προ πέντε ετών
..Βεβαίως και με τη συμβολή “προθύμων” που θέλουν τις Επαναστάσεις να έχουν ταξικό αποκλειστικώς περιεχόμενο, άλλως δεν είναι παρά αγώνες (το πολύ...) γιά την Ανεξαρτησία, όσοι δε κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση είναι...μυθοπλάστες. Η ιδεοληψία και οι μονομανίες ενδεχομένως τυφλώνουν. Επόμενη Ακαδημίων Επιστημών της ΕΣΣΔ εν όψει;
"ΕΣΤΙΑ", κύριο θέμα, 26-27/03/16 |
"Η ΑΥΓΗ", 25/03/16 |
Επανάσταση ή απλώς πόλεμος για την ανεξαρτησία;
Του Δημήτρη Κυριακαράκου*
Η «επανάσταση» είναι έννοια πολιτειολογική και ορίζεται ως "αλλαγή κοινωνικών δομών σε σχετικά βραχεία χρονική περίοδο" (αγγλ. momento's change). Η αλλαγή αυτού του είδους συνεπάγεται τη δημιουργία νέας συνταγματικής τάξεως (αγγλ. new constitutional order), προς ολική αντικατάσταση της παλαιάς, με εντολή και νομιμοποίηση από την πλατιά, εξεγερθείσα κοινωνική πλειοψηφία. Ο «πόλεμος» είναι έννοια νομική και η κήρυξή του μονομερής δικαιοπραξία, στο πλαίσιο του δημοσίου διεθνούς δικαίου. «Πόλεμος» σημαίνει "σύγκρουση εντεταλμένων από τις κοινωνίες τους ενόπλων συγκροτήσεων, ταγμένων στο σκοπό της προστασίας των κοινωνιών από (εξωτερικό) εχθρό", δηλαδή σύγκρουση στρατών. «Στρατός», πάλι, νομικά και πραγματικά, σημαίνει "κινητοποίηση μεγίστης δυνατής ένοπλης δυνάμεως στον ελάχιστο δυνατό χρόνο".
Η 25η Μαρτίου, ημερομηνία τιμητικά συμβολίζουσα τις διαδοχικές εντός του Μαρτίου του έτους 1821 εξεγέρσεις των, ανά τη βαλκανική, εστιών του οθωμανοκρατούμενου Ελληνισμού (Μάνη, Μολδοβλαχία, Στερεά), σηματοδοτεί ένοπλο αγώνα, αφ' εαυτού κατηγορία.
Η εξέγερση ανέτρεψε μεν το σουλτανικό καθεστώς, όχι όμως (σε σχετικά βραχεία χρονική περίοδο) και τις κοινωνικές δομές που το τελευταίο εφήρμοζε. Η κοινωνική οργάνωση και η αναπτυξιακή διαδικασία συνέχιζαν τουλάχιστον έως και την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα να διαμορφώνονται μονοπωλιακά από τους κοτζαμπάσηδες και τους απογόνους τους. Η ελληνόφωνη, φοροεισπρακτική, διοικητική αριστοκρατία που εντέλλετο από την Υψηλή Πύλη, ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα, διασφάλιζε το status quo της ελλαδικής πολιτισμικής αυτοτέλειας, ενδεχομένως και της φυλετικής «καθαρότητας». Η Αυτοκρατορία είχε γίνει αχανής με εκ δυσμάς σύνορα στην καρδιά της Ευρώπης και οι παραχωρήσεις «αυτοδιοίκησης» στους παλαιόθεν κατακτημένους λαούς δημιουργούσαν το αναγκαίο για τον σουλτάνο «ειρηνικό» περιβάλλον. Η σύσταση του προσωρινού, επαναστατικού και μεταβατικού κρατικού μορφώματος, αργότερα, στα 1828, βασίστηκε στο παλαιό κοινωνικό καθεστώς των προκρίτων που, με συνείδηση μπροστάρη, θεωρούσαν εαυτούς θεματοφύλακες της προοπτικής του Αγώνα.
Από την άλλη πλευρά όμως, δεν θα ήταν δίκαιο να μην αναγνωρίζαμε τα «πολεμικά» χαρακτηριστικά της εξέγερσης. Οι πρόκριτοι, με την ιδιότητα των πληρεξουσίων των κοινοτήτων τους, συγκρότησαν στον ελάχιστο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους σώματα μαχητών, «στρατό», και αφότου κατήρτισαν τις απαραίτητες συμμαχίες προέβησαν επισήμως σε κήρυξη πολέμου που κοινοποιήθηκε στον ίδιο τον σουλτάνο, στον εχθρό. Ο εχθρός δεν θα μπορούσε επ' ουδενί να θεωρηθεί «εξωτερικός», διότι την ιδιότητα αυτή την είχε απολέσει ήδη από τα 1669, οπότε είχε οριοθετήσει δεσπόζουσα δύναμη στον φυσικό, ιστορικό χώρο των Ελλήνων. Είχε θεμελιώσει τη δική του τάξη πραγμάτων. Οι Έλληνες αμύνονταν επιτιθέμενοι, εξ ου και ο επικός χαρακτηρισμός «ελεύθεροι πολιορκημένοι» που αποδίδεται στους ηρωικούς Μεσολογγίτες από τον υμνητή τους, τον Μπάιρον.
Από την πλευρά των Οθωμανών όμως, η εξέγερση δεν σύστηνε ούτε επανάσταση, ούτε πόλεμο για την ανεξαρτησία αλλά «τρομοκρατική» δράση των κλέφτικων συμμοριών, που μάλιστα συντονιζόταν από την «τρομοκρατική» οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Γιατί άραγε επαναστατούσαν οι Έλληνες όταν ήταν «αυτόνομοι», «αυτοδιάθετοι» υπό τας εγγυήσεις του σουλτάνου; Η δράση τους, κατά την Υψηλή Πύλη, δε νομιμοποιείτο, ήταν «παράνομη», έπρεπε λοιπόν να κατασταλεί ως «προδοτική».
Ο Ρήγας Βελεστινλής, λ.χ., συνελήφθη από τη μυστική αστυνομία του Μέτερνιχ ως «τρομοκράτης», επικίνδυνος για την ευρωπαϊκή ειρήνη. Εκδόθηκε στις οθωμανικές αρχές από τις οποίες εκτελέστηκε διά στραγγαλισμού. Ο Ρήγας υιοθετούσε τον «πολεμικό» χαρακτήρα του οράματος της εξέγερσης. Αγωνιζόταν για να διαμορφώσει τη συλλογική συνείδηση του «αιχμαλώτου πολέμου». Δεν αποδεχόταν τη συνείδηση του «υπόδουλου». Η διανόησή του και ο ακτιβισμός του δεν περιορίζονταν όμως μόνο στη διαμόρφωση του ελληνικού συλλογικού υποσυνείδητου. Ο Ρήγας πίστευε στην προοπτική της συντονισμένης, διαβαλκανικής εξέγερσης των οθωμανοκρατούμενων Ορθόδοξων λαών με «επόμενη ημέρα» την ίδρυση βαλκανικής συνομοσπονδίας, θεμελιωμένης στο κοινό δόγμα. Έβλεπε πολύ μακριά, γι' αυτό η δράση του φόβιζε το κοντσέρτο της Ευρώπης (αγγλ. concert of Europe, άτυπο θεσμικό πρόγονο της Ε.Ε.).
Η 25η Μαρτίου 1821 κατέγραψε στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία την ειδική της μοναδικότητα, που τιμήθηκε από τον θεωρητικό του κοινωνικού ωφελιμισμού (αγγλ. social utilitarianism) Τζέρεμι Μπένθαμ για τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της αλλά και από τον οραματιστή της ενιαίας και ανεξάρτητης λατινικής Αμερικής Σιμόν ντε Μπολιβάρ για τα πολεμικά, εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά της.
Μία επανάσταση όμως δεν έχει πραγματικά ολοκληρωθεί εάν δεν έχει ξεριζώσει τις κοινωνικές δομές που την προκάλεσαν. Στη σύγχρονη Ελλάδα έχουμε ακόμα πολλούς λόγους και για να επαναστατήσουμε και για να πολεμήσουμε. Μόνο που οι σύγχρονοι αγώνες μας πρέπει να έχουν «επόμενη ημέρα».
* Ο Δημήτρης Π. Κυριακαράκος είναι δικηγόρος, LLM Διεθνούς / Συγκριτικού Δικαίου Οικονομίας / Εμπορίου Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου Λονδίνου
Εθνικοθρησκευτικοί μύθοι
γύρω από την Επανάσταση του ’21:
Του Γιώργου Πετρόπουλου
Η Επανάσταση του 1821, με όσα προηγήθηκαν της έναρξής της, όσα συνέβησαν στη διάρκειά της και όσα ακολούθησαν στη συνέχεια, έχει φτάσει ώς τις μέρες μας διανθισμένη με πλήθος μύθων. Τίποτα το παράξενο ή το ανεξήγητο δεν υπάρχει σ’ αυτή τη διαπίστωση
Την ιστορία, λένε, τη γράφουν πάντοτε οι νικητές, αν και ο τελικός λόγος της ιστορίας δεν είναι ποτέ η ιστορία των νικητών. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ως θεραπαινίδα της εκάστοτε εξουσίας, καθώς δύναται να διαμορφώσει τους όρους στήριξης και ευρύτερης αποδοχής της στη βάση μιας κοινής αντίληψης του παρελθόντος.
Οι μύθοι γύρω από την Επανάσταση του 1821 είναι άρρηκτα δεμένοι με τη διαμόρφωση της μετεπαναστατικής εθνικής συνείδησης στην Ελλάδα, της οποίας ο εκφραστής και ο εγγυητής ήταν πάντοτε η καθεστηκυία οικονομική, πολιτική και θρησκευτική τάξη πραγμάτων.
Στο εκάστοτε συμφέρον αυτής της τάξης πραγμάτων προσαρμόστηκε και η ιστορία της επανάστασης. Ο,τι δεν συνέφερε ή το αποσιωπούσαν ή το τροποποιούσαν κατάλληλα.
Το 1554 ο πρεσβευτής της Ενετίας στην Κωνσταντινούπολη Δομίνικος Τρεβιζάνος ανέφερε ότι το παιδομάζωμα, που θεωρούνταν πριν σαν η μεγαλύτερη συμφορά, κατάντησε τότε να θεωρείται εξαιρετική τύχη… Σώμα Γενιτσάρων (Παρίσι Εθνική Βιβλιοθήκη) |
Με δεδομένο ότι στο μετεπαναστατικό νεοελληνικό κράτος, η Εκκλησία είχε έναν κεντρικό και ενίοτε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορικής και εθνικής συνείδησης, οι μύθοι γύρω από την επανάσταση φέρουν σε μεγάλο βαθμό τη δική της σφραγίδα
Ως χρόνο έναρξης της ελληνικής επανάστασης, η ιστορική επιστήμη αποδέχεται τον Φεβρουάριο του 1821 και συγκεκριμένα το τρίτο δεκαήμερο αυτού του μήνα, όταν ο Αλ. Υψηλάντης, στις 22/2/1821, μπήκε στο Ιάσιο. Εναν μήνα μετά, η επανάσταση ξέσπασε στην Πελοπόννησο και τους επόμενους μήνες -αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο- επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές, κυρίως όμως στη Στερεά Ελλάδα.
Πότε ξέσπασε η επανάσταση
Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου ως ημέρας έναρξης της επανάστασης δεν συνδέεται με κανένα ιστορικό γεγονός παρά μόνο με τον θρύλο ότι αυτή την ημέρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αφού ύψωσε στην Αγία Λαύρα το λάβαρο της Μονής, που είχε μια χρυσοκέντητη εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όρκισε τους επαναστάτες που ήταν εκεί και οδήγησε στην επίθεση εναντίον των Τούρκων στα Καλάβρυτα.
Οταν εκδηλώθηκε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η ιεραρχία την κατήγγειλαν και προχώρησαν σε αφορισμούς των πρωτεργατών Πατριάρχης έφιππος συνοδεία Γενιτσάρων και διακόνων (Γεννάδειος Βιβλι.) |
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Η επίθεση στα Καλάβρυτα ξεκίνησε στις 21 Μαρτίου του 1821 και στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου δεν βρισκόταν κανείς. Ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει τίποτα στα απομνημονεύματά του για το «επεισόδιο» της Αγίας Λαύρας.
Ο μύθος οφείλεται στον Γάλλο ιστορικό Πουκεβίλ που έγραψε, το 1824, την ιστορία της ελληνικής επανάστασης. Η συντήρηση όμως του μύθου οφείλεται στο Βασιλικό Διάταγμα του Οθωνα με το οποίο η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική εορτή της επανάστασης.
Το διάταγμα εκείνο, το οποίο εκδόθηκε στις 15/27 Μαρτίου του 1838 -και δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης αλλά στον Τύπο της εποχής- ήταν υποταγμένο απολύτως στις, τότε, κοινωνικοπολιτικές σκοπιμότητες και κυρίως στην προσπάθεια για απόλυτη ταύτιση της εθνικής με τη θρησκευτική συνείδηση. (βλ. φωτογραφία αριστερ
Ευλόγησε η Εκκλησία την επανάσταση;
Ενας δεύτερος μύθος γύρω από την επανάσταση αφορά τη στάση της Εκκλησίας τόσο πριν όσο και αφότου αυτή εκδηλώθηκε. Η ίδια η Εκκλησία μετά την επανάσταση θέλησε να ταυτιστεί με την ουσία του νεοελληνικού κράτους και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο συνέβαλε τα μέγιστα στην αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας.
Στην πραγματικότητα αξιοποίησε το θρησκευτικό αίσθημα των εξεγερμένων Ελλήνων μέσα από το οποίο επιχείρησε να καθαγιάσει τον δικό της ρόλο. Αλλο όμως η Εκκλησία κι άλλο το θρησκευτικό συναίσθημα. Η ιστορική αλήθεια λέει πως η Εκκλησία κάθε άλλο παρά φιλική ήταν προς την Επανάσταση του ’21. Στις κορυφές της ήταν ένας ενσωματωμένος και εκφυλισμένος θεσμός στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν είχε κανένα συμφέρον από τη διατάραξη του στάτους κβο του οθωμανικού καθεστώτος.
Σε ένα από τα κλασικότερα επαναστατικά έργα της προεπαναστατικής περιόδου, στην «Ελληνική Νομαρχία - Ητοι λόγος περί Ελευθερίας», του «Ανωνύμου του Ελληνος», η εικόνα που καταγράφεται για την Εκκλησία δεν είναι καθόλου κολακευτική γι’ αυτήν. Θα παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα
«Ω συ μιαρά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, εις τι ομοιάζεις; Ηθελα να ξεύρω από σε τώρα όπου σε ερωτώ, εις τι, λέγω, ομοιάζεις τους ιερούς και θείους αποστόλους του λόγου της σοφίας του Ιησού Χριστού; Ισως στην αφιλοκέρδεια, όπου εκείνοι εκήρυττον; Αλλ’ εσύ είσαι γεμάτη από χρήματα, όπου καθημερινώς κλέπτεις από τους ταλαίπωρους χριστιανούς…
«Ελληνικός Ταχυδρόμος» 20-3-1838- Το Β.Δ. του Οθωνα για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής |
Συ είσαι μία μάνδρα λύκων, όπου δεν υπακούεις τον ποιμένα σου και κατατρώγεις τα αθώα και πολλά ήμερα πρόβατα της ορθοδόξου εκκλησίας…. Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικό θρόνο από τον οθωμανικό αντιβασιλέα διά μίαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώσει περισσότερο κέρδος, και τον αγοραστή τον ονομάζει πατριάρχην.
Αυτός, λοιπόν, διά να ξαναλάβει τα όσα εδανείσθη διά την αγορά του θρόνου, πωλεί τας επαρχίες, στις αρχιεπισκοπές, ούτινος δώση περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσει και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσει των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαό, διά να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν
Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός… Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια, όπου πανταχόθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρό, τρώγωσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους… Ιδού, ω Ελληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος…» (Ανωνύμου του Ελληνος: «Ελληνική Νομαρχία - ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας», εκδόσεις Αποσπερίτης, Αθήνα 1982, σελ. 152, 164, 173).
Αλλά αν η Εκκλησία ήταν όπως την παρουσιάζει ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας», ποια ήταν η στάση της όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821; Οταν εκδηλώθηκε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η ιεραρχία την κατήγγειλαν και προχώρησαν σε αφορισμούς των πρωτεργατών.
Ιδια ήταν η στάση του ανώτατου κλήρου και μετά την επανάσταση, όταν αυτή έδειχνε ότι έχει δυναμική και μπορούσε να οδηγήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων. Γράφει ο Παναγιώτης Πιπινέλης: «Πολλάκις έχομεν περιπτώσεις καθ’ ας τα Πατριαρχεία ενεφανίσθησαν ως υπέρμαχα της διατηρήσεως της κρατούσης τάξεως πραγμάτων εν τη οθωμανική επικρατεία, φθάσαντα και μέχρι καταπολεμήσεως πάσης επαναστατικής εθνικής εκδηλώσεως του υπόδουλου ελληνισμού» (Τάκη Πιπινέλη: «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Εκδοτικός Οίκος «Αγών», Εν Παρισίοις, 1927, σελ. 43).
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το σύνολο της Εκκλησίας ήταν αρνητικό προς την επανάσταση. Ο κατώτατος κλήρος, που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τον λαό, πρόσφερε αρκετά στον επαναστατικό αγώνα. Αυτό όμως έγινε παρά και ενάντια στη θέληση της ιεραρχίας.
Υπήρχαν βίαιοι εξισλαμισμοί χριστιανών;
Στους επίσημους μύθους για την κατάσταση των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας -που έχουν επιστρατευτεί για να δείξουν το ασήκωτο βάρος της υποδούλωσης- είναι κι αυτός που θέλει τους Οθωμανούς να προβαίνουν σε βίαιο εξισλαμισμό των χριστιανικών πληθυσμών. Με κυριολεκτική και μεταφορική έννοια χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ο όρος «γενίτσαρος», που παραπέμπει στον εξισλαμισμένο χριστιανό ο οποίος υπηρετούσε σε επίλεκτα οθωμανικά στρατεύματα.
Ο όρος αυτός συνοδεύεται και από την ιστορία του «παιδομαζώματος» εκείνης της εποχής που αποσπούσαν βίαια τα παιδιά από τις οικογένειές τους για να γίνουν γενίτσαροι. Η ιστορική αλήθεια, βεβαίως, είναι εντελώς διαφορετική.
Οι Οθωμανοί δεν ενδιαφέρονταν για τη θρησκευτική προτίμηση των λαών που βρίσκονταν κάτω από την εξουσία τους, καθώς -ακριβώς λόγω του θρησκευτικού διαχωρισμού που υπήρχε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία- οι αλλόθρησκοι ήταν η βασική πηγή άντλησης της φορολογίας. Εξισλαμισμοί όντως υπήρχαν. Στις περισσότερες, όμως, περιπτώσεις δεν ήταν βίαιοι αλλά προέρχονταν από πολλές αιτίες και κυρίως από συμφέρον.
Γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Δεν πρέπει να απορούμε γι’ αυτό που βεβαιώνει ο Γερμανός Γέρλαχ, ότι πολλές φορές οι δυστυχισμένες μητέρες αφού σήκωναν τα χέρια τους στον ουρανό παρακαλούσαν το Θεό να πάρει κοντά του τα παιδιά τους για να μην πέσουν στην εξουσία των άπιστων
Αλλά όμως είναι τόσο ισχυρό το αίσθημα του συμφέροντος στον άνθρωπο ώστε ο ίδιος ο Γέρλαχ βεβαιώνει ότι άλλοι πάλι γονείς παρέδιδαν πρόθυμα τα παιδιά τους, ενώ τα παιδιά και οι νέοι ονειρεύονταν με λαχτάρα την πολυτελή ζωή που θα ζούσαν στο σεράι. Και το κακό αυτό έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε το 1554 ο πρεσβευτής της Ενετίας στην Κωνσταντινούπολη Δομίνικος Τρεβιζάνος ανέφερε ότι το παιδομάζωμα, που εθεωρείτο πριν σαν η μεγαλύτερη συμφορά, κατάντησε τότε να θεωρείται εξαιρετική τύχη… Βέβαια ο εξισλαμισμός δεν περιορίστηκε στους γενίτσαρους…
Για πολλούς και διάφορους λόγους, πολλοί χριστιανοί μεταπήδησαν εκούσια ή ακούσια στις τάξεις του μωαμεθανισμού. Ο κυριότερος απ’ αυτούς τους λόγους ήταν ότι, σύμφωνα με όσα είδαμε να αναφέρει πριν λίγο ένας από τους πρέσβεις της Ενετίας, η οσμανική κυβέρνηση πρόσφερε τα ανώτερα και πιο επικερδή αξιώματα συνήθως σε ομόθρησκους άντρες που είχαν όμως γεννηθεί χριστιανοί.
Τα πράγματα επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή εξαίρετα» (Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», εκδόσεις Αγγελάκη, τόμος 8ος, σελ. 156-157
Το «κρυφό σχολειό»
Ενας εξίσου διαδεδομένος μύθος, συνδεδεμένος με την προσπάθεια να αποκτήσει η Εκκλησία επαναστατικές δάφνες, είναι ο μύθος του «κρυφού σχολειού». Ο μύθος αυτός θέλει την ελληνική παιδεία να είναι κατατρεγμένη στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την Εκκλησία να πρωταγωνιστεί υπέρ της μόρφωσης του λαού.
Κρυφά σχολειά δεν υπήρχαν γιατί δεν υπήρχε καμία ανάγκη να δημιουργηθούν, καθώς η ίδρυση ελληνικών σχολείων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν απαγορευόταν Νικολάου Γύζη- Κρυφό σχολειό |
Ετσι, δημιουργήθηκαν, τάχα, «κρυφά σχολειά» στα μοναστήρια και στις εκκλησίες, όπου οι κληρικοί και οι μοναχοί μάθαιναν τα παιδιά του ελληνικού λαού γράμματα. Αυτό λέει ο θρύλος που αποτυπώθηκε και στον σχετικό πίνακα του Nικολάου Γύζη
Η ιστορική αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Κρυφά σχολειά δεν υπήρχαν γιατί δεν υπήρχε καμία ανάγκη να δημιουργηθούν, καθώς η ίδρυση ελληνικών σχολείων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν απαγορευόταν. Επιπλέον, καμία ιστορική πηγή δεν υπάρχει που να αναφέρεται στην ύπαρξη τέτοιων σχολείων και η ιστορική επιστήμη δεν τα αποδέχεται ως πραγματικότητα.
Σε ένα άρθρο του για το «Κρυφό Σχολειό», δημοσιευμένο το 1945 στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τόμος 38ος, σελ. 678 κ.ε.), ο Γιάννης Βλαχογιάννης γράφει: «Βρήκανε λοιπόν πως κατά τα χρόνια εκείνα τα παλιά η παιδεία μας κατατρεχόταν από τους Τούρκους αλύπητα και το τελευταίο της καταφύγιο, άγιο βήμα μυστικό, ήταν το κρυφό σκολειό.
Εκεί, νύχτα βαθειά στέλναν οι μαννάδες τα παιδιά τους και με τη λαχτάρα που είχανε στην καρδιά, τα μαθαίναμε να λένε στο δρόμο το γνωστό παιδιάτικο τραγούδι, που είναι και νανούρισμα μαζί, τραγούδι σ’ όλους γνωστό, που λέει: Φεγγαράκι μου λαμπρό/ φέγγε μου να περπατώ,/ να πηγαίνω στο σκολειό,/ να μαθαίνω γράμματα,/ του Θεού τα πράματα.
Ανάμεσα σ’ όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγικούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνη την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνη λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι».
Και μία ενδιαφέρουσα πλευρά, διόλου ιδεολογικοποιημένη, σε παραλληλισμό με το σήμερα...
"Επένδυση"- 25/03/16
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου