"ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ", 31/01/18 |
ΤΗΣ ΖΕΖΑΣ ΖΗΚΟΥ
Όπως και η Ρώμη έφερε μέσα της τις αιτίες που θα την οδηγούσαν στην παρακμή, ο λαός έχει ήδη πικρά αντιληφθεί ότι η «βρώμικη» ομηρία της εξάρτησης από τους Γερμανούς και ατλαντιστές δανειστές μας έχει εγκλωβίσει τη χώρα στην κόλαση και όχι στην Ανάσταση, όπως εξυμνούσαν πάντα με τα Μνημόνια οι νεο-γκεμπελίσκοι της δημοσιογραφίας. Τώρα, η επιστροφή του Τσίπρα σε νέες «τοξικές» διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν παίρνει διαστάσεις συνωμοσίας. Αφού περιπλανήθηκε στην Ουάσινγκτον, ο Τσίπρας, μετά το «Βατερλώ» και της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη Βάρνα, ξαναπροσεγγίζει το Κρεμλίνο, για να υπερασπιστεί τα δίκαια της χώρας μας έναντι της Τουρκίας και για να μεσολαβήσει υπέρ της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων στρατιωτών.
Οι σχέσεις με τον Πούτιν είχαν «παγώσει» όταν ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, σε βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2016, αποκάλυψε ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν τού εκμυστηρεύτηκε, μία μόλις ημέρα μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, ότι η Ελλάδα διερεύνησε την πιθανότητα να εκτυπώσει στη Ρωσία «νέες δραχμές». Βέβαια, αυτά που εμείς ξέραμε στην Αθήνα σχετικά με το τετράγωνο Αθήνας-Μόσχας-Δραχμής-Καμμένου ήταν ήδη γνωστά. 0 κ. Ολάντ φέρεται να εκμυστηρεύεται στους δύο δημοσιογράφους ότι προβληματίστηκε για τα κίνητρα του Ρώσου προέδρου («Ηθελε να μου πει ότι, κατά την άποψη του, ήταν ένα ρίσκο και θα έπρεπε να κάνουμε τα πάντα για να το αποφύγουμε»).
Σήμερα, ξανά, η Ελλάδα εξαρτάται πλέον αποκλειστικά «από τον οίκτο του Πούτιν». Και αυτός δεν περισσεύει. Αυτοί που μπορούν να μεσολαβήσουν για τους δύο στρατιωτικούς είναι μετρημένοι στα δάχτυλα: ο Τραμπ, η Μέρκελ και ο Πούτιν. Αλλά η Ουάσινγκτον βρίσκεται σε χαώδη διπλωματική περίοδο και έχει non δικούς της υπηκόους σε κατάσταση «ομηρίας», ενώ η Μέρκελ φοβάται μην ανοίξει ξανά την κάνουλα με τους πρόσφυγες και μετανάστες και ο Πούτιν παίζει δικό του παιχνίδι με άλλες προτεραιότητες.
Η ουσία πάντως είναι ότι ο Τσίπρας και η ομάδα του επιχείρησαν διά της Μόσχας (και όχι μόνον) να πάρουν δάνειο με σκοπό την επιστροφή στη δραχμή ως βασικό σχεδιασμό της κυβέρνησης. Οντως, ο Αλέξης Τσίπρας επεδίωξε τότε με τη Ρωσία του Πούτιν να αλλάξει την ισορροπία των εξαρτήσεων της χώρας, αψηφώντας τις έντονες πιέσεις της Ουάσινγκτον και της Ε.Ε.! Αλλά οι πενιχρές διαπραγματευτικές ικανότητες του είναι γνωστές και, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να ενισχύσει την εντύπωση του γεωπολιτικού χαρτιού, υπήρχαν μόνο ψευδαισθήσεις για τα όρια της προσέγγισης. Σήμερα, ξανά, η Ελλάδα εξαρτάται πλέον αποκλειστικά «από τον οίκτο του Πούτιν». Και αυτός δεν περισσεύει. Αυτοί που μπορούν να μεσολαβήσουν για τους δύο στρατιωτικούς είναι μετρημένοι στα δάχτυλα: ο Τραμπ, η Μέρκελ και ο Πούτιν. Αλλά η Ουάσινγκτον βρίσκεται σε χαώδη
διπλωματική περίοδο και έχει non δικούς της υπηκόους σε κατάσταση «ομηρίας», ενώ η Μέρκελ φοβάται μην ανοίξει ξανά την κάνουλα με τους πρόσφυγες και μετανάστες και ο Πούτιν παίζει δικό του παιχνίδι με άλλες προτεραιότητες.
Προφανώς κάθε χώρα οφείλει να αναπτύσσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να διευρύνει τα γεωπολιτικά ερείσματά της. Τώρα, πλέον, είναι γεωπολιτική επιταγή! Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι η αποτύπωση της πραγματικότητας δεν σημαίνει, βεβαίως, πως η προσπάθεια προσέγγισης της Αθήνας με «παγκόσμιους παίκτες» στερείται σημασίας. Μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Αλλά, επί του παρόντος, φαίνεται πως
Αυτό συμβαίνει επειδή α) επί σειρά ετών, αλλά και ειδικότερα όλο το 2017, η ελληνική ηγεσία αγνόησε ή κακά εκτίμησε τις πολλές -και «έντιμες», θα λέγαμε- προειδοποιήσεις της Τουρκίας για τις επόμενες κινήσεις της στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, και β) η Αθήνα αντιμετωπίζει την Αγκυρα και το Κυπριακό με πεπαλαιωμένες πρακτικές, που δεν αντέχουν στις σκληρές μάχες των καιρών μας. Ο τρόπος δουλειάς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ουδέποτε ανανεώθηκε. Οι μεγάλων διαστάσεων γεωπολιτικές μεταβολές μετά την Πτώση του Τείχους, αρχές του '90, σημάδεψαν έντονα και τη δική μας ευρύτερη περιοχή, αλλά βρήκαν την ελληνική ηγεσία να συγγράφει την «υπόθεση Κοσκωτά». Από τότε παράγονται εξελίξεις που δεν δικαιολογούν καμία «έκπληξη». Ομως, η Αθήνα έμεινε να υπερασπίζεται τις μεγάλες εξωτερικές υποθέσεις στη βάση στοιχείων που είτε δεν υφίστανται σήμερα είτε έχουν σοβαρά μεταβληθεί. Στα ελληνοτουρκικά, η Αθήνα κινείται με επιχειρήματα της δεκαετίας '80, ενώ από τα χρόνια του Τουργκούτ Οζάλ και των κεμαλιστών πολιτικών ηγετών έως και επί των ημερών του τουρκικού ισλαμισμού του Ερντογάν, η Αγκυρα σημειώνει τακτικές νίκες, παράγει διαρκώς νέες πολιτικές και ανανεώνει στρατηγικούς στόχους της.
(Αν Ελληνες κυβερνώντες διάβαζαν, όταν έπρεπε, το επίμετρο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου» στην ελληνική έκδοση (1998, Θεμέλιο) του έργου «Θεωρία του Πολέμου» του μεγάλου Π. Κονδύλη, πολλά και πολύ χρτισιμα θα είχαν να μάθουν).
Το πού θα οδηγηθεί, τελικώς, η Τουρκία με τις εν πολλοίς τυχοδιωκτικές και μεγαλομανείς πολιτικές του «τρελαμένου» ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, θα διαπιστωθεί αργότερα. Σημασία έχει, όμως, ότι η Αθήνα ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να «διαβάσει» με προσοχή τον επιθετικό γείτονα. Ετσι, είναι η δραστήρια Τουρκία που συνεχώς φτιάχνει την «ατζέντα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως «leading lady», με την Ελλάδα να πασχίζει να διακριθεί υποβαθμισμένη σε ρόλο Ευρωπαίας «best friend» της πρωταγωνίστριας Αγκυρας (για να δανειστούμε κάτι από τη χολιγουντιανή σεναριογραφία...).
Η Αγκυρα αξιοποιεί συστηματικά οτιδήποτε νέο παράγεται διεθνώς στη ροή του χρόνου και διαρκώς ανανεώνει τις «τεχνικές» της, απέναντι σε μία διαρκώς ανήσυχη, πλην άνευρη Αθήνα. Στον δικό της «κόσμο», η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας διάβασε πρόχειρα την υπόθεση των ευρω-τουρκικών σχέσεων, ακολούθησε άνευρες όσο και βολικές πολιτικές «κατευνασμού» της γείτονος, δεν εκπόνησε νέα στρατηγική, δεν ανέπτυξε τη στρατιωτική τεχνολογία της, δεν κατάλαβε ότι η Τουρκία έχει προ πολλού πάρει διαζύγιο από το διεθνές δίκαιο και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Η Τουρκία ξεδίπλωσε όλες τις πολιτικές της με συνέπεια και χωρίς «μυστικά». Και τώρα, οι αδιόρθωτοι πολιτικοί προχειρολόγοι των Αθηνών ασφυκτιούν.
διπλωματική περίοδο και έχει non δικούς της υπηκόους σε κατάσταση «ομηρίας», ενώ η Μέρκελ φοβάται μην ανοίξει ξανά την κάνουλα με τους πρόσφυγες και μετανάστες και ο Πούτιν παίζει δικό του παιχνίδι με άλλες προτεραιότητες.
Προφανώς κάθε χώρα οφείλει να αναπτύσσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να διευρύνει τα γεωπολιτικά ερείσματά της. Τώρα, πλέον, είναι γεωπολιτική επιταγή! Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι η αποτύπωση της πραγματικότητας δεν σημαίνει, βεβαίως, πως η προσπάθεια προσέγγισης της Αθήνας με «παγκόσμιους παίκτες» στερείται σημασίας. Μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη. Αλλά, επί του παρόντος, φαίνεται πως
εξυπηρετεί πρώτιστα ανάγκες εσωτερικής κατανάλωσης, ενώ μπορεί να αποδειχθεί επιζήμια, εάν εκληφθεί ως προσπάθεια γενικότερου αναπροσανατολισμού, ξανά, της στρατηγικής της Αθήνας ή κάνει την κυβέρνηση να «διαβάσει» με λάθος τρόπο τους διεθνείς συσχετισμούς.
OK... Οι ιδεολογικές διαφορές στον νέο κόσμο άρχισαν ξανά να γίνονται μεγάλες, όσο εκείνες του Ψυχρού Πολέμου και του χάσματος μεταξύ Ουάσινγκτον, Λονδίνου και λοιπών... και της Μόσχας. Σε εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες για την υπόθεση Σκριπάλ, που έχει φέρει αντιμέτωπες Βρετανία και Ρωσία ή, καλύτερα, Δύση και Ρωσία και έχει οδηγήσει στο μεγαλύτερο κύμα απελάσεων Ρώσων διπλωματών μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλες οι χώρες με τις σκληρές κυρώσεις εναντίον των Ρώσων. Οι χώρες που επέλεξαν να μην απελάσουν Ρώσους διπλωμάτες είναι οι Αυστρία, Βουλγαρία, Κύπρος, Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβακία και Σλοβενία.
Η Τουρκία ορίζει την «ατζέντα», η Αθήνα ασφυκτιά
ΤΟΥ Κ.Ι.ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Στην πολιτική ποτέ δεν σημειώνονται εξελίξεις που να δίνουν το δικαίωμα στις πολιτικές ηγεσίες και στα στηρίγματα τους στη δημόσια σκηνή να ομιλούν για «εκπλήξεις». Οτιδήποτε συμβαίνει στη διεθνή πολιτική, έστω με τη μορφή «ραγδαίων εξελίξεων», έχει τις αιτίες του. Και μάλιστα κάθε σοβαρή εξέλιξη πάντοτε στέλνει προηγουμένως με διάφορους τρόπους «τηλεγραφικές» προειδοποιήσεις, που κάθε καλός πολιτικός οφείλει να αντιλαμβάνεται εγκαίρως και να τις ερμηνεύει. Η ελληνική εξωτερική πολιτική πάσχει, δυστυχώς, από μια χρόνια ασθένεια, που δεν επιτρέπει στη διπλωματική όραση της να διακρίνει με την πρέπουσα καθαρότητα τα πράγματα, παρόντα και επερχόμενα.
Σήμερα, με την Ελλάδα απειλούμενη άμεσα να καταστεί γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, η κυβέρνηση οχυρώνεται πίσω από τη σύσταση που κάνει στον εαυτό της για «σύνεση και ψυχραιμία». Και δείχνει να περιμένει να περάσει η «μπόρα» με το βλέμμα στραμμένο στον άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, ως εργαλείο «διαμεσολάβησης», αν τα πράγματα «ξεφύγουν» προσεχώς. Για μία ακόμα φορά, η Αθήνα επαναλαμβάνει απλώς τον εαυτό της με συλλογισμούς περασμένων δεκαετιών.
OK... Οι ιδεολογικές διαφορές στον νέο κόσμο άρχισαν ξανά να γίνονται μεγάλες, όσο εκείνες του Ψυχρού Πολέμου και του χάσματος μεταξύ Ουάσινγκτον, Λονδίνου και λοιπών... και της Μόσχας. Σε εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες για την υπόθεση Σκριπάλ, που έχει φέρει αντιμέτωπες Βρετανία και Ρωσία ή, καλύτερα, Δύση και Ρωσία και έχει οδηγήσει στο μεγαλύτερο κύμα απελάσεων Ρώσων διπλωματών μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, δεν συμφωνούν όλες οι χώρες με τις σκληρές κυρώσεις εναντίον των Ρώσων. Οι χώρες που επέλεξαν να μην απελάσουν Ρώσους διπλωμάτες είναι οι Αυστρία, Βουλγαρία, Κύπρος, Ελλάδα, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβακία και Σλοβενία.
Η Τουρκία ορίζει την «ατζέντα», η Αθήνα ασφυκτιά
ΤΟΥ Κ.Ι.ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Στην πολιτική ποτέ δεν σημειώνονται εξελίξεις που να δίνουν το δικαίωμα στις πολιτικές ηγεσίες και στα στηρίγματα τους στη δημόσια σκηνή να ομιλούν για «εκπλήξεις». Οτιδήποτε συμβαίνει στη διεθνή πολιτική, έστω με τη μορφή «ραγδαίων εξελίξεων», έχει τις αιτίες του. Και μάλιστα κάθε σοβαρή εξέλιξη πάντοτε στέλνει προηγουμένως με διάφορους τρόπους «τηλεγραφικές» προειδοποιήσεις, που κάθε καλός πολιτικός οφείλει να αντιλαμβάνεται εγκαίρως και να τις ερμηνεύει. Η ελληνική εξωτερική πολιτική πάσχει, δυστυχώς, από μια χρόνια ασθένεια, που δεν επιτρέπει στη διπλωματική όραση της να διακρίνει με την πρέπουσα καθαρότητα τα πράγματα, παρόντα και επερχόμενα.
Σήμερα, με την Ελλάδα απειλούμενη άμεσα να καταστεί γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, η κυβέρνηση οχυρώνεται πίσω από τη σύσταση που κάνει στον εαυτό της για «σύνεση και ψυχραιμία». Και δείχνει να περιμένει να περάσει η «μπόρα» με το βλέμμα στραμμένο στον άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, ως εργαλείο «διαμεσολάβησης», αν τα πράγματα «ξεφύγουν» προσεχώς. Για μία ακόμα φορά, η Αθήνα επαναλαμβάνει απλώς τον εαυτό της με συλλογισμούς περασμένων δεκαετιών.
Το πού θα οδηγηθεί, τελικώς, η Τουρκία με τις εν πολλοίς τυχοδιωκτικές και μεγαλομανείς πολιτικές του «τρελαμένου» ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, θα διαπιστωθεί αργότερα. Σημασία έχει, όμως, ότι η Αθήνα ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να «διαβάσει» με προσοχή τον επιθετικό γείτονα. Ετσι, είναι η δραστήρια Τουρκία που συνεχώς φτιάχνει την «ατζέντα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως «leading lady», με την Ελλάδα να πασχίζει να διακριθεί υποβαθμισμένη σε ρόλο Ευρωπαίας «best friend» της πρωταγωνίστριας Αγκυρας (για να δανειστούμε κάτι από τη χολιγουντιανή σεναριογραφία...).
Αυτό συμβαίνει επειδή α) επί σειρά ετών, αλλά και ειδικότερα όλο το 2017, η ελληνική ηγεσία αγνόησε ή κακά εκτίμησε τις πολλές -και «έντιμες», θα λέγαμε- προειδοποιήσεις της Τουρκίας για τις επόμενες κινήσεις της στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, και β) η Αθήνα αντιμετωπίζει την Αγκυρα και το Κυπριακό με πεπαλαιωμένες πρακτικές, που δεν αντέχουν στις σκληρές μάχες των καιρών μας. Ο τρόπος δουλειάς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ουδέποτε ανανεώθηκε. Οι μεγάλων διαστάσεων γεωπολιτικές μεταβολές μετά την Πτώση του Τείχους, αρχές του '90, σημάδεψαν έντονα και τη δική μας ευρύτερη περιοχή, αλλά βρήκαν την ελληνική ηγεσία να συγγράφει την «υπόθεση Κοσκωτά». Από τότε παράγονται εξελίξεις που δεν δικαιολογούν καμία «έκπληξη». Ομως, η Αθήνα έμεινε να υπερασπίζεται τις μεγάλες εξωτερικές υποθέσεις στη βάση στοιχείων που είτε δεν υφίστανται σήμερα είτε έχουν σοβαρά μεταβληθεί. Στα ελληνοτουρκικά, η Αθήνα κινείται με επιχειρήματα της δεκαετίας '80, ενώ από τα χρόνια του Τουργκούτ Οζάλ και των κεμαλιστών πολιτικών ηγετών έως και επί των ημερών του τουρκικού ισλαμισμού του Ερντογάν, η Αγκυρα σημειώνει τακτικές νίκες, παράγει διαρκώς νέες πολιτικές και ανανεώνει στρατηγικούς στόχους της.
(Αν Ελληνες κυβερνώντες διάβαζαν, όταν έπρεπε, το επίμετρο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου» στην ελληνική έκδοση (1998, Θεμέλιο) του έργου «Θεωρία του Πολέμου» του μεγάλου Π. Κονδύλη, πολλά και πολύ χρτισιμα θα είχαν να μάθουν).
Το πού θα οδηγηθεί, τελικώς, η Τουρκία με τις εν πολλοίς τυχοδιωκτικές και μεγαλομανείς πολιτικές του «τρελαμένου» ισλαμιστή Τούρκου προέδρου, θα διαπιστωθεί αργότερα. Σημασία έχει, όμως, ότι η Αθήνα ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να «διαβάσει» με προσοχή τον επιθετικό γείτονα. Ετσι, είναι η δραστήρια Τουρκία που συνεχώς φτιάχνει την «ατζέντα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως «leading lady», με την Ελλάδα να πασχίζει να διακριθεί υποβαθμισμένη σε ρόλο Ευρωπαίας «best friend» της πρωταγωνίστριας Αγκυρας (για να δανειστούμε κάτι από τη χολιγουντιανή σεναριογραφία...).
Η Αγκυρα αξιοποιεί συστηματικά οτιδήποτε νέο παράγεται διεθνώς στη ροή του χρόνου και διαρκώς ανανεώνει τις «τεχνικές» της, απέναντι σε μία διαρκώς ανήσυχη, πλην άνευρη Αθήνα. Στον δικό της «κόσμο», η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας διάβασε πρόχειρα την υπόθεση των ευρω-τουρκικών σχέσεων, ακολούθησε άνευρες όσο και βολικές πολιτικές «κατευνασμού» της γείτονος, δεν εκπόνησε νέα στρατηγική, δεν ανέπτυξε τη στρατιωτική τεχνολογία της, δεν κατάλαβε ότι η Τουρκία έχει προ πολλού πάρει διαζύγιο από το διεθνές δίκαιο και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Η Τουρκία ξεδίπλωσε όλες τις πολιτικές της με συνέπεια και χωρίς «μυστικά». Και τώρα, οι αδιόρθωτοι πολιτικοί προχειρολόγοι των Αθηνών ασφυκτιούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου