Τρία κείμενα παρέμβασης, από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
1. Θεσμοί και «ανθρωπάκια»
Του Αλέξη Παπαχελά
Εδώ και μερικές δεκαετίες το πολιτικό μας σύστημα είχε αποφασίσει να παίζει με τους θεσμούς. Αγνοούσε τις ικανότητες, τη φήμη και το κύρος και επέλεγε «δικούς του» για καίριες θέσεις. Εγιναν πρυτάνεις με τη βοήθεια κομματικών μηχανισμών και συνδικαλιστών άνθρωποι που είχαν μηδενική ακαδημαϊκή προσφορά. Ακόμη και στις Ενοπλες Δυνάμεις βρέθηκαν άνθρωποι στην κορυφή γιατί συνωστίζονταν σε κομματικά γραφεία.
Οι θεσμοί εκδικούνται όμως. Οταν βάζεις «ανθρωπάκια» σε θέσεις-κλειδιά, το πληρώνεις, και μάλιστα ακριβά. Το κακό είναι ότι το πληρώνει η χώρα στο τέλος.
Εζησα ένα επεισόδιο που συχνά ανακαλώ στη μνήμη μου και κάθε φορά με θυμώνει. Κάνοντας μια έρευνα για την κρίση των Ιμίων, ανακάλυψα ότι μοιραίο ρόλο είχε παίξει ένας ανώτατος αξιωματικός ο οποίος εκείνο το βράδυ του Ιανουαρίου του 1996 «έλιωσε» κάτω από το βάρος της ευθύνης. Τον βρήκα και τον επισκέφθηκα. Είχα απέναντί μου ένα πραγματικό «ανθρωπάκι». Οταν τον πίεσα για να μάθω τι συνέβη, άρχισε να κλαίει και μου είπε αφοπλιστικά «το ξέρω ότι δεν έπρεπε ποτέ να έχω γίνει.., το κόμμα με έκανε. Τα έχασα εκείνο το βράδυ, τι να σας πω άλλο;». Η Ελλάδα πλήρωσε, λοιπόν, σε ένα βράδυ το βαρύ τίμημα για την απόφαση κάποιων πολιτικών να διορίσουν τον «δικό τους» και όχι τον καλύτερο σε μια στρατηγική θέση του σκληρού πυρήνα του ελληνικού κράτους.
Οι θεσμοί εκδικούνται και με άλλους τρόπους. Κάποιος αποφασίζει να διερευνήσει τα κριτήρια προσλήψεων σε ευαίσθητους τομείς. Είκοσι, τριάντα χρόνια μετά, βρίσκονται λοιπόν στην κορυφή διπλωμάτες, δικαστές, δημόσιοι υπάλληλοι που δεν πληρούν βασικές προϋποθέσεις. Γνωρίζοντας όμως την ανεπάρκειά τους, κρύβονται πίσω από κομματικά και συνδικαλιστικά οχυρά και προχωρούν.
Ευτυχώς, υπάρχουν οι πολλές εξαιρέσεις. Το ελληνικό κράτος λειτουργεί και στέκεται όρθιο χάρη στις εξαιρέσεις. Στους άξιους δικαστές, αξιωματικούς, γιατρούς, καθηγητές που δυσκολεύονται να πληρώσουν το στεγαστικό τους, αλλά κάνουν κάθε μέρα το καθήκον τους. Οι πολιτικοί καταλαβαίνουν ενίοτε, ωθούμενοι από το ένστικτο της αυτοπροστασίας, ότι χρειάζονται και οι άριστοι, πού και πού, για να μείνει η χώρα όρθια.
Είναι όμως καιρός να συνειδητοποιήσουν οι κυβερνώντες ότι, με τα παιχνίδια με τους θεσμούς και τα «ανθρωπάκια», μπορεί να έχεις την ψευδαίσθηση ότι ελέγχεις τα πάντα, αλλά κάποτε το πληρώνεις. Γιατί πέρα από τη ζημιά που γίνεται στον τόπο, τα «ανθρωπάκια» έχουν και αυτά ένστικτο επιβίωσης και πάνε προς τα εκεί που φυσάει ο άνεμος.
2. Επιθετικότητα με πολλούς στόχους
Του Άγγελου Στάγκου
Οταν φανερό και το ’χουμε ξαναπεί ότι αυτή η κυβέρνηση θα προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να παραμείνει στην εξουσία και επομένως όσοι πιστεύουν ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της πτώσης, απλώς κάνουν λάθος. Αλλωστε, οι κυβερνήσεις πέφτουν είτε χάνοντας την πλειοψηφία στη Βουλή και κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται, είτε γιατί προκαλούν οι ίδιες εκλογές νομίζοντας ότι θα τις κερδίσουν ή για να αποδράσουν, κάτι που μάλλον δεν είναι στις προθέσεις του πρωθυπουργού για το άμεσο μέλλον, είτε κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή, που πρέπει όμως να έχει πάρει διαστάσεις εξέγερσης, που επίσης δεν συμβαίνει προς το παρόν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση είναι στριμωγμένη. Η αξιοπιστία της βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο ακόμη και μεταξύ των ψηφοφόρων της, η δυσαρέσκεια απέναντί της είναι διάχυτη, το αποτυπώνουν καθαρά οι δημοσκοπήσεις. Το γνωρίζει ασφαλώς η ίδια και το «κόλπο» της αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών έχει δυσχεράνει τη θέση της. Πήγε να δημιουργήσει ένα δικό της κανάλι (κατά ομολογία ευρωβουλευτή της) με χρηματοδότηση ουσιαστικά από την Τράπεζα Αττικής, που ήθελε να την ελέγχει πλήρως και τελικά δεν τα κατάφερε. Υπό το βάρος των εξελίξεων (και των κανόνων) έχασε τον έλεγχο επί της συγκεκριμένης τράπεζας και προτίμησε να «αδειάσει» τον κ. Καλογρίτσα.
Η αλήθεια είναι ότι το «άδειασμα» του κ. Καλογρίτσα επιλέχθηκε ως πολιτικός ελιγμός. Με δεδομένες τις αντιδράσεις του Π. Καμμένου και των όσων είχαν δει το φως της δημοσιότητας για την Τράπεζα Αττικής και τον κ. Καλογρίτσα, ο πρωθυπουργός έσπευσε να απαγκιστρωθεί από τον τελευταίο ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και μετά, σε συνεργασία με τον Ν. Παππά, αποφάσισε στη Νέα Υόρκη τη γραμμή που θα ακολουθούσε. Να συνδυαστεί, δηλαδή, το οριστικό «άδειασμα» με μια επιθετική ρητορική που δεν απέχει πολύ από «νταηλίκι» σε πρώτη φάση και αμέσως μετά διώξεις που θα επαναφέρουν στο προσκήνιο συγκρούσεις περί πραγματικής ή υποτιθέμενης διαφθοράς του παρελθόντος. Την πρώτη φάση την είδαμε με τις δηλώσεις, τις συνεντεύξεις και τις αγορεύσεις του Ν. Παππά, ο οποίος παρέδωσε τη σκυτάλη στον Αλ. Τσίπρα, όπως διαπιστώθηκε από την πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή και τώρα ζούμε την περίοδο των καταγγελιών και των διώξεων.
Η στρατηγική που επιλέχθηκε έχει πολλαπλούς στόχους: Τον αντιπερισπασμό για να ξεφύγει η κυβέρνηση από τις περικοπές των συντάξεων και την εφαρμογή των όρων του τρίτου μνημονίου που έχει υπογράψει, την επαναφορά των διαχωριστικών γραμμών στην κοινωνία, τη συσπείρωση των ψηφοφόρων που την έφεραν στην εξουσία και των άλλων που ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα, με βάση το επιχείρημα-υπενθύμιση «εσείς κάνατε τα ίδια και χειρότερα», την ομηρία στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., την προσπάθεια εξαφάνισης του πρώτου, ώστε μεταξύ άλλων να μην υπάρχει ως δεξαμενή υποδοχής δυσαρεστημένων του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα την πλήρη κατάληψη του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου. Η αναμενόμενη σύγκρουση στη Βουλή περί διαπλοκής θα δείξει πιο καθαρά τους κυβερνητικούς στόχους.
Από την άλλη πλευρά, όπου η κυβέρνηση συναντά σθεναρή αντίσταση καταφεύγει σε συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και διαφυγές, προσπαθώντας να καλυφθεί πίσω από τη ρητορική επιθετικότητα. Το πράττει συνεχώς απέναντι στους δανειστές, το επιχειρεί απέναντι στην Εκκλησία και κατά μία έννοια φάνηκε και στην περίπτωση του κ. Ντογιάκου και με προέκταση ερμηνείας μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτές η αναβολή της απόφασης του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα του νόμου περί τηλεαδειών. Είναι βέβαια άγνωστο πόσο μακριά μπορεί να πορευτεί μία κυβέρνηση με τέτοιες τακτικές, αλλά στις μέρες μας όλα είναι πιθανά και τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Αν διαφανεί πάντως ότι δεν μπορεί να πάει μακριά, το επιτελείο που παίρνει τις αποφάσεις (ο Αλ. Τσίπρας έχει δηλώσει στη ΔΕΘ ότι δεν τις παίρνει μόνος του) έχει φροντίσει. Υπάρχει το θέμα του χρέους που το έχει καλλιεργήσει ώστε να χρησιμεύσει, αν χρειαστεί, ως αφορμή για εκλογές, υπάρχουν τα εργασιακά στη δεύτερη αξιολόγηση και υπάρχει και η βολική γραμμή «απ’ έξω μας πολεμάνε οι δανειστές και από μέσα η διαπλοκή». Και ό,τι ήθελε προκύψει, αρκεί να κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα σεβαστό ποσοστό για τον επόμενο γύρο. Στο μεταξύ ετοιμάζεται και ο Αρτέμης Σώρρας, που μοιράζει ήδη φυλλάδια σε διόδια...
3. Ο κ. Ερντογάν ως ανατροπεύς
Του Κώστα Ιορδανίδη
Υψίστη πρόκληση προς το παλαιό κατεστημένο υπήρξε η απαξιωτική αναφορά του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 –ως μειοδοτική για τα συμφέροντα της Αγκυρας– και αιτία εύλογης ανησυχίας οι ισχυρισμοί του για τα νησιά του Αιγαίου, που ενσωματώθηκαν –βάσει εκείνης της συμφωνίας– στην επικράτεια της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη μια προσεκτικότερη διερεύνηση των εξελίξεων στην Τουρκία, διότι καλά τα της Ευρώπης, αλλά πολύ πιο ουσιώδη τα όσα συμβαίνουν στην περίμετρό μας.
Είναι σαφές ότι ο κ. Ερντογάν αξιοποιεί το αποτυχόν και εξόχως οπερετικό πραξικόπημα, όχι απλώς για να απαλλαγεί από τους αντιπάλους του, αλλά για να αναδιαρθρώσει εκ βάθρων την εσωτερική τάξη πραγμάτων στη χώρα του. Λειτουργεί εν ολίγοις ως ανατροπέας και όχι απλώς ως μεταρρυθμιστής και πολύ ολιγότερο ως pρόεδρος που αναμένει τη συνταξιοδότησή του.
Προσεκτικός, ωστόσο, παρ’ όλη τη σαρωτική ορμή του, η επίθεσή του εστράφη σαφώς εναντίον του Τούρκου διαπραγματευτή στη Λωζάννη Ισμέτ Πασά [Ινονού].
Αντίθετα, χαρακτηρίζοντας την αντίσταση στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου «δεύτερο Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του τουρκικού έθνους», προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ του Μουσταφά Κεμάλ και των επιγόνων του.
Ισως το πλέον σημαντικό τμήμα της ομιλίας του κ. Ερντογάν είναι η αναφορά του ότι εάν είχαν επικρατήσει οι πραξικοπηματίες «θα μας είχαν φέρει μία συνθήκη που θα μας έκανε να αναπολούμε εκείνη των Σεβρών». Παρεμπιπτόντως, η Συνθήκη των Σεβρών του 1920 ήταν συνέπεια της τραγικής ήττας που υπέστη η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συμμαχήσασα με τη Γερμανία του Κάιζερ κατόπιν εμμονής και μεθοδεύσεων του Ενβέρ Πασά, ηγέτη των Νεοτούρκων, και τον οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ βαθύτατα αντιπαθούσε, διότι θεωρούσε ότι η πολιτική του κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο θα οδηγούσε την αυτοκρατορία στην καταστροφή. Οπως και πράγματι συνέβη.
Στη διάρκεια της πολιτικής κυριαρχίας του ο κ. Ερντογάν διήλθε πολλές φάσεις. Η προσπάθειά του για ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. απέτυχε, η απομάκρυνση του Ραούφ Ντενκτάς δεν οδήγησε σε λύση του Κυπριακού, οι άτυπες συνομιλίες με τον Κούρδο ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν δεν καρποφόρησαν και το χειρότερο όλων, υπήρξε μία επικίνδυνη προσέγγιση της Δύσης με τους Κούρδους της Συρίας και το ενδεχόμενο δημιουργίας κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της τουρκικής επικράτειας ήταν όντως υπαρκτό.
Διόλου παράδοξο εάν μνήμες εφιαλτικές άρχισαν να επανέρχονται από τα χρόνια του Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, όταν ευθύς μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να προωθούν σχέδια διαμελιστικά της αυτοκρατορίας, τα τσαρικά στρατεύματα έφθασαν στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως και ο σουλτάνος ανέτρεξε στο Ισλάμ και προχώρησε στην αναβίωση του χαλιφάτου. Εν τέλει οι Νεότουρκοι, οι δυτικότροποι εκσυγχρονιστές υπό τον «ήρωα της Επαναστάσεως» Ενβέρ Πασά, τον ανέτρεψαν το 1908 και τον εξόρισαν στη βίλα Αλατίνι, στη Θεσσαλονίκη.
Επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς, συνετό είναι ασφαλώς να μην υποτιμηθούν οι ισχυρισμοί του κ. Ερντογάν, αλλά μία αλόγιστη και ανακλαστική αντίδραση πρέπει να αποφευχθεί. Η εντατικοποίηση των επαφών είναι όσο ποτέ αναγκαία, διότι μία ρητορική αντιπαράθεση αποτελεί μάλλον εκδήλωση μωρίας και όχι διπλωματικής δεινότητος.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
Του Αλέξη Παπαχελά
Εδώ και μερικές δεκαετίες το πολιτικό μας σύστημα είχε αποφασίσει να παίζει με τους θεσμούς. Αγνοούσε τις ικανότητες, τη φήμη και το κύρος και επέλεγε «δικούς του» για καίριες θέσεις. Εγιναν πρυτάνεις με τη βοήθεια κομματικών μηχανισμών και συνδικαλιστών άνθρωποι που είχαν μηδενική ακαδημαϊκή προσφορά. Ακόμη και στις Ενοπλες Δυνάμεις βρέθηκαν άνθρωποι στην κορυφή γιατί συνωστίζονταν σε κομματικά γραφεία.
Οι θεσμοί εκδικούνται όμως. Οταν βάζεις «ανθρωπάκια» σε θέσεις-κλειδιά, το πληρώνεις, και μάλιστα ακριβά. Το κακό είναι ότι το πληρώνει η χώρα στο τέλος.
Εζησα ένα επεισόδιο που συχνά ανακαλώ στη μνήμη μου και κάθε φορά με θυμώνει. Κάνοντας μια έρευνα για την κρίση των Ιμίων, ανακάλυψα ότι μοιραίο ρόλο είχε παίξει ένας ανώτατος αξιωματικός ο οποίος εκείνο το βράδυ του Ιανουαρίου του 1996 «έλιωσε» κάτω από το βάρος της ευθύνης. Τον βρήκα και τον επισκέφθηκα. Είχα απέναντί μου ένα πραγματικό «ανθρωπάκι». Οταν τον πίεσα για να μάθω τι συνέβη, άρχισε να κλαίει και μου είπε αφοπλιστικά «το ξέρω ότι δεν έπρεπε ποτέ να έχω γίνει.., το κόμμα με έκανε. Τα έχασα εκείνο το βράδυ, τι να σας πω άλλο;». Η Ελλάδα πλήρωσε, λοιπόν, σε ένα βράδυ το βαρύ τίμημα για την απόφαση κάποιων πολιτικών να διορίσουν τον «δικό τους» και όχι τον καλύτερο σε μια στρατηγική θέση του σκληρού πυρήνα του ελληνικού κράτους.
Οι θεσμοί εκδικούνται και με άλλους τρόπους. Κάποιος αποφασίζει να διερευνήσει τα κριτήρια προσλήψεων σε ευαίσθητους τομείς. Είκοσι, τριάντα χρόνια μετά, βρίσκονται λοιπόν στην κορυφή διπλωμάτες, δικαστές, δημόσιοι υπάλληλοι που δεν πληρούν βασικές προϋποθέσεις. Γνωρίζοντας όμως την ανεπάρκειά τους, κρύβονται πίσω από κομματικά και συνδικαλιστικά οχυρά και προχωρούν.
Ευτυχώς, υπάρχουν οι πολλές εξαιρέσεις. Το ελληνικό κράτος λειτουργεί και στέκεται όρθιο χάρη στις εξαιρέσεις. Στους άξιους δικαστές, αξιωματικούς, γιατρούς, καθηγητές που δυσκολεύονται να πληρώσουν το στεγαστικό τους, αλλά κάνουν κάθε μέρα το καθήκον τους. Οι πολιτικοί καταλαβαίνουν ενίοτε, ωθούμενοι από το ένστικτο της αυτοπροστασίας, ότι χρειάζονται και οι άριστοι, πού και πού, για να μείνει η χώρα όρθια.
Είναι όμως καιρός να συνειδητοποιήσουν οι κυβερνώντες ότι, με τα παιχνίδια με τους θεσμούς και τα «ανθρωπάκια», μπορεί να έχεις την ψευδαίσθηση ότι ελέγχεις τα πάντα, αλλά κάποτε το πληρώνεις. Γιατί πέρα από τη ζημιά που γίνεται στον τόπο, τα «ανθρωπάκια» έχουν και αυτά ένστικτο επιβίωσης και πάνε προς τα εκεί που φυσάει ο άνεμος.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
2. Επιθετικότητα με πολλούς στόχους
Του Άγγελου Στάγκου
Οταν φανερό και το ’χουμε ξαναπεί ότι αυτή η κυβέρνηση θα προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να παραμείνει στην εξουσία και επομένως όσοι πιστεύουν ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της πτώσης, απλώς κάνουν λάθος. Αλλωστε, οι κυβερνήσεις πέφτουν είτε χάνοντας την πλειοψηφία στη Βουλή και κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται, είτε γιατί προκαλούν οι ίδιες εκλογές νομίζοντας ότι θα τις κερδίσουν ή για να αποδράσουν, κάτι που μάλλον δεν είναι στις προθέσεις του πρωθυπουργού για το άμεσο μέλλον, είτε κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή, που πρέπει όμως να έχει πάρει διαστάσεις εξέγερσης, που επίσης δεν συμβαίνει προς το παρόν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση είναι στριμωγμένη. Η αξιοπιστία της βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο ακόμη και μεταξύ των ψηφοφόρων της, η δυσαρέσκεια απέναντί της είναι διάχυτη, το αποτυπώνουν καθαρά οι δημοσκοπήσεις. Το γνωρίζει ασφαλώς η ίδια και το «κόλπο» της αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών έχει δυσχεράνει τη θέση της. Πήγε να δημιουργήσει ένα δικό της κανάλι (κατά ομολογία ευρωβουλευτή της) με χρηματοδότηση ουσιαστικά από την Τράπεζα Αττικής, που ήθελε να την ελέγχει πλήρως και τελικά δεν τα κατάφερε. Υπό το βάρος των εξελίξεων (και των κανόνων) έχασε τον έλεγχο επί της συγκεκριμένης τράπεζας και προτίμησε να «αδειάσει» τον κ. Καλογρίτσα.
Η αλήθεια είναι ότι το «άδειασμα» του κ. Καλογρίτσα επιλέχθηκε ως πολιτικός ελιγμός. Με δεδομένες τις αντιδράσεις του Π. Καμμένου και των όσων είχαν δει το φως της δημοσιότητας για την Τράπεζα Αττικής και τον κ. Καλογρίτσα, ο πρωθυπουργός έσπευσε να απαγκιστρωθεί από τον τελευταίο ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ και μετά, σε συνεργασία με τον Ν. Παππά, αποφάσισε στη Νέα Υόρκη τη γραμμή που θα ακολουθούσε. Να συνδυαστεί, δηλαδή, το οριστικό «άδειασμα» με μια επιθετική ρητορική που δεν απέχει πολύ από «νταηλίκι» σε πρώτη φάση και αμέσως μετά διώξεις που θα επαναφέρουν στο προσκήνιο συγκρούσεις περί πραγματικής ή υποτιθέμενης διαφθοράς του παρελθόντος. Την πρώτη φάση την είδαμε με τις δηλώσεις, τις συνεντεύξεις και τις αγορεύσεις του Ν. Παππά, ο οποίος παρέδωσε τη σκυτάλη στον Αλ. Τσίπρα, όπως διαπιστώθηκε από την πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή και τώρα ζούμε την περίοδο των καταγγελιών και των διώξεων.
Η στρατηγική που επιλέχθηκε έχει πολλαπλούς στόχους: Τον αντιπερισπασμό για να ξεφύγει η κυβέρνηση από τις περικοπές των συντάξεων και την εφαρμογή των όρων του τρίτου μνημονίου που έχει υπογράψει, την επαναφορά των διαχωριστικών γραμμών στην κοινωνία, τη συσπείρωση των ψηφοφόρων που την έφεραν στην εξουσία και των άλλων που ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα, με βάση το επιχείρημα-υπενθύμιση «εσείς κάνατε τα ίδια και χειρότερα», την ομηρία στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., την προσπάθεια εξαφάνισης του πρώτου, ώστε μεταξύ άλλων να μην υπάρχει ως δεξαμενή υποδοχής δυσαρεστημένων του ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα την πλήρη κατάληψη του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου. Η αναμενόμενη σύγκρουση στη Βουλή περί διαπλοκής θα δείξει πιο καθαρά τους κυβερνητικούς στόχους.
Από την άλλη πλευρά, όπου η κυβέρνηση συναντά σθεναρή αντίσταση καταφεύγει σε συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και διαφυγές, προσπαθώντας να καλυφθεί πίσω από τη ρητορική επιθετικότητα. Το πράττει συνεχώς απέναντι στους δανειστές, το επιχειρεί απέναντι στην Εκκλησία και κατά μία έννοια φάνηκε και στην περίπτωση του κ. Ντογιάκου και με προέκταση ερμηνείας μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτές η αναβολή της απόφασης του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα του νόμου περί τηλεαδειών. Είναι βέβαια άγνωστο πόσο μακριά μπορεί να πορευτεί μία κυβέρνηση με τέτοιες τακτικές, αλλά στις μέρες μας όλα είναι πιθανά και τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Αν διαφανεί πάντως ότι δεν μπορεί να πάει μακριά, το επιτελείο που παίρνει τις αποφάσεις (ο Αλ. Τσίπρας έχει δηλώσει στη ΔΕΘ ότι δεν τις παίρνει μόνος του) έχει φροντίσει. Υπάρχει το θέμα του χρέους που το έχει καλλιεργήσει ώστε να χρησιμεύσει, αν χρειαστεί, ως αφορμή για εκλογές, υπάρχουν τα εργασιακά στη δεύτερη αξιολόγηση και υπάρχει και η βολική γραμμή «απ’ έξω μας πολεμάνε οι δανειστές και από μέσα η διαπλοκή». Και ό,τι ήθελε προκύψει, αρκεί να κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα σεβαστό ποσοστό για τον επόμενο γύρο. Στο μεταξύ ετοιμάζεται και ο Αρτέμης Σώρρας, που μοιράζει ήδη φυλλάδια σε διόδια...
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
Του Κώστα Ιορδανίδη
Υψίστη πρόκληση προς το παλαιό κατεστημένο υπήρξε η απαξιωτική αναφορά του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 –ως μειοδοτική για τα συμφέροντα της Αγκυρας– και αιτία εύλογης ανησυχίας οι ισχυρισμοί του για τα νησιά του Αιγαίου, που ενσωματώθηκαν –βάσει εκείνης της συμφωνίας– στην επικράτεια της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη μια προσεκτικότερη διερεύνηση των εξελίξεων στην Τουρκία, διότι καλά τα της Ευρώπης, αλλά πολύ πιο ουσιώδη τα όσα συμβαίνουν στην περίμετρό μας.
Είναι σαφές ότι ο κ. Ερντογάν αξιοποιεί το αποτυχόν και εξόχως οπερετικό πραξικόπημα, όχι απλώς για να απαλλαγεί από τους αντιπάλους του, αλλά για να αναδιαρθρώσει εκ βάθρων την εσωτερική τάξη πραγμάτων στη χώρα του. Λειτουργεί εν ολίγοις ως ανατροπέας και όχι απλώς ως μεταρρυθμιστής και πολύ ολιγότερο ως pρόεδρος που αναμένει τη συνταξιοδότησή του.
Προσεκτικός, ωστόσο, παρ’ όλη τη σαρωτική ορμή του, η επίθεσή του εστράφη σαφώς εναντίον του Τούρκου διαπραγματευτή στη Λωζάννη Ισμέτ Πασά [Ινονού].
Αντίθετα, χαρακτηρίζοντας την αντίσταση στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου «δεύτερο Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του τουρκικού έθνους», προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ του Μουσταφά Κεμάλ και των επιγόνων του.
Ισως το πλέον σημαντικό τμήμα της ομιλίας του κ. Ερντογάν είναι η αναφορά του ότι εάν είχαν επικρατήσει οι πραξικοπηματίες «θα μας είχαν φέρει μία συνθήκη που θα μας έκανε να αναπολούμε εκείνη των Σεβρών». Παρεμπιπτόντως, η Συνθήκη των Σεβρών του 1920 ήταν συνέπεια της τραγικής ήττας που υπέστη η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συμμαχήσασα με τη Γερμανία του Κάιζερ κατόπιν εμμονής και μεθοδεύσεων του Ενβέρ Πασά, ηγέτη των Νεοτούρκων, και τον οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ βαθύτατα αντιπαθούσε, διότι θεωρούσε ότι η πολιτική του κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο θα οδηγούσε την αυτοκρατορία στην καταστροφή. Οπως και πράγματι συνέβη.
Στη διάρκεια της πολιτικής κυριαρχίας του ο κ. Ερντογάν διήλθε πολλές φάσεις. Η προσπάθειά του για ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. απέτυχε, η απομάκρυνση του Ραούφ Ντενκτάς δεν οδήγησε σε λύση του Κυπριακού, οι άτυπες συνομιλίες με τον Κούρδο ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν δεν καρποφόρησαν και το χειρότερο όλων, υπήρξε μία επικίνδυνη προσέγγιση της Δύσης με τους Κούρδους της Συρίας και το ενδεχόμενο δημιουργίας κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της τουρκικής επικράτειας ήταν όντως υπαρκτό.
Διόλου παράδοξο εάν μνήμες εφιαλτικές άρχισαν να επανέρχονται από τα χρόνια του Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, όταν ευθύς μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να προωθούν σχέδια διαμελιστικά της αυτοκρατορίας, τα τσαρικά στρατεύματα έφθασαν στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως και ο σουλτάνος ανέτρεξε στο Ισλάμ και προχώρησε στην αναβίωση του χαλιφάτου. Εν τέλει οι Νεότουρκοι, οι δυτικότροποι εκσυγχρονιστές υπό τον «ήρωα της Επαναστάσεως» Ενβέρ Πασά, τον ανέτρεψαν το 1908 και τον εξόρισαν στη βίλα Αλατίνι, στη Θεσσαλονίκη.
Επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς, συνετό είναι ασφαλώς να μην υποτιμηθούν οι ισχυρισμοί του κ. Ερντογάν, αλλά μία αλόγιστη και ανακλαστική αντίδραση πρέπει να αποφευχθεί. Η εντατικοποίηση των επαφών είναι όσο ποτέ αναγκαία, διότι μία ρητορική αντιπαράθεση αποτελεί μάλλον εκδήλωση μωρίας και όχι διπλωματικής δεινότητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου