπάρχει χιούμορ, όπου δεν υπάρχει γέλιο υπάρχει οργή και μίσος». Ακούγεται πολύ ταιριαστή αυτή η φράση του Ευγένιου Ιονέσκο. Εξηγεί ιδανικά τις αντιδράσεις των κομμάτων, καταδικαστικές ή υποστηρικτικές, τις δηλώσεις του δημάρχου Νέας Φιλαδέλφειας, Γιάννη Βούρου, που έκανε λόγο για «γελοία υποκείμενα για αξιολύπητα νεαρά κορίτσια τα οποία θα ταυτοποιηθούν καθώς ο δήμος υποχρεούται να υπερασπιστεί στο ακέραιο την αξιοπρέπειά του» – εντυπωσιακά ασύμμετρη και δυσερμήνευτη αντίδραση από έναν άνθρωπο της τέχνης, του θεάτρου. Εξηγεί γενικότερα τις τοποθετήσεις βουλευτών και διαφόρων παραγόντων που επιδόθηκαν σε ακατάσχετο silly talk.
Η έλλειψη χιούμορ ειδικά από το πολιτικό προσωπικό που έχει την ευθύνη να δώσει τον τόνο και να λειάνει τις αντιπαραθέσεις, δεν θα ήταν πρόβλημα αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Αν δεν είχε προηγηθεί ό,τι ζήσαμε στο επίπεδο της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της, με τις οποίες ακόμη παλεύει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και αν δεν είχαμε βιώσει την εμπειρία ενός έντονου διχασμού που καλλιεργήθηκε, εργαλειοποιήθηκε και πλέον δύσκολα μαζεύεται. Ειδικά όταν βρίσκει έδαφος σε θέματα που έχουν να κάνουν με την πατρίδα και την εθνική υπερηφάνεια, τότε φουντώνει και το μείγμα είναι εκρηκτικό, επικίνδυνο.
Οι αντιδράσεις μεγάλης μερίδας του κόσμου είναι οπαδικές, κινούνται στη σφαίρα του «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και του «εμείς ή αυτοί». Τα τελευταία χρόνια το κοινό τροφοδοτήθηκε με μεγάλες δόσεις κυνισμού, άκουσε πύρινους λόγους, εκτέθηκε σε ένα περιβάλλον τοξικό, χωρίς μέτρο, συχνά χωρίς κοινή λογική.
Και όπως είπαμε, σε ένα περιβάλλον χωρίς χιούμορ, το οποίο εκτός από λυτρωτικό καταφύγιο, έχει τη δύναμη να αναδείξει τις πραγματικές διαστάσεις ενός προβλήματος, να αποφορτίσει, να στρογγυλέψει τις γωνίες, να ηρεμήσει τα πάθη.
Ας χαλαρώσουμε λίγο, μήπως και ξαναβρούμε το χιούμορ μας.
"ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ", 01/11/19
Πόσος εθνικός βιος πρέπει να ξοδευτεί σε παραλογισμούς για να γίνει αντιληπτό ότι στη χώρα μας οι εθνικές, θρησκευτικές, λαϊκές εορτές και πανηγύρια, πορείες (όπως του Πολυτεχνείου – με την ματωμένη ελληνική σημαία), αλλά και μια σειρά από κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμοι, κηδείες, βαφτίσια) εντάσσονται ευρύτερα μέσα στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση που συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα, το νεοελληνικό κοινό αίσθημα και συναίσθημα, μέσα από το οποίο ο λαός αντιλαμβάνεται την ατομικότητά του και τη θέση του απέναντι στο υπόλοιπο κόσμο; Το να λες να σταματήσουν οι παρελάσεις στη ταυτοτική συνείδηση του Έλληνα, είναι σα να του λες να καταργηθεί ο εορτασμός του Πάσχα γιατί η Ανάσταση είναι ένα παραμύθι για παιδιά ή γιατί τα δώδεκα ευαγγέλια είναι αντιδραστικά αναγνώσματα…
Χρόνια τώρα, η Αριστερά βάλλει εναντίον των παρελάσεων και των εθνικών επετείων, υποκινουμένη ιδεολογικά από το μίσος της ενάντια στην ιδέα του εθνικού- πατριωτικού πνεύματος, σε αντίθεση με την θεολογική μεταφυσική της σχέση με τον διεθνισμό, την αδελφοσύνη των λαών και την ειρήνη απέναντι στον πόλεμο. Πρόκειται για την Αριστερά που αποθέωνε την επιθετικότητα της Σοβιετικής Ένωσης που προσάρτησε βιαίως μια σειρά από χώρες (στο όνομα του διεθνισμού) και ριγούσε μέχρι παραλύσεως στη θέα των πιο φαραωνικών στρατιωτικών παρελάσεων που εξέφραζαν την πιο σκληρή έκφραση του μιλιταρισμού.
Το εξωφρενικό δε είναι ότι αυτό που προβάλεται συστηματικά ως προοδευτική ιδέα και αντίληψη, είναι εντόνως πιο συντηρητικό, αντιδραστικό και σκοταδιστικό από την παράδοση που θέλει να καταργήσει και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι και βαθύτατα υποκριτικό. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις Ελληνίδες Monty Pythons (αυτός κι αν είναι μεγαλοϊδεατισμός…) που συνδύασαν την υψηλή έκφραση θεατρικότητας με το ανατρεπτικό ιδεολογικό αντιμιλιταριστικό μήνυμα και συγκλόνισαν τις ευαίσθητες καλλιτεχνικές ψυχές των Συριαζαίων.
Η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, πριν από όλα παραπέμπει στην άρνηση (το ΟΧΙ) ενός έθνους να παραδοθεί ταπεινωτικά σε ένα άλλο στις αρχές μιας παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης. Άρα, δεν εξυμνεί τον πόλεμο αλλά την γενναιότητα ενός λαού, το πνεύμα αντίστασης στην επιβουλή της εθνικής του ανεξαρτησίας και το πνεύμα της ελευθερίας. Η χώρα δεν διεξήγαγε ένα επιθετικό πόλεμο, αλλά έναν αμυντικό. Στο έπος του 1940 οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας υπερασπιστήκαν την εθνική μας ακεραιότητα, τις ελευθερίες μας και το δικαίωμα στην ειρήνη, την ευημερία και την πρόοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας παραδώσουν μια χώρα ελεύθερη, ανεξάρτητη, ακέραια, και μια ζωή απείρως καλύτερη από την δική τους, γεμάτη ελευθερίες και ανέσεις. Κυρίως, μας παρέδωσαν μια ζωή με ειρήνη, δίχως πόλεμο. Αν οι συμπαθείς κατά τα άλλα, νεαρές ήταν επιμελέστερες στα μαθήματά τους όσο και στον ατομικό ακτιβισμό, θα γνώριζαν ότι απολαμβάνουμε την μοναδική περίοδο στην ιστορία τής χώρας, δίχως πόλεμο και εμφυλίους.
Αν οι δέκα δεσποινίδες ήταν επιμελέστερες στα μαθητικά τους χρόνια, θα γνώριζαν ότι η πιο συντηρητική, σκοταδιστική κι επικίνδυνη έκφραση αντισυστημισμού και αμφισβήτησης, είναι αυτή που θεμελιώνει νέους πειθαναγκασμούς μέσα από μεγαλοϊδεατικές θεολογικές βεβαιότητες για την σωτηρία του κόσμου. Με δυο λόγια, θέλουν πολύ χρόνο και μεγάλες δυσκολίες να υπερβούν, μέχρι να γίνουν πραγματικά Monty Pythons…
ΥΓ Ας ελπίσουμε στις 17 Νοεμβρίου να μην ανεβάσουν την ίδια παράσταση στην επέτειο του Πολυτεχνείου με τη ματωμένη σημαία!
Θυμάμαι όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, σε ένα ακριτικό στρατόπεδο με παραδόξως καλές γενικά συνθήκες, κάναμε πρόβα για την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Εγώ, έχοντας να συμμετάσχω σε παρελάσεις από το σχολείο, ένοιωθα αρκετά άβολα με τον βηματισμό, το ελαφρύ χτύπημα του αριστερού τακουνιού, το υψωμένο χέρι μέχρι το μάτι. Όταν ο ουλαμός μας σχηματίστηκε και αρχίσαμε τα γύρω-γύρω στο προαύλιο του στρατοπέδου, όσο περνούσε η ώρα άρχισα να νοιώθω ότι σταδιακά χάνω τον έλεγχο αυτού που με ορίζει ως ύπαρξη, τον έλεγχο του κορμιού μου.
Με την περιφερειακή μου όραση (μιας και το κεφάλι έμενε ακίνητο ψηλά, δείγμα λεβεντιάς και περηφάνιας) «έπιανα» μόνο χακί και εθνικά σύμβολα ενώ το μόνο μήνυμα, πέραν από τα παραγγέλματα και τα εμβατήρια, που μπορούσε να επεξεργαστεί το μυαλό μου ήταν τα στρατιωτικά συνθήματα που ήταν γραμμένα στους τοίχους του στρατοπέδου. Βρισκόμουν στο μέσο μιας εν εξελίξει πορείας από τον πολίτη με στολή στο στρατιωτάκι.
Και όμως, ετοιμαζόμουν να παρελάσω στο όνομα της ελευθερίας. Λοιπόν, αν κάτι κατάφεραν τα δέκα κορίτσια με την ευρηματικότατη παρέμβασή τους στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας ήταν να καταδείξουν με τον πιο εμφατικό, πιο συμβολικό, πιο έξυπνο τρόπο ότι η ελευθερία περνάει πρώτα από όλα από τον έλεγχο των σωμάτων μας και κατ’ επέκταση του μυαλού μας.
Και με αυτόν τον τρόπο κατέδειξαν και τα όρια της κρατικά οριζόμενης ελευθερίας: Η ελευθερία μπορεί να νοείται ως αξία σύμφυτη με την «ψυχή του Έλληνα», από τα κόκκαλα του οποίου είναι βγαλμένη και του οποίου ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει, άλλωστε, να ορίζεται από τους πανηγυρικούς της ημέρας που εκφωνούν (βλαχο)δήμαρχοι, παπάδες και άλλα στοιχεία του «εθνικού κορμού», να περνά μέσα από τη στρατιωτικοποίηση μαθητών 10 έως 18 ετών, να ανέχεται μισαλλόδοξα και εθνικιστικά συνθήματα, να χωρά ακόμα και χρυσαυγίτες σε μια κατά τα άλλα επέτειο αντιφασιστικής μάχης (χρειάστηκαν δεκάδες κινητοποιήσεις για να μην συμμετέχουν οι νεοναζί στις παρελάσεις), να μην ανέχεται όμως το αυτονόητο: Τον έλεγχο του σώματος από τους ιδιοκτήτες του.
Την αντίφαση αυτή κατέδειξαν, οδηγώντας τη σε σημείο παροξυσμού και κατά συνέπεια θρυμματίζοντάς την, τα δέκα κορίτσια με την βαθιά πολιτικά καλλιτεχνική τους παρέμβαση, γι’ αυτό και προκάλεσαν τέτοιες οργισμένες αντιδράσεις περί «προσβολής» των πεσόντων, «προσβολή» που προφανώς δεν αποτέλεσαν τα περί πολέμου «εθελοντών» ενάντια στον «λαϊκισμό», όπως προκύπτει από μία μίξη δηλώσεων για την 28η Οκτωβρίου από τα πλέον επίσημα χείλη. Για να επιστρέψω στην στρατιωτική μου θητεία, θυμάμαι ότι πάντα όσα στελέχη ήταν πρόθυμα να προχωρήσουν σε καψώνια και όσοι φαντάροι ήταν πρόθυμοι να τα ανεχτούν (κάτι που πάντα απέτρεπε η συλλογική μας στάση) επιχειρηματολογούσαν λέγοντας περίπου ότι χρειάζεται η σωματικοποίηση της πειθαρχίας, έστω και σε μια ακραία μορφή, για να φτιαχτεί ένας αξιόμαχος στρατός.
Όμως αυτοί οι στρατοί είναι που κάνουν άδικους πολέμους και πραξικοπήματα, που συντρίβουν ζωές και συνειδήσεις, που παραδίδονται, ακόμα και που συνεργάζονται με τον εχθρό. Οι στρατοί που «σηκώνουν» αντάρτικα, που τα βάζουν με τιτάνες και βγαίνουν νικητές, που ανοίγουν νέους δρόμους προς την ελευθερία, είναι αυτοί που αποτελούνται από άντρες και γυναίκες που ορίζουν μόνοι τους το σώμα και το μυαλό τους, που επιλέγουν πότε και πού θα πειθαρχήσουν, που θυμίζουν ότι άνθρωπος σημαίνει πρώτα από όλα ελευθερία βούλησης.
Η κοινωνία βέβαια (ευτυχώς) δεν είναι στρατός, αλλά η στρατιωτικοποίηση πλευρών της κοινωνικής ζωής προβάλλεται όλο και πιο συχνά -και ενίοτε από τις πιο απρόσμενες μεριές- ως λύση για «πάσα νόσο και μαλακία» που ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία, σε μια προϊούσα διαδικασία συντηρητικοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι καμία αντίδραση δεν υπήρξε για τα συνθήματα μαθητών υπέρ του Κατσίφα ή για τη συμμετοχή νηπίων με χακί και «οπλισμό» σε προηγούμενες παρελάσεις. Η παρέμβαση των κοριτσιών ήρθε λοιπόν την πιο κατάλληλη στιγμή. Και ήταν ένας πραγματικός ύμνος στην Ελευθερία.
Αντιθέτως είδα για άλλη μια φορά κραυγαλέα έλλειψη χιούμορ απ’ όλους όσοι έσπευσαν να πάρουν θέση, να ερμηνεύσουν, να αναλύσουν το γεγονός, να το αποθεώσουν ή να το κατακεραυνώσουν. Κι αυτή η έλλειψη χιούμορ εξηγεί πολλά: Τις συχνές συγκρούσεις ακόμη και για ασήμαντες αφορμές, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, την ιδεολογικοποίηση των πάντων, τις ανταλλαγές κατηγοριών, τις οξυμένες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
«Οπου δεν υπάρχει χιούμορ, όπου δεν υπάρχει γέλιο υπάρχει οργή και μίσος». Ακούγεται πολύ ταιριαστή αυτή η φράση του Ευγένιου Ιονέσκο. Εξηγεί ιδανικά τις αντιδράσεις των κομμάτων, καταδικαστικές ή υποστηρικτικές, τις δηλώσεις του δημάρχου Νέας Φιλαδέλφειας, Γιάννη Βούρου, που έκανε λόγο για «γελοία υποκείμενα για αξιολύπητα νεαρά κορίτσια τα οποία θα ταυτοποιηθούν καθώς ο δήμος υποχρεούται να υπερασπιστεί στο ακέραιο την αξιοπρέπειά του» – εντυπωσιακά ασύμμετρη και δυσερμήνευτη αντίδραση από έναν άνθρωπο της τέχνης, του θεάτρου. Εξηγεί γενικότερα τις τοποθετήσεις βουλευτών και διαφόρων παραγόντων που επιδόθηκαν σε ακατάσχετο silly talk.
Η έλλειψη χιούμορ ειδικά από το πολιτικό προσωπικό που έχει την ευθύνη να δώσει τον τόνο και να λειάνει τις αντιπαραθέσεις, δεν θα ήταν πρόβλημα αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Αν δεν είχε προηγηθεί ό,τι ζήσαμε στο επίπεδο της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της, με τις οποίες ακόμη παλεύει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, και αν δεν είχαμε βιώσει την εμπειρία ενός έντονου διχασμού που καλλιεργήθηκε, εργαλειοποιήθηκε και πλέον δύσκολα μαζεύεται. Ειδικά όταν βρίσκει έδαφος σε θέματα που έχουν να κάνουν με την πατρίδα και την εθνική υπερηφάνεια, τότε φουντώνει και το μείγμα είναι εκρηκτικό, επικίνδυνο.
Οι αντιδράσεις μεγάλης μερίδας του κόσμου είναι οπαδικές, κινούνται στη σφαίρα του «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και του «εμείς ή αυτοί». Τα τελευταία χρόνια το κοινό τροφοδοτήθηκε με μεγάλες δόσεις κυνισμού, άκουσε πύρινους λόγους, εκτέθηκε σε ένα περιβάλλον τοξικό, χωρίς μέτρο, συχνά χωρίς κοινή λογική.
Και όπως είπαμε, σε ένα περιβάλλον χωρίς χιούμορ, το οποίο εκτός από λυτρωτικό καταφύγιο, έχει τη δύναμη να αναδείξει τις πραγματικές διαστάσεις ενός προβλήματος, να αποφορτίσει, να στρογγυλέψει τις γωνίες, να ηρεμήσει τα πάθη.
Ας χαλαρώσουμε λίγο, μήπως και ξαναβρούμε το χιούμορ μας.
"ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ", 01/11/19
Πόσος εθνικός βιος πρέπει να ξοδευτεί σε παραλογισμούς για να γίνει αντιληπτό ότι στη χώρα μας οι εθνικές, θρησκευτικές, λαϊκές εορτές και πανηγύρια, πορείες (όπως του Πολυτεχνείου – με την ματωμένη ελληνική σημαία), αλλά και μια σειρά από κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμοι, κηδείες, βαφτίσια) εντάσσονται ευρύτερα μέσα στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση που συγκροτεί τη νεοελληνική ταυτότητα, το νεοελληνικό κοινό αίσθημα και συναίσθημα, μέσα από το οποίο ο λαός αντιλαμβάνεται την ατομικότητά του και τη θέση του απέναντι στο υπόλοιπο κόσμο; Το να λες να σταματήσουν οι παρελάσεις στη ταυτοτική συνείδηση του Έλληνα, είναι σα να του λες να καταργηθεί ο εορτασμός του Πάσχα γιατί η Ανάσταση είναι ένα παραμύθι για παιδιά ή γιατί τα δώδεκα ευαγγέλια είναι αντιδραστικά αναγνώσματα…
Χρόνια τώρα, η Αριστερά βάλλει εναντίον των παρελάσεων και των εθνικών επετείων, υποκινουμένη ιδεολογικά από το μίσος της ενάντια στην ιδέα του εθνικού- πατριωτικού πνεύματος, σε αντίθεση με την θεολογική μεταφυσική της σχέση με τον διεθνισμό, την αδελφοσύνη των λαών και την ειρήνη απέναντι στον πόλεμο. Πρόκειται για την Αριστερά που αποθέωνε την επιθετικότητα της Σοβιετικής Ένωσης που προσάρτησε βιαίως μια σειρά από χώρες (στο όνομα του διεθνισμού) και ριγούσε μέχρι παραλύσεως στη θέα των πιο φαραωνικών στρατιωτικών παρελάσεων που εξέφραζαν την πιο σκληρή έκφραση του μιλιταρισμού.
Το εξωφρενικό δε είναι ότι αυτό που προβάλεται συστηματικά ως προοδευτική ιδέα και αντίληψη, είναι εντόνως πιο συντηρητικό, αντιδραστικό και σκοταδιστικό από την παράδοση που θέλει να καταργήσει και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι και βαθύτατα υποκριτικό. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις Ελληνίδες Monty Pythons (αυτός κι αν είναι μεγαλοϊδεατισμός…) που συνδύασαν την υψηλή έκφραση θεατρικότητας με το ανατρεπτικό ιδεολογικό αντιμιλιταριστικό μήνυμα και συγκλόνισαν τις ευαίσθητες καλλιτεχνικές ψυχές των Συριαζαίων.
Η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, πριν από όλα παραπέμπει στην άρνηση (το ΟΧΙ) ενός έθνους να παραδοθεί ταπεινωτικά σε ένα άλλο στις αρχές μιας παγκόσμιας πολεμικής σύγκρουσης. Άρα, δεν εξυμνεί τον πόλεμο αλλά την γενναιότητα ενός λαού, το πνεύμα αντίστασης στην επιβουλή της εθνικής του ανεξαρτησίας και το πνεύμα της ελευθερίας. Η χώρα δεν διεξήγαγε ένα επιθετικό πόλεμο, αλλά έναν αμυντικό. Στο έπος του 1940 οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας υπερασπιστήκαν την εθνική μας ακεραιότητα, τις ελευθερίες μας και το δικαίωμα στην ειρήνη, την ευημερία και την πρόοδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας παραδώσουν μια χώρα ελεύθερη, ανεξάρτητη, ακέραια, και μια ζωή απείρως καλύτερη από την δική τους, γεμάτη ελευθερίες και ανέσεις. Κυρίως, μας παρέδωσαν μια ζωή με ειρήνη, δίχως πόλεμο. Αν οι συμπαθείς κατά τα άλλα, νεαρές ήταν επιμελέστερες στα μαθήματά τους όσο και στον ατομικό ακτιβισμό, θα γνώριζαν ότι απολαμβάνουμε την μοναδική περίοδο στην ιστορία τής χώρας, δίχως πόλεμο και εμφυλίους.
Αν οι δέκα δεσποινίδες ήταν επιμελέστερες στα μαθητικά τους χρόνια, θα γνώριζαν ότι η πιο συντηρητική, σκοταδιστική κι επικίνδυνη έκφραση αντισυστημισμού και αμφισβήτησης, είναι αυτή που θεμελιώνει νέους πειθαναγκασμούς μέσα από μεγαλοϊδεατικές θεολογικές βεβαιότητες για την σωτηρία του κόσμου. Με δυο λόγια, θέλουν πολύ χρόνο και μεγάλες δυσκολίες να υπερβούν, μέχρι να γίνουν πραγματικά Monty Pythons…
ΥΓ Ας ελπίσουμε στις 17 Νοεμβρίου να μην ανεβάσουν την ίδια παράσταση στην επέτειο του Πολυτεχνείου με τη ματωμένη σημαία!
Θυμάμαι όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, σε ένα ακριτικό στρατόπεδο με παραδόξως καλές γενικά συνθήκες, κάναμε πρόβα για την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Εγώ, έχοντας να συμμετάσχω σε παρελάσεις από το σχολείο, ένοιωθα αρκετά άβολα με τον βηματισμό, το ελαφρύ χτύπημα του αριστερού τακουνιού, το υψωμένο χέρι μέχρι το μάτι. Όταν ο ουλαμός μας σχηματίστηκε και αρχίσαμε τα γύρω-γύρω στο προαύλιο του στρατοπέδου, όσο περνούσε η ώρα άρχισα να νοιώθω ότι σταδιακά χάνω τον έλεγχο αυτού που με ορίζει ως ύπαρξη, τον έλεγχο του κορμιού μου.
Με την περιφερειακή μου όραση (μιας και το κεφάλι έμενε ακίνητο ψηλά, δείγμα λεβεντιάς και περηφάνιας) «έπιανα» μόνο χακί και εθνικά σύμβολα ενώ το μόνο μήνυμα, πέραν από τα παραγγέλματα και τα εμβατήρια, που μπορούσε να επεξεργαστεί το μυαλό μου ήταν τα στρατιωτικά συνθήματα που ήταν γραμμένα στους τοίχους του στρατοπέδου. Βρισκόμουν στο μέσο μιας εν εξελίξει πορείας από τον πολίτη με στολή στο στρατιωτάκι.
Και όμως, ετοιμαζόμουν να παρελάσω στο όνομα της ελευθερίας. Λοιπόν, αν κάτι κατάφεραν τα δέκα κορίτσια με την ευρηματικότατη παρέμβασή τους στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας ήταν να καταδείξουν με τον πιο εμφατικό, πιο συμβολικό, πιο έξυπνο τρόπο ότι η ελευθερία περνάει πρώτα από όλα από τον έλεγχο των σωμάτων μας και κατ’ επέκταση του μυαλού μας.
Και με αυτόν τον τρόπο κατέδειξαν και τα όρια της κρατικά οριζόμενης ελευθερίας: Η ελευθερία μπορεί να νοείται ως αξία σύμφυτη με την «ψυχή του Έλληνα», από τα κόκκαλα του οποίου είναι βγαλμένη και του οποίου ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει, άλλωστε, να ορίζεται από τους πανηγυρικούς της ημέρας που εκφωνούν (βλαχο)δήμαρχοι, παπάδες και άλλα στοιχεία του «εθνικού κορμού», να περνά μέσα από τη στρατιωτικοποίηση μαθητών 10 έως 18 ετών, να ανέχεται μισαλλόδοξα και εθνικιστικά συνθήματα, να χωρά ακόμα και χρυσαυγίτες σε μια κατά τα άλλα επέτειο αντιφασιστικής μάχης (χρειάστηκαν δεκάδες κινητοποιήσεις για να μην συμμετέχουν οι νεοναζί στις παρελάσεις), να μην ανέχεται όμως το αυτονόητο: Τον έλεγχο του σώματος από τους ιδιοκτήτες του.
Την αντίφαση αυτή κατέδειξαν, οδηγώντας τη σε σημείο παροξυσμού και κατά συνέπεια θρυμματίζοντάς την, τα δέκα κορίτσια με την βαθιά πολιτικά καλλιτεχνική τους παρέμβαση, γι’ αυτό και προκάλεσαν τέτοιες οργισμένες αντιδράσεις περί «προσβολής» των πεσόντων, «προσβολή» που προφανώς δεν αποτέλεσαν τα περί πολέμου «εθελοντών» ενάντια στον «λαϊκισμό», όπως προκύπτει από μία μίξη δηλώσεων για την 28η Οκτωβρίου από τα πλέον επίσημα χείλη. Για να επιστρέψω στην στρατιωτική μου θητεία, θυμάμαι ότι πάντα όσα στελέχη ήταν πρόθυμα να προχωρήσουν σε καψώνια και όσοι φαντάροι ήταν πρόθυμοι να τα ανεχτούν (κάτι που πάντα απέτρεπε η συλλογική μας στάση) επιχειρηματολογούσαν λέγοντας περίπου ότι χρειάζεται η σωματικοποίηση της πειθαρχίας, έστω και σε μια ακραία μορφή, για να φτιαχτεί ένας αξιόμαχος στρατός.
Όμως αυτοί οι στρατοί είναι που κάνουν άδικους πολέμους και πραξικοπήματα, που συντρίβουν ζωές και συνειδήσεις, που παραδίδονται, ακόμα και που συνεργάζονται με τον εχθρό. Οι στρατοί που «σηκώνουν» αντάρτικα, που τα βάζουν με τιτάνες και βγαίνουν νικητές, που ανοίγουν νέους δρόμους προς την ελευθερία, είναι αυτοί που αποτελούνται από άντρες και γυναίκες που ορίζουν μόνοι τους το σώμα και το μυαλό τους, που επιλέγουν πότε και πού θα πειθαρχήσουν, που θυμίζουν ότι άνθρωπος σημαίνει πρώτα από όλα ελευθερία βούλησης.
Η κοινωνία βέβαια (ευτυχώς) δεν είναι στρατός, αλλά η στρατιωτικοποίηση πλευρών της κοινωνικής ζωής προβάλλεται όλο και πιο συχνά -και ενίοτε από τις πιο απρόσμενες μεριές- ως λύση για «πάσα νόσο και μαλακία» που ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία, σε μια προϊούσα διαδικασία συντηρητικοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι καμία αντίδραση δεν υπήρξε για τα συνθήματα μαθητών υπέρ του Κατσίφα ή για τη συμμετοχή νηπίων με χακί και «οπλισμό» σε προηγούμενες παρελάσεις. Η παρέμβαση των κοριτσιών ήρθε λοιπόν την πιο κατάλληλη στιγμή. Και ήταν ένας πραγματικός ύμνος στην Ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου