Από "ΤΑ ΝΕΑ", και...
"ΤΑ ΝΕΑ", 01/02/21 |
Η ατέρμων αναμονή της «καλύτερης μέρας»
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΚΛΙΚΗ*
Η σταθερή και συγκρατημένη η ελληνική πλευρά συνομίλησε και πάλι με την τουρκική σε μια σύντομη συνάντηση που σήμανε την αρχή μιας προσπάθειας ανίχνευσης των διαθέσεων των «απέναντι». Οι προσδοκίες περιορισμένες. Μια πενταετία προκλήσεων, προσβολών και απειλητικών μηνυμάτων δεν ήταν και λίγο για να χαμηλώσει ο πήχυς χωρίς όμως να εξαλειφθεί κάθε ελπίδα. Ολοι, μέσα και έξω από την Ελλάδα, ξέρουν πως η Τουρκία δεν προσέρχεται στις διερευνητικές με ενθουσιασμό. Τη συγκινεί μόνο μια πολιτική διαπραγμάτευση εφ' όλης της ύλης. Η Ελλάδα, αντίθετα, επιθυμεί μια συζήτηση διακρίβωσης των διαθέσεων και των προθέσεων της άλλης πλευράς και των σημείων σύγκλισης και απόκλισης σε ένα και συγκεκριμένο θέμα: την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Γι' αυτό συνομιλούσαν οι δύο πλευρές από το 2002 μέχρι το 2016.
Η Αθήνα, έτοιμη από καιρό, προσήλθε στις συνομιλίες προκειμένου να αναγνώσει από κοντά τις τουρκικές προθέσεις. Στο μεταξύ ο κ. Ερντογάν, αντίθετος σε οποιασδήποτε συνάντηση με τον κύριο Μητσοτάκη στην αρχή του 2020, έκανε πρόσφατα λόγο για συνάντηση με τον έλληνα Πρωθυπουργό με τον κύριο Τσαούσογλου να διατυπώνει και αυτός την επιθυμία για συνάντηση με τον έλληνα ομόλογό του.
Οι έναντιοι στις συναντήσεις αυτές έχουν στοιχειοθετημένες επιφυλάξεις και κανείς δεν τους προσάπτει μομφή για αρνητισμό. Εχουν λόγους να θεωρούν πως η πολεμική ρητορική της τουρκικής ηγεσίας, το περιεχόμενο των μηνυμάτων της και οι διεκδικήσεις της, καθιστούν ακόμα και την απλή συζήτηση άνευ ουσίας. Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές μιας τέτοιας πρωτοβουλίας θεωρούν πως η Ελλάδα δεν λευκαίνει την Τουρκία συνομιλώντας απλώς μαζί της. Θέση τους είναι πως δεν παραχωρεί και πως δεν αποπειράται κατευνασμούς. Επιθυμούν να δουν την Ελλάδα να θέλει να ακούσει, να σταθμίσει και να δηλώσει τις επιλογές της χωρίς φοβικά σύνδρομα και αίσθημα αδυναμίας. Σκέφτεται αυτή η πλευρά πως η προσέλευση σε συζήτηση δεν θα στερήσει από την Ελλάδα το πλεονέκτημα που έχει κερδίσει μέχρι τώρα: την έξωθεν καλή μαρτυρία φίλων, συμμάχων και εταίρων. Μια μαρτυρία που όχι μόνο η Τουρκία αποπειράται αγωνιωδώς να έχει αλλά ακόμα και οι υπερδυνάμεις σε κάθε διεθνές τους βήμα.
Εφόσον η Τουρκία δώσει σταθερά δείγματα συμμόρφωσης προς τους κανόνες της καλής γειτονίας, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη για διπλωματικές πρωτοβουλίες στη σχεδόν βέβαιη περίπτωση επανάληψης της πρόσκλησης σε συνάντηση κορυφής. Διαθέτει αυτοπεποίθηση, ισχυρά νομικά και πολιτικά επιχειρήματα και ένα σοβαρό πλέγμα συνεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο. Μετρούν πολύ τα στοιχεία αυτά όσο και αν μερικοί αμφιβάλλουν για τη βαρύτητα που έχουν.
Η Ελλάδα καλό είναι, αποτινάσσοντας κοντόφθαλμες επιφυλάξεις, να αναλάβει όχι αφελείς πρωτοβουλίες αλλά να προχωρήσει σε σοβαρές κινήσεις που βασίζονται σε ό,τι αντλεί από το ειδικό της βάρος στον παγκόσμιο χάρτη, τις νομικές της θέσεις αλλά και την πραγματική ισχύ της. Η τακτική της ατέρμονος αναμονής της «καλύτερης μέρας» έχει αποδειχθεί στείρα και με κίνδυνο να αφήσει κενά που νομοτελειακά θα πληρωθούν από τρίτους.
*Πρέσβης επί τιμή, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
Η Αθήνα, έτοιμη από καιρό, προσήλθε στις συνομιλίες προκειμένου να αναγνώσει από κοντά τις τουρκικές προθέσεις. Στο μεταξύ ο κ. Ερντογάν, αντίθετος σε οποιασδήποτε συνάντηση με τον κύριο Μητσοτάκη στην αρχή του 2020, έκανε πρόσφατα λόγο για συνάντηση με τον έλληνα Πρωθυπουργό με τον κύριο Τσαούσογλου να διατυπώνει και αυτός την επιθυμία για συνάντηση με τον έλληνα ομόλογό του.
Οι έναντιοι στις συναντήσεις αυτές έχουν στοιχειοθετημένες επιφυλάξεις και κανείς δεν τους προσάπτει μομφή για αρνητισμό. Εχουν λόγους να θεωρούν πως η πολεμική ρητορική της τουρκικής ηγεσίας, το περιεχόμενο των μηνυμάτων της και οι διεκδικήσεις της, καθιστούν ακόμα και την απλή συζήτηση άνευ ουσίας. Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές μιας τέτοιας πρωτοβουλίας θεωρούν πως η Ελλάδα δεν λευκαίνει την Τουρκία συνομιλώντας απλώς μαζί της. Θέση τους είναι πως δεν παραχωρεί και πως δεν αποπειράται κατευνασμούς. Επιθυμούν να δουν την Ελλάδα να θέλει να ακούσει, να σταθμίσει και να δηλώσει τις επιλογές της χωρίς φοβικά σύνδρομα και αίσθημα αδυναμίας. Σκέφτεται αυτή η πλευρά πως η προσέλευση σε συζήτηση δεν θα στερήσει από την Ελλάδα το πλεονέκτημα που έχει κερδίσει μέχρι τώρα: την έξωθεν καλή μαρτυρία φίλων, συμμάχων και εταίρων. Μια μαρτυρία που όχι μόνο η Τουρκία αποπειράται αγωνιωδώς να έχει αλλά ακόμα και οι υπερδυνάμεις σε κάθε διεθνές τους βήμα.
Εφόσον η Τουρκία δώσει σταθερά δείγματα συμμόρφωσης προς τους κανόνες της καλής γειτονίας, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη για διπλωματικές πρωτοβουλίες στη σχεδόν βέβαιη περίπτωση επανάληψης της πρόσκλησης σε συνάντηση κορυφής. Διαθέτει αυτοπεποίθηση, ισχυρά νομικά και πολιτικά επιχειρήματα και ένα σοβαρό πλέγμα συνεργειών στην Ανατολική Μεσόγειο. Μετρούν πολύ τα στοιχεία αυτά όσο και αν μερικοί αμφιβάλλουν για τη βαρύτητα που έχουν.
Η Ελλάδα καλό είναι, αποτινάσσοντας κοντόφθαλμες επιφυλάξεις, να αναλάβει όχι αφελείς πρωτοβουλίες αλλά να προχωρήσει σε σοβαρές κινήσεις που βασίζονται σε ό,τι αντλεί από το ειδικό της βάρος στον παγκόσμιο χάρτη, τις νομικές της θέσεις αλλά και την πραγματική ισχύ της. Η τακτική της ατέρμονος αναμονής της «καλύτερης μέρας» έχει αποδειχθεί στείρα και με κίνδυνο να αφήσει κενά που νομοτελειακά θα πληρωθούν από τρίτους.
*Πρέσβης επί τιμή, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
...από την "Εφ.Συν/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
ΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΘΑ ΕΠΡΑΤΤΕ Ο ΕΠΙΤΙΜΟΣ Α/ΓΕΝ, ΕΑΝ ΜΕΤΕΙΧΕ ΣΤΙΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ;
Κι όμως, θα μπορούσαμε να τα είχαμε καταφέρει
Αντώνης Αντωνιάδης*
Οσο χαμηλά και εάν είχε τοποθετήσει κάποιος τον πήχη των 61 «διερευνητικών επαφών» με την Τουρκία, σίγουρα δεν θα περίμενε ότι θα χρειάζονταν μόνο 3,5 ώρες για να φτάσουν σε αδιέξοδο. Ούτε καν κουβέντα να γίνεται, ώστε τουλάχιστον να φαινόμαστε λίγο πιο προετοιμασμένοι.
Είναι απορίας άξιον με τι είδους ατζέντα πήγαμε στις συνομιλίες, όταν εδώ και πάνω από μισό αιώνα γνωρίζουμε ότι η πάγια επιδίωξη της τουρκικής πλευράς είναι η αποτροπή μετατροπής του Αιγαίου σε ελληνική λίμνη. Αυτό, είτε το αποδεχόμαστε, συμβιβαζόμαστε και συνδιαλεγόμαστε, είτε θα κοροϊδευόμαστε μέχρι και την 1.061η διερευνητική επαφή.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πάντα υπάρχουν ανοιχτόμυαλοι δίαυλοι για ειρηνική, ακόμα και φιλική, συνύπαρξη με την Τουρκία, χωρίς να απαιτηθεί καμία χώρα να απεμπολήσει όσα θεωρεί κεκτημένα ιστορικών και εθνικών καταβολών.
Τελευταία, με ξεχωριστό σθένος και πάθος, διατυμπανίζουμε την υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, ΑΟΖ). Αυτονόητο και καλά κάνουμε. Ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα, για καλή μας τύχη, μας παραχωρήθηκαν μέσω διεθνών Συνθηκών, εμπνευσμένων και επιβαλλόμενων από τις εκάστοτε ισχυρές δυνάμεις, με πρώτιστο γνώμονα την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Θεωρώ ότι δεν ρωτηθήκαμε τι εκτάσεως χωρικά ύδατα ή εναέριος χώρος θα μας εξυπηρετούσε, ούτε εάν συμφωνούμε οι υφαλοκρηπίδες να αποτελούν υποσύνολο των ΑΟΖ.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που οι διεθνείς Συνθήκες -και ίσως δικαίως- δεν τυγχάνουν καθολικής αποδοχής. Πρόκειται πάντως για δικαιώματα που δεν κατακτήθηκαν, ούτε είναι απόρροια εθνικών καταβολών. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την αξία τους, εντούτοις ένα προσφερόμενο δικαίωμα πάντα έχει ένα κάπως μικρότερο ειδικό βάρος από αυτό που αποκτήθηκε ιστορικά και μέσα από αγώνες. Σε κάθε περίπτωση, ασφαλώς και πρέπει να τα υποστηρίζουμε και να σεβόμαστε τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ιδιαίτερα εμείς, ως αδύναμη χώρα. Καλό είναι όμως να έχουμε κατά νου ότι το «εθνικό συμφέρον» και το «δίκαιο του ισχυρότερου» είναι δύο παγκόσμιες αρχές οι οποίες ανέκαθεν λειτουργούσαν ως καταλύτες των όποιων διεθνών συνθηκών, νομολογιών, προβλέψεων και διατάξεων. Παραδείγματα, …ων ουκ έστι αριθμός.
Συναισθάνομαι απόλυτα τους ακατάλυτους ιστορικούς, γεωγραφικούς και συναισθηματικούς δεσμούς μας με το Αιγαίο πέλαγος. Ενδεχομένως ανάλογα συναισθήματα να τρέφουν και οι Εγγλέζοι για τη θάλασσα της Μάγχης (English channel) ή οι Ιταλοί για τη, σημερινή τουλάχιστον, δική τους mare nostrum. Ισως και πολλοί άλλοι λαοί για αντίστοιχες περιοχές. Αυτά όμως τα συναισθήματα και ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα που διανύουμε δεν επιτρέπεται να ξεφεύγουν από τα όρια του ιστορικού ρομαντικού πατριωτισμού και να μετατρέπονται σε εθνικιστικές εμμονές.
Οσο χαμηλά και εάν είχε τοποθετήσει κάποιος τον πήχη των 61 «διερευνητικών επαφών» με την Τουρκία, σίγουρα δεν θα περίμενε ότι θα χρειάζονταν μόνο 3,5 ώρες για να φτάσουν σε αδιέξοδο. Ούτε καν κουβέντα να γίνεται, ώστε τουλάχιστον να φαινόμαστε λίγο πιο προετοιμασμένοι.
Είναι απορίας άξιον με τι είδους ατζέντα πήγαμε στις συνομιλίες, όταν εδώ και πάνω από μισό αιώνα γνωρίζουμε ότι η πάγια επιδίωξη της τουρκικής πλευράς είναι η αποτροπή μετατροπής του Αιγαίου σε ελληνική λίμνη. Αυτό, είτε το αποδεχόμαστε, συμβιβαζόμαστε και συνδιαλεγόμαστε, είτε θα κοροϊδευόμαστε μέχρι και την 1.061η διερευνητική επαφή.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πάντα υπάρχουν ανοιχτόμυαλοι δίαυλοι για ειρηνική, ακόμα και φιλική, συνύπαρξη με την Τουρκία, χωρίς να απαιτηθεί καμία χώρα να απεμπολήσει όσα θεωρεί κεκτημένα ιστορικών και εθνικών καταβολών.
Τελευταία, με ξεχωριστό σθένος και πάθος, διατυμπανίζουμε την υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, ΑΟΖ). Αυτονόητο και καλά κάνουμε. Ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα, για καλή μας τύχη, μας παραχωρήθηκαν μέσω διεθνών Συνθηκών, εμπνευσμένων και επιβαλλόμενων από τις εκάστοτε ισχυρές δυνάμεις, με πρώτιστο γνώμονα την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Θεωρώ ότι δεν ρωτηθήκαμε τι εκτάσεως χωρικά ύδατα ή εναέριος χώρος θα μας εξυπηρετούσε, ούτε εάν συμφωνούμε οι υφαλοκρηπίδες να αποτελούν υποσύνολο των ΑΟΖ.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που οι διεθνείς Συνθήκες -και ίσως δικαίως- δεν τυγχάνουν καθολικής αποδοχής. Πρόκειται πάντως για δικαιώματα που δεν κατακτήθηκαν, ούτε είναι απόρροια εθνικών καταβολών. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την αξία τους, εντούτοις ένα προσφερόμενο δικαίωμα πάντα έχει ένα κάπως μικρότερο ειδικό βάρος από αυτό που αποκτήθηκε ιστορικά και μέσα από αγώνες. Σε κάθε περίπτωση, ασφαλώς και πρέπει να τα υποστηρίζουμε και να σεβόμαστε τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ιδιαίτερα εμείς, ως αδύναμη χώρα. Καλό είναι όμως να έχουμε κατά νου ότι το «εθνικό συμφέρον» και το «δίκαιο του ισχυρότερου» είναι δύο παγκόσμιες αρχές οι οποίες ανέκαθεν λειτουργούσαν ως καταλύτες των όποιων διεθνών συνθηκών, νομολογιών, προβλέψεων και διατάξεων. Παραδείγματα, …ων ουκ έστι αριθμός.
Συναισθάνομαι απόλυτα τους ακατάλυτους ιστορικούς, γεωγραφικούς και συναισθηματικούς δεσμούς μας με το Αιγαίο πέλαγος. Ενδεχομένως ανάλογα συναισθήματα να τρέφουν και οι Εγγλέζοι για τη θάλασσα της Μάγχης (English channel) ή οι Ιταλοί για τη, σημερινή τουλάχιστον, δική τους mare nostrum. Ισως και πολλοί άλλοι λαοί για αντίστοιχες περιοχές. Αυτά όμως τα συναισθήματα και ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα που διανύουμε δεν επιτρέπεται να ξεφεύγουν από τα όρια του ιστορικού ρομαντικού πατριωτισμού και να μετατρέπονται σε εθνικιστικές εμμονές.
Σήμερα η Ελλάδα, με αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ναυτ. μιλίων, έχει κυρίαρχα δικαιώματα στο περίπου 40% του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου και της αντίστοιχης υφαλοκρηπίδας, η δε Τουρκία κάτω του 8%. Το υπόλοιπο είναι διεθνή ύδατα, στα οποία κανένας δεν ασκεί κανενός είδους κυριαρχία. Εάν και εφόσον η Ελλάδα αποφασίσει τη ρήξη και αυξήσει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ναυτ. μίλια, τότε τα ποσοστά αυτά γίνονται αντίστοιχα περίπου λίγο επάνω από 70% για την Ελλάδα και περίπου 9% για την Τουρκία, εάν ακολουθήσει και αυτή αντίστοιχη αύξηση.
Η γεωφυσική ιδιομορφία του Αιγαίου δεν προσφέρει πολλές εναλλακτικές λύσεις για οριοθέτηση ΑΟΖ. Εάν όμως πραγματικά επιθυμούμε να λύσουμε τις διαφορές μας χωρίς να κοροϊδευόμαστε, τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι και στον περιορισμένο αυτόν χώρο πρέπει να οριοθετηθούν περιοχές ΑΟΖ και για εμάς και την Τουρκία. Με μια τέτοια προοπτική και με δεδομένο ότι στο Αιγαίο πάντα θα υπάρχουν διεθνή ύδατα και αναγνωρίζοντας ότι μια στρατιωτική ρήξη θα αποτελούσε την επιτομή της απερισκεψίας, ορθολογικά δεν απομένει παρά ο διαχωρισμός των διεθνών υδάτων του Αιγαίου εκατέρωθεν μιας κοινά αποδεκτής μέσης γραμμής.
Ακόμα και με ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πάλι θα μας αναλογεί προς εκμετάλλευση (μαζί με τα χωρικά) περίπου το 70% του Αιγαιοπελαγίτικου χώρου και της υποκείμενης υφαλοκρηπίδας, στη δε Τουρκία το περίπου 30%. Το ότι η τουρκική ΑΟΖ, στην οποία ασκείται μόνο δικαίωμα υποθαλάσσιας εκμετάλλευσης (οι επιφάνειες παραμένουν διεθνή ύδατα), θα περιβάλλει τα χωρικά ύδατα ορισμένων ελληνικών νησιών, είναι μια ενυπάρχουσα γεωγραφική ιδιαιτερότητα, όπως η εφαπτόμενη εγγύτητα των νησιών μας με την Τουρκία, την οποία θα πρέπει κάποτε να ξεπεράσουμε αποδεχόμενοι τις αναπόφευκτες γεωγραφικές πραγματικότητες, συνέπειες και επιπτώσεις που συνεπάγονται από τη μοιραία γειτνίαση με τη χώρα αυτή.
Θεωρώ μια τέτοιου είδους κατανομή ρεαλιστική, υλοποιήσιμη και κυρίως πολύ ευνοϊκότερη από το υφιστάμενο σήμερα κλίμα των αέναων προκλήσεων, διεκδικήσεων και ανούσιων προστριβών.
Εξάλλου, εάν επιλυθεί το μείζον διακύβευμα στο Αιγαίο, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα είδος εφαλτηρίου για μια πιο ανοιχτόμυαλη προσέγγιση και των υπολοίπων θεμάτων (γκρίζες ζώνες, αφοπλισμός νήσων ανατολικού Αιγαίου και εναέριος χώρος), τα οποία είναι ήσσονος μεν και για τις δυο χώρες ουσιαστικής σημασίας, προσφέρονται όμως για διαπραγμάτευση.
Εάν, λόγου χάριν, η Τουρκία αποσύρει τις αιτιάσεις για γκρίζες ζώνες και αφοπλισμό των νησιών, μπορούμε και εμείς άνετα να ζήσουμε με τον προβλεπόμενο, βάσει των χωρικών μας υδάτων, εναέριο χώρο των 6 ναυτ. μιλίων. Τις ανοησίες για το FIR Αθηνών και την έρευνα και διάσωση δεν αξίζει καν να τις συζητάμε, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον ICAO τα μαχητικά αεροσκάφη δικαιούνται να μην υποβάλλουν σχέδια πτήσεων. Οσον αφορά τους ναυαγούς στο Αιγαίο, ας συμφωνήσουμε επιτέλους ότι θα πρέπει να τους σώζει όποιος προλαβαίνει. Και οι δυο μαζί, θα είναι ακόμα καλύτερα για όσους κινδυνεύουν να πνιγούν.
Τέλος, θεωρώ ότι και το «επίμαχο» θέμα της έκτασης της ΑΟΖ του Καστελόριζου θα πρέπει να διαπραγματευτεί με την κατάργηση της στρεβλής και παράτυπης ΑΟΖ της Τουρκίας με την όποια Λιβύη.
Αλυτα θέματα ασφαλώς και δεν υπάρχουν. Μόνο εάν είχαμε απαλλαγεί από τις στενόμυαλες αντιλήψεις μας και τους λαϊκισμούς, ειλικρινά πιστεύω ότι -παρά τις όντως πολλές αντιξοότητες- θα μπορούσαμε να τα είχαμε καταφέρει να συνεννοηθούμε και κάποτε να συνυπάρξουμε.
*Aντιναυάρχος, επίτιμος αρχηγός ΓΕΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου