Aπό την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 11-12/04/20 |
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΩΜΕΝΙΔΗ
«1135; Για τον σύζυγο πρόκειται». Είχε καλέσει χωρίς να τον ρωτήσει τον ΕΟΔΥ! Της άρπαξε το ακουστικό. «Καλημέρα σας, Δαγλές Δημήτριος» συστήθηκε επίσημα. «Δεν χρειάζομαι, κύριε, το όνομά σας. Αναφέρτε μου, σας παρακαλώ, τα συμπτώματα». Αρχισε να τα αραδιάζει όπως τα είχε αποστηθίσει. «Πυρετός, πονόλαιμος, ανοσμία…». «Βήχας;». «Και βήχας!». «Ξήρος ή παραγωγικός;». Δίστασε. «Ξηρός…» έδωσε τη σωστή απάντηση. «Πόσος πυρετός;». «Τριανταοκτώ… Τριανταεννιά…». Δεν ακουγόταν - το 'νιωθε - διόλου πειστικός. Ο συνομιλητής του άλλαξε τόνο, πήρε τη συγκατάβαση με την οποίαν απευθύνονται οι γιατροί σε κατά φαντασίαν ασθενείς. Πάλι καλά που η Ρούλα δεν το 'χε βάλει σε ανοιχτή ακρόαση. «Δεν είστε ύποπτη περίπτωση. Να πειθαρχείτε στους γενικούς κανόνες». Και του το 'κλεισε. Ο Δαγλές βρήκε την ετοιμότητα να συνεχίσει για κάμποσα δευτερόλεπτα έναν φανταστικό διάλογο - «μάλιστα… θα λάβουμε κάθε μέτρο…». «Τι σου είπε;» ρώτησε η Ρούλα. «Διέταξε αυστηρή απομόνωση». «Δεν τον ενημέρωσες όμως ότι εκεί κάτω έχει φουλ υγρασία…». «Θες μήπως να τον ξαναπάρουμε; Να απασχολήσουμε το ΕΣΥ για τους λεκέδες στο ταβάνι;» έγινε ο Δαγλές επιθετικός. «Δώσε μου καλύτερα τη σόμπα και τη φόρμα - την έπλυνες; στέγνωσε;». Τα πήρε υπό μάλης και επέστρεψε στο αποθηκάκι της πιλοτής.
Εκεί, στο αποθηκάκι της πιλοτής, περνάει τις μέρες και τις νύχτες του. Πρωτοκατέβηκε την επαύριο της καραντίνας βλαστημώντας - δεν το χωρούσε ο νους του ότι η κόρη του είχε φέρει τον γκόμενό της όχι για επίσκεψη αλλά για εγκατάσταση. «Θα προτιμούσες να είχε πάει στο δικό του σπίτι, να την ακούμε μόνο τηλεφωνικά;». «Θα προτιμούσα να μην ακούμε τις πομπές τους!». «Παιδιά είναι, Μίμη μου…». «Καταληψίες είναι!» γκάριξε εκείνος.
Την τρίτη μέρα, η Ρούλα ήρθε στα λόγια του. Η Λίζα και ο μαντράχαλος άραζαν ως τα ξημερώματα στο σαλόνι βλέποντας σειρές, κάπνιζαν αρειμανίως - ποιος ξέρει τι ακριβώς -, κυκλοφορούσαν σχεδόν ξεβράκωτοι… «Ηρθαν τα άγρια κι έδιωξαν τα ήμερα!» ξεφύσηξε κι απείλησε να κατέβει κι εκείνη στο αποθηκάκι.
Τότε αναγκάστηκε ο Δαγλές να υποδυθεί τον άρρωστο. Αρχισε να βήχει γαϊδουροειδώς. Να τρίβει το θερμόμετρο για να ανεβάσει θερμοκρασία. Να παραπονιέται για πονοκέφαλο. Γελοία καμώματα που ωστόσο έπιαναν καθώς η Ρούλα ήταν ανέκαθεν μικροβιοφοβική, κυκλοφορούσε με το απολυμαντικό στο χέρι. Ακόμα και το τηλεφώνημα στον ΕΟΔΥ σε καλό του βγήκε.
«Μακριά μου!» την ξορκίζει. «Αμα κολλήσεις, τα 'θελες και τα 'παθες, δεν θα στείλουν ασθενοφόρο, με προειδοποίησαν!». Την αναγκάζει να αφήνει φαγητό στο χαλάκι. Μόλις απομακρύνεται, βγαίνει και το παραλαμβάνει. Στο διαμέρισμα ανεβαίνει κάθε δυο μέρες, για μπάνιο. «Πώς αντέχεις τόσες ώρες σαν τον κούκο;» τον ρώτησε η Ρούλα συμπονετικά. «Διαβάζω τα Απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ. Τελειώνω τον δεύτερο τόμο!» κοκορεύτηκε.
Σιγά μη διαβάζει! Διαδικτυωμένος είναι διαρκώς. Σαν μεθυσμένο βατράχι πηδάει από ιστότοπο σε ιστότοπο - το κομπιούτερ του ανάβει - τρέμει μην τον αφήσει αμανάτι… Στην αρχή ενημερωνόταν βουλιμικά για τον κορωνοϊό, ρούφαγε άρθρα που τα συμπεράσματά τους ανατρέπονταν την επομένη. Ωσπου επήλθε ο κορεσμός. Τότε ο Δαγλές το έριξε στον έρωτα.
Μην τον παρεξηγήσετε. Περιηγήθηκε βεβαίως σε πορνογραφικές πλατφόρμες με «καυτά» βίντεο, περιηγήθηκε αλλά δεν κόλλησε. Ο Δαγλές, φύση ρομαντική, δεν διανοείται σεξ δίχως φλερτ. Τον συγκινεί να μπαίνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να εντοπίζει κυρίες ενός επιπέδου, που ανεβάζουν ηλιοβασιλέματα σε νησιά, νοσταλγικές μελωδίες, φράσεις σοφών, και να τις ψήνει σε χαμηλή φωτιά.
Η καραντίνα πολύτιμος σύμμαχός του. Μπορεί από την επιβεβλημένη απόσταση να ρετουσάρει την εικόνα του. Δεν το παραξηλώνει είναι αλήθεια, πέντε-δέκα χρονάκια αφαιρεί από την ηλικία του. Τον μεγαλοδικηγόρο παριστάνει - ως πετυχημένος δικαστικός επιμελητής κερδίζει περισσότερα από τους περισσότερους δικηγόρους, το έχει όμως το κόμπλεξ ότι τον λένε κλητήρα. Ούτε καταντάει χυδαίος, να ρωτάει τις κυρίες τι φοράνε, να οδηγεί την κουβέντα στο πονηρό. Παρεΐτσα θέλει ο Δαγλές. Να πίνουν εκλεκτό κρασί σε πιάνο-μπαρ φαντασιώνεται όχι να βγάζουν τα μάτια τους σε βρωμοξενοδοχεία. Η τρυφερότητα του έχει λείψει…
Του 'πεσαν τα σαγόνια όταν η άλλη τον προσκάλεσε, με το «γεια» σχεδόν, στο - ας πούμε - σπίτι της. Είχε υποπτευθεί βεβαίως από τις φωτογραφίες της πως ήταν επαγγελματίας. Μα σε τέτοιους καιρούς; «Κι αν σε κολλήσω κορωνοϊό;». «Τον πέρασα, γλυκέ μου. Εχω και πιστοποιητικό». «Κοντεύουν χαράματα!». «Ε και;». Σημείωσε ασυναίσθητα τη διεύθυνσή της. «Κουδούνι κενό. Α, να κρατάς και δύο πενηντάρικα…».
«Μα σε τέτοιους καιρούς; Πρέπει κι αυτές όμως να ζήσουν…». Είχε να πληρώσει για έρωτα από φαντάρος. Υπνωτισμένος βγήκε από το αποθηκάκι, προσπέρασε το αμάξι του, κατέβηκε στη λεωφόρο. Μες στο ταξί συνειδητοποίησε πως φορούσε τη φόρμα του. «Δεν βαριέσαι, βρισκόμαστε σε πόλεμο!» σκέφτηκε κι ο τοματοπελτές στο παντελόνι τού φάνηκε σαν αίμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου