Το κύριο θέμα από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
και τα εσωτερικά αναπτύγματα
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
Της Ελένης Βαρβιτσιώτη
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ - ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. «Ελεγε όλα τα σωστά πράγματα αλλά δεν έπειθε». Με αυτή τη φράση περιγράφει την εντύπωση που άφησε ο Ελληνας πρωθυπουργός στους εκπροσώπους των μεγαλυτέρων hedge funds στη Νέα Υόρκη πριν από δύο εβδομάδες ένας fund manager. «Αμα δεν παρακολουθούσαμε στενά το τι γίνεται στην Ελλάδα, μπορεί και να τον πιστεύαμε» λέει ένας άλλος. Η «Κ» μίλησε με τέσσερις διαφορετικούς συμμετέχοντες, οι οποίοι θέλησαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους, αλλά λίγο - πολύ διαμόρφωσαν την ίδια εικόνα από τη συζήτηση που είχαν με τον κ. Αλέξη Τσίπρα.
Στον ουρανοξύστη της Bank of America, στην 42η οδό του Μανχάταν, ο πρωθυπουργός έκανε αξιόλογες προσπάθειες να πείσει τους συνομιλητές του για την ευκαιρία που προσφέρει σήμερα η Ελλάδα για επενδύσεις, αλλά συνάντησε ένα αρκετά προβληματισμένο ακροατήριο. Ανάμεσά τους ο Τζον Πόλσον και οι εκπρόσωποι των μεγαλυτέρων hedge funds του κόσμου, που έχουν άμεση εμπλοκή με την Ελλάδα, όπως των George Soros, Monarch, Tudor, Skybridge, Carval, Third gate κ.ά.
Το μήνυμα του κ. Τσίπρα ήταν ξεκάθαρο. Η πρώτη αξιολόγηση θα κλείσει τέλος Σεπτεμβρίου, η δεύτερη θα κλείσει μέσα στον Νοέμβριο και κάπου εκεί θα γίνει ανασχηματισμός της κυβέρνησης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συμμετάσχει στην ποσοτική χαλάρωση, θα γίνει αναδιάρθρωση του χρέους και το 2017 η Ελλάδα θα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές. Ομως το κοινό που τον άκουγε είχε πολύ καλή εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας και έτσι οι ερωτήσεις άρχισαν να πιέζουν τον Ελληνα πρωθυπουργό. «Μας λέτε ότι θα τα κάνετε όλα στην ώρα τους αφού δεν έχετε κάνει τίποτα στην ώρα του μέχρι στιγμής. Η πρώτη αξιολόγηση έχει πάρει πάνω από ένα χρόνο» τόνισε κάποιος, ενώ άλλος παρατήρησε ότι αφού η Ελλάδα θέλει τόσο πολύ να συμμετάσχει στην ποσοτική χαλάρωση γιατί αργεί τόσο πολύ στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. «Ο χρόνος είναι τόσο σημαντικός παράγοντας για την οικονομική επίδοση και την ανάπτυξη και αυτή η κυβέρνηση φαίνεται να τον ξοδεύει ιδιαίτερα πολύ» ακούστηκε στην αίθουσα. Ο κ. Τσίπρας θέλοντας να αποφύγει την ερώτηση απάντησε κάπως γενικά, εξηγώντας ότι η πρώτη αξιολόγηση πήρε περισσότερο απ’ όσο περίμενε αλλά τώρα η κυβέρνηση θα προχωρήσει γρήγορα.
Επενδύσεις και τράπεζες
Οσον αφορά τις επενδύσεις, δεν ήταν λίγα τα παράπονα τα οποία ακούστηκαν και για την επένδυση στο Ελληνικό, με το υπουργείο Πολιτισμού να το κηρύσσει αρχαιολογικό χώρο ή για τη σύμβαση για το λιμάνι του Πειραιά που άλλαξε τελευταία στιγμή χωρίς να έχουν ενημερωθεί οι Κινέζοι επενδυτές. Οι συμμετέχοντες ήταν ενημερωμένοι για κάθε στραβοπάτημα της κυβέρνησης και ο κ. Τσίπρας αναγκάστηκε να τονίσει ότι «στο τέλος όμως όλα γίνονται».
Επόμενη δύσκολη ερώτηση, η πολιτική εμπλοκή στις διοικήσεις των τραπεζών, θέτοντας τα παραδείγματα της Attica και της Πειραιώς, με τους επενδυτές να τονίζουν πως τέτοια δείγματα δεν ενισχύουν τις ξένες επενδύσεις, την ανάπτυξη αλλά ούτε κάνουν την πολιτική απόφαση της ΕΚΤ για συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση ευκολότερη. Η απάντησή του ήταν γενική. Πρέπει να υπάρχει ανεξαρτησία των τραπεζών από την μία, αλλά από την άλλη το ελληνικό κράτος έχει επενδύσει σε αυτές και πρέπει να τις προστατεύσει, ήταν με λίγα λόγια η τοποθέτηση του κ. Τσίπρα που δεν φαίνεται να ικανοποίησε.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα» λέει εκπρόσωπος hedge fund, του οποίου μεγάλο μέρος του χαρτοφυλακίου του είναι επενδεδυμένο στη χώρα μας. Εξαιτίας όμως της δυσπιστίας που υπάρχει σε αυτή την κυβέρνηση και της δυσκολίας να καταλάβουν οι επενδυτές το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα, θα πάρει πολύ περισσότερο χρόνο για να προσελκύσει και άλλους επενδυτές, εξηγεί ο ίδιος.
Παρά τη δυσπιστία, όμως, οι συμμετέχοντες με τους οποίους επικοινώνησε η «Κ» θεώρησαν ότι ήταν πολύ σημαντικό ότι έγινε ένας γύρος επαφών με τον κ. Τσίπρα, αλλά και τον κ. Χουλιαράκη, ο οποίος άφησε πολύ πιο θετικές εντυπώσεις. «Αυτή η κυβέρνηση σε αντίθεση με την κυβέρνηση Σαμαρά δεν ξέρει καθόλου να επικοινωνεί με τους επενδυτές, αν και η επικοινωνία βοηθάει πολύ στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης» λέει ο ίδιος επενδυτής.
Το μήνυμα που στέλνουν στην κυβέρνηση
Από υπολογισμούς που έχουν κάνει κάποια από τα hedge funds με χαρτοφυλάκια στην Ελλάδα, προκύπτουν ορισμένα πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, από το 2015 που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έως σήμερα, η συμμετοχή σε ελληνικά ομόλογα έχει πέσει κατά 75% και η συμμετοχή των hedge funds κατά 60%. Το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης τον περασμένο Μάιο μπορεί να βοήθησε στην αύξηση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, τονίζουν οι ίδιοι, αλλά θα χρειαστεί μια γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης για να εξετάσουν ξανά οι ξένοι επενδυτές το ενδεχόμενο να επενδύσουν σημαντικά και πάλι στην Ελλάδα.
Ετσι το μήνυμα που στέλνουν οι επενδυτές είναι απλό: Αν κλείσει η κυβέρνηση την αξιολόγηση γρήγορα και «αναίμακτα», οι αγορές θα ξαναρίξουν το βλέμμα τους στη χώρα και αυτό θα σημαίνει ότι το κόστος χρηματοδότησης του κράτους και των τραπεζών θα μειωθεί, θα βοηθήσει στην ανόρθωση της οικονομίας αλλά και θα αυξήσει και την πιθανότητα η Ελλάδα να ξαναβγεί και να δανειστεί. Οι επενδυτές θα επιστρέψουν, απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή που θα νιώσουν ότι αυτή η κυβέρνηση «means business», όπως λένε χαρακτηριστικά.
Για να έλθουν ξένοι επενδυτές
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ - ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. «Ελεγε όλα τα σωστά πράγματα αλλά δεν έπειθε». Με αυτή τη φράση περιγράφει την εντύπωση που άφησε ο Ελληνας πρωθυπουργός στους εκπροσώπους των μεγαλυτέρων hedge funds στη Νέα Υόρκη πριν από δύο εβδομάδες ένας fund manager. «Αμα δεν παρακολουθούσαμε στενά το τι γίνεται στην Ελλάδα, μπορεί και να τον πιστεύαμε» λέει ένας άλλος. Η «Κ» μίλησε με τέσσερις διαφορετικούς συμμετέχοντες, οι οποίοι θέλησαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους, αλλά λίγο - πολύ διαμόρφωσαν την ίδια εικόνα από τη συζήτηση που είχαν με τον κ. Αλέξη Τσίπρα.
Στον ουρανοξύστη της Bank of America, στην 42η οδό του Μανχάταν, ο πρωθυπουργός έκανε αξιόλογες προσπάθειες να πείσει τους συνομιλητές του για την ευκαιρία που προσφέρει σήμερα η Ελλάδα για επενδύσεις, αλλά συνάντησε ένα αρκετά προβληματισμένο ακροατήριο. Ανάμεσά τους ο Τζον Πόλσον και οι εκπρόσωποι των μεγαλυτέρων hedge funds του κόσμου, που έχουν άμεση εμπλοκή με την Ελλάδα, όπως των George Soros, Monarch, Tudor, Skybridge, Carval, Third gate κ.ά.
Το μήνυμα του κ. Τσίπρα ήταν ξεκάθαρο. Η πρώτη αξιολόγηση θα κλείσει τέλος Σεπτεμβρίου, η δεύτερη θα κλείσει μέσα στον Νοέμβριο και κάπου εκεί θα γίνει ανασχηματισμός της κυβέρνησης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα επιτρέψει στην Ελλάδα να συμμετάσχει στην ποσοτική χαλάρωση, θα γίνει αναδιάρθρωση του χρέους και το 2017 η Ελλάδα θα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές. Ομως το κοινό που τον άκουγε είχε πολύ καλή εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας και έτσι οι ερωτήσεις άρχισαν να πιέζουν τον Ελληνα πρωθυπουργό. «Μας λέτε ότι θα τα κάνετε όλα στην ώρα τους αφού δεν έχετε κάνει τίποτα στην ώρα του μέχρι στιγμής. Η πρώτη αξιολόγηση έχει πάρει πάνω από ένα χρόνο» τόνισε κάποιος, ενώ άλλος παρατήρησε ότι αφού η Ελλάδα θέλει τόσο πολύ να συμμετάσχει στην ποσοτική χαλάρωση γιατί αργεί τόσο πολύ στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. «Ο χρόνος είναι τόσο σημαντικός παράγοντας για την οικονομική επίδοση και την ανάπτυξη και αυτή η κυβέρνηση φαίνεται να τον ξοδεύει ιδιαίτερα πολύ» ακούστηκε στην αίθουσα. Ο κ. Τσίπρας θέλοντας να αποφύγει την ερώτηση απάντησε κάπως γενικά, εξηγώντας ότι η πρώτη αξιολόγηση πήρε περισσότερο απ’ όσο περίμενε αλλά τώρα η κυβέρνηση θα προχωρήσει γρήγορα.
Επενδύσεις και τράπεζες
Οσον αφορά τις επενδύσεις, δεν ήταν λίγα τα παράπονα τα οποία ακούστηκαν και για την επένδυση στο Ελληνικό, με το υπουργείο Πολιτισμού να το κηρύσσει αρχαιολογικό χώρο ή για τη σύμβαση για το λιμάνι του Πειραιά που άλλαξε τελευταία στιγμή χωρίς να έχουν ενημερωθεί οι Κινέζοι επενδυτές. Οι συμμετέχοντες ήταν ενημερωμένοι για κάθε στραβοπάτημα της κυβέρνησης και ο κ. Τσίπρας αναγκάστηκε να τονίσει ότι «στο τέλος όμως όλα γίνονται».
Επόμενη δύσκολη ερώτηση, η πολιτική εμπλοκή στις διοικήσεις των τραπεζών, θέτοντας τα παραδείγματα της Attica και της Πειραιώς, με τους επενδυτές να τονίζουν πως τέτοια δείγματα δεν ενισχύουν τις ξένες επενδύσεις, την ανάπτυξη αλλά ούτε κάνουν την πολιτική απόφαση της ΕΚΤ για συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση ευκολότερη. Η απάντησή του ήταν γενική. Πρέπει να υπάρχει ανεξαρτησία των τραπεζών από την μία, αλλά από την άλλη το ελληνικό κράτος έχει επενδύσει σε αυτές και πρέπει να τις προστατεύσει, ήταν με λίγα λόγια η τοποθέτηση του κ. Τσίπρα που δεν φαίνεται να ικανοποίησε.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα» λέει εκπρόσωπος hedge fund, του οποίου μεγάλο μέρος του χαρτοφυλακίου του είναι επενδεδυμένο στη χώρα μας. Εξαιτίας όμως της δυσπιστίας που υπάρχει σε αυτή την κυβέρνηση και της δυσκολίας να καταλάβουν οι επενδυτές το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα, θα πάρει πολύ περισσότερο χρόνο για να προσελκύσει και άλλους επενδυτές, εξηγεί ο ίδιος.
Παρά τη δυσπιστία, όμως, οι συμμετέχοντες με τους οποίους επικοινώνησε η «Κ» θεώρησαν ότι ήταν πολύ σημαντικό ότι έγινε ένας γύρος επαφών με τον κ. Τσίπρα, αλλά και τον κ. Χουλιαράκη, ο οποίος άφησε πολύ πιο θετικές εντυπώσεις. «Αυτή η κυβέρνηση σε αντίθεση με την κυβέρνηση Σαμαρά δεν ξέρει καθόλου να επικοινωνεί με τους επενδυτές, αν και η επικοινωνία βοηθάει πολύ στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης» λέει ο ίδιος επενδυτής.
Το μήνυμα που στέλνουν στην κυβέρνηση
Από υπολογισμούς που έχουν κάνει κάποια από τα hedge funds με χαρτοφυλάκια στην Ελλάδα, προκύπτουν ορισμένα πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, από το 2015 που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έως σήμερα, η συμμετοχή σε ελληνικά ομόλογα έχει πέσει κατά 75% και η συμμετοχή των hedge funds κατά 60%. Το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης τον περασμένο Μάιο μπορεί να βοήθησε στην αύξηση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, τονίζουν οι ίδιοι, αλλά θα χρειαστεί μια γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης για να εξετάσουν ξανά οι ξένοι επενδυτές το ενδεχόμενο να επενδύσουν σημαντικά και πάλι στην Ελλάδα.
Ετσι το μήνυμα που στέλνουν οι επενδυτές είναι απλό: Αν κλείσει η κυβέρνηση την αξιολόγηση γρήγορα και «αναίμακτα», οι αγορές θα ξαναρίξουν το βλέμμα τους στη χώρα και αυτό θα σημαίνει ότι το κόστος χρηματοδότησης του κράτους και των τραπεζών θα μειωθεί, θα βοηθήσει στην ανόρθωση της οικονομίας αλλά και θα αυξήσει και την πιθανότητα η Ελλάδα να ξαναβγεί και να δανειστεί. Οι επενδυτές θα επιστρέψουν, απλώς περιμένουν την κατάλληλη στιγμή που θα νιώσουν ότι αυτή η κυβέρνηση «means business», όπως λένε χαρακτηριστικά.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
Του Μπάμπη Παπαδημητρίου
«Γνωρίζεις ότι η κρίση πλησιάζει στο τέλος της, όταν η αγορά γεμίζει από κουφάρια επιχειρήσεων που ζούσαν ενώ έπρεπε να έχουν προ πολλού πεθάνει», μου εξηγούσε έμπειρος τραπεζίτης τις προάλλες. Μπορεί η εικόνα να είναι δυσάρεστη, ιδιαιτέρως για όσους αντιμετωπίζουν την επιχειρηματική ήττα, είναι όμως πραγματική. Αν μάλιστα ρωτήσετε όσους γνωρίζουν πώς τελειώνουν οι ιστορίες τόσο μεγάλων κρίσεων, θα σας εξηγήσουν ότι ο καπιταλισμός είναι εξαιρετικός όταν όλα πάνε καλά, επειδή ακριβώς είναι αδίστακτος όταν κάτι πάει στραβά.
Συνάδελφοι του συνομιλητή μου, που έχουν τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες από τη δεκαετία του ’80, όταν η εξυγίανση πολλών δεκάδων επιχειρήσεων κατέληξε στον δημόσιο οργανισμό των προβληματικών και υπερχρεωμένων, πιστεύουν ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεν θα τα καταφέρουν. «Η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα είναι ασταθής και ερμαφρόδιτη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ικανοποιηθούν, ταυτοχρόνως, τα συμφέροντα των ιδιωτών μετόχων και οι σκοπιμότητες της κυβέρνησης, που θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις».
Η μεγάλη ελληνική κρίση χρέους δεν ξεκίνησε από τις τράπεζες αλλά από την έκρηξη του κρατικού ελλείμματος το 2009-10. Ομως, το «κούρεμα» του χρέους το 2012, η παράταση της ύφεσης το 2015-16, η καταστροφή της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών που οδήγησε στα capital controls και η υπερφορολόγηση των πάντων που φούσκωσε τη σκιώδη εξωτραπεζική οικονομία, μετέτρεψαν τις τράπεζες σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που αδυνατούν να πρωταγωνιστήσουν στην επαναφορά της ανάκαμψης.
Ο,τι είναι να γίνει, θα γίνει επειδή θα έρθουν, όσοι έρθουν, μεγάλοι διεθνείς επενδυτές, κυρίως για να αγοράσουν όσα θα καταφέρει να πωλήσει το κράτος και όσα επιχειρηματικά κεφαλαιακά στοιχεία κατορθώσουν να ξεμπλέξουν από τους παλαιούς μετόχους οι τράπεζες. Το «ελατήριο» του κ. Τσίπρα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τράπεζες.
Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είτε είναι νοικοκυριά και ιδιώτες, είτε είναι επιχειρηματίες, πίστεψε ότι οι πολιτικοί που κυβερνούν σήμερα πραγματικά θα τους έσβηναν μέρος των χρεών τους. Ετσι, ήδη από το 2013 αλλά πολύ εντονότερα όταν φάνηκε ότι ο Τσίπρας θα κυβερνήσει, το 2014 και ακόμη εντονότερα όταν τελικά κυβέρνησε, το 2015-16, ολοένα και περισσότεροι σταμάτησαν να εξυπηρετούν τα χρέη τους. Με αποτέλεσμα, σήμερα, το βουνό των ανεξόφλητων χρεών να ξεπερνά τα 225 δισ., το άθροισμα δηλαδή των 108 δισ. μη εξυπηρετούμενων δανείων και των 92 δισ. ληξιπρόθεσμων οφειλών στην εφορία και τα 25 δισ. χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Στο ποσό αυτό πρέπει να προσθέσουμε όσα οι μεν χρωστούν στους δε, ένα εντελώς ιδιωτικό χρέος, που είναι αδύνατον να υπολογιστεί με ακρίβεια, σίγουρα όμως είναι πολύ σημαντικό. Ακόμη και οι ακάλυπτες επιταγές και συναλλαγματικές εκτινάχθηκαν με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο συγκριτικά προς τα τρία προηγούμενα έτη.
Πριν από λίγα χρόνια η ελεγκτική και λογιστική εταιρεία Price Water house Coopers είχε προσφυώς κατηγοριοποιήσει τις 3.000 επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 10 εκατ. ευρώ, που δημιουργούν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ και απασχολούν 500.000 ανθρώπους, σε 650 εταιρείες zombies, 807 stars ή σχεδόν stars και 1.269 με το μέλλον τους να «παίζεται». Η απραξία των δύο τελευταίων ετών έκανε τα πράγματα χειρότερα. Οπως είπαμε πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν και οι τράπεζες γράφουν βαριές ζημίες. Στις οποίες προστίθενται νέες διευθετήσεις χρεών με βαρύτατο κόστος για το τραπεζικό και επιχειρηματικό σύστημα, όπως φαίνεται στην περίπτωση του Μαρινόπουλου, που αποτελεί πάντως πρότυπο για τις επόμενες μεγάλες ρυθμίσεις. Ολες αυτές οι ζημίες πέφτουν στην πλάτη των καλών πελατών, ιδιωτών και επιχειρήσεων, που πληρώνουν πανάκριβα επιτόκια και υψηλό κόστος υπηρεσιών αλλά και των μετόχων που βλέπουν τα κεφάλαιά τους να θρυμματίζονται. Πρόκειται για το νέο και πολύ δύσκολο κομμάτι της κρίσης και εκδηλώνεται ταυτόχρονα με μια καταιγίδα φόρων. Αναρωτιέμαι τι θα έχει απομείνει από την οικονομία και τους ανθρώπους της όταν η τρομερή καταιγίδα θα έχει κοπάσει!
Επενδυτές σε αναμονή από το City του Λονδίνου
«Γνωρίζεις ότι η κρίση πλησιάζει στο τέλος της, όταν η αγορά γεμίζει από κουφάρια επιχειρήσεων που ζούσαν ενώ έπρεπε να έχουν προ πολλού πεθάνει», μου εξηγούσε έμπειρος τραπεζίτης τις προάλλες. Μπορεί η εικόνα να είναι δυσάρεστη, ιδιαιτέρως για όσους αντιμετωπίζουν την επιχειρηματική ήττα, είναι όμως πραγματική. Αν μάλιστα ρωτήσετε όσους γνωρίζουν πώς τελειώνουν οι ιστορίες τόσο μεγάλων κρίσεων, θα σας εξηγήσουν ότι ο καπιταλισμός είναι εξαιρετικός όταν όλα πάνε καλά, επειδή ακριβώς είναι αδίστακτος όταν κάτι πάει στραβά.
Συνάδελφοι του συνομιλητή μου, που έχουν τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες από τη δεκαετία του ’80, όταν η εξυγίανση πολλών δεκάδων επιχειρήσεων κατέληξε στον δημόσιο οργανισμό των προβληματικών και υπερχρεωμένων, πιστεύουν ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δεν θα τα καταφέρουν. «Η κατάσταση στο τραπεζικό σύστημα είναι ασταθής και ερμαφρόδιτη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ικανοποιηθούν, ταυτοχρόνως, τα συμφέροντα των ιδιωτών μετόχων και οι σκοπιμότητες της κυβέρνησης, που θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις».
Η μεγάλη ελληνική κρίση χρέους δεν ξεκίνησε από τις τράπεζες αλλά από την έκρηξη του κρατικού ελλείμματος το 2009-10. Ομως, το «κούρεμα» του χρέους το 2012, η παράταση της ύφεσης το 2015-16, η καταστροφή της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών που οδήγησε στα capital controls και η υπερφορολόγηση των πάντων που φούσκωσε τη σκιώδη εξωτραπεζική οικονομία, μετέτρεψαν τις τράπεζες σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που αδυνατούν να πρωταγωνιστήσουν στην επαναφορά της ανάκαμψης.
Ο,τι είναι να γίνει, θα γίνει επειδή θα έρθουν, όσοι έρθουν, μεγάλοι διεθνείς επενδυτές, κυρίως για να αγοράσουν όσα θα καταφέρει να πωλήσει το κράτος και όσα επιχειρηματικά κεφαλαιακά στοιχεία κατορθώσουν να ξεμπλέξουν από τους παλαιούς μετόχους οι τράπεζες. Το «ελατήριο» του κ. Τσίπρα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τράπεζες.
Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, είτε είναι νοικοκυριά και ιδιώτες, είτε είναι επιχειρηματίες, πίστεψε ότι οι πολιτικοί που κυβερνούν σήμερα πραγματικά θα τους έσβηναν μέρος των χρεών τους. Ετσι, ήδη από το 2013 αλλά πολύ εντονότερα όταν φάνηκε ότι ο Τσίπρας θα κυβερνήσει, το 2014 και ακόμη εντονότερα όταν τελικά κυβέρνησε, το 2015-16, ολοένα και περισσότεροι σταμάτησαν να εξυπηρετούν τα χρέη τους. Με αποτέλεσμα, σήμερα, το βουνό των ανεξόφλητων χρεών να ξεπερνά τα 225 δισ., το άθροισμα δηλαδή των 108 δισ. μη εξυπηρετούμενων δανείων και των 92 δισ. ληξιπρόθεσμων οφειλών στην εφορία και τα 25 δισ. χρεών προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Στο ποσό αυτό πρέπει να προσθέσουμε όσα οι μεν χρωστούν στους δε, ένα εντελώς ιδιωτικό χρέος, που είναι αδύνατον να υπολογιστεί με ακρίβεια, σίγουρα όμως είναι πολύ σημαντικό. Ακόμη και οι ακάλυπτες επιταγές και συναλλαγματικές εκτινάχθηκαν με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο συγκριτικά προς τα τρία προηγούμενα έτη.
Πριν από λίγα χρόνια η ελεγκτική και λογιστική εταιρεία Price Water house Coopers είχε προσφυώς κατηγοριοποιήσει τις 3.000 επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 10 εκατ. ευρώ, που δημιουργούν το ένα τέταρτο του ΑΕΠ και απασχολούν 500.000 ανθρώπους, σε 650 εταιρείες zombies, 807 stars ή σχεδόν stars και 1.269 με το μέλλον τους να «παίζεται». Η απραξία των δύο τελευταίων ετών έκανε τα πράγματα χειρότερα. Οπως είπαμε πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν και οι τράπεζες γράφουν βαριές ζημίες. Στις οποίες προστίθενται νέες διευθετήσεις χρεών με βαρύτατο κόστος για το τραπεζικό και επιχειρηματικό σύστημα, όπως φαίνεται στην περίπτωση του Μαρινόπουλου, που αποτελεί πάντως πρότυπο για τις επόμενες μεγάλες ρυθμίσεις. Ολες αυτές οι ζημίες πέφτουν στην πλάτη των καλών πελατών, ιδιωτών και επιχειρήσεων, που πληρώνουν πανάκριβα επιτόκια και υψηλό κόστος υπηρεσιών αλλά και των μετόχων που βλέπουν τα κεφάλαιά τους να θρυμματίζονται. Πρόκειται για το νέο και πολύ δύσκολο κομμάτι της κρίσης και εκδηλώνεται ταυτόχρονα με μια καταιγίδα φόρων. Αναρωτιέμαι τι θα έχει απομείνει από την οικονομία και τους ανθρώπους της όταν η τρομερή καταιγίδα θα έχει κοπάσει!
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
Του Γιάννη Παλαιολόγου
ΛΟΝΔΙΝΟ - ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Στάση αναμονής τηρούν οι επενδυτές στο City του Λονδίνου απέναντι στην Ελλάδα, με περιορισμένες βραχυπρόθεσμες προσδοκίες και στοιχεία κόπωσης απέναντι σε ένα αφήγημα ανάκαμψης που ποτέ δεν μοιάζει να ευοδώνεται. Παρά τις διαβεβαιώσεις που έλαβαν –μεταξύ άλλων στο πρόσφατο road show ελληνικών εισηγμένων εταιρειών στο Λονδίνο– για μια οικονομία που βρίσκεται στα πρόθυρα της εκτόξευσης και που παρέχει υψηλές αποδόσεις με χαμηλό ρίσκο, λίγοι δείχνουν διατεθειμένοι να τοποθετηθούν.
Οι βασικοί λόγοι για τη διαφαινόμενη διστακτικότητα, όπως προκύπτουν από συνομιλίες της «Κ» με εκπροσώπους funds και τραπεζικών οίκων, είναι η απροθυμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και η αντιφατική στάση της κυβέρνησης Τσίπρα απέναντι σε βασικές δεσμεύσεις του μνημονίου, ειδικά στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων.
Οι δύο παράγοντες συνδέονται στενά: η ΕΚΤ έχει διαμηνύσει ότι η διευθέτηση του ζητήματος του χρέους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αγοράσει ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο του QE. Οι παλινωδίες όμως της κυβέρνησης σε σειρά κρίσιμων ιδιωτικοποιήσεων και επενδύσεων προκαλούν εκνευρισμό στους Ευρωπαίους εταίρους – και παρέχουν μια καλή δικαιολογία σε κυβερνήσεις, όπως η γερμανική, για να αναβάλουν τις κρίσιμες συνομιλίες για το χρέος.
«Η εκτίμηση της αγοράς είναι ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα αργήσει πολύ, όπως και η πρώτη», λέει στην «Κ» στέλεχος fund με σημαντική παρουσία στην αγορά ελληνικών ομολόγων. Ο Αλέξης Τσίπρας «είναι πολιτικά πολύ στριμωγμένος» και βλέπει να εξανεμίζεται η προοπτική μιας επικείμενης συμφωνίας για το χρέος, εξηγεί. Συνεπώς «θα κινηθεί συγκρουσιακά κατά των Ευρωπαίων» για να ενισχύσει το πολιτικό του κεφάλαιο. Αυτή του η στάση, με τη σειρά της, θα ενισχύσει την καχυποψία των Ευρωπαίων, που θεωρούν ότι η κυβέρνησή του δεν έχει ενστερνιστεί το πρόγραμμα προσαρμογής που υπέγραψε και «αναζητεί κάθε ευκαιρία να υπαναχωρήσει από αυτά στα οποία έχει συμφωνήσει».
Σε παρόμοια εκτίμηση προβαίνει στέλεχος έτερου fund, που συμμετείχε στο πρόσφατο road show. «Η απόδοση όλων των ελληνικών assets θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης», λέει. «Η κυβέρνηση στέλνει ισχυρά σήματα ότι θα την ολοκληρώσει έως τον Νοέμβριο. Θέτει τον πήχυ πολύ ψηλά και προετοιμάζει το έδαφος για να απογοητευθούν για ακόμα μία φορά οι προσδοκίες της αγοράς».
Εχοντας μάθει από την πρόσφατη εμπειρία, οι επενδυτές του City πιστεύουν ότι, με την απελευθέρωση της υποδόσης των 2,8 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση θα μπορέσει να αντέξει για πολλούς μήνες – ίσως και έως τον Μάιο του 2017. «Κάπως καταφέρνουν να επιβιώνουν για πολύ περισσότερο καιρό σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις», σημειώνεται.
Μια πιο αισιόδοξη ματιά παρέχει άλλη πηγή της αγοράς. Ο συγκεκριμένος συνομιλητής της «Κ», που έχει βαθιά γνώση του ελληνικού ζητήματος και των ευρωπαϊκών συσχετισμών, εξηγεί ότι τo Brexit, σε συνδυασμό με την προσφυγική κρίση, έχει αλλάξει τα δεδομένα. «Η Ελλάδα έχει περισσότερο χώρο για ελιγμούς... Αν ο (υπουργός Οικονομικών) Τσακαλώτος παίξει σωστά τα χαρτιά του, η δεύτερη αξιολόγηση μπορεί να ολοκληρωθεί αρκετά γρήγορα».
Ενώπιον της δεύτερης αξιολόγησης...
ΛΟΝΔΙΝΟ - ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Στάση αναμονής τηρούν οι επενδυτές στο City του Λονδίνου απέναντι στην Ελλάδα, με περιορισμένες βραχυπρόθεσμες προσδοκίες και στοιχεία κόπωσης απέναντι σε ένα αφήγημα ανάκαμψης που ποτέ δεν μοιάζει να ευοδώνεται. Παρά τις διαβεβαιώσεις που έλαβαν –μεταξύ άλλων στο πρόσφατο road show ελληνικών εισηγμένων εταιρειών στο Λονδίνο– για μια οικονομία που βρίσκεται στα πρόθυρα της εκτόξευσης και που παρέχει υψηλές αποδόσεις με χαμηλό ρίσκο, λίγοι δείχνουν διατεθειμένοι να τοποθετηθούν.
Οι βασικοί λόγοι για τη διαφαινόμενη διστακτικότητα, όπως προκύπτουν από συνομιλίες της «Κ» με εκπροσώπους funds και τραπεζικών οίκων, είναι η απροθυμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και η αντιφατική στάση της κυβέρνησης Τσίπρα απέναντι σε βασικές δεσμεύσεις του μνημονίου, ειδικά στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων.
Οι δύο παράγοντες συνδέονται στενά: η ΕΚΤ έχει διαμηνύσει ότι η διευθέτηση του ζητήματος του χρέους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αγοράσει ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου στο πλαίσιο του QE. Οι παλινωδίες όμως της κυβέρνησης σε σειρά κρίσιμων ιδιωτικοποιήσεων και επενδύσεων προκαλούν εκνευρισμό στους Ευρωπαίους εταίρους – και παρέχουν μια καλή δικαιολογία σε κυβερνήσεις, όπως η γερμανική, για να αναβάλουν τις κρίσιμες συνομιλίες για το χρέος.
«Η εκτίμηση της αγοράς είναι ότι η δεύτερη αξιολόγηση θα αργήσει πολύ, όπως και η πρώτη», λέει στην «Κ» στέλεχος fund με σημαντική παρουσία στην αγορά ελληνικών ομολόγων. Ο Αλέξης Τσίπρας «είναι πολιτικά πολύ στριμωγμένος» και βλέπει να εξανεμίζεται η προοπτική μιας επικείμενης συμφωνίας για το χρέος, εξηγεί. Συνεπώς «θα κινηθεί συγκρουσιακά κατά των Ευρωπαίων» για να ενισχύσει το πολιτικό του κεφάλαιο. Αυτή του η στάση, με τη σειρά της, θα ενισχύσει την καχυποψία των Ευρωπαίων, που θεωρούν ότι η κυβέρνησή του δεν έχει ενστερνιστεί το πρόγραμμα προσαρμογής που υπέγραψε και «αναζητεί κάθε ευκαιρία να υπαναχωρήσει από αυτά στα οποία έχει συμφωνήσει».
Σε παρόμοια εκτίμηση προβαίνει στέλεχος έτερου fund, που συμμετείχε στο πρόσφατο road show. «Η απόδοση όλων των ελληνικών assets θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης», λέει. «Η κυβέρνηση στέλνει ισχυρά σήματα ότι θα την ολοκληρώσει έως τον Νοέμβριο. Θέτει τον πήχυ πολύ ψηλά και προετοιμάζει το έδαφος για να απογοητευθούν για ακόμα μία φορά οι προσδοκίες της αγοράς».
Εχοντας μάθει από την πρόσφατη εμπειρία, οι επενδυτές του City πιστεύουν ότι, με την απελευθέρωση της υποδόσης των 2,8 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση θα μπορέσει να αντέξει για πολλούς μήνες – ίσως και έως τον Μάιο του 2017. «Κάπως καταφέρνουν να επιβιώνουν για πολύ περισσότερο καιρό σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις», σημειώνεται.
Μια πιο αισιόδοξη ματιά παρέχει άλλη πηγή της αγοράς. Ο συγκεκριμένος συνομιλητής της «Κ», που έχει βαθιά γνώση του ελληνικού ζητήματος και των ευρωπαϊκών συσχετισμών, εξηγεί ότι τo Brexit, σε συνδυασμό με την προσφυγική κρίση, έχει αλλάξει τα δεδομένα. «Η Ελλάδα έχει περισσότερο χώρο για ελιγμούς... Αν ο (υπουργός Οικονομικών) Τσακαλώτος παίξει σωστά τα χαρτιά του, η δεύτερη αξιολόγηση μπορεί να ολοκληρωθεί αρκετά γρήγορα».
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 02/10/16 |
Του Κ. Π. Παπαδιόχου
Στα βαθιά νερά της δεύτερης αξιολόγησης που θα έχει ως αιχμή τα εργασιακά ετοιμάζεται να μπει η κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα να δέχεται αντικρουόμενες εισηγήσεις για τη στρατηγική την οποία θα πρέπει να ακολουθήσει, καθώς η πορεία και η έκβαση της επερχόμενης διαπραγμάτευσης θα έχουν αντανάκλαση και στις συζητήσεις για το χρέος.
Βασικός εκφραστής της μιας γραμμής πλεύσης που προτείνεται στον πρωθυπουργό είναι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος. Ο κ. Τσακαλώτος, σύμφωνα με πληροφορίες, προτείνει στον κ. Τσίπρα «ευελιξία» στην επερχόμενη διαπραγμάτευση, ώστε η Αθήνα να λάβει απτές μεσοπρόθεσμες δεσμεύσεις για το χρέος. Ειδικότερα, στόχος είναι να διασφαλιστεί ένας οδικός χάρτης και πέραν του 2018, ώστε αφενός η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του επικεφαλής της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι και αφετέρου να είναι σε θέση να εκδώσει δεκαετή ομόλογα, επιστρέφοντας σταδιακά στις αγορές. Ειδικότερα, η κυβέρνηση επιδιώκει να συμφωνηθεί ότι η ετήσια δαπάνη για τόκους και χρεολύσια δεν θα υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ, αλλά και ότι το επιτόκιο δανεισμού από τον ESM θα κλειδώσει στο 1,5 ή έστω στο 1,8%.
Οπως λέγεται, παρά την αρνητική επί του παρόντος στάση του Βερολίνου ο στόχος είναι εφικτός εάν η Αθήνα προβεί σε λελογισμένες παραχωρήσεις στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, καθώς θα έχει δύο κρίσιμους συμμάχους. Πρώτη σύμμαχος η Κομισιόν, με τον κοινοτικό επίτροπο κ. Π. Μοσκοβισί να έχει ήδη κάνει λόγο για συμφωνία στην υπόθεση του χρέους ακόμη και εντός του έτους και, δεύτερος σύμμαχος το ΔΝΤ, το οποίο αναμένεται να επαναβεβαιώσει ότι θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο, αφήνοντας ανοικτή τη συνέχιση της παραμονής του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η άλλη άποψη
Ομως, άλλοι κορυφαίοι υπουργοί –εντός και εκτός του Μεγάρου Μαξίμου– προσεγγίζουν τη δεύτερη αξιολόγηση και τη συζήτηση για το χρέος από άλλη οπτική γωνία. Οπως αναφέρουν, η προσπάθεια για ουσιαστικές αποφάσεις στο πεδίο του χρέους συνιστά χίμαιρα, καθώς θα προσκρούσει στην άρνηση του Βερολίνου, με τη Γερμανίδα καγκελάριο κ. Αγκελα Μέρκελ και τον υπουργό Οικονομικών κ. Β. Σόιμπλε να παραπέμπουν την όποια συμφωνία σε χρόνο μετά τις γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου του 2017. Παράλληλα, υποστηρίζουν πως η «απειλή» περί αποχώρησης του ΔΝΤ θα παραμείνει μετέωρη, καθώς το πιθανότερο είναι το Ταμείο να συνεχίσει να μετέχει στις διαπραγματεύσεις χωρίς όμως να καταβάλει χρήματα, όπως συνέβη και κατά την πρώτη αξιολόγηση. Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, προτείνουν στον κ. Τσίπρα η κυβέρνηση να ακολουθήσει σκληρή γραμμή στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις, ώστε οι όποιες αλλαγές τουλάχιστον στα εργασιακά, που «αγγίζουν» τον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, να είναι οι κατά το δυνατόν ηπιότερες.
Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, επί του παρόντος τουλάχιστον, ο πρωθυπουργός κλίνει υπέρ της προσέγγισης του κ. Τσακαλώτου. Και τούτο, όχι μόνον επειδή εκτιμά πως η διευθέτηση του χρέους θα είναι ένα ισχυρότατο όπλο στην πολιτική αντιπαράθεση με τον κ. Κυρ. Μητσοτάκη και τη Ν.Δ., αλλά και διότι είναι πεπεισμένος πως τυχόν ευνοϊκή ρύθμιση σε συνδυασμό με την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα είναι το κλειδί για την προσέλκυση επενδύσεων και τη στροφή της οικονομίας στον δρόμο της ανάπτυξης. Μάλιστα, η διαφαινόμενη βούληση του κ. Τσίπρα για ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης συνεπάγεται ότι παρά το σκηνικό έντασης που καλλιεργεί το Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός δεν έχει κατά νου, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, εκλογικό αιφνιδιασμό, ασχέτως της περί του αντιθέτου φημολογίας. Δεδομένο είναι, όμως, ότι αμέσως μετά το επερχόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε ευρύ ανασχηματισμό.
Συνομιλητές του κ. Τσίπρα αναφέρουν πως η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. στο πεδίο της διαπλοκής ήταν αναγκαία, προκειμένου το Μαξίμου να περιορίσει τις μεγάλες απώλειες που είχε με την υπόθεση Καλογρίτσα. Οι ίδιες πηγές προσθέτουν πως μετά την «απεμπλοκή» που υπήρξε με την αδυναμία του επιχειρηματία να καταβάλει την πρώτη δόση για την τηλεοπτική άδεια, η κυβέρνηση είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί από καλύτερους όρους με τη Ν.Δ. στα θέματα διαφάνειας. Ετσι εξηγείται ότι ο πρωθυπουργός έσπευσε να κάνει δεκτό το αίτημα του κ. Μητσοτάκη για νέα προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τη διαπλοκή, αλλά και ότι την επισπεύδει, ώστε να πραγματοποιηθεί μεταξύ 10 και 20 του μήνα. Πάντως, στελέχη της Πειραιώς αναφέρουν πως με την υπόθεση Καλογρίτσα η κυβέρνηση έχει απολέσει οριστικά το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα», ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, οι καταλυτικά αρνητικές για την εικόνα της επιπτώσεις καταγράφονται και σε μυστικές δημοσκοπήσεις που έχουν στα χέρια τους τα επιτελεία ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ.
Στα βαθιά νερά της δεύτερης αξιολόγησης που θα έχει ως αιχμή τα εργασιακά ετοιμάζεται να μπει η κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα να δέχεται αντικρουόμενες εισηγήσεις για τη στρατηγική την οποία θα πρέπει να ακολουθήσει, καθώς η πορεία και η έκβαση της επερχόμενης διαπραγμάτευσης θα έχουν αντανάκλαση και στις συζητήσεις για το χρέος.
Βασικός εκφραστής της μιας γραμμής πλεύσης που προτείνεται στον πρωθυπουργό είναι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτος. Ο κ. Τσακαλώτος, σύμφωνα με πληροφορίες, προτείνει στον κ. Τσίπρα «ευελιξία» στην επερχόμενη διαπραγμάτευση, ώστε η Αθήνα να λάβει απτές μεσοπρόθεσμες δεσμεύσεις για το χρέος. Ειδικότερα, στόχος είναι να διασφαλιστεί ένας οδικός χάρτης και πέραν του 2018, ώστε αφενός η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του επικεφαλής της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι και αφετέρου να είναι σε θέση να εκδώσει δεκαετή ομόλογα, επιστρέφοντας σταδιακά στις αγορές. Ειδικότερα, η κυβέρνηση επιδιώκει να συμφωνηθεί ότι η ετήσια δαπάνη για τόκους και χρεολύσια δεν θα υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ, αλλά και ότι το επιτόκιο δανεισμού από τον ESM θα κλειδώσει στο 1,5 ή έστω στο 1,8%.
Οπως λέγεται, παρά την αρνητική επί του παρόντος στάση του Βερολίνου ο στόχος είναι εφικτός εάν η Αθήνα προβεί σε λελογισμένες παραχωρήσεις στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, καθώς θα έχει δύο κρίσιμους συμμάχους. Πρώτη σύμμαχος η Κομισιόν, με τον κοινοτικό επίτροπο κ. Π. Μοσκοβισί να έχει ήδη κάνει λόγο για συμφωνία στην υπόθεση του χρέους ακόμη και εντός του έτους και, δεύτερος σύμμαχος το ΔΝΤ, το οποίο αναμένεται να επαναβεβαιώσει ότι θεωρεί το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο, αφήνοντας ανοικτή τη συνέχιση της παραμονής του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η άλλη άποψη
Ομως, άλλοι κορυφαίοι υπουργοί –εντός και εκτός του Μεγάρου Μαξίμου– προσεγγίζουν τη δεύτερη αξιολόγηση και τη συζήτηση για το χρέος από άλλη οπτική γωνία. Οπως αναφέρουν, η προσπάθεια για ουσιαστικές αποφάσεις στο πεδίο του χρέους συνιστά χίμαιρα, καθώς θα προσκρούσει στην άρνηση του Βερολίνου, με τη Γερμανίδα καγκελάριο κ. Αγκελα Μέρκελ και τον υπουργό Οικονομικών κ. Β. Σόιμπλε να παραπέμπουν την όποια συμφωνία σε χρόνο μετά τις γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου του 2017. Παράλληλα, υποστηρίζουν πως η «απειλή» περί αποχώρησης του ΔΝΤ θα παραμείνει μετέωρη, καθώς το πιθανότερο είναι το Ταμείο να συνεχίσει να μετέχει στις διαπραγματεύσεις χωρίς όμως να καταβάλει χρήματα, όπως συνέβη και κατά την πρώτη αξιολόγηση. Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, προτείνουν στον κ. Τσίπρα η κυβέρνηση να ακολουθήσει σκληρή γραμμή στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις, ώστε οι όποιες αλλαγές τουλάχιστον στα εργασιακά, που «αγγίζουν» τον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, να είναι οι κατά το δυνατόν ηπιότερες.
Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, επί του παρόντος τουλάχιστον, ο πρωθυπουργός κλίνει υπέρ της προσέγγισης του κ. Τσακαλώτου. Και τούτο, όχι μόνον επειδή εκτιμά πως η διευθέτηση του χρέους θα είναι ένα ισχυρότατο όπλο στην πολιτική αντιπαράθεση με τον κ. Κυρ. Μητσοτάκη και τη Ν.Δ., αλλά και διότι είναι πεπεισμένος πως τυχόν ευνοϊκή ρύθμιση σε συνδυασμό με την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ θα είναι το κλειδί για την προσέλκυση επενδύσεων και τη στροφή της οικονομίας στον δρόμο της ανάπτυξης. Μάλιστα, η διαφαινόμενη βούληση του κ. Τσίπρα για ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης συνεπάγεται ότι παρά το σκηνικό έντασης που καλλιεργεί το Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός δεν έχει κατά νου, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, εκλογικό αιφνιδιασμό, ασχέτως της περί του αντιθέτου φημολογίας. Δεδομένο είναι, όμως, ότι αμέσως μετά το επερχόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε ευρύ ανασχηματισμό.
Συνομιλητές του κ. Τσίπρα αναφέρουν πως η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. στο πεδίο της διαπλοκής ήταν αναγκαία, προκειμένου το Μαξίμου να περιορίσει τις μεγάλες απώλειες που είχε με την υπόθεση Καλογρίτσα. Οι ίδιες πηγές προσθέτουν πως μετά την «απεμπλοκή» που υπήρξε με την αδυναμία του επιχειρηματία να καταβάλει την πρώτη δόση για την τηλεοπτική άδεια, η κυβέρνηση είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί από καλύτερους όρους με τη Ν.Δ. στα θέματα διαφάνειας. Ετσι εξηγείται ότι ο πρωθυπουργός έσπευσε να κάνει δεκτό το αίτημα του κ. Μητσοτάκη για νέα προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τη διαπλοκή, αλλά και ότι την επισπεύδει, ώστε να πραγματοποιηθεί μεταξύ 10 και 20 του μήνα. Πάντως, στελέχη της Πειραιώς αναφέρουν πως με την υπόθεση Καλογρίτσα η κυβέρνηση έχει απολέσει οριστικά το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα», ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, οι καταλυτικά αρνητικές για την εικόνα της επιπτώσεις καταγράφονται και σε μυστικές δημοσκοπήσεις που έχουν στα χέρια τους τα επιτελεία ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ.
Προσθήκη λεζάντας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου