"ΕΣΤΙΑ", 25/09/19
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΑΚΑΣΑ
Σολομώντειος... λύση προκρίνεται για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε αντισυνταγματικά και αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τα ισχύοντα προγράμματα σπουδών του μαθήματος σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Η απόφαση του ΣτΕ προκαλεί πονοκέφαλο στις εκπαιδευτικές υπηρεσίες, καθώς ήδη η σχολική χρονιά ξεκίνησε με τη διδασκαλία των, πλέον, αντισυνταγματικών προγραμμάτων. Παράλληλα, πρέπει να λυθεί το ζήτημα της απασχόλησης των παιδιών που θα πάρουν απαλλαγή· πόσο μάλλον, όταν σε σχολεία της Αττικής συγκεντρώνονται πολλοί μη ορθόδοξοι μαθητές. Αλλωστε, αναμένεται έκρηξη των αιτήσεων για απαλλαγή από το μάθημα, μετατρέποντάς το ουσιαστικά σε προαιρετικό. Στο ίδιο πλαίσιο, πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος προτίθεται να θέσει το ζήτημα στην συνεδρίαση της Ιεραρχίας τον Οκτώβριο.
Ειδικότερα, η απόφαση του ΣτΕ τίναξε στον αέρα τα ισχύοντα προγράμματα, καθώς έκρινε ότι με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης» και ότι «το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές». Κατόπιν τούτου, θεολόγοι που μετείχαν στην κατάρτιση των νυν προγραμμάτων αλλά και στελέχη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) προκρίνουν τη λύση οι πληροφορίες-αναφορές με θρησκειολογικό προσανατολισμό να αποσπαστούν από τον κύριο κορμό της ύλης και να διδάσκονται σε διακριτά κεφάλαια, μετά τα ανάλογα κεφάλαια που αφορούν την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Οι πληροφορίες-αναφορές αυτές απαντώνται περισσότερο στα προγράμματα σπουδών και στα βιβλία του δημοτικού και του γυμνασίου. Παράλληλα, προτείνεται να ξεκινήσει ο σχεδιασμός για νέα προγράμματα σπουδών. Μέχρι την έκδοση νέων βιβλίων θα χρειαστεί έως και μία τριετία.
Η άλλη λύση είναι με υπουργική απόφαση της Νίκης Κεραμέως το μάθημα να επιστρέψει στα προγράμματα σπουδών που διδάσκονταν πριν από το 2016. Ωστόσο, αυτό σημαίνει επιστροφή στα προγράμματα σπουδών του 2003, τα οποία όμως με το ίδιο σκεπτικό του ΣτΕ δεν σκοπεύουν στην καλλιέργεια της ορθόδοξης θρησκευτικής συνείδησης, όπως είχε αποφανθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και οι θεολόγοι με συντηρητικές θέσεις. Μάλιστα, θεωρείται ότι η απόφαση του ΣτΕ οδηγεί εμμέσως το μάθημα να πάρει τη μορφή κατηχητικού. Είναι αυτός ο ρόλος της Πολιτείας; Την πρόταση για διακριτή θέση των θρησκειολογικών αναφορών στα βιβλία είχε κάνει στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος τον Μάρτιο του 2016. Ηδη, μετά την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ ιεράρχες διατυπώνουν αντιτιθέμενες απόψεις, ενώ ο κ. Ιερώνυμος τηρεί χαμηλούς τόνους, με δεδομένη άλλωστε τη θετική στάση της Εκκλησίας επί των νυν προγραμμάτων σπουδών ύστερα και από τον διάλογο που έγινε με το υπουργείο Παιδείας (από την πλευρά της Εκκλησίας σε σχετική επιτροπή μετείχαν οι μητροπολίτες Υδρας, Μεσσηνίας και Μεσογαίας). Για τον λόγο αυτό, ο κ. Ιερώνυμος, που συναντήθηκε χθες με τον πρόεδρο και μέλη του Πανελληνίου Θεολογικού Συνδέσμου «Καιρός» που είναι υπέρ των νυν προγραμμάτων σπουδών, θα θέσει το ζήτημα στη συνεδρίαση των μητροπολιτών όλης της χώρας τον Οκτώβριο.
Από την άλλη, το υπουργείο Παιδείας οφείλει να λύσει κρίσιμα ζητήματα μετά την «απελευθέρωση» των απαλλαγών, που θα δίνονται πλέον με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης. Ενδεικτικά, το μάθημα από υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές γίνεται de facto προαιρετικό, ενώ πρέπει να απαντηθεί πώς θα απασχολούνται οι μαθητές που θα ζητήσουν απαλλαγή. Προς το παρόν, δεν μπορεί να υπάρξει άλλο μάθημα, σχετικό με τα Θρησκευτικά (π.χ. Ηθική). Επίσης, τι θα γίνει στα σχολεία της Αθήνας με ισχυρή την παρουσία μαθητών που πιστεύουν σε άλλες θρησκείες; Θα γίνεται αντίστοιχο μάθημα γι’ αυτά τα παιδιά; Ετσι, διαμορφώνεται μία προοπτική για ξεχωριστά μαθήματα θρησκειών, και για σταδιακή εκχώρηση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στις θρησκευτικές κοινότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούνται δεδομένες η συρρίκνωση των θεολογικών σπουδών στην Ελλάδα, η αλλαγή του ρόλου των θεολόγων και η υποβάθμισή τους.
Η απόφαση του ΣτΕ
Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές και αντίθετες με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τις νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν γίνει το 2017 επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι:
• Με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης» και ότι «το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές».
• Για τους ετερόδοξους ή άθεους ή αλλόδοξους μαθητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα απαλλαγής από το μάθημα. «Οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές», αναφέρεται στις αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου, «έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης, η δε πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ελεύθερης ώρας».
KAI ΔΥΟ ΠΡΟΒΟΛΕΣ, ΑΠΟ ΤΗΝ "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
Η παράδοση 180 χρόνων
δεν αλλάζει σε μία μέρα
ΤΟΥ Κ. ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑ-ΛΙΑΓΚΗ*
Οι όροι «αποκλειστικά» και «ισότιμο μάθημα» δημιουργούν σε αυτούς που προσέφυγαν στο ΣΤΕ και κατ’ επέκταση στο υπουργείο ένα νέο ζήτημα.
180 χρόνια τώρα, η θρησκευτική εκπαίδευση (Θ.Ε.), έχει προκαλέσει αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις για το περιεχόμενο, τα βιβλία και τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών της. Από αυτές η Θ.Ε. των παιδιών στο σχολείο έβγαινε κερδισμένη – όχι αλώβητη. Μέχρι σήμερα παραμένει υποχρεωτικό μάθημα. Σκοπεύει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης και θρησκευτικής γνώσης, που θεωρείται για κάθε άνθρωπο απαραίτητη σήμερα περισσότερο από ποτέ. Υπήρχε πάντα η δυνατότητα εξαίρεσης, την οποία χρησιμοποιούν 0,5 έως 0,9% των μαθητών (ΥΠΕΠΘ, 2018). Οι θεολόγοι εκπαιδεύονταν να υποδέχονται στην τάξη όποιον επιθυμούσε να παρακολουθήσει, ανεξάρτητα από την πίστη και το θρήσκευμά του. Στην εκπαίδευση η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης υπηρετείται από το περιεχόμενο του μαθήματος και τη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία.
Είναι φυσικό, λοιπόν, ο ορθόδοξος μαθητής να αναπτύσσει την ορθόδοξη θρησκευτική συνείδησή στη Θ.Ε. Αυτή ποτέ δεν ταυτιζόταν με την ορθόδοξη κατήχηση, που προσφέρουν η χριστιανική οικογένεια και η Εκκλησία στα μέλη του Σώματος του Χριστού. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό σε «υποχρεωτικό μάθημα» σχολείου χωρίς εκκλησιαστική ζωή και «μυστήρια»; Εκπεφρασμένα η Εκκλησία δεν ζητεί να εισαχθεί η κατήχηση στο σχολείο.
Πρώτη φορά οι αποφάσεις του ΣΤΕ θέτουν την αλλαγή του κανονιστικού πλαισίου της Θ.Ε., με επιχειρήματα νομικά, αλλά και παιδαγωγικά και θεολογικά («άστοχα ή αντίθετα» με τη διδασκαλία αυτών των επιστημών). Πώς, λοιπόν, θα διαμορφωθεί το νέο κανονιστικό πλαίσιο βάσει του οποίου θα αναμορφωθεί δευτερευόντως το Πρόγραμμα Σπουδών; Πώς θα ερμηνευθεί ότι «ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές»;
Ορθώς η υπουργός πρόταξε το κανονιστικό πλαίσιο έναντι του Προγράμματος Σπουδών. Δεν μπορεί να επιστρέψει στο προηγούμενο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (2003), γιατί με το ίδιο σκεπτικό δεν σκοπεύει στην καλλιέργεια της ορθόδοξης θρησκευτικής συνείδησης. Ούτε στα προηγούμενα βιβλία, αφού κρίθηκαν από την Ιερά Σύνοδο ότι έχουν «…χαρακτήρα θρησκειολογικόν με έντονα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ορθολογιστικής προτεσταντικής και κυρίως γερμανικής θεολογίας, η οποία είναι ασυμβίβαστος με την ορθόδοξον Χριστιανικήν Πίστιν…» (27-11-2006).
Σκοπεύει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να διαμορφώσει ένα ορθόδοξο μάθημα, ομολογιακό (το ρυθμίζει η Πολιτεία διαλεγόμενη με την Εκκλησία) και ανοιχτό, ώστε να το παρακολουθούν οι ορθόδοξοι και όσοι το επιθυμούν, όπως ήταν πολλές δεκαετίες, παρέχοντας τη δυνατότητα εξαίρεσης-παρακολούθησης εναλλακτικής Θ.Ε. για τις «θρησκείες του κόσμου», όταν «συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται» ή σκοπεύει, πρώτη φορά στην Ελλάδα, να διαμορφώσει ένα ορθόδοξο κατηχητικό μάθημα για τους ορθοδόξους (το ρυθμίζει η Εκκλησία με εποπτεία του κράτους) και αντίστοιχα άλλα κατηχητικά μαθήματα, για όσους απαλλάσσονται;
Είναι φανερό ότι οι όροι «αποκλειστικά» και «ισότιμο μάθημα» δημιουργούν σε αυτούς που προσέφυγαν στο ΣΤΕ και κατ’ επέκταση στο υπουργείο ένα νέο ζήτημα που ο χειρισμός του αλυσιδωτά μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο status του μαθήματος και των θεολόγων στο σχολείο, στις Θεολογικές Σχολές, στην Εκκλησία, στις θρησκευτικές κοινότητες και στις οικογένειες των μαθητών. Απαιτείται διάλογος μεταξύ ειδικών και ενδιαφερομένων και σχεδιασμός. Δεν μπορεί μία παράδοση 180 χρόνων ορθόδοξης Θ.Ε., πάντα ανοιχτής σε κάθε νεανική ψυχή που αναζητεί και αναρωτιέται, και που είναι «επιστημονικό παράδειγμα», επειδή στην πράξη δεν αποκλείει και δεν διαχωρίζει τους μαθητές σε πιστούς και μη πιστούς, στα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα της Θρησκειοπαιδαγωγικής, να αλλάξει σε μία μέρα.
* Ο κ. Κουκουνάρας-λιάγκης είναι επίκουρος καθηγητής Διδακτικής των Θρησκευτικών, Τμήμα Θεολογίας, ΕΚΠΑ.
Η Εκκλησία ως θεσμικός συνομιλητής
ΤΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΨΑΛΤΟΥ*
Ανάγκη να συγκροτηθεί μία επιστημονική ομάδα έργου, η οποία θα χαράξει το γενικό πλαίσιο και θα έχει την ευθύνη της παραγωγής από ομάδες εμπειρογνωμόνων.
ένας πίνακας του Klee που ονομάζεται “Angelus Novus”. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του» (Walter Benjamin, «Θέσεις πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας», 1940). Mέσα σε θριαμβολογίες και θρηνολογίες, αντιλογίες και φόβους, ήρθε η ώρα να αποχαιρετήσουμε την υπάρχουσα μορφή του προγράμματος σπουδών των Θρησκευτικών.
Ενα από τα ζητήματα που πρέπει να λυθούν είναι αυτό της απασχόλησης των μαθητών που θα πάρουν απαλλαγή.
Η μορφή αυτή εγκαινιάστηκε πιλοτικά την περίοδο 2011-2013 και εφαρμόστηκε στα σχολεία από το 2016 και τροποποιημένη από το 2017. Το πρόγραμμα αυτό ήταν κυρίως προσανατολισμένο προς τη χριστιανική, ορθόδοξη παράδοση. Ωστόσο, επιχειρώντας να υπερβεί τη μονοφωνία, περιελάμβανε με κριτικό τρόπο και στοιχεία από άλλες χριστιανικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις. Ταυτόχρονα, επιχειρούσε να εγκαταλειφθεί το δασκαλοκεντρικό μοντέλο και ο εκπαιδευτικός καλείτο να λειτουργήσει περισσότερο ως συντονιστής βιωματικών και διερευνητικών δραστηριοτήτων των μαθητών παρά ως ex cathedra αυθεντία.
Το γεγονός ότι το περιεχόμενο του προγράμματος δεν αποτελείτο αποκλειστικά και αμιγώς από στοιχεία της ορθόδοξης, χριστιανικής διδασκαλίας εκλήφθηκε από θρησκευτικούς κύκλους, τελικώς και από την πλειοψηφία του ΣΤΕ, με το νόημα ότι δεν αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών. Λες και ο διάλογος με την πολιτισμική ετερότητα δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο της ορθόδοξης, χριστιανικής συνείδησης.
Υστερα από τις πρόσφατες ακυρωτικές αποφάσεις του ΣΤΕ πρέπει να αποχαιρετήσουμε την υπάρχουσα μορφή του προγράμματος, καθώς αυτή δεν έχει πια την απαιτούμενη νομιμοποίηση. Ως προς την άμεση αντιμετώπιση του ζητήματος θεωρώ ότι για το σχολικό έτος που διανύουμε μία λύση είναι η τροποποίησή του σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣΤΕ και η διδασκαλία μόνο τμημάτων από τους αντίστοιχους φακέλους του μαθήματος.
Ωστόσο, η τροποποίηση αυτή θα πρέπει να συνδυαστεί με την έναρξη διαδικασιών εκπόνησης νέου προγράμματος σπουδών και βιβλίων. Για τον σκοπό αυτό είναι ανάγκη να συγκροτηθεί μία επιστημονική ομάδα έργου, η οποία θα χαράξει το γενικό πλαίσιο και θα έχει την ευθύνη της παραγωγής από ομάδες εμπειρογνωμόνων, οι οποίες θα συσταθούν γι’ αυτόν τον σκοπό, καθώς και της επικοινωνίας με την Εκκλησία, η οποία εξαρχής θα πρέπει να θεωρηθεί θεσμικός συνομιλητής.
Στη συγκρότηση αυτής της επιστημονικής ομάδας είναι ανάγκη να εκπροσωπηθούν με μετριοπάθεια όλες οι υπάρχουσες τάσεις και απόψεις. Είναι σίγουρο ότι η συνεννόηση μεταξύ των μελών μιας τέτοιας επιτροπής θα είναι δύσκολη, ωστόσο όταν αυτή επιτευχθεί, θα έχει ένα μεγάλης συναίνεσης αποτέλεσμα.
Ο Georg Lukacs παρατηρεί ότι το τέλος μιας μορφής δεν αξίζει τον θρήνο, καθώς εντάσσεται μέσα σε μια φυσική και πάντα παρούσα αναγκαιότητα της ζωής (Georg Lukacs, «Η ψυχή και οι μορφές», 1911). Αυτή η πάντα παρούσα αναγκαιότητα θα φέρει μια άλλη μορφή στη θέση της. Αν η νέα μορφή του προγράμματος σπουδών των Θρησκευτικών θα είναι εναρμονισμένη με τη μελωδία της ζωής, ο χρόνος θα το δείξει.
* Ο κ. Ευστράτιος Ψάλτου είναι σύμβουλος Θρησκευτικών του ΙΕΠ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου